Εκτύπωση

του Απόστολου Νικολόπουλου,

Εάν διατρέξει κάποιος τις εφημερίδες, θα διαπιστώσει μία σαφή μείωση του πλήθους και του ειδικού βάρους των δημοσιευμάτων που αναφέρονται στην εκπαίδευση. Αυτό είναι μάλλον αναμενόμενο, σε μια περίοδο που εντείνονται τα οικονομικά και υγειονομικά προβλήματα, που οδεύουμε προς εκλογές, στον Τύπο δίνεται ιδιαίτερο βάρος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και δεν εκκρεμούν νομοθετήματα που να καθορίζουν το πλαίσιο κάποιας εκπαιδευτικής βαθμίδας. Εντούτοις, αυτή η φαινομενική «ακινησία» ενέχει σημαντικούς κινδύνους για τους εργαζόμενους στην εκπαίδευση, τους μαθητές από τα λαϊκά στρώματα και τις οικογένειές τους, διότι μπορεί να οδηγήσει σε υποτίμηση όσων συντελούνται στην εκπαίδευση, να παραπέμψει σε απραξία και εναπόθεση των ελπίδων αποκλειστικά στις εκλογές, να συσκοτίσει τη στενή σχέση που έχουν ιδιαίτερα σήμερα οι εκπαιδευτικές με τις γενικότερες πολιτικές-οικονομικές εξελίξεις και να δώσει χώρο στην προώθηση αντιδραστικών συστημικών απόψεων για τα εκπαιδευτικά πράγματα.

Στην πραγματικότητα, το επόμενο διάστημα θα κριθεί η υλοποίηση/ολοκλήρωση ψηφισμένων αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων, που θίγουν άμεσα τα μορφωτικά και εργασιακά δικαιώματα της κοινωνικής πλειοψηφίας. Σε αυτά συγκαταλέγονται η εφαρμογή της Τράπεζας Θεμάτων σε όλες πλέον τις τάξεις του Λυκείου, η καθολική εφαρμογή της ελληνικής «PISA» μετά την περσινή πιλοτική εφαρμογή της και η διεξαγωγή των σεμιναρίων επιμόρφωσης των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών (εκτεταμένη απασχόληση εκτός ωραρίου, περιεχόμενο σύμφωνο με τις αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις, αξιολογούμενες εργασίες), που τα συναρτά με τη μονιμοποίησή τους και τους κρατά σε «ομηρία». Επιπλέον, προετοιμάζονται οι όροι για την ατομική αξιολόγησή τους – γεγονός σημαντικό, αν περάσει, για την επιβολή της ατομικής αξιολόγησης στο σύνολο των εκπαιδευτικών.

Σε σειρά συνεντεύξεων της υπουργού Παιδείας, τις τελευταίες μέρες, τονιζόταν ότι το «μεταρρυθμιστικό έργο» θα συνεχιστεί παρά τις εκλογές και ότι η κυβέρνηση «κάνει αυτά που υποσχόταν». Έτσι, εμφανίζονταν ως θετικές μια σειρά αντιδραστικές αλλαγές, όπως π.χ. τα Πρότυπα σχολεία και η αξιολόγηση. Προβαλλόταν η πρόσφατη ΚΥΑ για το «πολλαπλό βιβλίο», το οποίο σχετίζεται με την λεγόμενη «αυτονομία» των σχολικών μονάδων και τη καθιέρωση αποκλειστικά διαδικτυακού βιβλίου. Μετά από μία σειρά, προφανώς προκαθορισμένων, «απαλών» ερωτήσεων, έφτανε τελικά στο συμπέρασμα πως στόχος είναι η πιο ποιοτική παιδεία και η διευκόλυνση των οικογενειών, καθώς και ότι μια σειρά μέτρων για την παιδεία, αλλά και γενικότερα, συνιστούν «κοινωνικό κράτος». Έτσι βάφτιζε, όπως κάνει άλλωστε γενικά η κυβέρνηση, την «προεκλογικής κοπής» κάρτα αγορών, τη διοχέτευση κρατικού χρήματος σε επιχειρήσεις μέσω της επιδότησης ρεύματος ή την αύξηση των ειδικών μισθολογίων στα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων. Για την εκπαίδευση ήταν αρνητική για μόνιμους διορισμούς το 2023, και στο ερώτημα για αυξήσεις μισθών των εκπαιδευτικών απάντησε με τον «εξορθολογισμό» των μισθών στο δημόσιο, που βεβαίως σημαίνει άλλο πράγμα.

Αυτά λέγονται όταν υπάρχουν σοβαρότατες ελλείψεις σε φάρμακα, τα νοσοκομεία είναι γεμάτα ράντζα, ο ελληνικός λαός πληρώνει την ακριβότερη τιμή πανευρωπαϊκά για την ενέργεια και οι εταιρίες πλουτίζουν, όταν οι τιμές σε βασικά αγαθά έχουν πάρει την ανηφόρα. «Κοινωνική πολιτική» θεωρούνται οι επιδοτήσεις, οι περικοπές στο «μη μισθολογικό κόστος εργασίας» (κατ’ επιταγή των εργοδοτών), το «καλάθι του νοικοκυριού» και οι πενιχρές αυξήσεις για κάποιους συνταξιούχους. Το κεφάλαιο οργιάζει και μάς τάζουν αγορές με δελτίο ενίσχυσης. Βρίσκουν όμως και τα κάνουν! Ο ΣΥΡΙΖΑ και επίδοξοι μελλοντικοί συγκυβερνήτες ασκούν χλιαρή αντιπολίτευση προεκλογικού στιλ «για τα μάτια» (αν το κάνουν και αυτό). Ιδιαίτερα για τα σημαντικά εκπαιδευτικά θέματα, και ενόψει εκλογών, το τελευταίο διάστημα απουσιάζει οποιαδήποτε αιχμηρή κριτική, ουσιαστικά φτάνοντας ως την πλήρη αφωνία. Πρακτικά αφήνεται να αναπτυχθούν και εδραιωθούν οι αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις και μετά, όπως ανέφερε σε μια από τις συνεντεύξεις της η Κεραμέως, αν «αγκαλιαστούν από τη κοινωνία» καμμιά κυβέρνηση δεν θα τις αλλάξει.

Πέρα όμως απ’ όσα αναφέρθηκαν, υπάρχει και ένα άλλο πεδίο εκπαιδευτικών εξελίξεων. Πρόκειται για αθόρυβα και συχνά «αθέατα» βήματα στη διασύνδεση της εκπαίδευσης με τις επιχειρήσεις και την πλήρη προσαρμογή της στις ανάγκες τους. Τη δεδομένη χρονική στιγμή, πρόκειται για το πεδίο που σχετίζεται πιο άμεσα με τις συγκλονιστικές, εγχώριες και διεθνείς, εξελίξεις και το διεθνή ανταγωνισμό. Αφενός «ωριμάζουν» δράσεις που είχαν ήδη αναληφθεί, όπως η δημιουργία (με πρωτοβουλία της εταιρίας) Επαγγελματικής Σχολής Κατάρτισης του Υπουργείου Παιδείας στη Σύρο, που θα στεγαστεί εντός ειδικών διαμορφωμένων χώρων στο Νεώριο. Άλλωστε, από πέρσι προβλέπεται νομοθετικά ακόμα και η ίδρυση μίνι παιδικών σταθμών σε μεγάλες επιχειρήσεις, στην ίδια λογική που το Υπουργείο διαφημίζει σαν θετικό πως το ολοήμερο σχολείο επιτρέπει στους «τυχερούς» γονείς – μισθωτούς σκλάβους να δουλεύουν καθημερινά μέχρι τις 5 το απόγευμα.

Το πιο χαρακτηριστικό και σημαντικό παράδειγμα διασύνδεσης με επιχειρήσεις είναι η πρωτοβουλία Skills4Jobs, που προχώρησε από το ΣΕΒ. Πρόσφατα ολοκληρώθηκε ο πρώτος κύκλος εφαρμογής και πρόκειται σύντομα να ξεκινήσει ένας δεύτερος κύκλος μεγαλύτερης έκτασης, που θα αφορά και επιχειρήσεις της περιφέρειας. Παρεμφερείς πρωτοβουλίες (μικρότερης κλίμακας) είχαν ξεκινήσει το 2022 από την ΠΕΦ (Πανελλήνια Ένωση Φαρμακοβιομηχανίας), όπως και ένα πρόγραμμα δυικής εκπαίδευσης στην ΕΖΑ. Το Skills4Jobs αφορά πρόσφατους απόφοιτους της ΤΕΕ και πρόκειται για προγράμματα κατάρτισης, που καλύπτουν στενά τις ανάγκες των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων. Είναι ενδεικτικό ότι περίπου οι μισές αναρτήσεις στο site του ΣΕΒ τις τελευταίες τρεις εβδομάδες αφορούν σχετικά θέματα ή τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία, που προωθείται σαν τροχιοδεικτική για αντίστοιχες αλλαγές στην εκπαίδευση.

Η δεύτερη πλευρά διασύνδεσης αφορά την έρευνα και τα βιομηχανικά διδακτορικά, που η επέκτασή τους αποτελεί άμεση προτεραιότητα. Πριν τρεις μέρες, η «Καθημερινή» είχε ένα εκτεταμένο αφιέρωμα στις εταιρίες-τεχνοβλαστούς στα ελληνικά ΑΕΙ, που τις ανέβαζε ήδη σε 100. Μία προσεκτική ανάγνωση του άρθρου αποκαλύπτει, βέβαια, πόσο εφικτή είναι μια πραγματική «ανάπτυξη» μέσω αυτών, όπως διακηρύχνουν οι οπαδοί της επιχειρηματικότητας, όταν ο ίδιος ο πρύτανης του ΕΜΠ ανάφερε πλήθος αδυναμιών και εκτιμούσε ότι «περίπου ένα 10% επιβιώνει επιχειρηματικά».

Κατά τη γνώμη μου, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε τη σχέση αυτών των θεμάτων με τις γενικότερες εξελίξεις. Μπορούμε να διακρίνουμε μία αλλαγή τόνου σε αρκετές δημόσιες τοποθετήσεις επιχειρηματιών και αναλυτών των επαγγελματικών ενώσεων, όσο περνάει ο καιρός. Αναγνωρίζουν ότι έχουν γίνει βήματα, αλλά συχνά κρούουν το κώδωνα του κινδύνου. Ιδιαίτερα για τη βιομηχανία, σε άρθρα στελεχών του ΣΕΒ διαβάζουμε για «υπαρξιακή κρίση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας», μειωμένη αποτελεσματικότητα της εφαρμογής των οικονομικών πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για αυξημένη ανταγωνιστική πίεση από τις ΗΠΑ. Χρησιμοποιούνται πολύ σκληρότερα λόγια, σε σχέση με το παρελθόν, για τη βοήθεια που δεν παρέχει η τεχνολογική εκπαίδευση στις επιχειρήσεις, σε συνθήκες ταχέων τεχνολογικών και οικονομικών αλλαγών. Η αντιστοίχιση της εκπαίδευσης με τις γρήγορες τεχνολογικές αλλαγές αποτελεί μόνιμο άγχος του κεφαλαίου στο σύγχρονο καπιταλισμό, είναι όμως σαφές πως εντείνονται οι πιέσεις λόγω της πολύπλευρης κρίσης του συστήματος. Αν κρίνουμε λοιπόν από όσα δηλώνονται και γράφονται, για το κεφάλαιο αυξάνει η σημασία και ο επείγων χαρακτήρας των αλλαγών στην εκπαίδευση, σαν βασικός παράγοντας ενάντια στα σχετικά προβλήματα.

Από τη μια, αυτό ωθεί σε ακραία ταξικές επιλογές. Για να σταθούμε π.χ. μόνο σε κάποια που ήδη έχουμε εκθέσει, οι καταρτίσεις της ΠΕΦ αφορούσαν εξαγωγικά στελέχη. Την ίδια στιγμή, ο κόσμος βοά για ανεξέλεγκτες «παράλληλες εξαγωγές», που οδηγούν σε τεχνητές ελλείψεις φαρμάκων και αξιώσεις για αυξήσεις των τιμών τους. Από την άλλη, προκύπτει ότι υπάρχουν τόσο σοβαρά προβλήματα, που προκαλούν σημαντικές τάσεις πολιτικής αμφισβήτησης και ανισορροπίας του συστήματος. Δεν είναι τυχαία λοιπόν η επαίσχυντη στάση του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού κορυφαίων ομοσπονδιών, που παίζει ρόλο πυροσβέστη και ευνοεί το πέρασμα των πιο αντεργατικών μέτρων. Αποφασιστικοί αγώνες των εργαζομένων μπορούν να προκαλέσουν αναταράξεις.

Εν κατακλείδι, νομίζω ότι όλα τα παραπάνω οδηγούν σε κάποια άμεσα συμπεράσματα. Ένα πρώτο είναι ότι η περίοδος έχει τη σημασία της για την εκπαίδευση και χρειάζεται αγωνιστική απάντηση, που θα στοχεύει ενάντια στις βασικές εκπαιδευτικές αλλαγές του κεφαλαίου και θα μπλοκάρει τις αναδιαρθρώσεις που προωθούνται. Μία τέτοια προσέγγιση είναι αντίθετη με την αδράνεια και τον εφησυχασμό, ενώ δεν μπορεί να εγκλωβίζεται στα στενά πλαίσια που θέτει ο κυβερνητικός-εργοδοτικός συνδικαλισμός. Ένα άλλο είναι ότι τα εκπαιδευτικά θέματα δένονται στενά με τα γενικότερα προβλήματα που γεννά το σύστημα. Οι αγώνες λοιπόν πρέπει να έχουν ταξικό πρόσημο και να συνδυάζονται με την επιθετική διεκδίκηση των αναγκών και δικαιωμάτων των εργαζομένων και της νεολαίας. Μακριά από την αναζήτηση «ασπιρινών» και δήθεν μέτρων «ανακούφισης», που δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν. Να τείνουν να θέσουν επί τάπητος το ποια πρέπει να είναι η γενική πορεία της χώρας, να αντιτίθενται στις βασικές επιλογές της αστικής πολιτικής και να προωθούν την ανεξαρτησία της κίνησης των εργαζομένων απ’ αυτήν.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here