Η επίθεση της κυβέρνησης της ΝΔ στη δημόσια εκπαίδευση κλιμακώνεται με το τέλος της θητείας της. Η κλιμάκωση αυτή αποσκοπεί στο να καλύψει το έδαφος της αποτυχίας της να επιβάλλει ουσιαστικά το νεοφιλελεύθερο/καπιταλιστικό πρόταγμα στην ελληνική εκπαίδευση.
Είναι φανερό ότι ο πρώτος νόμος, ο 4692/20, με τον οποίο επιχειρήθηκε η επιβολή της αξιολόγησης στο ελληνικό σχολείο και η επιχειρηματική του κατέρρευσε. Κατέρρευσε κάτω από το βάρος της αποτελεσματικής αντίστασης του εκπαιδευτικού κινήματος και της καθολικής σχεδόν απεργίας αποχής των Συλλόγων Διδασκόντων των Σχολείων στις διαδικασίες της εσωτερικής αξιολόγησης. Χρειάστηκε η ψήφιση δεύτερου νόμου το καλοκαίρι του 2021, ν.4823/21 και προπαντός η ψήφιση του απεργοκτόνου νόμου Χατζηδάκη (4801/21) που στοχεύει ανοιχτά στο δικαίωμα της απεργίας και το συνδικαλιστικό κίνημα στο σύνολό του. Η πανδημία και η πολιτική χρήση του lockdown αν και υπήρξε όπλο από την πλευρά της νεοδημοκρατικής κυβέρνησης για την επιβολή της πολιτικής στην εκπαίδευση, τελικά της απέδωσε ελάχιστα ως καθόλου αποτελέσματα ως προς την επιβολή των αντιεκπαιδευτικών της νόμων. Η προσπάθεια φίμωσης των συνδικάτων και μετατροπής τους σε ηλεκτρονικές καρικατούρες που επιχειρήθηκε με τις ηλεκτρονικές εκλογές απέτυχε παταγωδώς και στις δύο προσπάθειες επιβολής τους. Έτσι η κυβέρνηση αναγκάστηκε να περάσει στην ανοιχτή καταστολή, που εκφράστηκε μέσω συνεχών δικαστικών απαγορεύσεων της απεργίας αποχής χρησιμοποιώντας το νόμο Χατζηδάκη , στον διοικητικό αυταρχισμό (σειρά απειλητικών εγκυκλίων Κόπτση) και στην εγκαθίδρυση καθεστώτος φόβου νομοθετικά θεσπισμένου, εργασιακών απειλών , διοικητικής αυθαιρεσίας και εντατικοποίησης της καθημερινής εργασίας μέσω μεγάλου γραφειοκρατικού φόρτου, στοχεύοντας στην καθυπόταξη των εκπαιδευτικών.
Η Υπουργός Παιδείας ισχυρίζεται ότι επαναφέρει την αξιολόγηση ύστερα από 41 χρόνια, αναφερόμενη στην κατάργηση του παλιού επιθεωρητισμού αλλά και στην αποτυχία των αστικών πολιτικών δυνάμεων να τον εδραιώσουν και πάλι επί 41 χρόνια. Ενός θεσμού που κατέρρευσε από τους αγώνες των εκπαιδευτικών και καταργήθηκε με το νόμο 1304/82. Η αναφορά σ’ έναν βαθιά καταπιεστικό θεσμό για τους εκπαιδευτικούς ταυτισμένο με το κράτος της εθνικοφροσύνης και τη χούντα δεν αποτελεί μόνο επανασύνδεση μ’ ένα τέτοιο αντιδραστικό παρελθόν αλλά κυρίως μια υπόσχεση ενός σκοταδιστικού μέλλοντος που απαιτεί η επιχειρηματικοποίηση της εκπαίδευσης.
Το σχολείο που διαμορφώνεται από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική και τις σημερινές απαιτήσεις του κεφαλαίου είναι βαθιά αντιδημοκρατικό και αυταρχικό στηριγμένο στην κατηγοριοποίηση και τον όλο και πιο έντονο ταξικό διαχωρισμό του μαθητικού πληθυσμού. Σ’ ένα τέτοιο σχολείο δεν υπάρχει έδαφος για παιδαγωγική ελευθερία. Η όλη του λειτουργία καθορίζεται από τους τεχνοκρατικούς δείκτες ποιότητας που επιβάλλονται γραφειοκρατικά ως αδιαμφισβήτητη αλήθεια από τους διεθνείς οργανισμούς (Ε.Ε, Ο.Ο.Σ.Α, Παγκόσμια Τράπεζα) και τη γραφειοκρατία της εκπαίδευσης για να εξασφαλίζεται ο προσανατολισμός του στις απαιτήσεις της αγοράς. Ο εκπαιδευτικός σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο οφείλει απλά συμμόρφωση και υποταγή, είναι ένας τυπικός εκτελεστής του αναλυτικού προγράμματος χωρίς έλεγχο των όρων της δουλειάς του. Η γραφειοκρατική ιεραρχία του ελέγχου που εισάγει ο νόμος 4823/21 (επόπτες ποιότητας , περιφερειακοί επόπτες ποιότητας , σύμβουλοι εκπαίδευσης – νεοεπιθεωρητές) είναι η ιεραρχία της καπιταλιστικής παραγωγής που θεωρεί το σχολείο ως έναν οργανισμό παραγωγής αποτελεσμάτων (η περίφημη έμφαση στα αποτελέσματα που πρεσβεύουν τα νέα αναλυτικά προγράμματα του ΙΕΠ) και κατεργασίας του υλικού (μαθητικό δυναμικό) με βάση κυρίως εμπορευματοποιημένες δεξιότητες και όχι ολοκληρωμένη γνώση.
Έχουμε επομένως βαθύτερους και ουσιαστικότερους λόγους ν’ αρνηθούμε την αξιολόγηση, όχι μόνο την ατομική αλλά σε όλες τις μορφές της, από αυτούς που επικαλούνται οι δεξιές λαϊκίστικες απόψεις περί «φόβου των εκπαιδευτικών», «τεμπελιάς και ανευθυνότητας». Η άρνησή της είναι άρνηση συνολικά του σχολείου στα πλαίσια της εκπαιδευτικής βαρβαρότητας που συνεπάγεται η εισαγωγή της λογικής της αγοράς του και του κέρδους στην εκπαίδευση. Είναι άρνηση του σχολείου του ταξικού διαχωρισμού, της δεξιότητας και της χειραγώγησης.
Απέναντι στα υπάρχοντα μοντέλα αξιολόγησης δεν αναζητούμε κάποια άλλα, «καλά» ή «πραγματικά», γιατί απλά στην υπάρχουσα (καπιταλιστική) κοινωνία με δεδομένο τον κοινωνικό – ταξικό ρόλο της εκπαίδευσης μέσα σ’ αυτή δεν μπορούν να υπάρξουν τέτοια. Ο έλεγχος του αστικού κράτους πάνω στην εκπαιδευτική διαδικασία είναι λειτουργία που ασκείται με βάση το συνολικό ταξικό συμφέρον της αστικής τάξης σε κάθε ιστορική και πολιτική συγκυρία. Από την άλλη σε μια απελευθερωτική σοσιαλιστική κοινωνία το ζητούμενο δεν είναι νέα μοντέλα ελέγχου αλλά η απελευθέρωση όλων των ζωντανών δυνάμεων των εργαζομένων και της νεολαίας.