Εκτύπωση

*Το παρακάτω αποτελεί μέρος της εισαγωγής του αφιερώματος «Αξιλόγηση, εξετάσεις και μαθητές» του 15ου τεύχος του Σελιδοδείκτη που θα κυκλοφορήσει σύντομα!

Το παρόν αφιέρωμα του Σελιδοδείκτη επικεντρώνεται στην αξιολόγηση των μαθητών. Η επιλογή του αφιερώματος δεν είναι τυχαία, καθώς για πρώτη φορά μετά από πάρα πολλές δεκαετίες, ακόμη και μαθητές δημοτικού, θα δώσουν διαγνωστικές εξετάσεις ενώ τα σχολεία και οι εκπαιδευτικοί τους θα κριθούν με βάση τις επιδόσεις των μαθητών τους. Ευρύτερα, σε όλη την προηγούμενη εκπαιδευτική συγκυρία, οι διαγωνισμοί και τα μετρήσιμα δεδομένα (data) βρίσκονται στο επίκεντρο του κυρίαρχου εκπαιδευτικού λόγου και της σύστοιχης εκπαιδευτικής πολιτικής πρακτικής στην Ελλάδα: εσωτερικός PISA, τράπεζα θεμάτων, ΕΒΕ, τυποποίηση και ταξινόμηση σχολείων. Η μετρησιμότητα και η χάραξη πολιτικών στη βάση των λεγόμενων «αντικειμενικών» δεδομένων θεωρούνται η λύση σε κάθε εκπαιδευτικό πρόβλημα. Πρέπει να μετράμε, να ταξινομούμε και να ιεραρχούμε.

Η μετρησιμότητα αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο του νεοφιλελεύθερου εκπαιδευτικού σχεδίου διεθνώς για το δημόσιο σχολείο και υπηρετεί πολλαπλούς σκοπούς:

Πρώτον, την ανάγκη να περιορίσει την όποια παιδαγωγική αυτονομία έχουν οι εκπαιδευτικοί στο παιδαγωγικό και διδακτικό τους έργο. Για παράδειγμα, η τράπεζα θεμάτων επιβάλει συγκεκριμένο διδακτικό περιεχόμενο και έναν συγκεκριμένο χρονικό προγραμματισμό του διδακτικού έργου, ανεξάρτητα από τις μορφωτικές ανάγκες των μαθητών και την ιδιαιτερότητα κάθε τμήματος. Πιο απλά, διδασκαλία για το τεστ.

Αυτή η πραγματικότητα καταγράφεται όπου έχει επιβληθεί η νεοφιλελεύθερη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση από το πρόγραμμα «Race to the Top» του Ομπάμα μέχρι τον Κυβερνητικό Οργανισμό Ofsted και τις διαδοχικές εξετάσεις στην Αγγλία. Αυξήστε τα αποτελέσματα με κάθε κόστος. Αυτό προτείνει και ο ΟΟΣΑ σε εμάς, αποτιμήστε με ποσοτικούς όρους τις επιδόσεις των παιδιών για να κρίνουμε και τις σχολικές μονάδες και τους εκπαιδευτικούς. Ο εκπαιδευτικός μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να είναι ο καλός manager των μαθητικών επιδόσεων, σε ένα σχολείο αφυδατωμένο από κάθε χαρά και δημιουργικότητα.

Ο εκπαιδευτικός δεν έχει το δικαίωμα να διαφοροποιηθεί από τις εξεταστικές αναγκαιότητες, να μιλήσει, για παράδειγμα, για τον ρατσισμό, τον πόλεμο και τη φτώχεια στους μαθητές του διότι αυτά δεν μετριούνται. Πρέπει να «παράγει» σε ένα βιομηχανοποιημένο σχολείο δεδομένων και περιγραφικών εκθέσεων. Είναι μια μορφή προλεταριοποίησης της εκπαιδευτικής πράξης, όπως τόνιζε πριν 30 χρόνια ο Μichael Apple. Παιδιά και εκπαιδευτικοί εμπορευματοποιούνται σε μια διαδικασία που θυμίζει τη μέτρηση της ανταγωνιστικότητας των καπιταλιστικών οικονομιών.

Καθόλου τυχαία ο ΟΟΣΑ μετά τις εξετάσεις του δημοσιοποιεί λίστες κατάταξης των εκπαιδευτικών συστημάτων κι έπειτα προτείνει το ίδιο φάρμακο (αξιολόγηση, μέτρηση, σχολικές αγορές, δεξιότητες που έχει ανάγκη η αγορά). Αντίστοιχα, η κα Κεραμέως θέλει να αξιολογηθούν, στο τέλος της σχολικής χρονιάς, όλες οι σχολικές μονάδες στη βάση μιας δεκάβαθμης κλίμακας και τα αποτελέσματα να δημοσιοποιηθούν.

Δεύτερον, οι μετρήσεις δεν είναι αθώες, όχι μόνο γιατί καταγράφουν ταξικές ανισότητες που προσπαθούν να τις καταστήσουν φυσικές, αλλά και γιατί ανοίγουν τον δρόμο για τις σχολικές αγορές. Ατομική επιλογή σχολείου, δημιουργία τοπικών σχολικών αγορών, σχολεία ποικίλων διοικητικών καθεστώτων. Ο ανταγωνισμός, και όχι η συναδελφικότητα, πρέπει να γίνει η καταστατική αρχή του σχολείου. Αυτός είναι ο πραγματικός στόχος της κας Κεραμέως: να ισχυριστεί ότι το δημόσιο σχολείο έχει αποτύχει, άρα ιδιώτες, περισσότερες εξετάσεις, αναλυτικά προγράμματα στο πνεύμα των ήπιων δεξιοτήτων, δηλαδή ηγεμονία του παιδαγωγικού προγράμματος του ΟΟΣΑ.

Τρίτον, οι πολλαπλοί εξεταστικοί φραγμοί θέτουν στο προσκήνιο το ζήτημα των εργατικών μορφωτικών δικαιωμάτων. Το λένε ανοιχτά στα κείμενά τους: όλα τα παιδιά δεν μπορούν να μορφωθούν ή δεν πρέπει να μορφωθούν για δημοσιονομικούς λόγους. Οι κατώτατες μορφές μεταγυμνασιακής κατάρτισης είναι μια καλή επιλογή και αντίστοιχα πρέπει να ξαναδούμε τον πανεπιστημιακό χάρτη, να κλείσουμε, να συγχωνεύσουμε, αν δεν μπορούμε να εμπορευματοποιήσουμε τα πανεπιστημιακά τμήματα. Σε μια εποχή τεράστιων δυνατοτήτων για την εργαζόμενη πλειοψηφία, πολλά παιδιά πρόκειται να θυσιαστούν στο όνομα της αριστείας και της αξιολόγησης. Άρα οι εξετάσεις αποτελούν προφανώς ένα ταξικό φίλτρο και προωθούν μια ιδεολογία, που νομιμοποιεί τη μορφωτική ανισότητα, την ιδέα, δηλαδή, ότι κάποιοι/ες πρέπει να βολευτούν εκτός σχολείου και πανεπιστημίου αν δεν έχουν εισόδημα για τα ιδιωτικά κολλέγια.

Οι εξετάσεις και η αξιολόγηση των μαθητών είναι υπόθεση όλου του εργατικού κινήματος. Σήμερα δεν είναι μόνο το 15% για την παιδεία που συγκλόνισε τη δεκαετία του ’60 και παραμένει επίκαιρο με την έννοια της αύξησης της χρηματοδότησης του δημόσιου σχολείου, αλλά και το όχι στις εξετάσεις τύπου PISA, στην τράπεζα θεμάτων και στην ΕΒΕ. Πρέπει να ενωθεί ο κόσμος της εκπαίδευσης και της εργασίας. Κυρίως η νέα γενιά πρέπει να πρωταγωνιστήσει στην οικοδόμηση ενός μετώπου ανατροπής απέναντι στην εκπαιδευτική δυστοπία του ΟΟΣΑ, της ΕΕ και των ποικίλων ελληνικών κυβερνήσεων.

Το δικαίωμα στη μόρφωση για όλα τα παιδιά πρέπει να αποτελέσει βασικό αίτημα του λαϊκού κινήματος. Δεν έχουμε ανάγκη από εσωτερικούς PISA, δεξιότητες, όπως η επιχειρηματικότητα, και συρρίκνωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά, αντίθετα, αποτελεί αναγκαιότητα ένα δίχρονο δημόσιο νηπιαγωγείο και ένα δωδεκάχρονο ενιαίο σχολείο όχι των εξετάσεων, αλλά της κριτικής συνειδητοποίησης στην προοπτική της κοινωνικής χειραφέτησης και τη δυνατότητα όλοι/ες να έχουν πρόσβαση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση.

Τέλος, υπάρχει και η παιδαγωγική διάσταση. Σε ένα σχολείο των εξετάσεων δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική μάθηση για όλους, αυθεντική αλληλεπίδραση και δημοκρατικός διάλογος. Υπάρχει μόνο το άγχος της επίδοσης. Ακυρώνονται προσωπικότητες, περιορίζεται ο ορίζοντας της διδασκαλίας, το απρόβλεπτο θεωρείται ενοχλητικό και, κυρίως, θεωρείται εμπόδιο η ανάγκη να στηριχθούν οι πιο αδύναμοι μαθητές. Ας σκεφτούμε έναν μαθητή της έκτης δημοτικού, με δυσλεξία που θα εξεταστεί σε έναν κεντρικό τυποποιημένο διαγωνισμό. Έχει αξία να αναλογιστούμε τα συναισθήματά του, καθώς δεν θα είναι στο ασφαλές περιβάλλον της τάξης του, αλλά στο σφαγείο μιας φαινομενικά άτυπης αλλά υπαρκτής εξωτερικής αξιολόγησης. Είναι 11-12 χρονών, έχει παλέψει πολύ στο σχολείο και περιθωριοποιείται τελικά, άτυπα όπως λέει το υπουργείο, αλλά επί της ουσίας ουσιαστικά.

Οι εξετάσεις των μαθητών σε συνδυασμό με την αξιολόγηση σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών διαμορφώνουν έναν αυταρχικό πανοπτισμό στο όνομα του κεφαλαίου και της διευρυμένης αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας. Επιχειρούν να προσαρμόσουν αφενός το σχολείο στις ανάγκες της αγοράς και αφετέρου να νομιμοποιήσουν ποικίλους ταξικούς αποκλεισμούς.

Δεν θα πρέπει, ωστόσο, να διαφύγει της προσοχής μας ως πεδίο διακριτής εκπαιδευτικής διαπάλης ότι η υποχώρηση των ιδεών της προοδευτικής φιλελεύθερης πόσο μάλλον της ριζοσπαστικής παιδαγωγικής έχει οδηγήσει πολλούς εκπαιδευτικούς να καταφεύγουν σε ποικίλες εξεταστικές πρακτικές και ταξινομήσεις των μαθητών τους. Στο τέλος, κάθε ενότητας, ήδη από τη Β’ δημοτικού, υπάρχουν τεστ και βαθμός, συχνά υπογραμμισμένος με κόκκινο στυλό. Είναι και αυτό ένα σημαντικό πεδίο μάχης, για ένα εκπαιδευτικό κίνημα που θέλει να εκφράσει την εργαζόμενη πλειοψηφία σε μια άλλη εκπαιδευτική και κοινωνική προοπτική.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here