της Γρέβια Κατερίνας,
Ο Quino, δημιουργός της λατρεμένης Μαφάλντα μεταξύ άλλων, σε ένα του έργο αφηγείται την εξής ιστοριούλα: εύπορος μπαμπάς κουβαλάει γυρνώντας σπίτι έναν ονειρεμένο πανάκριβο σιδηροδρόμο για τα παιδιά του. Αυτά ξετρελαίνονται, στήνουν ενθουσιασμένα τον σιδηροδρόμο στο χαλί και ξεκινάνε το παιχνίδι.
Κάποια στιγμή το ένα πετάει το χαρτόκουτο του τρένου από το παράθυρο. Το βρίσκει μια παρέα από φτωχόπαιδα, ενθουσιάζονται με τη σειρά τους με το ωραίο γυαλιστερό χαρτόκουτο, το παίρνουν στη φαβέλα και στο επόμενο καρέ παίζουν τρισευτυχισμένα έχοντας μετατρέψει το χαρτόκουτο σε ένα αυτοσχέδιο έλκηθρο.
Η όλη ιστορία εξελίσσεται σε ελάχιστα, τρία ή τέσσερα καρέ, μέσα στα οποία όμως ο δημιουργός καταφέρνει να περιγράψει επακριβώς και ζωντανά το κοινωνικό χάσμα. Όχι μόνο στην Αργεντινή, παντού.
Επιπλέον, κάνει και ένα εύστοχο σχόλιο για την εφευρετικότητα που γεννά η φτώχεια, δυστυχώς αρκετά οικείο θέμα για την Ελλάδα, μια χώρα στην οποία η πείνα και η ανέχεια αποτελεί σχετικά πρόσφατο παρελθόν.
Φανταστείτε πόσο πολλαπλασιάζεται η εφευρετικότητα αυτή όταν είσαι και φτωχό και παιδί, έτσι; Παίζεις με οτιδήποτε βρεθεί μπροστά σου, ακόμα και με μια πόρτα με φωτοκύτταρο, κυρίως με πόρτα με φωτοκύτταρο. Εκτός βέβαια αν εκείνη τη μέρα, που να το ξέρεις, έχουν απενεργοποιήσει το φωτοκύτταρο και η πόρτα πέσει και σε πλακώσει.
Και την ώρα που η πόρτα σου συνθλίβει τη σπονδυλική στήλη και τον θώρακα, σε βλέπουν, περνάν από μπροστά σου και κανένας δεν σηκώνει την πόρτα. Έρχεται φορτηγό, ανοίγουν την πόρτα για να περάσει το φορτηγό και την ξανακλείνουν πάνω σου. Εβδομήντα λεπτά λέει ο ιατροδικαστής πήρε στην οχτάχρονη Όλγα να πεθάνει, εβδομήντα λεπτά φρικτού πόνου.
Το δικό της χαρτόκουτο αποδείχθηκε τελικά βαρύ κι ασήκωτο, αλλά απείρως βαρύτερα πρέπει να ήταν τα βλέμματα απάθειας, με αποκορύφωμα και μια κλωτσιά στο τέλος, για να δούμε αν το ζωύφιο είναι ακόμα ζωντανό.
Το υπέροχο “games without frontiers” μιλάει κι αυτό για παιδιά που παίζουν. Άσχετα που ο Peter Gabriel το πήγαινε για πολιτική αλληγορία, το θυμήθηκα από το στίχο του “if looks could kill they probably will” γιατί την Όλγα, ήταν τα βλέμματα που την πλάκωσαν, όχι η πόρτα. Games without frontiers, war without tears…