Εκτύπωση

του Απόστολου Νικολόπουλου,

Για τη μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων της χώρας, ο φετινός εορτασμός του Πάσχα προκάλεσε οικονομικό «πονοκέφαλο». Το πασχαλινό τραπέζι κόστισε πολύ περισσότερο από πέρσι και η εξασφάλιση λίγων ημερών διακοπών «σκόνταφτε» και στο μεγάλο κόστος μετακίνησης (διόδια, ακτοπλοϊκά κ.λπ.). Για πάρα πολλούς εργαζόμενους, άλλωστε, η εορταστική περίοδος αποτελεί πλέον αληθινή κατάρα, με άγχος και εξοντωτικά ωράρια εργασίας.

Έτσι, εν μέσω και προεκλογικής περιόδου, κατακλυζόμαστε σε καθημερινή βάση από ρεπορτάζ των ΜΜΕ και ανακοινώσεις για τη διακύμανση των τιμών. Η κυβέρνηση διαφημίζει διάφορα «καλάθια» αγορών και στεγαστικά μέτρα για νέους, υπουργοί παριστάνουν τους ντελάληδες δήθεν φτηνών προϊόντων, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της αντιπολίτευσης προχωρά σε προεκλογικές εξαγγελίες και προγράμματα με σχετικά μέτρα.

Αν σταθούμε για λίγο απέξω απ’ όλα αυτά, σαν αντικειμενικοί παρατηρητές, νομίζω ότι δεν μπορεί παρά να θλιβόμαστε και εξοργιζόμαστε. Είναι κατάντια για μια κοινωνία, τον 21ο αιώνα, οι εργαζόμενοι να αναγκάζονται να ασχολούνται με το πώς θα «γλυτώσουν» λίγα ευρώ και περισπούδαστοι πολιτικοί αναλυτές να παρουσιάζουν την κατάσταση σαν φυσιολογική ή διαχειρίσιμη. Με μέτρα που απευθύνονται με το σταγονόμετρο σε «φέτες» της κοινωνίας, συνήθως σε αυτούς που αποκαλούνται «ευάλωτοι», και που τελικά πετούν στην άκρη οποιαδήποτε λογική για ύπαρξη κοινωνικών δικαιωμάτων. Με συζητήσεις για κοστολογημένα μέτρα ή προϋπολογισμούς που «δεν βγαίνουν», όταν δίπλα μας το χρήμα ρέει άφθονο, η εκμετάλλευση έχει φτάσει στα ύψη και συντελείται αφαίμαξη του δημόσιου πλούτου. Θέλουν να εξοικειωθούμε με απαράδεκτες καταστάσεις και να πετύχουν υποταγμένες συνειδήσεις.

Καθ’ όλη την πασχαλινή περίοδο περισσεύουν οι «βολικές» ερμηνείες, που αποκρύπτουν ή διαστρεβλώνουν τις αιτίες της παρούσας κατάστασης, και προφανώς αυτό θα συνεχιστεί και το επόμενο διάστημα. Άλλοτε η ακρίβεια εμφανίζεται σα θεόσταλτη συμφορά και με «εξωγενή» αίτια. Άλλοτε φταίνε μόνο οι νυν κυβερνώντες και, μάλιστα, αποκλειστικά ο πρωθυπουργός και η πολιτική φατρία του. Άλλες προσεγγίσεις τη θεωρούν βασικά σύμπτωμα του μη εκσυγχρονισμού της κοινωνίας και των κρατικών δομών. Ένα άλλο ερμηνευτικό σχήμα είναι αυτό της χρεοδουλοπαροικίας και της κυριαρχίας ολιγαρχών, που παρακάμπτει τη σημασία των τάξεων. Κάποιες απ’ αυτές τις αναλύσεις είναι ολότελα ανεδαφικές, π.χ. ότι η ακρίβεια οφείλεται αποκλειστικά σε εξωτερικές αιτίες, ενώ άλλες μπορεί να αποτυπώνουν πλευρές της πραγματικότητας, όμως διογκώνοντας ή διαστρεβλώνοντάς τες. Κοινό χαρακτηριστικό τους όμως είναι πως όλες τους αφήνουν στην άκρη τα κεντρικά στοιχεία της κυρίαρχης πολιτικής, αυτά που βασικά ευθύνονται για τη σημερινή κατάσταση, όπως την ανοικτή και απλόχερη πριμοδότηση του κεφαλαίου, την καταβαράθρωση των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης και της νεολαίας, τις «διεθνείς υποχρεώσεις» της χώρας που συμπλέκονται και με τις ιδιαίτερες βλέψεις της ελληνικής αστικής τάξης (μέτρα λόγω ΕΕ, εξοπλισμοί, δημοσιονομικές δεσμεύσεις κοκ.).

Με αυτή τη συσκότιση των βασικών αιτιών, επιδιώκεται ο εγκλωβισμός της πολιτικής συζήτησης σε όρια ανώδυνα για το σύστημα. Συνεπώς η αντιπαράθεση των ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ για τις μετεκλογικές εξελίξεις, που αναπτύχθηκε έντονα και κατά τη γιορτινή περίοδο, εξελίσσεται στη βάση της προώθησης των βασικών επιλογών της αστικής τάξης, ενώ καθένα από αυτά τα κόμματα προβάλλει την δική του εκδοχή για το πώς θα εξασφαλιστεί η σταθερότητα του πολιτικού συστήματος σε συνθήκες κρίσης και επαπειλούμενων ανατροπών. Έτσι, η ΝΔ υποστηρίζει ότι χρειάζεται να υπερισχύσει του ΣΥΡΙΖΑ για να συνεχίσει αποφασιστικά το έργο της, η γραμμή ΣΥΡΙΖΑ επικεντρώνει στην ανάγκη να φύγει ο Μητσοτάκης και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ προβάλλει ως εναλλακτικό κυβερνητικό συμπλήρωμα, δηλώνοντας ότι δεν πρέπει να είναι πρωθυπουργός ο Μητσοτάκης ή ο Τσίπρας.

Ενώ όμως αυτά για τη «σταθερότητα» είχαν εκδηλωθεί ήδη αρκετά πριν τις γιορτές, τη τελευταία εβδομάδα υπήρξαν και κάποιες πρόσθετες εξελίξεις, που θα σχολιάσουμε σύντομα και θα δούμε πώς συνδέονται με όσα αναφέραμε στην αρχή. Πρώτα-πρώτα, τα κόμματα άρχισαν να ανακοινώνουν τους υποψήφιους στα ψηφοδέλτιά τους, άλλα εξ ολοκλήρου και άλλα τμηματικά. Δεύτερον, προχώρησε η διαμόρφωση των κεντρικών μηνυμάτων και της βασικής θεματολογίας των κομμάτων προς τις εκλογές, αν και η ΝΔ θα τα οριστικοποιήσει πλήρως το αμέσως επόμενο διάστημα. Επιπλέον, ανακοινώνονται προεκλογικά προγράμματα.

Σύμφωνα με δημοσιεύματα, η ΝΔ θα ζητήσει την επανεκλογή της για μια «ισχυρή Ελλάδα» και υποσχόμενη καλύτερους μισθούς, αναβαθμισμένη υγειονομική περίθαλψη, στήριξη των νέων και μεταρρυθμίσεις για ανάπτυξη. Θα αναδείξει πτυχές του κυβερνητικού έργου της: οικονομική ανάπτυξη, μείωση φόρων, ψηφιακός μετασχηματισμός, ανάκτηση διεθνούς κύρους και αμυντική θωράκιση της χώρας (κρατήσαμε την προπαγανδιστική ορολογία των δημοσιευμάτων). Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ κατέληξε σε ένα προεκλογικό πρόγραμμα των πρώτων 50 ημερών μετά την επανεκλογή του, όπου για την οικονομία προτάσσει αυξήσεις μισθών, μειώσεις τιμών και ρυθμίσεις χρεών. Θα ανακοινώνει τμηματικά τα επιμέρους προγράμματα, όπως έκανε για την παιδεία και την ενέργεια. Το ΜΕΡΑ25 έχει αναρτήσει τις θέσεις του, που αφορούν κατά μεγάλο μέρος την οικονομία.

Βλέπουμε λοιπόν ότι τα θέματα που αναφέραμε στην αρχή, σχετικά με την ακρίβεια, τα οικονομικά προβλήματα κ.λπ., βαραίνουν ιδιαίτερα στα προεκλογικά προγράμματα. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς! Πάντα όμως μετά την προτεραιότητα της κερδοφορίας των επιχειρήσεων και της προσέλκυσης νέων επενδυτών! Είναι εμφανής η κυνική αντιμετώπιση του εκλογικού σώματος σαν παθητικό υλικό που τάχα μπορεί να χειραγωγηθεί με τεχνοκρατικά μέσα, εφόσον καθοριστούν κατάλληλα τα target group και ο τρόπος απεύθυνσης σε αυτά. Όσον αφορά το περιεχόμενο, οι εξαγγελίες της ΝΔ προσκρούουν αναπόφευκτα στις κραυγαλέες συνέπειες της αντιδραστικής πολιτικής που ακολούθησε. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ υπόσχεται κάποια μέτρα, υπολογίζοντας έτσι θα εξασφαλίσει την πλειοψηφία, θα αποφευχθεί (ενδεχομένως με υλοποίηση κάποιων από αυτά) η κοινωνική έκρηξη και θα διασφαλιστεί η ενισχυμένη θέση του κεφαλαίου. Στις θέσεις του ΜΕΡΑ25 αφήνονται στο απυρόβλητο οι εκμεταλλευτικές σχέσεις στην παραγωγή και θεωρείται ότι είναι δυνατή η ισότητα σε έναν «καλό» καπιταλισμό, καθώς και ο επαναπροσανατολισμός της ΕΕ με κατάλληλη δράση εντός αυτής.

Αν προσπαθήσουμε να δούμε τα πράγματα από την πλευρά των φτωχών, των εργαζόμενων, των ανέργων και της νεολαίας τα ερωτήματα είναι αμείλικτα. Μπορεί να υπάρξει στοιχειώδης ανακούφιση των εργαζόμενων σήμερα, στο πλαίσιο της αύξησης της καπιταλιστικής κερδοφορίας, χωρίς να χάσει πλούτο και εξουσία το κεφάλαιο; Πόσο μπορεί να εφαρμοστεί ένα στοιχειώδες τέτοιο πρόγραμμα χωρίς να «τσουγκρίσουμε αυγά», στη βάση της ομαλής συνύπαρξης με το κεφάλαιο και τους υπερεθνικούς οργανισμούς;

Έχουμε ήδη τη θλιβερή πείρα από ανάλογες εξαγγελίες και ιδιαίτερα από την διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και το καλοκαίρι του 2015. Επιπλέον θεωρείται αυτονόητο ότι ένα κόμμα μπορεί να επαγγέλλεται προεκλογικά ένα πρόγραμμα, αλλά αυτό να διαφέρει από το κυβερνητικό, στο όνομα μάλιστα των συμμαχιών και της κυβερνησιμότητας. Αυτό είναι απολύτως αναμενόμενο σήμερα, την ίδια περίοδο που όλες οι «προοδευτικές», δήθεν αριστερές κ.λπ. κυβερνήσεις στην αμερικάνικη ήπειρο (Χιλή, Βραζιλία, Περού κοκ.) άλλαξαν ρότα αμέσως ή πολύ σύντομα μετά την εκλογή τους, συμφώνησαν με το ΔΝΤ και μεγαλοτραπεζίτες και συχνά ξεκίνησαν καταστολή ενάντια στα κινήματα. Θλιβερή ήταν και η πορεία των «αριστερούτσικων» Podemos της Ισπανίας. Η πείρα δείχνει ότι βελούδινες λύσεις δεν υπάρχουν, χρειάζεται στάση και προοπτική που να στρέφεται αποφασιστικά ενάντια σε βασικά αστικά προτάγματα και όσους κινούνται στις ράγες τους.

Δεύτερον, τα προτεινόμενα μέτρα στα ελληνικά προεκλογικά προγράμματα «ανακούφισης» είναι ανεπαρκή, προεκλογικής κοπής ή εντασσόμενα στη τακτική του κεφαλαίου. Για παράδειγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ προβάλλει σαν σημαία μια δήθεν αύξηση του κατώτατου μισθού και την ΑΤΑ, όταν ήδη η αγοραστική δύναμη των εργατών έχει υποστεί δραματική καθίζηση. Μιλά για ρύθμιση των στεγαστικών χρεών και διαπραγματεύσεις με τις ιδιωτικές εταιρίες που κατέχουν τα κόκκινα δάνεια, που βεβαίως δεν είναι ευαγή ιδρύματα και θα πράξουν καταπώς τις βολεύει. Το ΜΕΡΑ25 προβάλλει π.χ. την αντικατάσταση του σημερινού συστήματος καταθέσεων από ψηφιακό νόμισμα με εκδότη την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κάτι που ήδη προετοιμάζει η ΕΚΤ και θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη πρόσδεση σε αυτήν. Για την παιδεία δέχεται ή συζητά μια σειρά αντιδραστικές επιλογές και λογικές (αξιολόγηση, καλές πρακτικές, δεξιότητες, λογική κριτηρίων ποιότητας, ιδιωτικές δομές άρα όχι στόχος για αποκλειστικά δημόσιο χαρακτήρα κ.λ.π.).

Τρίτον, όλα αυτά κρύβουν «κάτω από το χαλί» πολλά πραγματικά οικονομικά δεδομένα, όπως περιγράφονται και σε εκθέσεις που δημοσιεύθηκαν το τελευταίο δεκαπενθήμερο (τριμηνιαία του ΙΟΒΕ, εκτιμήσεις ΟΟΣΑ για την ελληνική οικονομία), που συνοδεύονται ακόμα και από παροτρύνσεις για άμεσα αντιλαϊκά μέτρα. Επίσης δεν αναφέρονται στη σταύρωση που επιφυλάσσεται για τους ευρωπαϊκούς λαούς, καθώς η ΕΕ ανακοίνωσε πως από τη νέα χρονιά καταργείται η ρήτρα διαφυγής από τους δημοσιονομικούς κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας. Αυτό συνεπάγεται για την Ελλάδα επώδυνες περικοπές της τάξης των 8 έως 10 δις ευρώ εντός του επόμενου ενάμιση χρόνου (και έπεται συνέχεια), άρα βαριά λιτότητα και ουσιαστικά νέο μνημόνιο. Καταλαβαίνουμε πόσο υποκριτική είναι η θέση του ΣΥΡΙΖΑ πως τώρα «που δεν υπάρχουν μνημόνια» μπορεί να εφαρμόσει το πρόγραμμά του, αλλά και η τρομοκρατική επιχειρηματολογία της ΝΔ (αν εφαρμοστεί το πρόγραμμα ΣΥΡΙΖΑ, θα πάμε σε νέο μνημόνιο). Η αλήθεια είναι πως, αν δεν επιδείξουμε απειθαρχία στην ΕΕ και δεν παλέψουμε για την αποδέσμευση απ’ αυτήν, θα πάμε σαν αρνιά για σούβλισμα.

Τέλος, τα εκμεταλλευόμενα στρώματα δεν μπορεί να αφήσουν τη τύχη των κεντρικών επίδικων για τη συνολική πορεία της χώρας στα χέρια της αστικής τάξης στο όνομα κάποιων αναιμικών προεκλογικών υποσχέσεων, που μάλιστα θα αφορούν το πολύ-πολύ ένα μικρό μέρος της κυβερνητικής θητείας. Ο πήχης πρέπει να καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη τις πραγματικές δυνατότητες της εποχής μας, το ότι μπορεί να εξασφαλιστεί μια ζωή σύμφωνη με τις σύγχρονες ανάγκες των ανθρώπων.

Το προδιαγεγραμμένο έγκλημα στα Τέμπη πυροδότησε πολιτικές εξελίξεις και επέδρασε βαθιά στη συνείδηση των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Αυτό προκύπτει και από δημοσκοπήσεις που δείχνουν τις ριζοσπαστικές πολιτικές τάσεις στη νεολαία. Όταν τα κοινωνικά προβλήματα οξύνονται, επιβάλλεται ανάλογη προσέγγιση και στις εκλογές. Που δεν θα αρκείται σε μια διαμαρτυρία, ούτε θα τελειώνει στην ανάθεση μέσω της κομματικής ενίσχυσης, αλλά που θα τολμά να θέτει επί τάπητος τα άμεσα πολιτικά ζητήματα συνολικής αμφισβήτησης της αστικής πολιτικής, την έξοδο από την ΕΕ, τη ρήξη με το κεφάλαιο, τα κέρδη και την ιδιοκτησία του. Έτσι ώστε να προκαλεί ρήγματα και να κατευθύνεται στην ανατροπή της πολιτικής και της επίθεσης του κεφαλαίου και των υπερεθνικών οργανισμών του. Μόνο έτσι ο πλούτος της ανθρωπότητας -που συνεχίζει να παράγεται με φρενήρεις ρυθμούς- θα αποτελεί βάση μιας αξιοβίωτης ζωής και όχι βατήρα υπερκερδών, πολεμικών ανταγωνισμών και αστικής αλαζονείας. Οι κινητοποιήσεις για το έγκλημα των Τεμπών αλλά και η συνεχής αγωνιστική κινητικότητα των εργαζόμενων και της νεολαίας, στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο, καθώς και οι ιδεολογικές, πολιτικές αναζητήσεις τους για ένα κόσμο πιο δίκαιο και πιο όμορφο, αποτελούν το γόνιμο έδαφος της ανατροπής.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here