του Απόστολου Νικολόπουλου,
Την περασμένη εβδομάδα αναρτήθηκαν οι βαθμολογίες των φετινών Πανελλαδικών Εξετάσεων στα ΓΕΛ και ΕΠΑΛ και ακολούθησαν, σε εφημερίδες και site, διάφορες παρατηρήσεις γι’ αυτές καθώς και προβλέψεις για το πού θα κυμανθούν οι βάσεις εισαγωγής. Σε αυτό το σχόλιο, θέλουμε να σταθούμε σε κάποια γενικότερα ζητήματα που, κατά τη γνώμη μας, αναδεικνύονται από τις βαθμολογίες.
Η πρώτη, «χτυπητή» πλευρά, που χρειάζεται να τονιστεί, είναι ότι πρόκειται για μια χρονιά με χαμηλές βαθμολογίες, που έρχεται μάλιστα να ακολουθήσει την περσινή χρονιά των επίσης χαμηλών βαθμολογιών. Αρκεί να αναφέρουμε τις απογοητευτικές επιδόσεις σε αρκετά μαθήματα (με χαρακτηριστική περίπτωση τα Μαθηματικά στην Ομάδα Προσανατολισμού Σπουδών Οικονομίας και Πληροφορικής), τη μονιμοποίηση των χαμηλών επιδόσεων σε άλλα (π.χ. Φυσική) αλλά και την αισθητή μείωση όσων «έπιασαν» βαθμολογίες 18-20. Στη Νεοελληνική Γλώσσα, μάλιστα, πήραν 19-20 μόνο 55 υποψήφιοι και στα Αρχαία αρίστευσαν μόνο 65 άτομα (Έθνος, 28/6).
Το Υπουργείο αμφισβητεί αυτό το γεγονός και, σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ, ο ΓΓ του Υπουργείου Κόπτσης ανέφερε διάφορα κατά τη γνώμη του «ευνοϊκά» στοιχεία γι’ αυτούς που πήραν τουλάχιστον 10. Εμμέσως έπραξαν το ίδιο και κάποιες εφημερίδες, συνήθως μέσω συγκριτικών στοιχείων με την περσινή χρονιά. Εκτός από την ωραιοποίηση της εικόνας ενόψει πιθανών εκλογών, γίνεται έτσι και μια προσπάθεια να συγκαλυφθεί ένα βασικό στοιχείο που αναδείχθηκε από τις φετινές βαθμολογίες: η επίδραση της καταστροφικής πολιτικής κατά την διάρκεια της πανδημίας. Γιατί πράγματι, σε αρκετά δημοσιεύματα ή ανακοινώσεις, οι «ιδιαίτερες συνθήκες» των τελευταίων χρόνων στην εκπαίδευση αναγνωρίζονται σαν καθοριστικός παράγοντας διαμόρφωσης των αποτελεσμάτων. Γίνεται συχνά λόγος για τα ανυπέρβλητα μαθησιακά κενά που δεν καλύφθηκαν, συνήθως όμως αυτό το ζήτημα παρουσιάζεται χωρίς ιδιαίτερη έμφαση και ξεκομμένα από την πολιτική που ακολουθήθηκε.
Η δεύτερη λοιπόν βασική πλευρά είναι ότι οι βαθμολογίες αποτυπώνουν κυνικές ταξικές επιλογές στην εκπαίδευση, καθώς η λεγόμενη «τηλεκπαίδευση» επιβλήθηκε σαν το «πιο πρόσφορο μέσο για την πανδημία» και αγνοήθηκαν τα αιτήματα για ανοικτά και ασφαλή σχολεία. Βλέπουμε τα αποτελέσματα της βάρβαρης επίθεσης στα μορφωτικά δικαιώματα της νέας γενιάς και σαρωτικών αντιεκπαιδευτικών αναδιαρθρώσεων, που «υποστηρίζονται» με προκλητικά αντιδημοκρατικά μέσα. Και βέβαια, δεν πρόκειται απλώς για την πολιτική μιας «κακής κυβέρνησης», αφού ουσιαστικά αυτή προωθείται με τη συναίνεση της πλειοψηφίας των κοινοβουλευτικών κομμάτων, ενώ βρίσκεται σε συμφωνία με διεθνώς διαμορφωμένες αντεργατικές στρατηγικές επιλογές.
Μία τρίτη πλευρά, που ξεπρόβαλλε στη συζήτηση για τις βαθμολογίες των Πανελλαδικών, αφορά την προώθηση σκληρών εξεταστικών πρακτικών. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κόπτσης, στη συνέντευξη που ήδη αναφέραμε, υπερασπίστηκε τα θέματα των εξετάσεων και μίλησε για «θέματα με νέο πνεύμα». Απέρριψε δηλαδή όλες τις κριτικές για περιπτώσεις μη διαβαθμισμένων θεμάτων, αναντιστοιχίες με τη διδαγμένη ύλη και για κάποια θέματα πολύ μεγάλης δυσκολίας. Τα υπόλοιπα κόμματα δεν «σήκωσαν» ιδιαίτερα αυτά τα ζητήματα στην κεντρική τους προπαγάνδα. Επισημαίνουμε ότι φέτος εφαρμόστηκε επίσης και η Τράπεζα Θεμάτων για την Α΄ και Β΄ Λυκείου και όλα αυτά κάτι σημαίνουν για την ανάγκη αποφασιστικής μαχητικής εναντίωσης στον εξεταστικό Γολγοθά που επιβάλλεται στους μαθητές.
Μία ακόμα σημαντική πλευρά είναι η μείωση των εισακτέων και οι συνακόλουθες ανακατατάξεις στα ΑΕΙ. Στην αρθρογραφία αυτή η πλευρά αντιμετωπιζόταν σχεδόν αποκλειστικά σαν παράγοντας ανόδου των βάσεων εισαγωγής (που επηρεάζονται επίσης από τη «ζήτηση» των τμημάτων από τους υποψηφίους), ουσιαστικά όμως πρόκειται για ένα βαθύ πρόβλημα με ταξικές προεκτάσεις. Φέτος οι θέσεις για εισαγωγή στα ΑΕΙ είναι 9.021 λιγότερες από πέρσι (χοντρικά, μείωση 12%), ενώ υπάρχουν μόλις 3000 περισσότεροι υποψήφιοι περίπου. Οι θέσεις στα ΑΕΙ θα είναι λοιπόν αισθητά λιγότερες σε σχέση με τον αριθμό των υποψηφίων και, μάλιστα, η «ελάχιστη βάση εισαγωγής» (ΕΒΕ), θα επιφέρει ένα πρόσθετο πετσόκομμα του αριθμού των εισακτέων. Σε άρθρο της «Καθημερινής» (kathimerini.gr, 29/6) αναφέρεται ότι «λόγω της ΕΒΕ, θα καλυφθούν λίγο παραπάνω από τις 60.000 θέσεις» από τις 68.394 που διατίθενται την παρούσα χρονιά. Επιπλέον, όλες σχεδόν οι εκτιμήσεις συντείνουν στο ότι θα πληγούν σχολές και τμήματα ΑΕΙ της περιφέρειας και, μάλιστα, υπάρχουν ήδη Τμήματα που φέτος δεν δέχονται καν εισακτέους.
Σα να μη φτάνουν όλα αυτά, κάθε πανεπιστημιακό Τμήμα έχει πλέον ορίσει τους «δικούς του» συντελεστές για κάθε εξεταζόμενο μάθημα, ώστε να εισαχθεί κάποιος σε αυτό. Έτσι, αυξάνεται ο τυχαίος παράγοντας για το αν κάποιος υποψήφιος θα εισαχθεί σε αυτή τη σχολή ή σε κάποια άλλη.
Συμπυκνώνοντας όσα αναφέραμε, η εικόνα είναι ότι συντηρούνται οι χαμηλές βαθμολογίες, εκδηλώνονται ξεκάθαρα οι συντριπτικές επιπτώσεις της εκπαιδευτικής πολιτικής (συμπεριλαμβανομένων των μέτρων με αφορμή την πανδημία), αναδεικνύεται η εντεινόμενη εξεταστική σκληρότητα και αυξάνονται με γοργούς ρυθμούς οι επιπτώσεις των ταξικών φίλτρων για την εισαγωγή στα ΑΕΙ. Από ποιοτική άποψη, αυτά τα στοιχεία αποκαλύπτουν και αντανακλούν μία δρομολογημένη και γρήγορα αναπτυσσόμενη μορφωτική καταστροφή σε βάρος των παιδιών της εργατικής τάξης, η οποία συνδυάζεται με ένταση των ταξικών φραγμών και πλήρη υποταγή της εκπαίδευσης στις ανάγκες του κεφαλαίου. Για παράδειγμα, η μείωση των εισακτέων ενός ΑΕΙ (και συνεπώς των σχετικών πόρων από τον κρατικό προϋπολογισμό) το ωθεί σε επιχειρηματικές πρακτικές και σύνδεση με εταιρίες. Τα αποτελέσματα είναι δραματικά και αυτή η πορεία πρέπει να ανακοπεί.
Κλείνοντας, ας σχολιάσουμε σύντομα δύο επιμέρους ζητήματα σχετικά με τις εξετάσεις. Το ένα είναι ότι η κυβέρνηση προσπάθησε να αξιοποιήσει την περίπτωση του παιδιού που ήλθε από το Ιράν πριν 3 χρόνια και αρίστευσε στις εξετάσεις, προκειμένου να πείσει ότι το ελληνικό κράτος φροντίζει στοργικά τους πρόσφυγες και τους περιθάλπει στην «ανοιχτή αγκαλιά του». Αυτό είναι όντως παράταιρο, την ίδια στιγμή που διεθνείς οργανισμοί (μαζί και ο ΟΗΕ) στηλιτεύουν τα εγκλήματα στη χώρα μας κατά των προσφύγων και τη τακτική των επαναπροωθήσεων. Το δεύτερο ζήτημα είναι η εκτεταμένη δημοσιότητα για τη γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων μέσω SMS. Επιχειρείται να φανεί ότι το κράτος λειτουργεί στην εντέλεια, τάχα μεριμνά για τους πολίτες του και η χώρα προοδεύει. Βεβαίως, ήλθε κι αυτό το συμβάν με τις ακατάλληλες κόλλες διαγωνισμού στο Σχέδιο, που έδωσε την ευκαιρία στην αξιωματική αντιπολίτευση να καταθέσει και σχετική επερώτηση. Σε κάθε περίπτωση, πιστεύουμε ότι τα σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι, βεβαίως και τα προβλήματα της εκπαίδευσης, δεν μπορούν να διασκεδαστούν με SMS και μεγάλα λόγια της κυβέρνησης, ούτε με αντιπολιτευτικές πρωτοβουλίες στενής κομματικής στόχευσης και μακριά από τα ευρύτερα θέματα ουσίας.