γράφει ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΡΕΠΠΑΣ
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου, κορυφαία στιγμή της αντιδικτατορικής πάλης, υπήρξε ιστορικό και πολιτικό γεγονός του οποίου η εμβέλεια και επιρροή ξεπερνάει την ίδια την περίοδο της δικτατορίας, το πολιτικό και πολιτιστικό της αποτύπωμα είναι παρόν στη μεταπολιτευτική αστική δημοκρατία του ΄74 και φτάνει ως τις μέρες μας , χωρίς το νόημά του να έχει «χωνευτεί» από την κυρίαρχη πολιτική και ιδεολογία. Το Πολυτεχνείο είναι ο πολιτικός και ιδεολογικός τροφοδότης των κοινωνικών και αντιιμπεριαλιστικών αγώνων της μεταπολίτευσης, σηματοδοτεί την αντίθεση σε στρατηγικές επιλογές της άρχουσας τάξης με το «έξω αι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ» και τα «Λαοκρατία» , «Επανάσταση Λαέ» άνοιξε το δρόμο για το οριστικό τέλος του μετεμφυλιακού κράτους βίας, καταπίεσης και εκμετάλλευσης, που πιο καθαρή του έκφραση αλλά και εναγώνια προσπάθεια επιβίωσης του ήταν η ίδια η δικτατορία. Το Πολυτεχνείο συμπυκνώνει τη δύναμη και την αδυναμία του αντιδικτατορικού κινήματος και των δυνάμεων της Αριστεράς της εποχής τους που συμμετέχουν σ’ αυτόν. Είναι η πολιτική στιγμή που ο αγώνας αυτός παίρνει μαζική διάσταση, σηματοδοτεί την είσοδο όχι μόνο των φοιτητών αλλά και ευρύτερων λαϊκών μαζών (εργατικών, αγροτικών και μικροαστικών) σ’ αυτόν, αναδεικνύει το φοιτητικό κίνημα σε βασικό πόλο της αντιδικτατορικής αντίστασης, προωθεί γενικότερα πολιτικά αιτήματα και όχι στενά εκπαιδευτικά, όχι μόνο ενάντια στη δικτατορία αλλά με συνολικότερο αντιιμπεριαλιστικό και αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο. Από την αντίσταση των κλειστών συνωμοτικών ομάδων της πρώτης περιόδου της δικτατορίας που είναι ευάλωτες στον μηχανισμό καταστολής της χούντας περνάμε σε μαζικές κινηματικές μορφές αντιδικτατορικής πάλης που αποφασίζουν μέσα από μορφές άμεσης δημοκρατίας (φοιτητικές και εργατικές συνελεύσεις). Αυτό ακόμα και όταν διαρκεί λίγο ή γίνεται σε μια περιορισμένη έκταση είναι μεγάλη πρόκληση και ανοιχτή αμφισβήτηση για ένα δικτατορικό καθεστώς αλλά και μεγάλο μάθημα για τις λαϊκές μάζες που διδάσκονται μέσα από την ίδια τη δραστηριότητα τους να παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους.
Πραγματοποιεί στη βάση των γενικότερων πολιτικών αιτημάτων τη συνένωση του φοιτητικού με το εργατικό κίνημα (εργατική συνέλευση ) και καταφέρνει να ματαιώσει την αστική στρατηγική της περιόδου για ένα ελεγχόμενο πέρασμα στον κοινοβουλευτισμό με τη λύση της «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος που προωθούσαν ο Παπαδόπουλος και αποδεχόταν όλος ο αστικός πολιτικός κόσμος αλλά και δυνάμεις της Αριστεράς, κυρίως το Κ.Κ.Ε.εσ. Κουρελιάζει στην κυριολεξία τη λεγόμενη «φιλελευθεροποίηση» του καθεστώτος, αποκαλύπτοντας τον αυταρχικό και απατηλό χαρακτήρα της. Αν ακόμη και σήμερα για τον αστικό πολιτικό κόσμο η εξέγερση είναι ένα ιστορικό αγκάθι που θα πρέπει να διαστρεβλωθεί ως προς το νόημα της δεν είναι μόνο για τα ριζοσπαστικά αιτήματα που πρόβαλε αλλά γιατί στη συγκεκριμένη συγκυρία αποδείχτηκε ικανή να ματαιώσει τη στρατηγική του και να γίνει η αφετηρία για τη συγκρότηση ενός ισχυρού λαϊκού κινήματος στη μεταπολίτευση που εξανάγκασε στην αστική τάξη και τους πολιτικούς της εκπροσώπους στην παραχώρηση πολιτικών ελευθεριών και κοινωνικών κατακτήσεων. Το τέλος της δικτατορίας σήμανε και το οριστικό τέλος του κράτους της εθνικοφροσύνης της ανελέητης βίας, των διώξεων, των στρατοδικείων, των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων, των ξερονησιών, της αστυνομικής κηδεμονίας και αμείλικτης καταδίωξης του «εσωτερικού εχθρού»
Αν η δύναμη του Πολυτεχνείου σχετίζεται με την είσοδο ευρύτερων μαζών στην πολιτική και τη συγκρότηση μαζικού αντιδικτατορικού κινήματος η αδυναμία του να εξελιχθεί σε κάτι ριζικά διαφορετικό που θα έβαζε στην ημερήσια διάταξη την ανατροπή του αστικού καθεστώτος σχετίζεται με την έλλειψη επαναστατικής στρατηγικής από την πλευρά του μεγαλύτερου μέρους της Αριστεράς της εποχής , την κυριαρχία της ρεφορμιστικής λογικής στην στρατηγική που σχετίζεται είτε με την ανοιχτή αποδοχή της λύσης της φιλελευθεροποίησης (Κ.Κ.Ε εσ) είτε με τη αναμονή απέναντι στις εξελίξεις (Κ.Κ.Ε) που είχε ως αποτέλεσμα την αρχικά αμήχανη ως εχθρική υποδοχή της κατάληψης. Αυτό γιατί η κυρίαρχη στρατηγική στην κομμουνιστική αριστερά της εποχής «δεν ήταν στρατηγική κλιμάκωσης και πολιτικοποίησης των ανερχόμενων τάσεων ανατροπής για αυτό και η αμηχανία της και στην εξέγερση. Δεν υπήρχε, πρακτικά, πολιτικό σχέδιο ανατροπής της χούντας με μαζικό πολιτικό αγώνα για βαθύτερο ρήγμα και κλονισμό του αστικού καθεστώτος και των συμμάχων του, που θα προκαλούσε ακόμα πιο ριζοσπαστικές μεταπολιτευτικές εξελίξεις.» [1] .
Στην περίοδο μετά τον εμφύλιο το κράτος συγκροτείται με βάση την καταδίωξη του «εσωτερικού εχθρού» με ισχυρότερο πόλο εξουσίας τον στρατό , τον μηχανισμό δηλ. που εξασφάλισε στην αστική τάξη τη νίκη στον εμφύλιο. Τα άλλα δύο κέντρα εξουσίας , το Παλάτι και η κυβέρνηση αποτελούν μηχανισμούς της αστικής εξουσίας που όμως δεν διαθέτουν τη δύναμη και το κύρος που έχει ο στρατός στη δοσμένη περίοδο. Η κυβέρνηση αντιπροσωπεύεται από τους παραδοσιακούς σχηματισμούς της δεξιάς ( Συναγερμός , ΕΡΕ). Το κράτος αυτό είναι μηχανισμός βίας εναντίον της Αριστεράς αλλά και των πολιτών που ανήκουν σε κεντρώους πολιτικούς σχηματισμούς που αντιμετωπίζονται με καχυποψία για την «υγεία» των πολιτικών τους φρονημάτων. Είναι ταυτόχρονα και μηχανισμός οργάνωσης της συναίνεσης στο καθεστώς με την οργάνωση κοινωνικών συμμαχιών με την παραχώρηση υλικών ανταλλαγμάτων στους πολίτες που αποδέχονται την ιδεολογία της εθνικοφροσύνης. Η δημιουργία κοινωνικών συμμαχιών γίνονται με προσλήψεις στο δημόσιο τομέα. Προωθεί ακόμη την αναδιοργάνωση της οικονομίας με βασικό μέσο το κράτος αλλά την αμερικανική αποστολή της οποίας η διάθεση γίνεται με βάση στρατιωτικές ανάγκες του ΝΑΤΟ .
Διαμορφώνεται έτσι ένας κοινωνικό-πολιτικός συνασπισμός εξουσίας που περιλαμβάνει αστικά , μικροαστικά και αγροτικά στρώματα με την παραχώρηση υλικών ανταλλαγμάτων και την αποδοχή της αντικομμουνιστικής ιδεολογίας από τα στρώματα αυτά. Ο συνασπισμός αυτός εξουσίας περιλαμβάνει την αστική τάξη στις διάφορες μερίδες της , το εφοπλιστικό , το βιομηχανικό κεφάλαιο και τη νεοπαγή μερίδα της που συγκροτήθηκε κατά τη διάρκεια της κατοχής. Περιλαμβάνει ακόμα αγροτικά στρώματα από τις πιο καθυστερημένες περιοχές της χώρας, στρώματα που διαμορφώθηκαν από τη δράση των κατασταλτικών μηχανισμών κατά την περίοδο 1936-1949 (δοσίλογοι, παρακρατικοί, μέλη των ΤΕΑ, ΜΑΥ), η επαγγελματική κατηγορία των αξιωματικών του στρατού που στις συνθήκες του εμφυλίου πολέμου αναβαθμίζει τη θέση της και το κύρος της, το σώμα των δημοσίων υπαλλήλων εκκαθαρισμένο από αριστερά και φιλοεαμικά στοιχεία καθώς και τα μέλη της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης που είναι αριθμητικά διευρυμένη και με ιδιαίτερο πολιτικό βάρος.
Η διαμόρφωση αυτού του συνασπισμού εξουσίας δεν θα μπορούσε να είχε γίνει χωρίς την οικονομική βοήθεια της αμερικανικής αποστολής και βοήθειας. Η αμερικανική οικονομική βοήθεια έχει ως στόχο τη συγκρότηση αυταρχικού κράτους που θα θωρακίζει την αστική εξουσία και θα συνδέει τη δράση του με τους νατοϊκούς στόχους στην περίοδο του ψυχρού πολέμου. Η κρίση αυτής της μορφής κράτους θα εκφραστεί με τις εκλογές του 1963 και τη μεγάλη εκλογική νίκη του 53%. Σταθμοί προς την κρίση είναι η μεγάλη εκλογική άνοδος της Ε.Δ.Α στις εκλογές του 1958 , οι εκλογές βίας και νοθείας του 1961 και η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη τον Μάη του 1963 στη Θεσσαλονίκη.
Στην περίοδο αυτή το μετεμφυλιακό κράτος της εθνικοφροσύνης κορυφώνει τη βία του εναντίον της Αριστεράς και των λαϊκών κινητοποιήσεων ωστόσο δεν καταφέρνει ν’ ανακόψει την αμφισβήτησή του και την κρίση του η οποία θα γενικευτεί και θα βαθύνει σε όλα τα επίπεδα στην περίοδο 1963-1967. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από μεγάλη άνοδο των κοινωνικών αγώνων, βαθύτερη πολιτικοποίησής τους αλλά και από ανοιχτή κρίση και κατάρρευση των δομών του μετεμφυλιακού κράτους , ειδικά μετά το βασιλικό πραξικόπημα του Ιουλίου 1965 , τις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις ακολουθούν ως αντίδραση σ’ αυτό και την αδυναμία του Παλατιού και των δυνάμεων που το υποστηρίζουν (οι λεγόμενες δυνάμεις της αποστασίας) να συγκροτήσουν στην επόμενη διετία 1965-67 σταθερή κυβερνητική εξουσία. Η πολιτική κατάρρευση του μετεμφυλιακού κράτους στη φάση αυτή είναι γεγονός και πραγματοποιείται με την καταλυτική παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα. Η λύση της δικτατορίας προβάλλει ως επιτακτική πλέον για την αστική τάξη και ο μηχανισμός που μπορεί να την πραγματοποιήσει λόγω της δύναμης του αλλά και της πολιτικής του ισχύος στο μετεμφυλιακό πλέγμα εξουσίας είναι ο στρατός. Τη δική του δικτατορική λύση ετοίμαζε και ο Κωνσταντίνος με τη λεγόμενη χούντα των στρατηγών. Απλώς δεν πρόλαβε. Η δικτατορία έρχεται ως προσπάθεια ν’ ανασυγκροτηθεί και να εξασφαλιστεί η συνέχεια του μετεμφυλιακού κράτους η οποία ήταν αδύνατη πλέον σε κοινοβουλευτικά πλαίσια αλλά και να πειθαρχήσει τη νεαρή κυπριακή δημοκρατία ,φέρνοντάς την στο νατοϊκό στρατόπεδο. (σχέδιο Άτσεσον – διχοτόμηση , διπλή ένωση).
Το Πολυτεχνείο δεν γεννήθηκε μέσα σε κοινωνικό και πολιτικό κενό. Οι εσωτερικές αντιφάσεις του χουντικού καθεστώτος υπήρξαν ο βασικός παράγοντας που οδήγησαν πρώτα στην κατάληψη της Νομικής (Φλεβάρης ΄73) και ύστερα σ’ αυτό, τροφοδοτήθηκε όμως ιδεολογικά και αξιακά από ένα διεθνές εξεγερτικό κλίμα. Είναι ο Μάης του 68, οι μαύροι πάνθηρες στις Η.Π.Α , είναι ο αγώνας του Βιετνάμ, η ανάπτυξη ριζοσπαστικών ιδεών και η ανανέωση της μαρξιστικής σκέψης στη δεκαετία του ‘60, τα αντάρτικα κινήματα της Λατινικής Αμερικής, η πολιτιστική επανάσταση στην Κίνα πλουτίζουν σε ιδέες το ελληνικό φοιτητικό κίνημα.
Δημιουργείται στο πλαίσιο μιας καινούργιας εποχής για τον καπιταλισμό με την οποία τελειώνει η μεταπολεμική κευνσιανή ευφορία της πλήρους απασχόλησης και ξεσπά η παγκόσμια οικονομική κρίση, το 1973. Αυτή που μέσα από μια επιφανειακή θεώρηση των πραγμάτων ονομάστηκε πετρελαϊκή κρίση. Η κρίση αφαίρεσε από το δικτατορικό καθεστώς το έδαφος της οικονομικής σταθερότητας και μεγάλωσε τις αντιφάσεις του. «Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 με ένα όλο και πιο έντονο τρόπο αρχίζουν να βγαίνουν στην επιφάνεια μια σειρά από παραμέτρους που θα παίξουν αρνητικό ρόλο στη λειτουργία του καθεστώτος. Στο οικονομικό πεδίο η διεθνής οικονομική ύφεση εισάγεται με πολύ έντονους ρυθμούς στη χώρα. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εκτινάσσεται το 1973 στα 1175 εκατ. δολ. από 367 εκατ. δολ το 1972- απότοκο του γεγονότος της σύνδεσης της δραχμής με το δολάριο και των επιπτώσεων που είχε η κρίση του αμερικάνικου νομίσματος από το 1971 και ύστερα. Το εξωτερικό χρέος διογκώνεται ξεπερνώντας τα 3,3 δις. δολ το 1973 όταν το 1967 μόλις και μετά βίας υπερέβαινε τα 100 εκατ δολ. Ταυτόχρονα, ο πληθωρισμός πηγαίνει από 3% το 1971 στο 15,3% το 1973 με το κόστος ζωής να αυξάνεται κατά 30,6% και οι τιμές των τροφίμων κατά 38,6%».[2]
Ταυτόχρονα στην περίοδο μεγαλώνει η απόσταση του καθεστώτος από τις εκσυγχρονιστικές απαιτήσεις της αστικής τάξης (ένταξη στην ΕΟΚ)και η απομόνωσή του καθώς δεν συμμετέχουν σ’ αυτό εκπρόσωποι της παραδοσιακής κοινοβουλευτικής δεξιάς ή του Παλατιού καθώς στηρίζεται σε μια μόνο βαθιά συντηρητική μερίδα αξιωματικών με συνεκτικό δεσμό την αντικομουνιστική ιδεολογία. Τις αντιφάσεις αυτές ο Παπαδόπουλος προσπάθησε να λύσει με τη λύση της Φιλελευθεροποίησης , την κατάργηση του θεσμού της μοναρχίας , την ανακήρυξη Προεδρικής «Δημοκρατίας» με πρόεδρο τον ίδιο, την επιστράτευση του Σπ. Μαρκεζίνη ως πρωθυπουργού και την προκήρυξη εκλογών για το καλοκαίρι του 1974. Η φιλελευθεροποίηση στηριζόταν σ’ ένα σύστημα ενισχυμένης εκτελεστικής εξουσίας και στη διασφάλιση του κυριαρχικού ρόλου του στρατού στη δομή της εξουσίας. Δεν άλλαζε το χαρακτήρα της δικτατορικής εξουσίας. «Είναι χαρακτηριστικό πως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε το δικαίωμα να παύει τον Πρωθυπουργό και την Κυβέρνηση, να θέτει βέτο σε ψηφισμένους νόμους, να αναστέλλει τη λειτουργία άρθρων του Συντάγματος, να ελέγχει άμεσα τα Υπουργεία Άμυνας, Εξωτερικών και Δημόσιας Τάξης και να δίνει απευθείας εντολές στις ένοπλες δυνάμεις. Ουσιαστικά ήταν ένας Υπέρ- Πρόεδρος. Σε στήριξη αυτών των νεοπαγών Προεδρικών εξουσιών ερχόταν η θέσπιση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, ενός Υπερ- Δικαστηρίου που ήταν ανώτερο των υπολοίπων ανωτάτων δικαστηρίων και αποφάσιζε για ζητήματα όπως η εγκυρότητα των εκλογών ή η νομιμότητα των πολιτικών κομμάτων, του οποίου τα μέλη ήταν ισόβια και διορίζονταν απευθείας από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.»[3] Η πολιτική πρωτοκαθεδρία του στρατού ήταν δεδομένη και στο νέο σύστημα εξουσίας. Παρέμενε στεγανοποιημένος, έξω από κάθε πολιτικό έλεγχο , οι αποφάσεις του ήταν υποχρεωτικές για την κυβέρνηση και συνέχισε να είναι ο εγγυητής της ασφάλειας του κοινωνικού και πολιτικού καθεστώτος με δυνατότητα παρέμβασης σε περίπτωση κινδύνου γι’ αυτό. [4] Ο αστικός πολιτικός κόσμος στη συντριπτική του πλειοψηφία αποδέχτηκε το σχέδιο φιλελευθεροποίησης της χούντας ως δυνατότητα ελεγχόμενης μετάβασης στον κοινοβουλευτισμό αλλά και γιατί δεν προσδοκούσε έναν κοινοβουλευτισμό πολύ διαφορετικό απ’ αυτό που υπήρχε πριν το 1967. Στο σχέδιο της φιλελευθεροποίησης θα συναινέσουν ανοιχτά δυνάμεις της Αριστεράς της εποχής , όπως το Κ.Κ.Ε εσ , ενώ και οι δυνάμεις που το καταγγέλλουν ,όπως το ΠΑΚ και το ΚΚΕ δεν έχουν μια πραγματική στρατηγική ρήξης και ανατροπής που θα ενώνονταν με το ριζοσπαστισμό του κινήματος. Γι αυτό και η αρχική υποδοχή της κατάληψης χαρακτηρίζεται από το φόβο και την αμηχανία απέναντι σ’ ένα κίνημα που δεν κυριαρχείται στους προσανατολισμούς του από τη λογική του εκδημοκρατισμού του χουντικού καθεστώτος. Έτσι το βράδυ της 16.11.1973 ο γραμματέας του Κ.Κ.Ε εσ. Μπάμπης Δρακοπούλος θα μιλήσει για έργο σκοτεινών δυνάμεων που υπονομεύουν την πορεία προς τη δημοκρατική ομαλότητα. «Η εξέλιξη στον τόπο μας έχει περιέλθει σε λεπτό σημείο. Παράλληλα στο ευρύτατο δημοκρατικό ενωτικό κίνημα που αξιώνει την είσοδο στη δημοκρατική ομαλότητα, σκοτεινές δυνάμεις εργάζονται για να φράξουν το δρόμο προς την κατεύθυνση αυτή και οργανώνουν προκλήσεις για να δικαιολογήσουν την επιβολή στρατοκρατικών μέτρων… Είναι επιτακτική ανάγκη να ικανοποιηθούν τα φοιτητικά αιτήματα. Ταυτόχρονα είναι ανάγκη να περιφρουρηθεί το σπουδαστικό κίνημα από τις προκλήσεις.». [5] Είναι μια θέση που εκφράζεται στα πλαίσια της Εθνικής Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Ενότητας (ΕΑΔΕ) που στις συνθήκες εκείνες επιζητά την επιστροφή σ’ έναν κοινοβουλευτισμό ακόμα και με φιλοβασιλικούς παράγοντες.
Στον δρόμο της σκληρής καταγγελίας και απαξίωσης για την κατάληψη θα κινηθεί και το περίφημο 8ο φύλλο της εφημερίδας Πανσπουδαστική. Η γραμμή του ΚΚΕ είναι αυτή της ενότητας όλων των αντιδικτατορικών δυνάμεων για το στάδιο της «νέας δημοκρατίας» , ένα αστικοδημοκρατικό καθεστώς που θ’ αντικαθιστούσε τη χούντα. Και γι αυτή τη γραμμή το Πολυτεχνείο ήταν μια παραφωνία.
Μέσα στο καθεστώς ο Παπαδόπουλος βρίσκεται αντιμέτωπος από τη μια με τη σκληροπυρηνική μερίδα των αξιωματικών που δεν επιθυμεί κανένα εκδημοκρατισμό και φλερτάρει με τον πλήρη εκφασισμό και από την άλλη με την αναζωπύρωση της λαϊκής δυναμικής που εκφράστηκε με την άνοδο του φοιτητικού κινήματος, τη διεκδίκηση του αιτήματος για ελεύθερες φοιτητικές εκλογές στις σχολές και την ανάδειξη δημοκρατικών οργάνων συνδικαλιστικής έκφρασης των φοιτητών. Η φιλελευθεροποίηση που πραγματοποιούσε το χουντικό καθεστώς ήταν μια από τα πάνω ελεγχόμενη διαδικασία που είχε στόχο την εξασφάλιση της νομιμοποίησης του και την εξυπηρέτηση των αναγκών της αστικής τάξης σε νέες συνθήκες. Η ανάδειξη της λαϊκής δυναμικής ήταν ένα ανεπιθύμητο αποτέλεσμα της επιλογής αυτής αλλά και ένας θανάσιμος κίνδυνος για το ίδιο , όπως αποδείχτηκε από την εξέλιξη των πραγμάτων. Αυτό ήταν αντιληπτό στον Παπαδόπουλο γι΄ αυτό και η χούντα συνέχισε την καταστολή των κινητοποιήσεων των φοιτητών , αρνήθηκε πεισματικά το αίτημα για ελεύθερες εκλογές στα Πανεπιστήμια , επιχείρησε νοθεία, αποδεικνύοντας έμπρακτα στους φοιτητές τις πραγματικές της προθέσεις. Επιτάχυνε έτσι άθελά της τις διαδικασίες ριζοσπαστικοποίησης του φοιτητικού κινήματος και μεγάλωσε την αντίθεσή του μ’ αυτήν.
Η εξέλιξη της κατάστασης πριν την Πολυτεχνείο τη χαρακτηρίζει μια σοβαρή αντίφαση από τη μια η ανάπτυξη ενός ισχυρού , μαζικού, ριζοσπαστικού αντιδικτατορικού κινήματος και από την άλλη η στρατηγική ανεπάρκεια των πολιτικών φορέων της Αριστεράς να τροφοδοτήσουν το κίνημα με μια γραμμή συνολικότερης πολιτικής και κοινωνικής ανατροπής. Σίγουρα η ύπαρξη του Πολυτεχνείου και η θυσία των αγωνιστών του δεν άφησε την απόλυτη πρωτοβουλία των κινήσεων στην αστική τάξη , παρά τη σκοτεινή παρένθεση της δικτατορίας του Ιωαννίδη και των βαριών εγκλημάτων της στην Κύπρο, και σφράγισε θετικά την πορεία του λαϊκού κινήματος και τις πολιτικές και κοινωνικές κατακτήσεις στη μεταπολίτευση ως και σήμερα. Παρόλα αυτά τα αιτήματά του παραμένουν ανεκπλήρωτα.
Βιβλιογραφικά του κειμένου
Χρ. Βερναρδάκης – Γ.Μαυρής , Κόμματα και κκοινωνικές Συμμαχίες στην Προδικτατορική Ελλάδα: οι προυποθέσεις της μεταπολίτευσης. Εκδ. Εξάντας
Ολ. Δαφέρμος : Το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα 1972-1973, εκδ. Θεμέλιο
ΣΠ.ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ : Τα αίτια του απριλιανού πραξικοπήματος , 1949-1967 Το κοινωνικό πλαίσιο της πορείας προς τη δικτατορία , εκδ. ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ –Α.Α ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 1998
Σπύρου Σακελλαρόπουλου και Παναγιώτη Σωτήρη(2015),Τα πολιτικά και κοινωνικά αίτια της πτώσης της Δικτατορίας στην Ελλάδα, http://spyrossakellaropoulos.com/keimenaDetails.php?nid=124
Ν. Πουλαντζάς , Η κρίση των δικτατοριών , Πορτογαλία , Ελλάδα , Ισπανία , εκδ. ΠΑΠΑΖΗΣΗ
Jean Meynaud , Οι Πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα Βασιλική Εκτροπή και Στρατιωτική Δικτατορία , εκδ. ΣΑΒΒΑΛΑΣ
Ν.Ψυρούκης , Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας , τομ. Δ’ Το καθεστώς της 21ης Απριλίου , εκδ. Επικαιρότητα
Δ.Χαραλάμπης , Στρατός και Πολιτική Εξουσία Η δομή της εξουσίας στη Μετεμφυλιακή Ελλάδα , εκδ. Εξάντας
[1] Ομιλία Ά. Χάγιου στην εκδήλωση για τα 50 χρόνια Πολυτεχνείο-Αθήνα 10/11/2023, https://narnet.gr/articles/
[2] Σπύρου Σακελλαρόπουλου και Παναγιώτη Σωτήρη(2015),Τα πολιτικά και κοινωνικά αίτια της πτώσης της Δικτατορίας στην Ελλάδα, http://spyrossakellaropoulos.com/keimenaDetails.php?nid=124
[3] Σπύρου Σακελλαρόπουλου και Παναγιώτη Σωτήρη(2015),Τα πολιτικά και κοινωνικά αίτια της πτώσης της Δικτατορίας στην Ελλάδα, οπ.παρ.
[4] Σπύρου Σακελλαρόπουλου και Παναγιώτη Σωτήρη(2015),Τα πολιτικά και κοινωνικά αίτια κ.λ.π , οπ. παρ.
[5] Πολυτεχνείο ‘73, το ΚΚΕ εσωτερικού, https://parekklisi.wordpress.com/2009/11/27/pltxn73kkees/