Τον τελευταίο καρό κατακλυζόμαστε από ειδήσεις και μέτρα που αφορούν επιδοτήσεις και άλλες «παροχές» προς τους «ευάλωτους» πολίτες, για να αντιμετωπίσουν τη «δύσκολη συγκυρία». Μία δέσμη μέτρων εξαγγέλθηκε το Μάρτιο: επιδοτήσεις καυσίμων, ρεύματος, επιταγή ακρίβειας, ρευστότητα επιχειρήσεων. Πριν 10 ημέρες, στο διάγγελμα του πρωθυπουργού, ανακοινώθηκε ένα «πρόγραμμα στήριξης» σε τέσσερα πεδία για το ρεύμα και την ενέργεια: αναδρομική αποζημίωση των καταναλωτών (έως 600 ευρώ, λέει), φορολόγηση επιχειρήσεων παραγωγής ρεύματος, σύστημα αποσύνδεσης των λογαριασμών ρεύματος από τις διεθνείς αυξήσεις του φυσικού αερίου και ένα πρόγραμμα απόσυρσης «ενεργοβόρων» ηλεκτρικών συσκευών. Κοντά σε αυτά, η αύξηση του κατώτατου μισθού, μείωση του ΕΝΦΙΑ και ενδεχόμενη παράταση επιδοτήσεων. Για τους εκπαιδευτικούς, έχουμε το voucher των 200 ευρώ στα πλαίσια του προγράμματος «Ψηφιακή Μέριμνα».
Τι ακριβώς συμβαίνει άραγε; Βρέχει χρήματα; Ή πρόκειται για τρικ; Θα θίξουμε κάποια μόνο σχετικά ζητήματα, περιγράφοντας την άποψή μας σε αδρές γραμμές.
Πρώτα-πρώτα, τα μέτρα λήφθηκαν με καθυστέρηση, είναι ανεπαρκή και τα χρήματα δίνονται με το σταγονόμετρο. Έχουν ως όριο και προϋπόθεση τη «διαφύλαξη» της «δημοσιονομικής ισορροπίας», συνεπώς παρουσιάζονται ως μεγάλα επιτεύγματα ότι π.χ. πλέον θα επιδοτούνται και οι μηνιαίες καταναλώσεις ρεύματος πάνω από τις 300 κιλοβατώρες ή ότι οι φοιτητές θα πάρουν αναδρομική επιδότηση ρεύματος, αν όμως έχουν δηλώσει την κατοικία τους ως πρώτη. Όλα «με τον καιρό τους» και η πλατφόρμα (Power Pass) είπαν ότι θα είναι έτοιμη μέχρι τις 20 Ιουνίου. Η κάρτα καυσίμων δεν έχει φανεί ακόμα. Καθυστέρηση ακόμα για ποσά που είναι ψίχουλα σε σχέση με τα σκανδαλώδη ποσά που τσέπωσαν οι εταιρίες ενέργειας και τις ενισχύσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων, που έχουν δοθεί σε επιχειρήσεις διαφόρων κλάδων.
Πρακτικά, δεν πρόκειται για μέτρα ενίσχυσης του χειμαζόμενου λαού, αλλά όσων πλουτίζουν μέσα στην κρίση. Η τακτική των επιδοτήσεων σημαίνει ότι χρήματα από τον κρατικό κορβανά, που έχουν ξεζουμιστεί από τους εργαζόμενους της χώρας, θα καταλήξουν «δια της τεθλασμένης» σε όσους φουσκώνουν τις τιμές. Ταυτοχρόνως αυτοί θα «ξεπλένονται» και, σε αυτό το πνεύμα, ο πρωθυπουργός χαρακτήρισε τη φορολόγηση των «υπερκερδών» των επιχειρήσεων ενέργειας σαν «μέρισμα αλληλεγγύης» προς την κοινωνία. Μάλιστα, το πολυδιαφημισμένο πόρισμα της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας υποεκτιμά προκλητικά τη ληστεία που γίνεται (τάχα μόνο 927 εκατομμύρια ευρώ) και ο πρόεδρος της απεφάνθη ότι «δεν υπάρχουν ενδείξεις χειραγώγησης των αγοράς». Σχετικά, τώρα, με τις διάφορες επιταγές voucher (ανακυκλώσεις συσκευών, Ψηφιακή Μέριμνα κ.λ.π.): Όπως προκύπτει και από τις κατά καιρούς δηλώσεις πολιτικών παραγόντων, αυτές βασικά δεν πηγάζουν από «κοινωνική ευαισθησία». Ουσιαστικά πρόκειται για μέσα πολιτικής με συγκεκριμένη στόχευση (ψηφιακός μετασχηματισμός, «πράσινη ανάπτυξη», τουρισμός κ.λ.π.) ή για τη «τόνωση» επιχειρήσεων συγκεκριμένων κλάδων. Αυτές, μάλιστα, μπορούν με άνεση να χαράξουν καταπώς τους βολεύει την εμπορική πολιτική τους, για να κερδίσουν όσο το δυνατόν περισσότερα μέσω των voucher.
Τα μέτρα περιέχουν επίσης αρκετή δόση πολιτικής απάτης. Δημιουργούνται ψευδείς εντυπώσεις, ότι τάχα θα παρθούν εξακοσαριές από ευρώ για το ρεύμα, όταν κατά μέσον όρο σε κάθε νοικοκυριό αντιστοιχούν 66,6 ευρώ. Ισχυρίζονται ότι θα στηθεί μηχανισμός έμμεσου πλαφόν στις τιμές του ρεύματος και αποσύνδεσής τους από αυτές του φυσικού αερίου. Πώς θα γίνει όμως αυτό χωρίς να καταργηθεί το Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας, όταν το 35% – 55% της ενέργειας της χώρας παράγεται από φυσικό αέριο, όταν θα εισάγεται το πολύ ακριβό αμερικάνικο υγροποιημένο φυσικό αέριο και θα επιδοτούνται (τελικά αναίτια) οι ιδιοκτήτες των μονάδων ΑΠΕ και φυσικού αερίου; Όταν θα είναι αποδεκτοί οι μηχανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) που οδηγούν σε αυξήσεις τιμών;
Πολλά μέτρα είναι επίσης έτσι μελετημένα, ώστε να ευνοούν την επέκταση αντιδραστικών αλλαγών. Για παράδειγμα, το σχέδιο επιδοτήσεων και «μπίζνες» για τον αγροδιατροφικό τομέα προάγει την αντιδραστική πολιτική της ΕΕ σε αυτόν. Επιπλέον, σύμφωνα με πηγές από την ΕΕ και διάφορα δημοσιεύματα, «μπαίνουν στο τραπέζι» ζητήματα επέκτασης της τηλεργασίας για εξοικονόμηση ενέργειας, περιορισμού χρήσης των κλιματιστικών το καλοκαίρι ή μη χρήσης αυτοκινήτων τις Κυριακές στις πόλεις. Αυτά συναρτώνται με το ενδεχόμενο διακοπής της παροχής φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Ακόμα και το voucher για τους εκπαιδευτικούς, που είναι δευτερεύον σε σχέση με μέτρα ευρύτερου χαρακτήρα, σχετίζεται και με αντιδραστικές αλλαγές στις μεθόδους διδασκαλίας και το περιεχόμενο σπουδών.
Με αυτές τις προϋποθέσεις, του «σταγονόμετρου» και της εξυπηρέτησης του κεφαλαίου, δεν είναι περίεργο που όλα τα μέτρα «στήριξης» εξανεμίζονται άμεσα. Η ακρίβεια τραβά την ανηφόρα, η κατοστάρα βενζίνη στις 10/5 είχε φτάσει τα 2,32 ευρώ και ο πληθωρισμός πρακτικά μηδενίζει την αύξηση στον κατώτατο μισθό. Αλλά και στα τρόφιμα, οι τιμές είναι αδύνατον να συγκρατηθούν, αφού δεν επιβάλλεται διατίμηση και δεν καταργείται ο ΦΠΑ στα βασικά είδη διατροφής. Πλέον ανεβαίνουν οι αντιπολιτευτικοί τόνοι για τα σχετικά θέματα από την αξιωματική αντιπολίτευση, ενώ πυκνώνουν οι κριτικές από το σύνολο των κοινοβουλευτικών κομμάτων.
Επισημαίνουμε όμως ότι η συζήτηση για τα μέτρα, όπως αναπτύσσεται από το σύνολο των δυνάμει κυβερνητικών κομμάτων, δεν αμφισβητεί τα κεντρικά στοιχεία της κυρίαρχης πολιτικής και, βασικά, γίνεται από τη σκοπιά μιας «βελτιωμένης» στάσης στα πλαίσια της ΕΕ. «Συνταχτείτε με την Πορτογαλία και την Ισπανία», προτρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. «Αξιοποιήστε καλύτερα την εργαλειοθήκη της ΕΕ», καλεί το ΚΙΝΑΛ. Παρ’ όλα αυτά, η ΕΕ φέρει σοβαρή ευθύνη και έχει εκθρέψει τη σημερινή κατάσταση, ενώ και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, προκειμένου να μειώσει το πολιτικό κόστος, την χαρακτήρισε «κατώτερη των περιστάσεων» και «αργοκίνητο ευρωπαϊκό υπερωκεάνειο». Ιδιαιτέρως, ο Οργανισμός της ΕΕ για τη Συνεργασία των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας, ο ACER, βάζει προσκόμματα στην (αναγκαία) άμεση επιβολή πλαφόν στις τιμές και σε παρεμβατικά μέτρα στις αγορές ηλεκτρισμού.
Άλλη «ιερή αγελάδα», που κανένα συστημικό κόμμα δεν αμφισβητεί, είναι η «δημοσιονομική πειθαρχία». Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι εξαντλεί όλα τα περιθώρια που υπάρχουν και μας καλεί να την ευγνωμονούμε για τα κοκαλάκια που πετά. Όμως, το Υπουργείο Οικονομικών αναθεώρησε τον Απρίλιο προς τα πάνω τους στόχους από τη φορολογική αφαίμαξη της εργατικής τάξης, με τα φορολογικά έσοδα για το 2022 να υπολογίζονται πάνω από 47 δις. Η αξιωματική αντιπολίτευση, από την άλλη, κατηγορεί την κυβέρνηση ότι δεν αξιοποίησε τα πλεονάσματα που τής άφησε, δηλαδή την αφαίμαξη που έγινε επί ΣΥΡΙΖΑ. Την ίδια στιγμή, δίνονται άφθονα χρήματα για εξοπλισμούς, «αδειάζονται» όπλα προς την Ουκρανία και δημιουργείται χώρος για νέα εξοπλιστικά προγράμματα, στο όνομα του ανταγωνισμού με τη Τουρκία.
Συνεπώς, η προπαγάνδα υπέρ του «προγράμματος στήριξης», όπως και διάφορες περιορισμένες κριτικές που γίνονται, προστατεύουν «σαν κόρη οφθαλμού» τις βασικές συνιστώσες της ακολουθούμενης πολιτικής. Αυτό επεκτείνεται σε όλες τις πτυχές της: είναι θεμιτό π.χ. να γίνει κάποια έκπτωση στο ΕΝΦΙΑ, αλλά δεν μπορεί να καταργηθεί. Θέλουν να μας πείσουν ότι μας αξίζει ή, τέλος πάντων, ότι πρέπει να ανεχόμαστε την εξάρτηση από τα ψίχουλα και (γιατί όχι;) ακόμα και μια ζωή λαθραίας επαιτείας. Είναι ηθικά απαράδεκτο να υποτιμούν έτσι τους εργαζόμενους μιας χώρας, που έχουν υποστεί τα πάνδεινα σε μια παρατεταμένη περίοδο σκληρών μνημονίων, που εργάζονται τις περισσότερες ώρες εργασίας στην ΕΕ και από τις περισσότερες στο κόσμο, βάσει στοιχείων του ΟΟΣΑ, ενώ το μέσο ωριαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα είναι περίπου το 52% της ευρωζώνης.
Εκτός από απαράδεκτο, όμως, πιθανότατα είναι και πολιτικά άτοπο. Οι εξελίξεις, σε συνδυασμό και με τις συνέπειες της πανδημίας, φέρνουν στο προσκήνιο το κοινωνικό ζήτημα, στη χώρα μας αλλά και διεθνώς. Δεκάδες χώρες απειλούνται με διατροφική κρίση, άλλες μαστίζονται από δυσβάσταχτη ακρίβεια και ο ελέφαντας δεν μπορεί να κρυφτεί κάτω από το χαλί. Αυτή η εύφλεκτη ύλη πυροδότησε μαζικότατες κινητοποιήσεις και εξεγέρσεις, όπως στην Ινδία, τη Σρι Λάνκα ή και τη (μικρότερη σε πληθυσμό, αλλά κοντινή μας) Αλβανία.
Τι βλέπουμε λοιπόν με τις επιδοτήσεις και όλα αυτά που εξαγγέλλονται ή προχωρούν; Βλέπουμε πως η αστική τάξη «μας» δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να εξασφαλίσει τίποτα περισσότερο από ψευτομέτρα, που είναι αναντίστοιχα με ένα αξιοπρεπές επίπεδο ζωής για την κοινωνική πλειοψηφία. Ούτε όμως τα ημίμετρα, ούτε η κοροϊδία είναι λύση. Γιατί πραγματικά, πώς θα χτυπηθεί η ακρίβεια και η ανέχεια χωρίς αυξήσεις στους μισθούς, εθνικοποιήσεις και υπεράσπιση των δημοσίων αγαθών; Χωρίς ρήξη με το κεφάλαιο και τους διεθνείς οργανισμούς του ή χωρίς απεμπλοκή από τους πολεμικούς σχεδιασμούς; Η επιβολή του αναγκαίου δρόμου αποτελεί ένα ανοικτό πολιτικό στοίχημα.