του Απόστολου Νικολόπουλου,
Το θέμα που κυριάρχησε στην εγχώρια πολιτική επικαιρότητα την περασμένη εβδομάδα ήταν οι τηλεφωνικές παρακολουθήσεις. Μετά από παρελκυστικές καθυστερήσεις της κυβέρνησης, τελικά την προηγούμενη Δευτέρα συνεδρίασε η Διάσκεψη των Προέδρων (διακομματικό συλλογικό όργανο της Βουλής) και καθόρισε τα σχετικά χρονοδιαγράμματα, ενώ την Παρασκευή έγινε προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση των πολιτικών αρχηγών στην Βουλή. Σήμερα, 19/8, συνεδριάζει η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, που κόμματα της αντιπολίτευσης επιδιώκουν να μετατρέψουν σε Εξεταστική, και επίκειται διορισμός του νέου διοικητή της ΕΥΠ.
Θέλουμε να σταθούμε σε κάποιες πλευρές των εξελίξεων για τις υποκλοπές και, στηριγμένοι σε αυτές, να κάνουμε μερικές επισημάνσεις που αφορούν και το χώρο της εκπαίδευσης.
Ο πρωθυπουργός υποστήριξε ότι κατά την παρακολούθηση των συνδιαλέξεων του προέδρου του ΠΑΣΟΚ δεν υπήρξε παραβίαση της νομιμότητας αλλά πολιτικό λάθος. Υπερασπίστηκε το ρόλο της ΕΥΠ, όπως έκανε και στο διάγγελμά του στις 8/8, και κατηγόρησε το ΣΥΡΙΖΑ για παρακολουθήσεις όταν αυτός κυβερνούσε. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ υποστηρίζει ότι το πολιτικό πρόβλημα της χώρας είναι το «καθεστώς Μητσοτάκη», και την Παρασκευή ο πρόεδρός του προσέθεσε πως σήμερα βρισκόμαστε ενώπιον μιας «θεσμικής εκτροπής» και εξιδανίκευσε τη δράση της ΕΥΠ επί των ημερών ΣΥΡΙΖΑ. Από το άλλο μέρος, ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ-ΚΑ επιτέθηκε προσωπικά στον πρωθυπουργό με σφοδρό τρόπο, που αποχώρησε και δεν παρακολούθησε την ομιλία του. Η ομιλία περιείχε όμως κάποιες αιχμηρές εκφράσεις και για τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ («αντιθεσμικές πρακτικές», «δείγματα ακραίου καθεστωτισμού»).
Τι βλέπουμε λοιπόν; Όλα τα καθεστωτικά κόμματα αλληλοκατηγορούνται και υποστηρίζουν ότι βγάζουν κάποια από τα άπλυτα σε κοινή θέα. Όχι όλα βέβαια και μάλιστα, όσον αφορά την ΕΥΠ, υπερασπίζονται την ανάγκη ύπαρξης της στο όνομα της διαφύλαξης του «δημοσίου συμφέροντος» και της «εθνικής ασφάλειας». Ενώ ο πρόεδρος της «Ελληνικής Λύσης» στην ομιλία του διακήρυττε την προτεραιότητα της «πατρίδας», της «θρησκείας» κοκ.
Ένα δεύτερο σημείο αφορά την στάση σχεδόν όλων των κομμάτων (ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ-Μερα25) για το θέμα της δημοκρατίας. Είτε υπερασπίζονταν τη θέση της Ελλάδας σαν «σύγχρονο δημοκρατικό κράτος», είτε μιλούσαν για τη διασφάλιση «κανόνων δικαίου», είτε έκαναν προτάσεις ενίσχυσης της «διαφάνειας» της ΕΥΠ χωρίς να αίρεται ο «εθνικός» της ρόλος κ.λπ. Σαν να μην είναι ορατές οι συνθήκες αντιδημοκρατικότητας και καταστολής που εκτείνονται απ’ άκρου σε άκρον στο σημερινό καπιταλιστικό κόσμο, λες και όλα αυτά δεν απορρέουν από εσωτερικές τάσεις του, που τις καθιστούν βασικό χαρακτηριστικό του.
Πάμε λοιπόν φυσιολογικά στην επόμενη πλευρά που θέλουμε να θίξουμε. Είμαστε ενώπιον ενός μεγάλου κύματος ακρίβειας, σοκαριστικής καταπάτησης εργατικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, καθώς και αβεβαιότητας με την παράταση του πολέμου στην Ουκρανία και τις οικονομικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε αναπτυγμένες χώρες. Στην Ευρώπη επίκειται ένας εξαιρετικά δύσκολος ενεργειακά χειμώνας. Πληθαίνουν οι φωνές που θεωρούν σχεδόν βέβαιο το πέρασμα σε μια νέα φάση παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Σε αυτές τις συνθήκες, οι μηχανισμοί αντιμετώπισης των αντιδράσεων των εργαζομένων και πιθανών αντισυστημικών κινήσεων είναι πολύτιμοι για το καθεστώς (και τέτοιοι μηχανισμοί είναι και οι υπηρεσίες «ασφαλείας»). Στην παρούσα όμως φάση, απαιτείται και η εξεύρεση λύσεων στο κομματικό σύστημα, δηλαδή μια διάταξη πολιτικών δυνάμεων ικανή να απορροφήσει πολιτικούς τρανταγμούς.
Γι’ αυτό το θέμα, ο πρωθυπουργός διαβεβαιώνει ότι η κυβέρνηση της ΝΔ αποτελεί εγγύηση «σταθερότητας» και η αντιπολίτευση βάζει τη χώρα σε περιπέτειες. Από τη μεριά του, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ «ζωγραφίζει» ως πρόβλημα τον πρωθυπουργό και, μάλιστα ο πρόεδρός του απευθύνθηκε στους βουλευτές της ΝΔ, για να διαχωρίσουν τη θέση τους από την «καθεστωτική στάση» του προέδρου τους. Όπως δείχνουν τα πράγματα, η υπόθεση των υποκλοπών έχει φέρει πιο κοντά το ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ. Οι υποσχέσεις λοιπόν της κυβέρνησης για μια ευοίωνη, δήθεν μεταμνημονιακή, περίοδο και οι προσπάθειες ανάδειξης του ΣΥΡΙΖΑ σε «φυσικό» πόλο μιας «δημοκρατικής – προοδευτικής αντιπολίτευσης» αποτελούν μεν διαφορετικές κομματικές τακτικές, αλλά η αντιπαράθεσή τους αφορά το ποια εναλλακτική είναι πιο «χρήσιμη» για τη σταθεροποίηση, διαφύλαξη και επέκταση της υπερεκμετάλλευσης και καθυπόταξης των εργαζομένων.
Έτσι, καθώς έχουμε εισέλθει σε μία περίοδο διεργασιών, που έχουν άμεση σχέση και με τις εκλογές (όποτε αυτές γίνουν), μπαίνει το ερώτημα: Μήπως όλα αυτά «πάνε πίσω» τις αλλαγές στην εκπαίδευση;
Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να ισχύει, μάλλον πρόθεση της κυβέρνησης είναι ακριβώς το αντίθετο. Πρώτα-πρώτα, υπάρχουν ανειλημμένες υποχρεώσεις που αποτελούν προϋποθέσεις για την εκταμίευση χρημάτων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Ανάμεσα σε αυτά που θα ελεγχθούν π.χ. για τη δεύτερη δόση είναι και το στρατηγικό σχέδιο για την επαγγελματική εκπαίδευση, κατάρτιση και δια βίου μάθηση. Δεύτερον, υπάρχουν αλλαγές που ξεκίνησαν πέρσι (αγγλικά στο νηπιαγωγείο, εργαστήρια δεξιοτήτων, πρότυπα ΕΠΑΛ κ.λπ.) και ενδιαφέρουν άμεσα επιχειρηματίες. Φέτος ανακοινώθηκαν εκπαιδευτικοί όμιλοι, μέντορες και ενδοσχολικοί συντονιστές, ενώ σημαντικές για το κεφάλαιο είναι οι συνεργασίες με τα ΑΕΙ. Ιδιαίτερα σήμερα, η κυβέρνηση οφείλει να δείχνει ότι είναι πιο χρήσιμη στο κεφάλαιο από την αξιωματική αντιπολίτευση. Τρίτον, η μέχρι τώρα πείρα δείχνει ότι τα συστημικά αντιπολιτευτικά κόμματα πρακτικά δεν προτίθενται να ανασχέσουν καμία βασική αντιδραστική εκπαιδευτική αλλαγή.
Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα θα προχωρήσουν οπωσδήποτε και απρόσκοπτα. Θα «μετρήσουν» αδυναμίες του κρατικού μηχανισμού και διοικητικές ανεπάρκειες, όπως και δευτερεύουσες κομματικές ή άλλες αντιθέσεις. Οι αντιδράσεις του εκπαιδευτικού κινήματος έχουν αναβάλλει, κουτσουρέψει ή κάνει ανενεργούς διάφορους αντιδραστικούς σχεδιασμούς ή νομοθετικές ρυθμίσεις. Πλέον όμως χρειάζονται προσανατολισμός και παρέμβαση, που να αντιστοιχούν στις σημερινές συνθήκες των δραματικών κοινωνικών προβλημάτων και της πολιτικής κινητικότητας. Είναι «στοίχημα» για το εκπαιδευτικό κίνημα να βρει το τρόπο να παρέμβει αποφασιστικά στις πολιτικές εξελίξεις, ενάντια στον «κοινωνικό χειμώνα», και να δείξει πώς τα εκπαιδευτικά αιτήματα «δένονται» με τα φλέγοντα ζητήματα της ακρίβειας, των χαμηλών αμοιβών, του πολέμου κ.λπ. Να στρέψει πιο αποφασιστικά τα βέλη του ενάντια στο κεφάλαιο και τα κόμματα που το εκφράζουν, όταν π.χ. τα χρήματα πηγαίνουν στις εταιρίες-κολοσσούς της ενέργειας, ενώ τα σχολεία θα υποχρηματοδοτούνται και οι μαθητές θα τουρτουρίζουν το χειμώνα.
Χρειάζονται αγώνες που να στοχεύουν σε νίκη. Μπορούν όμως να νικήσουν; Εδώ παίζουν οπωσδήποτε ρόλο διάφοροι παράγοντες (προετοιμασία, σχέδιο, συντονισμός κ.λπ.). Τελικά όμως καμία διεκδίκηση δεν μπορεί να κερδηθεί, τουλάχιστον σταθερά, όσο μένουν αλώβητες οι βασικές παράμετροι της σημερινής κυρίαρχης πολιτικής. Γι’ αυτό το λόγο, η αναρρίχηση ενός άλλου καθεστωτικού κόμματος στην κυβέρνηση δεν μπορεί παρά να φέρει νέες απογοητεύσεις. Επίσης, δεν υπάρχουν «βελούδινες» λύσεις. Πώς π.χ. θα επιτευχθεί μια «εξανθρωπισμένη» ΕΕ, όταν σε αυτήν ήδη υπάρχουν τερατώδεις μηχανισμοί αφαίμαξης των λαών (Δημοσιονομικό Σύμφωνο, Ενισχυμένη Οικονομική Διακυβέρνηση, Ταμείο Ανάκαμψης, Εθνικά Μεταρρυθμιστικά Προγράμματα κ.λπ.); Τελικά, η αποτελεσματικότητα ενός αγώνα σχετίζεται ισχυρά με το κατά πόσο εντάσσεται σε μία λογική ρωγμών και τελικά ανατροπής του πολιτικού σκηνικού από τη σκοπιά των αναγκών και συμφερόντων των εργαζομένων και της νεολαίας – όχι με την έννοια της αλλαγής κοινοβουλευτικών συσχετισμών ή στενής κομματικής «πριμοδότησης», αλλά έμπρακτου ανοίγματος του δρόμου για ριζικές κοινωνικές αλλαγές. Αυτό έχει, νομίζουμε, ιδιαίτερη σημασία στις σημερινές πολιτικές συνθήκες.
Κι εδώ, γι’ αυτά τα κομβικά ζητήματα, είναι κρίσιμος ο ρόλος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Θα λεηλατηθεί από τις ηττημένες αντιλήψεις της αριστερής διαχείρισης και του κυβερνητισμού ή της «χρήσιμης ψήφου» για μια αναμέτρηση αόριστα στο μέλλον «όταν θα ωριμάσουν οι συνθήκες»; Ή θα ανοίξει δρόμους ανατροπής, με τη συγκρότησή της στο ύψος των αναγκών της αναμέτρησης με την αστική πολιτική;