Εκτύπωση

του Nίκου Πελεκούδα,
Υποψηφίου Διδάκτορα Κοινωνικής Πολιτικής

Είναι αδύνατον να εκτιμήσουμε σε όλη την έκτασή τους τη σχέση της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων και του ελληνικού πολιτικού συστήματος στην πορεία προς την ελληνική συντριβή και την καταστροφή εκατομμυρίων ανθρώπων, αν σταθούμε εκεί που κυρίως εστιάζει η αστική ιστοριογραφία. Δηλαδή στα γεγονότα μετά τις εκλογές του 1920 και τη μεταστροφή της στάσης των Μεγάλων Δυνάμεων, σε συνάρτηση με την πολιτειακή αλλαγή στη χώρα. Το πλαίσιο και τα όρια της «υποστήριξης» των Μεγάλων Δυνάμεων στην ελληνική κρατική πολιτική προδιαγράφεται ήδη από τη διετία 1915-1917 και τον περίφημο Εθνικό Διχασμό. Θα επιχειρήσουμε λοιπόν την παρουσίαση των συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και με ποιο τρόπο αυτή μπορούσε να συγκλίνει ή να αποκλίνει από τις ελληνικές αστικές επιδιώξεις.

Η ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ

Επιχειρώντας να εξετάσουμε ποια ήταν η πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Ιταλία, Γερμανία και προς το τέλος και Η.Π.Α.) και η σχέση της με το ελληνικό πολιτικό σύστημα στην πορεία προς το 1922, είναι αδύνατον να μη σταθούμε εισαγωγικά σε δύο παραμέτρους του θέματος. Η πρώτη είναι η προφανής σύνδεση των Μεγάλων Δυνάμεων με την ίδια τη γέννηση του ελληνικού κράτους, η συνεχής παρουσία των συμφερόντων τους, όλων μαζί ή εναλλάξ, ή κάποιων από αυτά ενάντια σε κάποια άλλα. Είναι σαφές σε αυτά τα 200 χρόνια, πως δεν υπήρξε ούτε μία περίπτωση, ούτε μία χρονική στιγμή που εξαιτίας της θέσης της στο διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας, η Ελλάδα να μην εξαρτούσε την πλήρωση των δικών της στόχων από την πρόσδεση στο «άρμα» μιας μεγάλης δύναμης. Και μάλιστα η ικανότητα του πολιτικού προσωπικού της αστικής τάξης κρινόταν και με βάση αυτό, τη σωστή δηλαδή πρόβλεψη της έκβασης του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων. Από την οποία φυσικά εξαρτιόταν και η σωστή «συμπόρευση» για την εκπλήρωση των εθνικών «δικαίων».

Ταυτόχρονα το θέμα είναι και επίκαιρο. Ζούμε σε μια ιστορική στιγμή και σε αυτή τη γωνιά της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, όπου οι ανοιχτοί λογαριασμοί της ελληνικής και της τουρκικής αστικής τάξης, είναι αυτοί που ιστορικά δίνουν τον τόνο στην Βαλκανική. Ταυτόχρονα όμως η ρευστότητα του χώρου της Μέσης Ανατολής καθώς και της Βόρειας Αφρικής επαναφέρει τα ζητήματα  των συμμαχιών που συνάπτουν οι αντίπαλοι.

Σε αυτό το πλαίσιο φαίνεται πως η ελληνική αστική τάξη επιλέγει την συμπόρευση με τον αμερικανικό παράγοντα έπειτα και από τις τελευταίες συμφωνίες που κυρώθηκαν και από την αμερικανική Γερουσία τον περασμένο Δεκέμβριο. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως τίθεται σε οποιαδήποτε αμφιβολία η παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Άλλωστε και η πέραν του Ατλαντικού «σύμμαχος», ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές της έκρηξης της οικονομικής κρίσης στη χώρα, θα επιμένει σταθερά στην παραμονή της στην Ε.Ε. και στο ευρώ.

Πέραν αυτών όμως, αξίζει να θυμίσουμε συνοπτικά, το ότι η βασική στρατηγική του ελληνικού πολιτικού συστήματος, το βασικό στοιχείο με το οποίο θα κάνει εξωτερική πολιτική σε όλο το χρονικό διάστημα μέχρι το 1922 θα είναι η Μεγάλη Ιδέα. Σε κρίσιμες στιγμές αυτή ακριβώς την ασίγαστη επιθυμία για εδαφική επέκταση θα αξιοποιήσουν οι Μεγάλες Δυνάμεις για την προώθηση των στοχεύσεών τους. Μια συνοπτική αναφορά στο θέμα είναι αναγκαία.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ ΟΔΗΓΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Η Μεγάλη Ιδέα, ως το ιστορικό αίτημα του ελληνικού κράτους του 19ου αιώνα θα αποτελέσει αντικείμενο πολλαπλής αξιοποίησης. Αρχικά πολιτικής, με τη συνεχή προσπάθεια νομιμοποίησης της εθνικής επέκτασης στην ίδια την ελληνική κοινωνία. Έπειτα στρατιωτικής γιατί συντηρούσε υπέρογκους πολεμικούς προϋπολογισμούς, χαρακτηριστικό στοιχείο συνολικά αυτής της εποχής στην Ευρώπη. Αλλά και πολιτισμικής γιατί Μεγάλη Ιδέα σήμαινε και η επέκταση του Έλληνα στα δικά του εδάφη, όπου με την ευκαιρία θα εκπολίτιζε και το «βάρβαρο» Οθωμανό.

Η απογοήτευση για τη μη άμεση επέκταση με στρατιωτικό τρόπο, που η Ελλάδα θα βιώσει μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, θα δώσει τη θέση της στη δημιουργία ενός υποτιθέμενου πρότυπου ελληνικού βασιλείου το οποίο θα ζήλευε όλη η Βαλκανική. Θα αποτελούσε δηλαδή τον ιδεότυπο για τη δημιουργία και των άλλων κρατών που θα αναγνώριζαν στην Ελλάδα την ύπαρξή τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κάμψη που θα έχουν οι αλυτρωτικές διαθέσεις ιδιαίτερα μετά την καταστολή της Κρητικής Επανάστασης και τη Συνδιάσκεψη των Παρισίων (Δερτιλής,2018:67).

Είναι εξαιρετικά διαφωτιστική η αλληλογραφία μεταξύ των Βρετανών αξιωματούχων όμως και λίγο πιο μετά, το 1871. Διαβάζουμε στην αλληλογραφία του Γκράνβιλ προς τον Στιούαρτ: «…Η κυβέρνηση της Αυτής Μεγαλειότητος βλέπει με λύπη τις επίμονες προσπάθειες των διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων να διατηρήσουν στη ζωή την ιδέα της εδαφικής επέκτασης εις βάρος της Τουρκίας…Η αναταραχή την οποία η Ελλάδα υποδαυλίζει μέσα στην Τουρκία…προτρέπει τον Ελληνικό λαό αντί να αφιερωθεί στην προσπάθεια να αξιοποιήσει αυτά που διαθέτει, να στηρίζει τις ελπίδες του για μελλοντική ευημερία στην πραγματοποίηση σχεδίων που δεν έχει μόνος του τη δύναμη να πραγματώσει και που για την υλοποίησή τους δεν έχει τίποτε να ελπίζει από ξένες δυνάμεις…Το δίδαγμα που πρέπει να βγάλει η Ελλάδα από αυτήν την ιστορία είναι ότι οι Δυνάμεις της Ευρώπης δε θα επιτρέψουν να διαταραχθεί η ειρήνη στην Ανατολή για να διευρύνει η Ελλάδα τα όρια της.» (Δερτιλής,2018:278) Το βρετανικό στρατηγικό δόγμα παραμένει η ύπαρξη μιας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προγεφύρωμα στα σχέδια της Ρωσίας. Και ταυτόχρονα αντί να περικυκλωθεί από Σλάβους καλύτερα από μια ελεγχόμενη Ελλάδα.

Σε αυτή την αναζήτηση επέκτασης εδαφών και νομιμοποίησης των διεκδικήσεων από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, από το 1864 μέχρι και το 1912 όλες ανεξαιρέτως οι ελληνικές κυβερνήσεις ακολούθησαν πολιτική υψηλών προϋπολογισμών για στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Ο Τρικούπης αν και πιο μετριοπαθής, με πρωταγωνιστές τους Κουμουνδούρο, και ακόμα περισσότερο το Δηλιγιάννη, δε θα διαχωριστεί στρατηγικά από τους άλλους δύο (Δερτιλής,2018:248). Ο Τρικούπης στην πραγματικότητα θα διαφοροποιηθεί από τους άλλους αλυτρωτιστές και υπέρμαχους της Μεγάλης Ιδέας μόνο στον τρόπο και το χρόνο της πραγμάτωσής της. Θα είναι περισσότερο συμβατός με τα αγγλικά θέλω, επιδιώκοντας την οικοδόμηση μιας ισχυρής οικονομίας και ενός στιβαρού κράτους δικαίου, το οποίο έπειτα θα μπορεί να πραγματώσει τα μεγάλα του όνειρα, πάντα όμως συμβατά με τους ευρύτερους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς. Εκεί άλλωστε βρίσκεται και η οξυδέρκειά του.(Δερτιλής:2018:249) Δεν είναι τυχαίο πως παρά τις διαφοροποιήσεις του από τους πολιτικούς του αντιπάλους, στις 2 Ιουλίου του 1876, η εφημερίδα Ώρα θα καταγράψει το εξής από τη μεριά του ως δέσμευση, «ότι στόχος όλων των κομμάτων ανεξάρτητα από τις όποιες άλλες διαφορές τους είναι ότι η Ελλάδα θα εκπληρώσει την αποστολή της ως «πυρήν και πρόδρομος της εν τω πληρώματι του χρόνου συμπήξεως άπαντος του ελληνισμού εν κράτει ελευθέρω» (Hering,2008:542).

Η συντριπτική ήττα του 1897, που ξεκίνησε από τις κινήσεις της περίφημης Εθνικής Εταιρείας και την ανοχή του ελληνικού κράτους, με όλες τις εξελίξεις που θα τη συνοδεύσουν (ιδίως η επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου), θα δείξει παροδικά πως η Μεγάλη Ιδέα έχει κλείσει τον κύκλο της.

Παρόλα αυτά, στις αρχές του 20ου αιώνα θα επανέλθει δριμύτερη, περιβεβλημένη και με έναν όλο και περισσότερο θρασύ αντισλαβισμό εναντίον εκείνων οι οποίοι θα αρχίσουν να συμβολίζουν γενικά τους εχθρούς του έθνους.

Η αλήθεια είναι βέβαια, όπως αναφέραμε και εισαγωγικά, πως οι εδαφικές επεκτάσεις της Ελλάδας, η υλοποίηση δηλαδή της περίφημης αλυτρωτικής εκδοχής της Μεγάλης Ιδέας, πάντα ήταν συνδεδεμένη με τις θελήσεις των Μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Η Ελλάδα πάντα θα κερδίζει εδάφη όταν θα επιλέγει σωστά πάτρωνες, και με τον ίδιο τρόπο όταν οι μεγάλες δυνάμεις θα καθορίζουν, και προσωρινά θα επιλύουν τους ανταγωνισμούς τους, θα τα χάνει.

Με αυτά τα δεδομένα σε αυτό το σημείο μπορούμε να δούμε ποιοι είναι οι σχεδιασμοί των Μεγάλων Δυνάμεων την περίοδο της έναρξης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό το στοιχείο μαζί με την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα την ίδια περίοδο, είναι και το κλειδί για να ερμηνεύσουμε και να προσεγγίσουμε αποτελεσματικά το ζήτημα.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΤΟ 1914-15 ΚΑΙ Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ. ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Τον Αύγουστο του 1914 θα ξεσπάσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ένας πόλεμος κατακτητικός, ληστρικός και αρπακτικός και από τις δυο εμπόλεμες πλευρές (Αντάντ και Γερμανική Αυτοκρατορία βασικά). Το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα του κόσμου που αναφέρει ο Λένιν (Λένιν, 1984:10), θα έχει εντός του και την περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Το πρόδηλο ενδιαφέρον των Μεγάλων Δυνάμεων καθώς και οι επιθυμίες τους σε σχέση με την ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου, της Κωνσταντινούπολης και της εναπομείνουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα αποκαλυφθεί αρχικά σε ό,τι αφορά τις δυνάμεις της Αντάντ, από τους μπολσεβίκους το 1918: Είναι η μυστική Συμφωνία της Κωνσταντινούπολης που θα υπογραφεί το Μάρτιο του 1915 μεταξύ της Αγγλίας και της Γαλλίας από τη μια μεριά, και της Ρωσίας από την άλλη. Σε αυτή τη συμφωνία η Γαλλία και η Αγγλία υπόσχονται πως θα παραχωρήσουν την Κωνσταντινούπολη στη Ρωσία, ενώ η Αγγλία θα είχε μια αυξημένη σφαίρα επιρροής στο Ιράν και η Γαλλία στη Συρία και την Κιλικία. Ας τα δούμε όμως συγκεκριμένα και μέσα από τα γεγονότα να ξεδιπλώσουμε και τις πολιτικές των Μεγάλων Δυνάμεων.

Από την αρχή του πολέμου με πρωτοβουλία των ΄Άγγλων, οι Σύμμαχοι είχαν αποκλείσει τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο, όταν ο Βενιζέλος με την κήρυξή του πρόσφερε στους Άγγλους τη συμμετοχή όλων των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων (Smith, 2009:89). Ιδιαίτερα εξαιτίας της ελπίδας που είχαν ότι η Βουλγαρία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα κρατούσαν την ουδετερότητά τους, κατά συνέπεια μια ελληνική συμμετοχή ίσως να ερέθιζε αι τις δυο δυνάμεις και να τις έστελνε στην αγκαλιά των γερμανικών δυνάμεων.

Με αυτό το σκεπτικό η αγγλική διπλωματία, που ήταν και ο ηγετικός παράγοντας στη συμμαχία της Αντάντ, επιχειρεί να ταιριάξει όλους τους παράγοντες. Και ειδικά την Ελλάδα της οποίας όπως είπαμε είχε δεχτεί το αρχικό αίτημα.

Οι Άγγλοι δίνουν μεγάλη σημασία στη συμμετοχή των Βουλγάρων που αποτελούν ένα εξαιρετικό προγεφύρωμα απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Κατά συνέπεια πρέπει να πειστεί η Ελλάδα σε παραχωρήσεις στη Μακεδονία. Γεγονός με αυτονόητες εκρηκτικές προεκτάσεις.

Από την άλλη μεριά η Κωνσταντινούπολη, ο Βόσπορος και η Βόρεια Μικρά Ασία, είναι περιοχές οι οποίες αποτελούν ασίγαστο πόθο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας ήδη από την επαύριο της έκβασης του Κριμαϊκού Πολέμου και τη ρωσική ήττα.

Έπειτα σε όσα αφορούν τα νησιά του Αιγαίου και ειδικά τα Δωδεκάνησα, δεν μπορούσαν οι Άγγλοι να τα υποσχεθούν στην Ελλάδα και αυτό διότι ήδη από το 1912 τα κατέχουν οι Ιταλοί, και μάλιστα θεωρούνται στρατηγικής σημασίας γιατί βρίσκονται κοντά με τη νοτιοδυτική Μικρά Ασία την οποία εποφθαλμιούσαν και άλλωστε αργότερα θα την έχουν και υπό την επιρροή τους. Επίσης οι Ιταλοί μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό πάντα θα επιχειρούν να αυξήσουν την παρουσία τους στην Αλβανία και την Ήπειρο. Η Ιταλία άλλωστε έχει την επικυριαρχία στα Δωδεκάνησα ήδη από τον Απρίλη του 2015 μέσω της μυστικής συμφωνίας που θα υπογράψει με την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία. Στην ίδια συμφωνία θα περιλαμβάνεται και πρόβλεψη για πλήρη κυριαρχία των Ιταλών και στη Λιβύη.

Κατά συνέπεια ήταν μονόδρομος από τη μεριά των Μεγάλων Δυνάμεων και πρωτευόντως της Αγγλίας η «προσφορά» της Σμύρνης και της ενδοχώρας της ως ενδεχόμενη επιβράβευση, λάφυρο της Ελλάδας εάν και όταν έμπαινε στον πόλεμο.

Σε αυτή την κατάσταση δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι οι Άγγλοι έχουν υπό την κατοχή τους και  την Κύπρο, εξαιρετικής στρατηγικής σημασίας, η οποία είναι και το προγεφύρωμά της για την Εγγύς και Μέση Ανατολή, μια που τα συμφέροντα τους εστιάζονται κυρίως εκεί και στη Βόρεια Αφρική.(Smith, 2009:90).

Η είσοδος της Βουλγαρίας στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανικής Αυτοκρατορίας θα μεταβάλλει τα δεδομένα. Μπορούμε να ξεχωρίσουμε βασικά δύο.

Το πρώτο είναι η ανοιχτή πλέον απεύθυνση της Αγγλίας τον Ιανουάριο του 1915 προς την Ελλάδα και το Βενιζέλο (είναι γνωστή πλέον η πρόθεση της Βουλγαρίας να προσχωρήσει στο πλευρό της Γερμανικής Αυτοκρατορίας) για τη συμμετοχή στον πόλεμο, με ανταλλάγματα μετά τη νίκη των Συμμάχων τη Σμύρνη και την ενδοχώρα της όπως αναφέραμε. Αυτή η πρόταση έχει σημασία σε σχέση με τις γενικότερες επιδιώξεις των Μεγάλων Δυνάμεων, γιατί συνδέεται με ένα ευρύτερο σκεπτικό συμφωνιών που θα εκφραστεί με τη μυστική Συμφωνία της Κωνσταντινούπολης το Μάρτη του 1915 όπως αναφέραμε και πριν.

Η Ελλάδα και οι διεκδικήσεις της, όσο και αν αυτό φαίνεται παράξενο δεδομένου του συνολικότερου εκτοπίσματός της εκείνη την περίοδο, θα αποτελέσει σοβαρό πονοκέφαλο που οι Άγγλοι ιδιαιτέρως θα πρέπει να χειριστούν με ιδιαίτερη λεπτότητα έναντι των Ρώσων.

Οι Ρώσοι δεν ήθελαν την Ελλάδα στον πόλεμο για τους δικούς τους λόγους. (Βισβίζη-Δοντά, 1990:137). Και αυτό γιατί υπήρχε και από τη δική της τη μεριά η επιδίωξη, όχι τόσο φανερή και δηλωμένη όπως των Ρώσων, για την κατοχή ή έστω την παραμονή μόνιμων στρατευμάτων σε αυτήν. Για αυτό το λόγο και οι Ρώσοι έθεσαν ως όρο τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (που θα εκδηλωθεί στη μάχη της Καλλίπολης, της οποίας τα διπλωματικά αποτελέσματα θα δούμε παρακάτω), την κήρυξη του πολέμου από την Ελλάδα και στην Γερμανία και την Αυστροουγγαρία. Γιατί γνωρίζουν πως ο βασιλιάς Κωνσταντίνος δεν επιθυμεί την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο ενάντια στη Γερμανία, και για αυτό άλλωστε προτείνει και ουδετερότητα. Θα καμφθούν οι ρωσικές αντιδράσεις έπειτα από τις κινήσεις ποιών άλλων, των Άγγλων οι οποίοι θα θέσουν ευθέως το ερώτημα στο Δραγούμη, ο οποίος και θα το μεταβιβάσει στο Βενιζέλο, για το πώς στέκεται δηλαδή η ελληνική πλευρά στο ενδεχόμενο ρωσοελληνικής σύγκρουσης με αφορμή την επικράτηση στην Κωνσταντινούπολη (ΑΥΕ, 1915, αρ. 1670). Η ελληνική απάντηση θα είναι πως η Ελλάδα θα αναγνώριζε ένα καινούργιο κράτος είτε υπό την εγγύηση όλων των Μεγάλων Δυνάμεων είτε υπό την εγγύηση των δυνάμεων της Αντάντ. Αυτό που είχε σημασία στη δήλωση ήταν κυρίως η παραίτησή τυπικά από οποιαδήποτε ελληνική ηγετική παρουσία στην Κωνσταντινούπολη. Ψευδές βέβαια αφού ο Βενιζέλος ποτέ δεν παραιτήθηκε από την ελληνική παρουσία στην Κωνσταντινούπολη δια της επικράτησης στη Μικρά Ασία. Είναι απαραίτητο βέβαια σε αυτό το σημείο να επισημάνουμε πως η Ελλάδα ουδέποτε τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο δεν απέκτησε γνώση της μυστικής Συμφωνίας της Κωνσταντινούπολης.

Από την άλλη μεριά οι Άγγλοι θα μετακινηθούν από πάγιες πολιτικές τους θέσεις. Μία από αυτές στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής τους ήταν πάντα το να αποτρέψουν την κάθοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο, ιδιαίτερα μέσω του ελέγχου του Βοσπόρου. Τώρα αυτό αλλάζει. Οι Άγγλοι θα παραμερίσουν τις επιφυλάξεις τους για την παρουσία των Ρώσων στα Στενά του Βοσπόρου. Θέλουν διακαώς την παρουσία τους στον πόλεμο γιατί πληροφορούνται ότι ο κόμης Βίττε (Ρώσος πολιτικός και πολιτικοί κύκλοι που τον υποστηρίζουν, βρίσκονται σε μυστικές διαπραγματεύσεις με τη Γερμανία για ένα σχέδιο συμφωνίας ειρήνης μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών. Αυτό οι Άγγλοι πάση θυσία επιδιώκουν να το αποτρέψουν. Ταυτόχρονα τους είναι χρήσιμη η πολεμική παρουσία των Ρώσων στα Στενά όσο οι ίδιοι επιχειρούν να σταθεροποιήσουν τις θέσεις τους στη μέση Ανατολή και να τις επεκτείνουν στην Αίγυπτο.

Από την άλλη μεριά η Γαλλία δεν αποτελούσε ένθερμο υποστηρικτή των επιδιώξεων που καταλήχτηκαν στην μυστική Συμφωνία της Κωνσταντινούπολης Δεν ήθελε να αποσπάσει δυνάμεις από το δυτικό μέτωπο το οποίο θεωρούσε και σημαντικότερο στην αρχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. (Βισβίζη-Δοντά, 1990:129). Τελικά θα καμφθούν όμως οι επιφυλάξεις μέσα από ένα συνδυασμό επιδιώξεων. Από τη μια μεριά οι Γάλλοι θα συναινέσουν στη ρωσική παρουσία στα Στενά όχι προφανώς για να ευχαριστήσουν τους Ρώσους, αλλά γιατί ανησυχούν μήπως βρεθούν μόνοι τους οι Άγγλοι στην Εγγύς Ανατολή. Από την άλλη, και με το δεδομένο πως η Αίγυπτος θα παρέμενε στη σφαίρα επιρροής της Αγγλίας, η Γαλλία εξασφάλιζε στη δική της σφαίρα επιρροής τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Κιλικία και ακόμα και την Αλεξανδρέττα. Πρέπει εδώ παράλληλα να επισημάνουμε πως συνολικά η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ήταν καθόλου αδιάφοροι για τη γαλλική πολιτική. Η Γαλλία ήταν η μεγάλη δύναμη στην οποία ανήκε το μεγαλύτερο τμήμα του Οθωμανικού Δημόσιου Χρέους ενώ ταυτόχρονα Γάλλοι ήταν και μέτοχοι στις κυριότερες και μεγαλύτερες εταιρείες στην Οθωμανική επικράτεια.

Σε ό,τι αφορά δε τη Γερμανία είναι γνωστό πως ενεπλάκη στο Ανατολικό Μέτωπο κυρίως σε αντιπαράθεση με τη Ρωσία στις γνωστές επιχειρήσεις του Καυκάσου. Άλλωστε η εισβολή στο ρωσικό χώρο θα είναι και η μεγάλη επιδίωξη και κατάληξη της Συνθήκης του Μπρεστ Λιτόφσκ το 1918 μεταξύ των Γερμανών και της μπολσεβίκικης εξουσίας. Καθαρά ληστρική θα αποσπάσει σειρά εδαφών περί τη Ρωσία ενώ κάποια άλλα εδάφη όπως το Βατούμ ή το Αρνταχάν θα παραχωρηθούν στην Τουρκία. Η Γερμανία σε όλη αυτή την περίοδο που στα Βαλκάνια ετοιμάζονται οι καταστάσεις που περιγράψαμε κατά βάση επιχειρεί να ενισχύσει τις δυνάμεις αποτροπής της συμμετοχής τους στο πλευρό της Αντάντ, ακόμα και αν δεν τεθούν στο πλευρό τους. Διαφορετικά είναι τα πράγματα σε σχέση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία η συμμετοχή της οποίας θα επιδιωχθεί διακαώς και θα φανεί με την έκβαση της εκστρατείας των Συμμάχων στην Καλλίπολη, ότι ήταν πράγματι εξαιρετικά σημαντική.

Η εκστρατεία της Καλλίπολης που θα ξεκινήσει τον Απρίλη του 1915, αμέσως μετά την μυστική συμφωνία της Κωνσταντινούπολης, και θα τελειώσει τον Ιανουάριο του 1916 με την ταπεινωτική ήττα της Αντάντ, πρακτικά θα θέσει τέλος στα ρωσικά όνειρα για την έξοδο στη Μεσόγειο και την κατοχή των Στενών. Βέβαια δε σημαίνει πως ιδιαίτερα οι Αγγλογάλλοι έμειναν με τα χέρια σταυρωμένα. Το Νοέμβρη του 1915 και ενώ ήδη φαίνεται πως η εκστρατεία της Καλλίπολης δεν έχει την έκβαση που αναμένουν οι Άγγλοι και οι Γάλλοι, ξεκινούν διαπραγματεύσεις μέσω των Μαρκ Σάϊκς και Φρανσουά Πικό με κεντρικό ζήτημα τις γαλλικές διεκδικήσεις στη Μέση Ανατολή, ενώ βεβαίως και οι Άγγλοι θα αποκομίσουν κέρδη από αυτήν. Η συμφωνία Σάϊκς – Πικό, όπως έγινε γνωστή, η νέα δηλαδή ιμπεριαλιστική και ληστρική συμφωνία που αφορούσε τον αραβικό κόσμο, θα συμπεριλάβει και τη Ρωσία, ανανεώνοντας τις υποσχέσεις σε σχέση με την Κωνσταντινούπολη και τα Στενά του Βοσπόρου. Με το λιμάνι βέβαια της Κωνσταντινούπολης να παραμένει υπό διεθνή συγκυριαρχία. Η αγγλογαλλορωσική Συμφωνία προέβλεπε άμεση κυριαρχία της Αγγλίας στο Ιράκ και σε δυο περιοχές στα παράλια της Παλαιστίνης.

Η Γαλλία θα αποκτούσε τον άμεσο έλεγχο των παράκτιων περιοχών της Συρίας δυτικά της Δαμασκού καθώς και την Κιλικία στη νοτιοδυτική Τουρκία. Υπό διεθνή διοίκηση θα βρισκόταν το παλαιστινιακό τμήμα δυτικά του Ιορδάνη Ποταμού και νότια μέχρι τη Γάζα.

Έμμεση πολιτική επιρροή θα ασκούσαν η μεν Γαλλία στην υπόλοιπη ενδοχώρα της Συρίας και στην επαρχία της Μοσούλης, η δε Βρετανία στα νοτιότερα τμήματα της Μοσούλης, στην Υπεριορδανία και τα νότια τμήματα της Παλαιστίνης, περιοχές στις οποίες θα ιδρυόταν «ανεξάρτητο»  αραβικό κράτος ή συνομοσπονδία.

Με αυτή τη μυστική συμφωνία οι Βρετανοί αθετούσαν την υποχρέωση που είχαν αναλάβει μετά από συζητήσεις και ανταλλαγή επιστολών μεταξύ του Βρετανού ύπατου αρμοστή της Αιγύπτου ΜακΜάχον και του Σαρίφ Χουσεΐν, για ανεξαρτησία των αραβόφωνων περιοχών.

Δυο χρόνια μετά την υπογραφή του Συμφώνου και αφού η Ιταλία πληροφορήθηκε τα βασικά σημεία της Συμφωνίας Σάικς – Πικό η ιταλική κυβέρνηση ζήτησε τροποποίηση της συμφωνίας  και πέτυχε νέα συμφωνία (Απρίλης του 1917 – Άγιος Ιωάννης της Μωριέννης) με την οποία της εκχωρήθηκε μεγάλη έκταση τουρκικών εδαφών, συμπεριλαμβανομένης και της Σμύρνης, στο νοτιοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας.

(Ιδιαίτερα αυτή η εξέλιξη δείχνει και την απότομη αλλαγή σχεδιασμών που δεν είχαν κανένα πρόβλημα να κάνουν οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές της Αντάντ. Μόλις ενάμιση χρόνο πριν, η Σμύρνη και η ενδοχώρα της παρουσιαζόταν ως το χρυσόμαλλο δέρας στο Βενιζέλο προκειμένου να πειστεί να αποτελέσει το αξιόπιστο προγεφύρωμα των αγγλικών επιδιώξεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την Μέση Ανατολή. Αυτό και μόνο θα αρκούσε στο να καταδείξει στην ελληνική πλευρά τη «σταθερότητα» και την αξιοπιστία των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών, πέραν των αυστηρά δικών τους συμφερόντων. Η Μεγάλη Ιδέα όμως…)

Το καλοκαίρι του 1917 η γερμανική κυβέρνηση, με σκοπό τη διάσπαση του μετώπου των συμμαχικών δυνάμεων, αναλαμβάνει πρωτοβουλία και προτείνει μεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στις ευρωπαϊκές σιωνιστικές οργανώσεις και την Οθωμανική αυτοκρατορία προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία για την εγκαθίδρυση εβραϊκής κοινότητας στην Παλαιστίνη. Το ενδεχόμενο να επιτευχθεί συμφωνία και σε συνδυασμό με την πιθανότητα κάτω από τις πιέσεις της Ρωσίας και των ΗΠΑ για έναρξη ειρηνευτικών συνομιλιών, να τερματιστεί «πρόωρα» ο πόλεμος, πριν την ολοκλήρωση του διαμελισμού της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οδήγησε τον εβραϊκής καταγωγής Βρετανό υπουργό Εξωτερικών λόρδο Άρθουρ Μπάλφουρ, στις 2 Νοέμβρη 1917, μετά από σχετικές συνομιλίες με τη Διεθνή Σιωνιστική Οργάνωση, να στείλει επίσημη επιστολή στον Βρετανό σιωνιστή λόρδο Ου. Ρόθτσαϊλντ, με την οποία γνωστοποιούσε την απόφαση της βρετανικής κυβέρνησης να υποστηρίξει την ίδρυση εβραϊκής εθνικής εστίας στην Παλαιστίνη. Με αυτόν τον τρόπο η Βρετανία επιχείρησε να θέσει υπό τον έλεγχό της ολόκληρη την Παλαιστίνη, εκβιάζοντας τη γαλλική και την ιταλική κυβέρνηση οι οποίες ενέκριναν την Διακήρυξη Μπάλφουρ  το Φλεβάρη του 1918, κάτω από την πίεση των σιωνιστικών οργανώσεων που δρούσαν στις χώρες τους και προκειμένου να εξασφαλίσουν τις δικές τους διεκδικήσεις στη Μέση Ανατολή.

Οι Άγγλοι, δυο μήνες μετά τη δημοσίευση της Διακήρυξης, επιχείρησαν να καθησυχάσουν τους Άραβες διαβεβαιώνοντάς τους ότι η Συμφωνία  Σάιξ – Πικό είχε προσωρινό χαρακτήρα και ότι η Βρετανία επιθυμούσε τη δημιουργία ανεξάρτητων αραβικών κρατών στην περιοχή με καθεστώτα που θα στηρίζονταν στη βούληση των πληθυσμών τους.  Τα αραβικά στρατεύματα συνέχισαν τις πολεμικές επιχειρήσεις στο πλευρό των Άγγλων αρχίζοντας επίθεση κατά των τουρκικών στρατευμάτων τον Σεπτέμβρη 1918  στην Παλαιστίνη και τον Οκτώβρη κατέλαβαν την Δαμασκό.

Η ήττα στην Καλλίπολη των αγγλογαλλικών στρατευμάτων , θα συνοδευτεί από μια νέα όξυνση της οικονομικής και πολιτικής κρίσης στην ίδια τη Ρωσία και την πτώση του Τσάρου ένα χρόνο μετά. Η ταφόπλακα θα μπει τον Οκτώβρη του 1917 με τη νίκη της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Αντικειμενικά οι σχεδιασμοί άλλαζαν πια. Ενδεχόμενη νίκη των Συμμάχων της Αντάντ θα έθετε σε διαφορετική βάση και την Ελλάδα σε σχέση με τα Στενά και την Κωνσταντινούπολη, πάντα υπό την καθοριστική σημασία τη στάσης ιδιαιτέρως των Άγγλων. Οι οποίοι αντικειμενικά πια θα έδιναν άλλη σημασία στην ελληνική παρουσία.

Δε μπορεί να μην σχολιάσει κανείς, και να μην αντιπαραβάλει αυτούς τους σχεδιασμούς με τη γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε προκειμένου η εργατική τάξη στην Ευρώπη καθώς και όλοι οι εκμεταλλευόμενοι, να εμπλακούν σε έναν από τους αιματηρότερους πολέμους της ανθρώπινης ιστορίας. Τα μεγάλα εθνικά δίκαια, η υπεράσπιση της πατρίδας και όλα όσα μπήκαν στην ημερήσια διάταξη προκειμένου ο ανθός της ευρωπαϊκής ηπείρου να χάσει τη ζωή του στα χαρακώματα.

Αυτή είναι η κατάσταση από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου καθώς και σε όλο το μεγαλύτερο τμήμα της διεξαγωγής του. Τουλάχιστον μέχρι τη νίκη των μπολσεβίκων στη Ρωσία. Ας δούμε όμως με βάση τους γενικούς ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς των Μεγάλων Δυνάμεων, ποια είναι η κατάσταση στην Ελλάδα. Τί σκέφτονται και τι επιδιώκουν οι πολιτικές δυνάμεις. Πώς παρεμβαίνουν οι ίδιες οι Μεγάλες Δυνάμεις στον ελληνικό χώρο και ειδικά στην Αθήνα προκειμένου να επηρεάσουν και το ελληνικό πολιτικό σύστημα αλλά και την κοινωνία. Ποιοι σχεδιασμοί, σε ποιο βαθμό και με ποιες πολιτικές δυνάμεις είναι συμβατοί.

Ήδη έχουν διαφανεί κάποια πράγματα. Ας δούμε αναλυτικά.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ.

Στην Ελλάδα αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού είναι ο Βενιζέλος. Κυβερνά έχοντας πίσω του τη μεγάλη νίκη στις εκλογές του 1912, έχοντας και τη νομιμοποίηση των γεγονότων της εξέγερσης στο Γουδί, των μεταρρυθμίσεων που έχει κάνει, σε ένα πλαίσιο προσεταιρισμού του κεφαλαίου, ιδίως του εκτός ελληνικής κρατικής επικράτειας, με κάποια βήματα εξορθολογισμού του κρατικού μηχανισμού και τη σχετική συνταγματική αναθεώρηση του 1911.

Συγκροτεί την πολιτική του μέσα από μια προνομιακή σχέση με τους Άγγλους ιμπεριαλιστές, προσβλέποντας στην επικράτηση της Αντάντ στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πέρα από τον προφανή πρωταγωνιστικό ρόλο τη Αγγλίας στον ευρωπαϊκό χώρο εκείνη την περίοδο, η Αγγλία ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα και αρχές του 20ου, είναι ο βασικός εμπορικός εταίρος της Ελλάδας καταλαμβάνοντας το 1/3 του συνόλου των ελληνικών διακρατικών εμπορικών συναλλαγών, ενώ ταυτόχρονα είναι η βασική δύναμη διαχείρισης των ελληνικών δανείων. Ο ρόλος της στο ΔΟΕ και η κηδεμονία του ελληνικού κράτους από τη μεριά της, με στόχο τη μεταρρύθμιση των δημόσιων οικονομικών, την καθιστά αντικειμενικά τον βασικό παράγοντα στην ελληνική πολιτική ζωή.

Από την άλλη μεριά ο βασιλιάς Κωνσταντίνος με τον οποίο θα βρεθεί σε σύγκρουση, για πρώτη φορά εξαιτίας των πιέσεων του Βενιζέλου για συμμετοχή της χώρας στην εκστρατεία της Καλλίπολης, βρίσκεται στο πλευρό των Γερμανών, και για αυτό το λόγο προωθεί την ελληνική ουδετερότητα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτά σε μεγάλο βαθμό είναι γνωστά.

Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε πως την ημέρα που ο βασιλιάς θα δώσει προφορικά τη συγκατάθεσή του για τη συμμετοχή στην εκστρατεία, θα ενημερώσει τον Αυστριακό πρεσβευτή πως σκέφτεται να απολύσει το Βενιζέλο από την πρωθυπουργία. Ο ίδιος ο Αυστριακός πρεσβευτής άλλωστε λίγες μέρες αργότερα θα ενημερώσει το Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας του πως ο βασιλιάς φέρθηκε σωστά και επέλεξε να συγκρουστεί με τον «ασυνείδητο» πρωθυπουργό του, έχοντας όμως στο πλάι του μόνο τον Κάιζερ και μια ομάδα Ελλήνων πολιτικών «εκλεκτών» όπως λέει, (Δούσμανης, Μεταξάς, Θεοτόκης κ.τ.λ.).(Παπαδάκης, 2016, 22).

Αλλά είναι αναγκαίο εδώ να κάνουμε μια μικρή παρέκβαση. Δε μπορούμε να αφήσουμε εκτός συζήτησης καταρχάς το πως χαρακτηρίζεται η χρονική περίοδος στην οποία αναφερόμαστε: Εθνικός Διχασμός. Έτσι είναι καταγεγραμμένη στη συλλογική συνείδηση και την ιστοριογραφία η περίοδος ανάμεσα στο 1915 και το 1917 που θα ολοκληρωθεί με την επικράτηση Βενιζέλου έπειτα από την παρέμβαση των Αγγλογάλλων. Πιστεύουμε πως το ελληνικό σύστημα ιδεολογικής κατεργασίας αλλά και πολιτικής διακυβέρνησης επέλεξε αυτό το βελούδινο χαρακτηρισμό προκειμένου να μην πει ότι εδώ έχουμε μια εμφύλια σύρραξη με όλα τα τυπολογικά χαρακτηριστικά που αυτή θα μπορούσε να εμφανίσει. Δύο κυβερνήσεις με τη χώρα κομμένη στα δύο, ένοπλες αντιπαραθέσεις και διευκολύνσεις στους ξένους στρατούς που πιστεύει ο Βενιζέλος ή ο Βασιλιάς ότι θα βοηθήσουν στην επικράτησή τους. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, θεωρούμε, κάτι τέτοιο.

Η ελληνική ιστορία αυτών των 200 χρόνων από την κήρυξη της επανάστασης του 1821, η ιστορία δηλαδή της συγκρότησης και ύπαρξης του ελληνικού κράτους, είναι αξεχώριστη όχι μόνο από τη βία και την εκμετάλλευση, προφανείς θα έλεγε κανείς για ένα επίπονα οικοδομούμενο αστικό κράτος, κράτος μάλιστα με εθνολογική πολυμορφία, γεγονός που επέτεινε και την ανάγκη παρεμβάσεων όχι ειρηνικού χαρακτήρα από τη μεριά των κυρίαρχων. Η ελληνική κρατική ιστορία θα συνοδεύεται πάντα κατά τη γνώμη μας από 5 εμφύλιους πολέμους. Οι δύο γνωστοί της περιόδου της επανάστασης, η αιματηρή αντιπαράθεση της διετίας 1862-1864 όπου θα κριθεί και το νέο πολιτικό στρώμα που θα αναλάβει την ηγεσία μετά τη φυγή του Όθωνα, η τέταρτη είναι ο λεγόμενος Εθνικός Διχασμός και η Πέμπτη προφανώς αυτός της περιόδου Δεκέμβρης 1944- Αύγουστος 1949. Αν αυτά τα συσχετίσουμε και με το γεγονός των στρατιωτικών κινημάτων και γενικότερα πραξικοπημάτων, καθώς ειδικά την περίοδο 1922-1936 έχουμε ένα ανά δύο χρόνια σε μια «εξαιρετική» εναλλαγή κινηματιών Βενιζελικών και Αντιβενιζελικών, τη μετεμφυλιακή κρατική ύπαρξη από τη δεκαετία του 1950 και μετά και τις 2 τουλάχιστον δικτατορίες που γνώρισε ετούτος εδώ ο λαός, αντιλαμβανόμαστε ότι με μια σχετική ομαλότητα το ελληνικό κράτος έχει υπάρξει τα τελευταία περίπου 50 χρόνια. Αλλά ας επανέλθουμε ξανά στο ζήτημα μας.

Κατά τη γνώμη μας το κύριο ζήτημα σε ό,τι αφορά την αντανάκλαση της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων στην ελληνική πολιτική ζωή σε όλη την περίοδο που αναφερόμαστε, είναι το να εξετάσουμε κάτι τέτοιο μέσα από την αντιπαράθεση Βενιζέλου και βασιλιά, και πιο συγκεκριμένα να δούμε εάν ισχύει πως αυτή η αντιπαράθεση, δηλαδή Αντάντ ή ουδετερότητα, απηχούσε και ευρύτερες πολιτικές και ιδεολογικές αντιλήψεις. Εάν δηλαδή αποτελούσε μια αντιπαράθεση μεταξύ εκσυγχρονιστών και συντηρητικών πολιτικών αντιλήψεων (Μαυρογορδάτος, 2015, 235-267), ή αν αποτελούσε μια συνταγματική κρίση η οποία σχετιζόταν και με τη διαφορετική πολιτική κουλτούρα που αυτοί οι δύο ηγέτες και πολιτικοί χώροι έφεραν για τη χώρα (Hering, 2004:τ. β 110-163). Είναι δύσκολο να πούμε πως αυτά τα στοιχεία που τίθενται δεν έχουν στοιχεία αλήθειας. Αλλά πιστεύουμε πως είναι περισσότερο αποπροσανατολιστικά αυτά τα συμπεράσματα παρά φωτίζουν πραγματικά τις εξελίξεις, και ίσως εστιάζουν σε λάθος σημεία προκειμένου να ερμηνεύσουμε τη σχέση του ελληνικού πολιτικού συστήματος της εποχής με τις συγκεκριμένες μεγάλες δυνάμεις.

Ισχυριζόμαστε ότι στην πραγματικότητα και οι δυο παρατάξεις του Εθνικού Διχασμού ήταν υποστηρικτές του ίδιου περίπου μοντέλου οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης. Ήταν και οι δυο με την αντίληψη ενός στιβαρού κράτους το οποίο θα μπορέσει να επιτελέσει το ρόλο του στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Θα υλοποιήσει δηλαδή τη Μεγάλη Ιδέα. Σε αυτό δεν υπάρχει καμιά διαφωνία μεταξύ τους. Η διαφωνία τους πάνω στο ζήτημα της επιλογής ενός πάτρωνα-Μεγάλης Δύναμης και κατά συνέπεια το ζήτημα της επίλυσης της συμμετοχής στο Μεγάλο Πόλεμο ή όχι, προφανώς συγκροτεί μια διαφωνία με ιδιαίτερη σημασία για τους όρους, το ρυθμό ή και την ταχύτητα που θα μπορούσε να προχωρήσει ο ελληνικός καπιταλισμός την επέκτασή του στην περιοχή, σε καμιά περίπτωση όμως αυτό δε σήμαινε ένα άλλο υπόδειγμα σκέψης μεταξύ των δύο αντιπάλων.

Από την άλλη μεριά έχει ενδυθεί αυτή η συζήτηση και με το κίβδηλο κατά τη γνώμη μας επιχείρημα, ότι η αντιπαράθεση για το ποια μεγάλη δύναμη θα ακολουθήσει η χώρα, απηχούσε και ευρύτερες θεωρητικές και πολιτικές παραδοχές που απολήγουν ακόμα και στο δίπολο Βενιζελικών-δημοκρατικών/Αντιβενιζελικών-βασιλοφρόνων. Αρχικά δεν πείθει αυτό το επιχείρημα και μάλιστα εμφατικά από το γεγονός ότι ακόμα και όταν ο Βενιζέλος θα επανέλθει στην εξουσία, στις πλάτες των Άγγλων και Γάλλων το 1917, δε θα καταργήσει το βασιλευόμενο χαρακτήρα του πολιτεύματος, αλλά απλά θα αντικαταστήσει το πρόσωπο! (Χατζηβασιλείου, 2016:27). Αλλά δεν είναι μόνο αυτό, καθόλου αμελητέο βέβαια πολιτικό παράδειγμα. Υπάρχει μια ολόκληρη ιστορική πορεία στην οποία ο Βενιζέλος ποτέ δε θα διατυπώσει μια προγραμματικού και θεωρητικού χαρακτήρα αντίθεση με τη μοναρχία. Είναι παροιμιώδης η σύγκρουσή του τις παραμονές της συνταγματικής μεταρρύθμισης του 1911, όταν θα αποστομώσει οπαδούς του στην περίφημη ομιλία του στην πλατεία Συντάγματος. Το κοινό ζητά Συντακτική διαδικασία καθορισμού Συντάγματος, ενώ ο ίδιος θα επιμείνει στην Αναθεωρητική, προκειμένου να μην ανοίξει ζήτημα της θέσης του θρόνου στη χώρα.

Άλλωστε ακόμα και μεθοδολογικά αν δούμε το ζήτημα, δεν είναι μόνο ότι ο βασιλιάς θα υπονομεύσει την συμμετοχή της Ελλάδας στην εκστρατεία της Καλλίπολης, τεκμηριώνοντας έτσι το δικαίωμά του να παρεμβαίνει και να καθορίζει την εξωτερική πολιτική της χώρας. Είναι και ο ίδιος ο Βενιζέλος ο οποίος έμπρακτα θα αποδεχτεί κάτι τέτοιο κάνοντάς τον κοινωνό της πρότασης και αναμένοντας φυσικά θετική απάντηση. (Χατζηβασιλείου, 2016:30).

Πιστεύουμε λοιπόν πως αν απογυμνώσουμε αυτή την αντιπαράθεση από όλα τα μυθικών διαστάσεων ζητήματα που της έχουν τεθεί, παραμένει αυτό το οποίο είναι και το κυριότερο στο πεδίο της πραγματικής πολιτικής Σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον στη Βαλκανική εκείνη την περίοδο, με ενεργούς όλους τους δυνατούς αλυτρωτισμούς, δεν τίθεται θέμα αν ο Βενιζέλος ή ο βασιλιάς ήθελαν ή όχι εδάφη στην Ιωνία. Προφανώς και οι δύο ήθελαν. Αυτό που τους διαφοροποιούσε ήταν η ανάγνωση μεγαλύτερων εξελίξεων, και πιο συγκεκριμένα η έκβαση του πολέμου σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Και βεβαίως σε ό,τι αφορά ειδικά το Βενιζέλο και το γεγονός της ορθής ανάγνωσης της γενικότερης θέσης των Άγγλων ιμπεριαλιστών στην ελληνική κοινωνική και πολιτική ζωή. Η διαφορά δηλαδή μεταξύ τους ήταν μια διαφωνία τακτικής και όχι στρατηγικής, μέσων επιτέλεσης των στόχων και όχι του ίδιου του στόχου.

Από αυτή την άποψη όλη αυτή η περίοδος σφραγίζεται από την έκβαση αυτής της αντιπαράθεσης. Μέχρι τις εκλογές του 1920, όπου η πολιτική και πολιτειακή αλλαγή, θα καθορίσει διαφορετικά και την πολιτική των μεγάλων δυνάμεων και βέβαια και την έκβαση των γεγονότων.

Η ΤΕΛΙΚΗ ΦΑΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟ 1922. ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΕΝΙΚΑ

Είναι γνωστό και το έχουμε ήδη αναφέρει πως η Ελλάδα με τη Συνθήκη των Σεβρών θα είχε υπό τη διοίκηση της την περιοχή της Μικράς Ασίας για 5 έτη όπου μετά την παρέλευση του χρόνου θα είχαμε δημοψήφισμα για το οριστικό καθεστώς διοίκησης, ελληνικής ή τουρκικής. Προφανώς δινόταν ο χρόνος έτσι ώστε ο ελληνικός παράγοντας να «καθαρίσει» την περιοχή από ανεπιθύμητους πληθυσμούς.

Η ήττα όμως του Βενιζέλου και η επιστροφή της βασιλείας από τη μεριά της κυβέρνησης Ράλλη θα αποτελέσει και την αφορμή για την σταδιακή απόσυρση της υποστήριξης όλων των μεγάλων δυνάμεων. (Να αναφέρουμε εδώ, πως και οι δυο παρατάξεις, Βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί, θα επιχειρήσουν να αξιοποιήσουν η καθεμιά για τους δικούς της λόγους, πολιτικά και ιστοριογραφικά, το ίδιο επιχείρημα: Την εγκατάλειψη από τις Μεγάλες Δυνάμεις, η οποία και για τους δυο είναι άδικη και αιφνιδιαστική! Όπως πάντα η αλήθεια βρίσκεται κάπου αλλού.)

Η αλλαγή της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα θα δώσει την ευκαιρία να βγουν στην επιφάνεια κυρίως οι διαφωνίες μεταξύ Άγγλων και Γάλλων. Οι Γάλλοι θα είναι οι πρώτοι που θα ζητήσουν αμέσως αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών, προκειμένου να βελτιώσουν τη θέση τους σε εδάφη και πλουτοπαραγωγικές πηγές στον τουρκικό χώρο. Το ίδιο θα πράξουν και οι ιταλικές δυνάμεις.(Smith, 2009:296).

Πιστεύουμε όμως πως και εδώ το σημαντικό στοιχείο θα είναι και πάλι η αλλαγή της στάσης των Άγγλων, η οποία και θα καθορίσει την ελληνική συντριβή. Και πάλι σημασία θα έχουν οι ευρύτεροι υπολογισμοί της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής.

Η σύναψη τουρκοσοβιετικής συνθήκης φιλίας το Μάρτη του 1921, θα σπάσει τη στάση αναμονής 3 περίπου μηνών των Άγγλων για την απόφαση της εξέλιξης των πραγμάτων. Γεννιέται ένας νέος πονοκέφαλος στην περιοχή. Οι Άγγλοι σκέφτονται πως μια συμμαχία μεταξύ Σοβιετικών και Κεμαλικών ανοίγει πολύ περισσότερους κινδύνους για την ιμπεριαλιστική αγγλική πολιτική στην περιοχή από όσους επιλύουν με την επιλογή της Ελλάδας ως θεματοφύλακα των συμφερόντων τους. Ήδη άλλωστε από το Δεκέμβρη του 1920, με τη διακήρυξη της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, με αφορμή την πολιτειακή αλλαγή στην Ελλάδα, γίνεται καθαρό πως η Συνθήκη των Σεβρών σε όσα αφορούσαν την ελληνική θέση στην περιοχή, θα τηρούνταν στο βαθμό που η ίδια η Ελλάδα θα ήταν σε θέση να την τηρήσει. Γινόταν σαφές πως οι Σύμμαχοι δε μπορούν πια να υποστηρίξουν στρατηγικές θέσεις στην Εγγύς Ανατολή για την Ελλάδα. Οι Άγγλοι το περισσότερο που έφταναν σε υποστήριξη πια ήταν μόνο αν το νέο καθεστώς υποστήριζε τη Συνθήκη των Σεβρών και δεν είχαμε πολιτικές διώξεις Βενιζελικών στο εσωτερικό. Βέβαια ακόμα και αυτή η ισχνή αγγλική υποστήριξη δινόταν με βαρύ αντίτιμο. Οι Άγγλοι θα υποχωρήσουν στις γαλλικές πιέσεις και θα αναστείλουν την οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα για τη συνέχιση της παρουσίας τους στη Μικρά Ασία. Η αντίστροφη μέτρηση προς τη συντριβή έχει αρχίσει.(Smith, 2009:302)

Σε όλα αυτά παρά τα όσα ειπώθηκαν μετά την συντριβή, για προπαγανδιστικούς λόγους, και κυρίως για τα αυτιά των προσφύγων, πρέπει να πούμε πως η στάση των μεγάλων δυνάμεων ήταν σε όλους γνωστή. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα πως ο ίδιος ο Βενιζέλος, παρόλο που δεν ήθελε τον Κωνσταντίνο στη θέση του βασιλιά, το δεχόταν υπό τον όρο ότι ο τελευταίος θα υλοποιήσει την Συνθήκη των Σεβρών!(Smith, 2009:301).

Κατά συνέπεια συνολικοί σχεδιασμοί και συμφέροντα στην περιοχή, πραγματική δυσπιστία για τη δυνατότητα του αντιβενιζελικού στρατοπέδου να συνεχίσει με αξιοπιστία την παρουσία του στη Μικρά Ασία, ενδοσυμμαχικές διαφορές, το δυνάμωμα του κεμαλικού κινήματος και η ενδεχόμενη συμμαχία του με τους Σοβιετικούς, θα είναι οι παράγοντες που θα μεταβάλλουν τη στάση των ιμπεριαλιστών, και θα προδιαγράψουν την στρατιωτική συντριβή της Ελλάδας. Δεν δικαιούται κανείς να παραπονιέται ότι δεν ήξερε. Ακόμα και τις παραμονές της συντριβής, οι Έλληνες θα εκλιπαρούν για τη βρετανική βοήθεια προσπαθώντας να αποδείξουν πως η Ελλάδα παραμένει ο καλύτερος θεματοφύλακας των βρετανικών συμφερόντων στην περιοχή!(Smith, 2009:342). Άλλωστε ένας διαφορετικός συνδυασμός γενικών ιμπεριαλιστικών στοχεύσεων δεν ήταν αυτός που χάρισε στο Βενιζέλο την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, έστω και πρόσκαιρα; Η ελληνική ιστοριογραφία, η απολογητική των κυρίαρχων επιδιώξεων της εποχής ξεχνάει αυτό το σημαντικό στοιχείο.

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Είναι δεδομένο πως από τη θέση της Ελλάδας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, η εκπλήρωση επιδιώξεων αλυτρωτικού χαρακτήρα δε θα μπορούσε να επιτευχθεί παρά μόνο μέσα από την καταλυτική υποστήριξη κάποιας μεγάλης δύναμης. Για να γίνει κάτι τέτοιο έπρεπε να υπάρχει μια σύγκλιση συμφερόντων, μια γενικότερη τάση της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων που να υποδέχεται και τις ελληνικές αξιώσεις. Αυτό ήταν γενικά κανόνας στις αρχές του 20ου αιώνα στη Βαλκανική.

Αυτό είναι που θα κρίνει κάθε στιγμή και την πορεία των ελληνικών επιδιώξεων. Η εκτίμηση για την έκβαση του πολέμου και για τη δυναμική των Άγγλων και των Γερμανών θα είναι αυτή που θα διχάσει και τους Έλληνες κυρίαρχους. Βέβαια ακόμα και εδώ τα πράγματα θα αποδειχθούν δύσκολα…

Και αυτό γιατί οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί πολύ γρήγορα μεταβάλλονται και θα μεταβληθούν στην περιοχή εκείνη την περίοδο μεταξύ του 1915 και του 1922. Θα είναι η αφύπνιση των λαών που θα θέσει νέα προβλήματα και στους ιμπεριαλιστές στην περιοχή, και βέβαια και στην ελληνική πλευρά που σε μια ψοφοδεή προσπάθεια προσπορισμού εδαφών θα στείλει στρατό ώστε να «συμβάλλει» στην καταστολή της σοσιαλιστικής επανάστασης στην Ουκρανία. Θα αναδιατάξει τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς όπως είδαμε, ενώ θα αποδειχτεί πολύ γρήγορα, πως οι Έλληνες δεν μπορούν να διατηρήσουν την παρουσία τους στη Μικρά Ασία χωρίς ξένη χρηματοδότηση και υποστήριξη. Οι Μεγαλέξανδροι της Μεγάλης Ελλάδας θα καταστρέψουν εκατομμύρια ανθρώπους, αυτούς που υποτίθεται πως θα πήγαιναν για να λυτρώσουν.

Τέλος είναι σημαντική αυτή η ενότητα του θέματος, που σαφώς δεν εξαντλείται εδώ, και από μια άλλη σκοπιά. Την ίδια ευρύτερη θέαση και εκτίμηση των γενικότερων ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών, μπορούν και πρέπει να κάνουν και όλες οι δυνάμεις και σήμερα αμφισβητούν την ανάγκη της σφαγής των λαών, όλων όσων σηκώνουν τη σημαία του διεθνισμού. Θα είναι πάντα ένα πολύ σημαντικό στρατηγικό ζήτημα.

ΠΗΓΕΣ

Μαρξ Κ.- Ένγκελς Φ., (1985),  Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα, Αθήνα, Εκδόσεις Γνώση,

Γιανουλόπουλος Γ., (2003) «Η ευγενής μας τύφλωσις..» Εξωτερική πολιτική και «Εθνικά θέματα» από την ήττα του 1897 έως τη Μικρασιατική Καταστροφή, Αθήνα, Βιβλιόραμα

Δερτιλής Γ., (2018), Ιστορία της Νεότερης και Σύγχρονης Ελλάδας, 1750-2015, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

Δερτιλής Γ., (2005), Ιστορία του Ελληνικού Κράτους, 1830-1920, τ. 2, Αθήνα, Εκδόσεις Εστία

Smith Llewellyn M. Το όραμα της Ιωνίας-Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία 1919-1922, Αθήνα, 2009, ΜΙΕΤ

Δοντά-Βισβίζη Δ., Ανατροπή ισορροπιών στα Στενά: Η μυστική συμφωνία της Κωνσταντινούπολης του 1915, Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τ.8,  1990

Πρακτικά Συμποσίου, Η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης-Η κορύφωση της σύγκρουσης δύο κόσμων/Η ιστορική αποτίμηση 100 χρόνια μετά, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Βενιζέλος», 2016

Hering G. Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, Αθήνα, 2008, ΜΙΕΤ

Μαυρογορδάτος Θ., Ο Εθνικός Διχασμός, 2015, Πατάκης

Λένιν Β.Ι., Ο Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, 1984, Θεμέλιο

Αναδημοσίευση από το περιοδικό Τετράδια Μαρξισμού


photo credits: Eurokinisi

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here