της Brikena Gishto,
Όχι, δε μας ενδιέφερε το δώρο του Αγίου Βασίλη. Κανείς μας ποτέ δεν τον περίμενε. Αυτό που γέμιζε την καρδιά μας ζεστασιά και φώτιζε τα ανυπόμονά μας μάτια, ήταν οι γεμάτες καλούδια διάφανες σακούλες.
Το πρωί της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, ξυπνούσαμε με μια γλυκιά προσμονή. Βάζαμε τα καλά μας και τρέχαμε να προλάβουμε την ανταλλαγή των δώρων με τους αγαπημένους μας φίλους, προτού μας φωνάξει η γιαγιά να υποδεχτούμε τους καλεσμένους.
Τα μαγικά συστατικά της ευτυχίας μας ήταν η διάφανη σακούλα όπου μέσα της τοποθετούσαμε ένα πορτοκάλι, ένα μήλο, δυο χούφτες καρύδια, μια χούφτα καραμέλες κι ένα ζευγάρι κάλτσες. Μία σακούλα για κάθε μας φίλο. Τις δέναμε σφιχτά σαν πουγκιά και τρέχαμε για τη συνάντηση. Βρισκόμασταν στη μέση περίπου του δρόμου της γειτονιάς και ξεκινούσαμε την ανταλλαγή. Όλοι μας γνωρίζαμε το περιεχόμενο, αλλά κάθε φορά η αγωνία μας ήταν όλο και μεγαλύτερη κι η χαρά μας, ακόμα πιο μεγάλη.
Όταν κάποιος απουσίαζε λόγω ασθένειας -συνήθως αυτός ήταν ο λόγος- αφού ολοκληρώναμε την ανταλλαγή μεταξύ μας, πηγαίναμε όλοι μαζί και χτυπούσαμε την πόρτα του για να του παραδώσουμε τα δώρα. Ύστερα τον σηκώναμε από το κρεβάτι και τρέχαμε ξανά στο δρόμο για να ξεκινήσουμε την ιεροτελεστία. Φτιάχναμε ένα μεγάλο κύκλο, πιανόμασταν χέρι χέρι και τραγουδούσαμε χοροπηδώντας: «Ja na erdhi viti i ri, sa jam e gëzuar, por si unë dhe çdo fëmi pres për ta festuar. Bora zbardhi tej për tej fushat edhe malet, viti i ri do të na gjej me këngë e me valle: Πλησιάζει η Πρωτοχρονιά και είμαι τόσο χαρούμενη, όπως κι εγώ έτσι και κάθε παιδί περιμένει πώς και πώς να το γιορτάσει. Το χιόνι έχει σκεπάσει ολόκληρες πεδιάδες και βουνά κι εμάς η νέα χρονιά θα μας βρει με χορό και με τραγούδι», και κάπως έτσι οι παιδικές αυτές φωνές και τα γέλια σκορπούσαν χαρά σε ολόκληρη τη γειτονιά, ώσπου βγαίναν οι γιαγιάδες στα παράθυρα και μας φώναζαν για το τραπέζι.
Μία χρονιά, όμως, ένα από τα σπίτια της γειτονιάς δεν άναψε τα φώτα του, οι διάφανες σακούλες σε κάθε παιδικό χέρι μειώθηκαν κατά μία και αυτή τη φορά η απουσία δεν ήταν λόγω ασθένειας.
Αυτή τη φορά, μία από τις οικογένειες είχε μεταναστεύσει στην Ελλάδα και δεν είχε καταφέρει να γυρίσει για τις γιορτές.
Στα παιδικά μας πρόσωπα η στενοχώρια είχε μετατραπεί σε θυμό, ένα θυμό που προσπαθούσαμε να δικαιολογήσουμε κατηγορώντας τους γονείς που αποφάσιζαν να φύγουν για την Ελλάδα, τους γονείς που έπαιρναν μακριά τους φίλους μας.
Από εκείνη τη χρονιά κι έπειτα, οι απουσίες αυξάνονταν ολοένα, ώσπου έφτασε κι η δική μας σειρά. Έφτασε η σειρά μας να απουσιάσουμε από τον κύκλο της ιεροτελεστίας και να μην τραγουδήσουμε «Ja na erdhi viti i ri».
Καμία χρονιά δεν ήταν πλέον ίδια. Κάποιοι μείνανε και δε φύγανε ποτέ, άλλοι φύγανε και δεν ξαναγύρισαν κι ήμασταν κι εμείς που φύγαμε και κάθε φορά που γυρνούσαμε, αναζητούσαμε τις διάφανες σακούλες, τις γεμίζαμε με τα καθιερωμένα και κάναμε την ανταλλαγή μεταξύ μας, αδέρφια και ξαδέρφια μέσα στο σπίτι.
Κάθε φορά, λοιπόν, που η χρονιά πλησιάζει στο τέλος της αναζητώ κι εγώ αυτή τη σακούλα.
Αναρωτιέμαι μήπως εκεί στις καραμέλες και τα πορτοκάλια είναι κάπου φυλαγμένη αυτή η παιδική ξεγνοιασιά κι ελπίζω ανοίγοντάς τη πως θα ξεγλιστρήσει μια νότα και θα πιαστούμε όλοι χέρι χέρι, θα φτιάξουμε ένα μεγάλο κύκλο ίσα με τη γη και θα τραγουδήσουμε με τις ξεχασμένες μας παιδικές φωνές ξεσηκώνοντας όλα τα σπίτια του κόσμου.