της Κατερίνας Σεργίδου,
Με μεγάλωσαν πολλές γυναίκες και ήταν όλες φλύαρες, κάποιες ημίτρελλες, δημιουργικές, λίγο καταθλιπτικές, μάγισσες, πολυμήχανες κλαίουσες και δραματικές όλες πρωταγωνίστριες στο κυπριακό μου αλμοδοβαρικό σύμπαν.
Και ήταν αυτές οι γυναίκες που με διέσωσαν από τη σιωπή και την κακία και μου έδωσαν τον λόγο από πολύ μικρή. Όλες μιλούσαν πολύ και αρκετές κατηγορήθηκαν για αυτό. Έμαθα όμως από μικρή πως με τα πολλά μου λόγια μπορώ να οργανώσω το χάος μου, για αυτό αγαπώ τη φλυαρία και μιλώ κυρίως όταν μου λένε πως δεν πρέπει.
Ακολουθεί μια ενδεικτική λίστα των γυναικών εκείνων, των φλύαρων. Διαβάστε με να φλυαρώ να σας χαρώ.
Η Λαλλαϊ η θεία της μάνας μου που με ανάγιωσεν στο σπίτι με την μεγάλη βιβλιοθήκη που ο μέγας ινστρούκτορας Λεόντιος είχε δώσει εντολή να μην διαβαστούν τα απαγορευμένα για μένα βιβλία (Όσκαρ Ουάινλτ, Ουγκώ, Φρόιντ, Καζαντζάκης). Όλα τα διαβάσαμε μαζί.
Η Λαλλαί (Ευτυχία την βάφτισαν, Λούλα την φώναζαν, Λαλλαϊ την ξαναβάφτισα) έλεγε ιστορίες πολλές, από τη ζωή της στην Αμερική, για τα παιδικά της χρόνια και το πρώτο αυτοκίνητο της οικογένειας. Μου έδειχνε φωτογραφίες, τα παντελόνια της στις ντουλάπες και μου έλεγε ιστορίες που πήγαιναν εφτά γενιές πίσω. Γλώσσα δεν έβαζε μέσα της. Την έλεγαν και Χατζίνα γιατί είχε πάει στα Ιεροσόλυμα. Παντρεύτηκε μεγάλη, σκανδαλώδες για την εποχή της και δεν έκανε παιδιά. Είχε μια αναγιωτή, θα σας πω μετά για αυτήν. Η Λαλλαί μάζευε όλες τις γυναίκες φίλες της της Λεμεσού που έμεναν γύρω από την Ανεξαρτησίας. Μαζεύονταν, έπαιζαν κουμ καν, έπιναν λικέρ και έλεγαν ιστορίες. Εγώ τελείωνα τα μαθήματα νωρίς για να κάτσω μαζί τους, έτρωγα eggnoc και κοιτούσα τα χέρια τους με τα χρυσά βραχιόλια που κουδούνιζαν ευτυχισμένα. Για την Λαλλαϊ έλεγαν πως τρέλλανε τον άντρα της γιαυτό δεν καθότανε ποτέ του σπίτι. Τα Σάββατα κάπνιζαν το σπίτι να διώξουν το κακό και με ξεμάτιαζαν όταν έπεφτα να πεθάνω, όπως τότε που είχα πυρετό και έλεγαν πως μιλούσα ακατάπαυστα και ο θείος Χρήστος είπε: Την κάνατε σαν τα μούτρα σας. Πολλοπάητη.
Η Νάζω η αρμένισσα που μου χάριζε μεταξωτά μαντήλια και μιλούσε για τα ταξίδια της και έλεγε πως όταν φοβάται στον δρόμο κανέναν ανώμαλο μιλά δυνατά για να την νομίσουν για τρελή.
Η Κυβέλη με τον γιο τον μουσικό και τα μπισκότα βουτύρου έλεγε πως σώθηκε όταν κλείστηκε στο ασανσέρ επειδή δεν σταμάτησε λεπτό να μιλάει. Μαζί μετράγαμε στα δάχτυλα, this little piggy went to market…
Η Χαρίκλεια που έπλεκε με το μαλλί το χοντρό από την Αγγλία, με την ελιά στο πηγούνι που μου έλεγε πως αν καθίσω πάνω σε καρφίτσα θα πεθάνω και έλεγε όλο ιστορίες για θανατικά. Μετά επειδή έκλαιγα γιατί φοβόμουν τις καρφίτσες που θα έφταναν μέχρι την καρδίαν μου, μου έλεγε πως αν μιλήσω έγκαιρα και πω για την καρφίτσα θα σωθώ. Το βασικό είναι να μιλάς, να λες τον πόνο σου, μου έλεγε, κοράσα μου.
Η Ντιάνα που ήταν κόρη μαύρου, πόσο περίεργο μου φαινόταν αυτό, και έλεγε για τους αφρικάνους που πεθυμούσε, ιστορίες πολλές. Μας άνοιγε το σπίτι της και μας έδειχνε μάσκες και πίνακες και νομίζω πως φορούσε πάντα μαύρα. Είχα γράψει για αυτήν σε ένα Σκέφτομαι και Γράφω και ο δάσκαλος μου έγραψε: Μπράβο έχεις φαντασία! Αλλά ήταν όλα αλήθεια, δεν τα είχα βγάλει από το μυαλό μου.
Η Τζένη η αναγιωτή που σπούδαζε δασκάλα και με ηχογραφούσε να τραγουδώ και να λέω ιστορίες για να με αναλύσει μετά στη σχολή της γιατί είχαν μάθημα παιδικής ψυχολογίας και εγώ ήμουν το πρότζεκτ της. Κοιμόμασταν στο ίδιο δωμάτιο και καμιά φορά μιλούσαμε μέχρι το πρωί. Όταν έμεινε έγκυος μιλούσαν κρυφά να μην το ακούσω γιατί ήμουν μωρό αλλά τα κατάλαβα όλα και απαίτησα εντόνως να με συμπεριλάβουν στις κουβέντες τους. Ψάχνω ακόμα τις κασέτες με την παιδική μου τη λαλιά.
Η Ρενέ που μου έφτιαχνε μους σοκολάτας και με έλεγε πολλοπάητη γιατί έκανα μιμήσεις γυναικών, αυτή και αν μιλούσε πολύ. Πανέμορφη με πολύ μακριά μαλλιά, μαύρα, αμυγδαλωτά μάτια ήξερε όλη την ιστορία της γειτονιάς. Πάλι μιλάτε; ρωτούσε ο κύριος Αντρέας. Θώρε την κόρη την μητσιάν; Μα πού τα βρίσκει τζαι λαλεί τα;
Η Βεατρίκη που έφτιαχνε τα νύχια της μάνας μου και της Ρενέ, που είχε διαβήτη. Άκουγα διαβήτη και νόμιζα πως είχε καταπιεί τον διαβήτη για κύκλους αλλά ντρεπόμουν να ρωτήσω πως είχε συμβεί αυτό το κακό. Μιλούσε μονίμως για τις γάτες της που τις είχε σαν παιδιά της. Άμα είχαν όρεξη και τις διασκέδαζα μου έβαφαν και τα δικά μου νύχια. Όταν η Βεατρίκη ερχόταν στο σπίτι, ο πατέρας μου εξαφανιζόταν.
Οι γιαγιάδες μου, η Φιγενού και η Νίνα, μαγείρευαν και μου μιλούσαν, η μια στην Αμερική ή άλλη στη Λεμεσό. Η Νίνα μου έστελνε σελίδες ολόκληρες γράμματα με συμβουλές καλλίγραφες και σκίτσα, πολύτιμη η γραφή της. Η Φιγενού έκανε κρυφά το σταυρό της γιατί ο παππούς μου ήταν κομμουνιστής. Συχνά πηγαίναμε στην κουμέρα της την Κική. Με τις ώρες μιλούσαν και μας έπιανε η νύχτα. Μιλούσαν, μιλούσαν, καμιά φορά κλαίγανε για τις εκτρώσεις τους γιατί δεν αντέχανε να γεννήσουν και άλλο γιο. Η κουμέρα μού έδινε δώρα τυλιγμένα σε εφημερίδες. Κυρίως μίκυ μάους γιατί τα παιδιά της είχαν πια μεγαλώσει και δεν τα διάβαζαν. Ο παππούς απορούσε, μα τι λέγατε τόσες ώρες. Πού να του εξηγήσεις και τι να του πεις;
Η Μαρίνα η μοδίστρα που έραβε τα φουστάνια της μάνας μου που ήταν παχουλή. Μισή ώρα της έπαιρνε τα μέτρα και τρεις ώρες μιλούσαν. Αυτή αριστερή, η μάνα μου δεξιά. Η μάνα μου κατηγορούσε το σόι του πατέρα μου που ήταν κομμουνιστές και καταπιεστές, η Μαρίνα έλεγε πως η αριστερά μας έκανε ανθρώπους. Τσακώνονταν πάνω από τα φουστάνια. Άμα περίσσευε κάνα κομμάτι ύφασμα μου φτιάχνανε φούστες. Με ανεβάζανε στο τραπέζι. Τραγούδα μου έλεγε η Μαρίνα. Μέχρι να τελειώσεις το τραγούδι θα σου έχω έτοιμο το φουστάκι. Καλίνκα καλίνκα καλίνκα καγιά τραγουδούσα γιατί ήξερα πως η μάνα μου θα γινόταν έξαλλη. Το φουστάκι έτοιμο όμως.
Και η Στασού και η Μαρούλλα οι αδερφές της γιαγιάς μου. Η Μαρούλλα από άλλη μάνα. Το Μαρία μου το δώσαν από αυτήν. Μένανε σε σπίτι με εσωτερική αυλή. Με ξεψειρίζανε όταν είχε κολλήσει όλο το σχολείο. Καθαρίζανε ρόδια, μιλούσαν για την αριστερά και το κόμμα και κορόιδευαν τους αντράδες τους που ήταν και οι δύο αρκετά μαλάκες. Ο Νίκος ο υγιεινιστής που έτρωγε ρίζες και είχε σκανδαλιστεί όταν είχε μάθει ότι ο δάσκαλός του καταβρόχθιζε λουκάνικα και ο Βέικος ο τουρκόσπορος, έτσι τον έλεγαν, που το πρόβλημα του δεν ήταν πως ήταν τουρκοσπορος φυσικά. Πάνω από το κεφάλι μου τις θυμάμαι να μιλούν για το ΑΚΕΛ και τον Βασιλείου και να μετράνε ψήφους πριν τις εκλογές. Θα του κόψω τον κώλο έλεγε η Μαρούλλα άμα ψηφίσει ΔΗΚΟ.
Και είναι και άλλες πολλές. Όλες ομιλητικές. Με όλους τους τρόπους που μπορούσαν να είναι ομιλητικές, έβρισκαν τον τρόπο και στις πιο δύσκολες συνθήκες, να αφηγούνται ιστορίες για τον έρωτα, τον θάνατο, το φαγητό, την πολιτική, να μαζεύουν τα σπασμένα, να τσακίζουν κόκκαλα με τη γλώσσα τους. Τόσες ιστορίες είπαν τα στόματά τους, όχι όλες καλές, όχι όλες αγαπητικές. Αλλά με όλους τους περίεργους τους τρόπους, ακόμα και μέσα από την κακία τους, αναζητούσαν η μια την άλλη, χρειάζονταν η μια την άλλη ακόμα και μέσα στους καβγάδες τους. Αυτό το σύμπαν με όλη του την ομορφιά και την ασχήμια ήταν πολύ ομιλητικό, πολύ φλύαρο και πολύ θηλυκό. Ως εκ τούτου επικίνδυνο.
Και αναπόφευκτα μετά μιλούσα και εγώ πολύ. Ώρες στο τηλέφωνο. Από κοντά, στα σπίτια των αγαπημένων μου φιλενάδων. Στο σχολείο στο πρώτο και στο τελευταίο θρανίο. Δεν σταμάτησα ποτέ να φλυαρώ.
[Ακούσαμε αυτό τον απαράδεχτο τύπο να μας λέει ότι οι γυναικοκτονίες είναι αποτέλεσμα της φλυαρίας των γυναικών. Ακούω εδώ μέσα και διάφορους/ες να λένε ότι πολλή σημασία του δώσαμε, δεν αξίζει να ασχολούμαστε κ.λπ. Να το πούμε ξανά λοιπόν. Δεν ασχολούμαστε με τον Τζούμα (μόνο) αλλά με την πλατιά διαδεδομένη άποψη που λέει ότι είμαστε φλύαρες, κουτσομπόλες, υπερβολικές, υστερικές, ότι «τους πήραμε τα αυτιά» με τις πολλές μας τις κουβέντες. Μιλάμε, ναι. Ψιθυριστά, φωναχτά, στο τηλέφωνο, από κοντά. Μιλάμε συνεχώς. Προστατευόμαστε. Δημιουργούμε τους κόσμους μας, οργανώνουμε το χάος μας. Έτσι, με αυτές τις κουβέντες μεγαλώσαμε. Και σε αυτές που μιλούσαν πολύ και φλυαρούσαν χρωστάμε πολλά:
Κατερίνα-Αμαρυλλίς, Ιφιγένεια, Νικολέτα, Ευτυχία, Τζένη, Κυβέλη, Χαρίκλεια, Χρυσταλλα, Ντιάνα, Ρενέ, Κική, Γεωργία, Αγγελίνα, Μαρούλλα, Στασού, Έφη, Έλλη, Έλενα, Δώρα, Στέλλα, Ειρήνη.]
Εικόνα εξωφύλλου: Ghadah Alkandari (2018), «The Gossip Mongers»