Εκτύπωση

Του  Χρήστου Επαμ. Κυργιάκη

 Καινούργια σχολική χρονιά προ των πυλών. Νέες συνθήκες, νέες απαιτήσεις, νέες αντοχές, νέες απογοητεύσεις λίγο πριν τις νέες μεγάλες νίκες…

Και να πεις ότι δεν αγαπούσε αυτό που διάλεξε; Ήταν όνειρο ζωής.

Μήπως και δεν έδινε τον καλύτερο εαυτό της; Δεν αγωνιούσε για την επάρκειά της; Δεν νοιαζόταν για το αποτέλεσμα;

Όχι αυτό που αποτυπώνεται με έναν βαθμό πάνω σε ένα χαρτί διαγωνίσματος αλλά αυτό που αποτυπώνεται με ένα ανεξίτηλο χαμόγελο, πάνω σε ένα παιδικό προσωπάκι, αυτό που αποτυπώνεται με μια άσβηστη φλογίτσα μέσα σε δυο παιδικά ματάκια.

Και στα αμέτρητα χρόνια της αναπλήρωσης, μακριά από δικούς, φίλους και οικείους, τότε που «βούλωνε τρύπες» κατά την προσφιλή έκφραση πολλών Διευθυντών Εκπαίδευσης και «συναδέλφων» αιρετών, ήταν πάντα παρούσα για να σταθεί δίπλα στα «παιδιά» της, όσο της το επέτρεπε ο χρόνος και οι συνθήκες.

Κατάπινε τις δικές της ανάγκες, έπνιγε τη στενοχώρια της και βίωνε μόνη τα βράδια την ανασφάλειά της όταν κοίταζε τους τέσσερεις τοίχους τού δωματίου που της αναλογούσε, κατά πως έκρινε η ευνομούμενη κοινωνία μας,  μέχρι να αρχίσει η τουριστική περίοδος.

Έπρεπε να το κάνει για να μπορέσει να κοιτάξει την άλλη μέρα, με καθαρό μυαλό και καθαρή ματιά, τα «παιδιά» της μέσα στις αίθουσες.

Και ήρθε και η στιγμή της μονιμοποίησης και είπε: Χαλάλι τα όσα πέρασα, τέρμα η εργασιακή ανασφάλεια.

Δεν πρόλαβε να το πει και τα σύννεφα άρχισαν να μαζεύονται.

Την είπαν «δόκιμη», μετά από τόσα χρόνια αναπλήρωσης, την είπαν «ανεπαρκή» ενώ ως αναπληρώτρια επαρκούσε μια χαρά, την είπαν «τεμπέλα» και «αγράμματη» εκείνοι που δεν ήξεραν να γράφουν τη λέξη «εργασία» ούτε στον υπολογιστή που έχει και έλεγχο ορθογραφίας.

Της είπαν πως αν δεν δεχτεί να αξιολογηθεί, δεν πρόκειται να μονιμοποιηθεί και πως αν δεχτεί θα αξιολογείται κάθε δύο χρόνια, που σημαίνει ότι πάει περίπατο η μονιμότητα.

Και ποιοι της τα είπαν όλα αυτά; Σφουγγοκωλάριοι και καρεκλοκένταυροι που σκιάχτηκαν ή βαρέθηκαν την τάξη και τους μαθητές και θέλουν «να προσφέρουν από το δικό τους μετερίζι στο δημόσιο σχολείο», διαλύοντάς το και ανοίγοντας τις πύλες της υποβάθμισης και της ιδιωτικοποίησής του.

Και δως του τα τηλεφωνήματα από τους αξιολογητές-φαντομάδες, δως του τα μέιλ από τους αξιολογητές-φιλαράκια. «Μια κουβεντούλα θα κάνουμε στο χαλαρό για να γνωριστούμε. Μη φοβάσαι δεν θα σε αξιολογήσω (σιγά μη σου πω την αλήθεια)»

Και δως του οι συνελεύσεις των σωματείων, όχι πάντα ανάλογες των απαιτήσεων και των επιθέσεων, δως του οι απεργίες, τα πισωγυρίσματα, τα ξεπουλήματα και πάει λέγοντας.

Σε έβλεπαν τα «παιδιά» σου και σε ρωτούσαν: Τι σας απασχολεί κυρία; Γιατί είστε θλιμμένη;

Όχι ο «σχολικός σύμβουλος» δεν νοιάστηκε ποτέ αν δημιουργήθηκε σε κάποιον η απορία.

Από τη στιγμή που πήγαινες μέχρι τη στιγμή που έφευγες από το σχολείο, δεν έπαιρνες ανάσα.

Να μπεις για μάθημα, να βγεις για εφημερία (-Έλα βρε Γιώργο, μην τον χτυπάς το Νικόλα. – Εκείνος με χτύπησε πρώτος κυρία), (- Γιατί Μαρία άργησες σήμερα στο μάθημα; – Έχασα το λεωφορείο και ήρθα με τα πόδια κυρία), να περάσεις στο κενό σου απουσίες και να συναντήσεις και τους γονείς του Κωστάκη να τους μιλήσεις για τις επιδόσεις του και κυρίως για εκείνο το θλιμμένο του βλέμμα. Όμως, το βλέμμα των γονιών πώς να το αντικρίσεις. Πόση υπομονή να δείξουν με δέκα μήνες στο ταμείο ανεργίας και προοπτική καμία;

Μετά να ξαναβγαίνεις για εφημερία ευελπιστώντας να πάρεις μια ανάσα, όμως βλέπεις μόνη της την Ελένη στο παγκάκι και πας να της μιλήσεις. Είναι ευαίσθητο παιδί και χρειάζεται τόνωση και ενθάρρυνση.

Και μετά το κουδούνι να μπεις να κάνεις το μάθημα στη Β’ τάξη. Πρέπει να τους τραβήξεις την προσοχή και το ενδιαφέρον. Ίσως χρειαστεί να σηκώσεις πάλι μια ομάδα παιδιών να παριστάνουν τα μόρια του αερίου. Θα φανεί από την ανταπόκριση. Δε σε νοιάζει, δε σε κουράζει, το χαίρεσαι. Εκείνο το στεγνό το τυποποιημένο που σου ζητάει ο «σύμβουλος» σε κουράζει. Κι εσένα και τους μαθητές. Και οι φόρμες οι ατελείωτες που σου λέει πως πρέπει να συμπληρώσεις για να γίνεις καλύτερη. Και τον κοιτάς παράξενα κι αναρωτιέσαι αν σε κοροϊδεύει ή αν μιλάει σοβαρά!

Και να έχεις και τις οχλήσεις του «συμβούλου», να μπαίνεις στο γραφείο των καθηγητών και να αντικρίζεις μωσαϊκό απόψεων. Άλλοι δύο νεοδιόριστοι να ασχολούνται με τη συνάντηση αξιολόγησης, κάποιοι μόνιμοι συνάδελφοι να μην ασχολούνται με το θέμα, κάποιοι να έχουν δηλώσει συμμετοχή στην απεργία-αποχή του σωματείου κι εσύ να αναρωτιέσαι τι πρέπει να κάνεις. Ακούς για αξιολογητές που μπαίνουν στα σχολεία τα χαράματα, από την πίσω πόρτα ή παριστάνοντας τους γονείς. Ξεφτίλα!

Πέρασες τόσα και δεν θες να πάνε χαμένα. Όμως αν δεχτείς την αξιολόγηση τότε είναι που τα διαγράφεις όλα και παίρνεις στο λαιμό σου και τους υπόλοιπους.

Σκέφτεσαι μέχρι και να παραιτηθείς.

Στην εφημερία σου πιάνεις κουβέντα με τους μαθητές και τους απαντάς γιατί είσαι θλιμμένη. Μέχρι που τους εκμυστηρεύεσαι πως σκέφτεσαι να παραιτηθείς για να μην μισήσεις αυτό που τόσο πολύ αγαπάς. Τα «παιδιά» σου μένουν άφωνα.

Τελικά το πήρες απόφαση.

Θα δηλώσεις απεργία-αποχή και να πάνε να… αυτοαξιολογηθούν σύμβουλοι και υπουργοί. Το δίκιο είναι με το μέρος σου και δεν πρόκειται να συναινέσεις στο χαμό το δικό σου και στο γκρέμισμα του σχολείου.

Τελειώνει το ωράριό σου, παίρνεις την τσάντα σου και τα βιβλία σου και πας να διαβείς την εξώπορτα του σχολείου.

Είναι ώρα διαλείμματος και φεύγεις με το κεφάλι ψηλά.

«Όχι ρε κουφάλες δεν θα σας κάνω τη χάρη. Θα σας αντιμετωπίσω μαζί με τους άλλους», σκέφτεσαι και νιώθεις μετά από πολύ καιρό χαρούμενη, περήφανη και ζωντανή.

Βγαίνοντας ακούς τον Αλέξανδρο, ένα παιδί της Ά τάξης να σου φωνάζει: «Μην παραιτηθείς κυρία. Σε παρακαλώ! Μην παραιτηθείς…»

Γυρνάς, του χαϊδεύεις το κεφάλι και του λες.

«Όχι Αλέξανδρε, δεν θα παραιτηθώ. Πώς θα μπορούσα να το κάνω και να πάψω να σε βλέπω κάθε μέρα;»

 

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here