της Όλγας Τσιλιμπάρη,
Εξαιρετικά αφιερωμένο στις ΕΛΜΕ
ζωντανά κύτταρα αλληλεγγύης
και εργατικής δημοκρατίας
σε δύσκολους καιρούς
Πρωινό Παρασκευής, μαρτιάτικος ήλιος με δόντια, μετά από μέρες βροχάμενες. Υπόστεγο του συγκροτήματος του 1ου ΕΠΑΛ, στο ιστορικό εργατικό προάστιο, το Μαντούκι. Απέναντι, πλαστικές καρέκλες και μαθητόκοσμος αραιός, στην αλήστου μνήμης προ μνημονίων καφετέρια της γειτονιάς, που, πλέον, εκτελεί συλλήβδην χρέη καφετέριας, μίνι μάρκετ, μανάβικου και αποθήκης.
Στα Τεχνικά. Το κτίριο στεγάζει πλήθος σχολείων. 1ο ΕΠΑΛ, 5ο Λύκειο, 1ο Σχολικό Εργαστηριακό Κέντρο, Εσπερινό ΕΠΑΛ, δημόσιο ΙΕΚ, όλους τους αλησμονημένους, από θεό και διάολο, όλους της γης τους κολασμένους, αυτούς κι αυτές που κοντά τους δε θα ΄θελε καμιά μικρομεσοαστή μετζοκυρία να βρεθεί το μοσχαναθρεμμένο της βλαστάρι. Οι τρόφιμοι και τούτου εδώ του στρατοπέδου εγκλεισμού ακούνε, άλλοι περιπαθώς κι άλλοι βερεσέ, τους σύγχρονους γκουρού του διαδικτύου να μας κατηχάνε για το πόσο ωραία ξέρει ο καπιταλισμός να επιτελεί τη δημιουργική καταστροφή, για το πόσο οι άξιοι (στην οσφυοκαμψία) ανεβαίνουνε πάντα ψηλά, για το πόσο μεγάλη ευκαιρία στη ζωή σου είναι η απόλυση, αν, όμως, τη βλέπεις λιγάκι ως γ… σι και πρόστιμο, εσύ είσαι ο προβληματικός. Νομίζεις ότι σε βιάζουνε, ρε μπρο, όλα στο μυαλό είναι, νομίζεις, δε συμβαίνει στ΄ αλήθεια, έχεις παραισθήσεις, κάτι παίρνεις εσύ…
Κακάσχημο κτίριο, αποκρουστικό, σαν παρατημένο νεκροταφείο ελεφάντων, ούτε τα μπογιατίσματα ούτε καν τα γκράφιτι δε μπορούνε να το σουλουπώσουν στο ελάχιστο. Σοβάδες ετοιμόρροποι, απολειφάδια σκουριασμένα του πάλαι ποτέ οπλισμένου σκυροδέματος χάσκουνε από παντού, μπαλώματα επισκευών και μεταγενέστερες προσθήκες ξεκάμπανες, ένα δομικό τουρλουμπούκι αντιπαθητικό κι αγχωτικό, να το βλέπεις και να σου πιάνεται η ψυχή. Χαρακτηρισμένο επίσημα, με τη βούλα μηχανικών ελεγκτών του δημοσίου, ως επικινδύνως ετοιμόρροπο από το 2002. Καμιανού κεντρικού, περιφερειακού ή τοπικού αρμοδίου δεν ίδρωσε τ΄ αυτί, έχουνε άλλες δουλειές πιο σοβαρές, ασχολούνται φιλοπόνως και αόκνως με την επόμενη αργολαβία, με τα επόμενα φύκια που θα αγοραστούν με δημόσιο χρήμα για μεταξωτές κορδέλες, ε, να βγάλουνε κι αυτοί το κατιτίς τους, γιατί άλλωστε επήγανε στις θέσεις που κατέχουν, θέσεις και θώκους όπου αναρριχώνται οι επιπλέοντες της εκάστοτε συγκυρίας, τουτέστιν οι κουτσούλοι κι οι φελλοί…
Εκεί, μπροστά από τα κάγκελα της εισόδου, μπροστά από τα πανό και τα κορμιά των συναδέλφων, άλλα πιο νεανικά κι ευθυτενή, άλλα που πήρανε να σκεβρώνουνε, χρόνου και αντιλαϊκών μέτρων συνεργούντων, όλα, πάντως, φορτωμένα με τσάντες σχολικές και σακίδια στην πλάτη, στέκεσαι μέσα στους ήχους τους γνώριμους, που αγκαλιάζουνε τ΄αυτιά σου σαν ουράνια μουσική, τους ήχους των συνθημάτων, των αντεγκλήσεων, τι ήρθες να κάνεις εδωπέρα, ποιους κόπιασες ν΄ αξιολογήσεις και για χάρη ποιανών, κι ο κλαρινογαμπρός να θέλει και τα ρέστα, ήρθε να προστατεύσει τους συναδέλφους, α, ναι, γιατί άραγε κάπως σαν νταβατζηλίκι μάς ακούγεται αυτό; Ε, ύστερα αλλάζει το χαβά, του ασκούμε βία, λέει, είμαστε πολλοί και είναι ένας, σώωπα, να η φάση που οι πάσης φύσεως φασίστες και βιαστές θυμούνται τη δημοκρατία, τάχαμου κλαψουρίζοντας, μα γίνεται να υπάρξει διάλογος και δημοκρατία με το δήμιο, γίνεται;
Eκεί μπροστά, λοιπόν, στον ταπεινό καθημερνό μας χώρο, εκεί που γι΄ άλλη μια φορά η ανάγκη γίνεται ιστορία, για μια ακόμα φορά σε τούτο το μικρό γαλατικό χωριό, ζεις τη στιγμή μ΄ όλο σου το είναι, βλέπεις, μιλάς, ακούς, θυμάσαι. Θυμάσαι το ΄73, β΄ γυμνασίου, μέσα στη μαύρη χούντα, λίγο πριν το Πολυτεχνείο, ξεχείλιζε κοριτσομάνι το γυμνάσιο θηλέων απ΄ το κυρίως κτίριο κι απ΄ το παράρτημα απέναντι, τότε σας κουβαλήσανε εδώ, στα νεόχτιστα των Τεχνικών, παράρτημα του παραρτήματος. Πενήντα χρόνια μετά, σχολειά ξέχειλα από παιδιά, στριμωξίδι σε αίθουσες, διαδρόμους, κυλικεία, όλο μεταρρυθμίσεις, εκσυγχρονισμοί, αξιολογήσεις, με τυμπανοκρουσίες και φανφάρες κι εξαγγελίες ουρανομήκεις, και δώστου οι ομιλούσες κεφαλές του συστήματος, οι φωνές του κυρίου τους, να κανοναρχάνε το πόπολο με τα ίδια και τα ίδια, σαν να μην πέρασε μια μέρα. Για κείνους, γιατί για μας πέρασε μια ολόκληρη ζωή, γεμάτη ως τα μπούνια με λαχτάρες, με διαδηλώσεις, με απεργίες, με καταλήψεις κι απεργιακές φρουρές. Ήσουνα νια και γέρασες, αλλά βαστάς ακόμα, όχι μόνον αντέχεις, αλλά το διασκεδάζεις κιόλας. Κι όταν σου λένε χαρά στο κουράγιο σας, απαντάς αχνογελώντας και πού να βλέπατε τ΄ αδέρφια μας στη χούντα, τους πατεράδες μας και τις μανάδες μας στ΄ αντάρτικα και στις εξορίες, εκεί να ιδείτε τα κότσια τα αληθινά…
Σκέφτεσαι πόσο αγαπάς αυτό το σωματείο, πώς σε ξετράβηξε απ΄ την αυτάρεσκη παρένθεση – παραίτηση και το βάλτο του μεταμοντέρνου πολτού. Πώς σου θύμισε ότι το χρέος σου δεν εξαντλείται στο να αγαπάς τα παιδιά του λαού και να τα διδάσκεις με φροντίδα και σέβας, μα πρέπει κάθε μέρα να επιβεβαιώνεις στην πράξη το παλιό το όνειρο, το αρχέγονο και ταυτόχρονα τόσο καινούριο, αυτό που συλλάβισες με τα πρώτα σου τα γράμματα, όταν έβλεπες στο κάδρο, στην παλιά γκραβούρα, το Γεωργάκη τον Ολύμπιο να πιστολίζει τη μπαρουταποθήκη, ν΄ ανατινάζει τη μονή του Σέκου, όταν πρωτόσφιξες τη γροθιά με δάκρυα στα μάτια, δεν έγιν΄ ο Νοέμβρης για τον Καραμανλή, το όνειρο που ψηλαφούσες στις πρώτες πορείες, στις πρώτες συνελεύσεις, στις πρώτες συλλογικότητες, που άκουγες με τις αύρες και μύριζες με τα δακρυγόνα, revolution in the revolution, εκείνο το όνειρο που έχει μέσα εμάς όλους, καπετάνισσες και καπεταναίους παντός καιρού, με τα λάθη μας και τα σωστά μας, να πλάθουμε τον κόσμο τον αντάξιο του ανθρώπου, τον κόσμο χωρίς καταπίεση και εκμετάλλευση. Απ΄ το σήμερα, το εδώ και το τώρα και όχι για του αγίου σοσιαλισμού…
Στην πράξη πρέπει κάθε μέρα να κρίνεσαι, στην πράξη να μετριέσαι . Γιατί η ύπαρξη καθορίζει τη συνείδηση και ποτέ το αντίστροφο. Κι αυτός που σήμερα φοβάται και σκύβει το κεφάλι, υπεκφεύγει, κρύβεται πίσω από παιδιά, σκυλιά, χρώστια και κλάψες και δάνεια, πίσω από χρόνια πέτρινα, λες και τα ΄ζησε μόνο αυτός, αυτός που σου λέει άστο, ο θλιψερός και ζαρωμένος, ο άνθρωπος ετούτος ούτε φοβισμένος εγεννήθηκε κι ούτε είναι της μοίρας του γραφτό σκυμμένος να πεθάνει. Κι η δήλωσή του ότι επιθυμεί, λέει, ν΄ αξιολογηθεί, εμπεριέχει τόση αλήθεια όση κι η ομολογία του κρατούμενου που αποσπάστηκε με κάθε είδους βασανιστήρια.
Δεν έχουμε την πλειοψηφία; Συγγνώμη, τι σημαίνει αυτό; Την έχουν οι κυβερνώντες, οι εργολάβοι που τους πατρονάρουν ή τα παρακούθουλα της εξουσίας; Παρεμποδίζουμε την εφαρμογή του νόμου; Συγγνώμη, ποιανού νόμου, του μωσαϊκού; Γιατί όλοι οι εγκόσμιοι νόμοι αντικατοπτρίζουν τον εκάστοτε συσχετισμό των κοινωνικών δυνάμεων, ου μην αλλά και μαρξιστί το επίπεδο της ταξικής πάλης. Όποιος είναι σωστός στη δουλειά του δεν έχει τίποτα να χάσει; Μα τα σπασμένα κεφάλια διαδηλωτών, δημοσιογράφων , ανακρινόμενων σε αστυνομικά τμήματα και θυμάτων εργατικών ατυχημάτων πιστοποιούν το ακριβώς αντίθετο. Άσε που, όταν βλέπεις έναν κρατικό αξιολογητή να χρησιμοποιεί κυριολεκτικά ως ασπίδα τον υπό αξιολόγηση εκπαιδευτικό, προκειμένου να σπάσει το συνδικαλιστικό μπλόκο και να εκτελέσει την εντεταλμένη έμμισθη υπηρεσία του, κάπου θυμάσαι τους ναζί, που βάζαν την κλούβα με τους ομήρους μπροστά απ΄ το τρένο με το πολεμικό υλικό, για να μην τ΄ ανατινάξουνε οι αντάρτες. Οι αντάρτες… Άλλοι παράνομοι κι αυτοί… Πότε και πού η αντίσταση υπήρξε νόμιμη και άνευ σκοπιμοτήτων πονηρών καθαγιασμένη, για να ΄ναι κι εδώ…
Αν κοτάς, αντάρτη, έλα. Μισόγυμνα τα στοιβαγμένα κορμιά των ομήρων μες την κλούβα, με μάτια πελώρια να φέγγουνε, φανάρια στα σκελετωμένα πρόσωπα, και να σε κοιτάνε με προσήλωση. Εσύ, όμως, έρχεσαι. Αυτό σου΄ μαθε η ζωή που κύλησε στους αγώνες, να γδάρεις χέρια και ψυχή, να στίψεις το μυαλό σου, σαν τον πνιγμένο απ΄ τα μαλλιά σου να πιαστείς, και το αδύνατο να γίνει δυνατό, να ΄ρθούν τα πάνω κάτω. Δε θα περάσει ο εκβιασμός, όπως δε θα περάσει ο φασισμός. Το δίλημμα που βάζουν οι κερχανατζήδες της εξουσίας στον καταπονημένο συνάδελφο, στον κάθε φορά πιο αδύναμο κρίκο, η τριχιά , το δίχτυ κι η θηλιά που μας περνάνε στο λαιμό, να τυλιχτεί στο δικό τους το λαιμό να τους φουρκίσει, άει σιχτίρ, επιτέλους, θου φυλακήν τω στόματί μου, μην πω και τα χειρότερα, έχουν προ πολλού ξεπεράσει τα όρια της ύβρεως και καμαρώνουν κιόλα, οι αλιτήριοι… Διαλέξανε μεριά, με πλήρη συνείδηση, θα μας βρίσκουνε απέναντι κι ας κάνουν τα κουμάντα τους, μη μου θέλουνε και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο, και να μας ανασκολοπίζουνε και να τους λιβανίζουμε κι από πάνω, δε γίνονται αυτά, ούτε στο πιο νεοφιλελέ όνειρο του πιο νεοφιλελεύθερου χλεχλέ δε γίνονται, πάει και τελείωσε. Το δίλημμα που πάνε να μας φορτώσουν, ή προσκυνημένος ή νηστικός, να τους γυρίσει μπούμερανγκ, να γίνει δικό τους δίλημμα, να δουν τον ουρανό ταψί και τ΄ άστρα μακαρόνια, για όλους έρχεται κάποτε η ώρα κι ο καιρός, να γυρίσει, λοιπόν, τώρα ο τροχός, κι αυτοί, οι επίδοξοι επιβήτορες ψυχών γονατισμένων, να στριφογυρνάνε στον ύπνο και στον ξύπνιο τους και ν΄ αγωνιούνε τι θα κάμουνε, με μας που μπλέξανε, και πώς θα δικαιολογηθούνε στα αποπάνω κλιμάκια που αποδεικνύονται τόσο αμήχανοι κι ανάξιοι και λίγοι και άδειοι…
Κοντά στην τόλμη η σύνεση, κοντά στο νου κι η γνώση. Σκέψη και συζήτηση και νοιάξιμο αληθινό, πώς θα καταγραφεί το κάθε περιστατικό, η κάθε σύγκρουση, η κάθε αντίφαση, η κάθε έκβαση στο πετσί και στις συνειδήσεις των ανθρώπων μας. Νοιάξιμο και αγωνία και μέριμνα για το πώς θα εξηγήσουμε σε ενήλικους και μαθητούδια τι ακριβώς παίζεται εδώ, το πλήρες ξεχαρβάλωμα αυτού που κάποτε ήταν η δημόσια εκπαίδευση. Φροντίδα και προσπάθεια πώς να μπούνε κι άλλοι συνάδελφοι, κι άλλοι σύντροφοι στον κύκλο των ανυπότακτων ποιητών, που είναι για πολλούς κι όχι για λίγους. Πώς θα περνάμε όλοι μαζί κάθε φορά το σύνορο του υπαρκτού και του εφικτού, αφήνοντας πίσω αδυναμίες, μιζέριες και φόβους και κοντοσκοινίσματα, στρεβλωμένες προφάσεις και δικαιολογίες που γίνανε συνήθειες κι ανεπαισθήτως μάς κλείνουν κάθε μέρα έξω απ΄ τη ζωή. Κι είναι τόσο μικρή η αφιλότιμη, είναι τόσο σύντομη και γλυκιά η ζωή, που είναι κρίμα κι άδικο να σπαταλιέται σε κινήσεις comme il faut, απελπιστικά προβλέψιμες και, άρα, διαχειρίσιμες απ΄ τον αντίπαλο. Ας γίνουμε η άγρια νιότη του κόσμου, να η πιο ευγενική φιλοδοξία. Στο δρόμο γεννιούνται οι συνειδήσεις, το νόημα το βρίσκουμε κάθε φορά όντας συνειδητά καθ΄ οδόν…
Κι ενώ τόσοι πολλοί αναστενάζανε πως δεν τελειώνει η μοναξιά, πυκνώνουνε τ΄ αρώματα τις τελευταίες μέρες. Ξανασυναντιόμαστε, με την κρυφή λαχτάρα από τα αναγκαία οδοφράγματα να ξεκολλήσουμε, επιτέλους, φτεροκοπώντας για την επόμενη έφοδο στον ουρανό. Μ΄ αγώνες τιμάμε τους νεκρούς μας. Εννοείται κι αυτούς της δολοφονίας των Τεμπών, τα θύματα του κράτους και του κέρδους. Και πιο πολύ τιμάμε τους ζωντανούς μας, εαυτούς και αλλήλους. Υποκλινόμαστε στη ζωή και στη συνέχειά της, έξω οι ηττοπαθείς, οι νεκρόφιλοι κι οι πεισιθάνατοι. Δεν πιστέψαμε ποτέ πως μονοπωλούμε την αλήθεια, δεν διαθέτουμε απαντήσεις έτοιμες για όλα, με αυταρέσκεια κι αλαζονεία περισσή. Έχουμε πλήρη συναίσθηση ως πού φτάνει το μπόι μας και ποια αδήριτη αναγκαιότητα έρχεται και μας τεντώνει και δίνουμε μία και το ξεπερνάμε. Κι ας φαίνεται ότι στα σκοτεινά βαδίζουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε, κι ας είν΄ η πιο μαύρη ώρα της νυχτός λίγο πριν φέξει, κι ας λοιδορούν ξεδιάντροπα τα όνειρα οι τραπεζίτες, οι δοκησίσοφοι και οι χορτάτοι. Μικρό το κακό. Συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια. Το κλεφτοφάναρο στην τσέπη, αυτό θα σώσει πάλι την κατάσταση, δουλεύει με τις μπαταρίες που βαστάνε στα δίσεχτα, εκείνες τις από τα κάτω και από αριστερά.
Και σήμερα, και αύριο, και όσο χρειαστεί…
Δεν έχει τέλος αυτό το πανηγύρι…
Και, οπωσδήποτε, κάθε αίσθηση επικαιρότητας, κάθε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, χώρους, καταστάσεις και περιστατικά δεν είναι καθόλου μα καθόλου τυχαία. Είναι ηθελημένη, εντελώς απροκάλυπτα, εμμονικά και κραυγαλέα στρατευμένη.
Ζωή που πάλλεται είν΄ αυτή, ανάσα κι αχνιστή πνοή ανάμεσα απ΄ τις γραμμές, κι όχι λογοτεχνία…
17- 19/3/23