της Σοφίας Χατζοπούλου,
O διάσημος δημιουργός του Σέρλοκ Χολμς, Άρθουρ Κόναν Ντόυλ, εξιστορούσε μέσα από τον ήρωά του τη διαστροφή του επαγγέλματός του, ότι δηλαδή, όπου όλοι οι άλλοι έβλεπαν απλά όμορφα σπίτια σε ήρεμους κήπους και αλσύλλια, αυτός δεν έβλεπε παρά μόνο απομόνωση και ένα καλά κρυμμένο σκηνικό για φόνο.
Ένα έγκλημα σαν κι αυτό που περιγράφει ο Ντόυλ, φρικιαστικά ενορχηστρωμένο, έγινε πάλι πρώτη είδηση στις τηλεοράσεις, ανοίγοντας τις πόρτες των τραγικών οικογενειών που εμπλέκονται στο πλατύ κοινό, το οποίο αποσβολωμένο παρακολουθεί τα επεισόδια της Αγκάθα Κρίστι να παίρνουν σάρκα και οστά.Αυτή τη φορά όμως δεν είναι τηλεταινία να την παρακολουθείς από την άνεση και ασφάλεια του καναπέ σου, είναι η πραγματική ζωή. Ή μήπως όχι;
Αυτό που βλέπεις και ακούς στους δέκτες σου όλες αυτές τις μέρες ερευνών, ειδικών αναλύσεων και αναπαραστάσεων ωχριά μάλλον μπροστά στις αστυνομικές παραγωγές. Οι ειδησεογραφικές εκπομπές όλον αυτό το καιρό έχουν σκηνοθετήσει την αστυνομική σειρά που θα τους εξασφαλίσει υψηλά ποσοστά αγωνίας και φόβου, άρα και τηλεθέασης. Έχουν δώσει όλες τις τραγικές λεπτομέρειες της πράξης, έχουν κάνει όλες τις εικασίες που θα ικανοποιήσουν όλα τα βολικά στερεότυπα, και τώρα η πραγματικότητα έρχεται να τους δωρίσει το καλύτερο τέλος του μυστηρίου, ένα ανομολόγητο, διαβολικό τέλος που όπως όλοι, αστυνομία και δημοσιογράφοι, σπεύδουν να δηλώσουν, το υποψιάζονταν αλλά δε μπορούσαν να το δεχτούν.
Γιατί όμως άραγε δε μπορούσαν να το δεχτούν; Τα εγκλήματα τέτοιου είδους δυστυχώς δεν είναι κάτι περίεργο ή πρωτοφανές. Τι είναι αυτό που σόκαρε τόσο πολύ σε αυτή την περίπτωση ώστε να μη μπορείς καν να ξεστομίσεις αυτό που σκέφτεσαι; Η δημοσιογράφος σε ιδιωτικό κανάλι το περιέγραψε με κάθε ακρίβεια μέσα από την ειλικρινή της αφέλεια. “Βλέπεις δυο όμορφα, αγαπημένα παιδιά με το μωρό τους, στο όμορφο σπίτι τους…ο άντρας με μια πολύ καλή δουλειά, επιτυχημένος, με οικονομική επιφάνεια…μπορούσαν να έχουν ότι ήθελαν, ταξίδια, κοινωνική ζωή…και μετά ακούς ότι τη σκότωσε..”
Ναι, για μια στιγμή είδαμε όλοι αυτό που έβλεπε ο Σέρλοκ Χολμς, την απομόνωση, τη μοναξιά, τη δυστυχία, τη νοσηρότητα που μπορεί να κρύβεται πίσω από όλα αυτά. Είδαμε ότι οι βολικές παραδοχές μας και τα στερεότυπα καταφύγια της ανασφάλειάς μας είναι ψεύτικες κατασκευές που μάλιστα καλλιεργούνται επιμελώς από το κυρίαρχο σύστημα και τους ντελάληδές του, τα μέσα μαζικής προπαγάνδας (η λέξη ενημέρωση είναι πια μάλλον ευφημισμός).
Αυτή η κοινωνία, η κοινωνία των πολιτικά και οικονομικά ισχυρών και τα φερέφωνά τους, έσπευσαν παρά τις ‘ανομολόγητες υποψίες τους’ να μιλήσουν για οργανωμένο έγκλημα, για σεσημασμένους κακοποιούς, για αλλοδαπούς που “λυμαίνονται την κοινωνία από τότε που γέμισε η χώρα από αυτούς” , για το συνήθη δηλαδή ύποπτο, για αυτόν που θα σε κάνει να αγοράσεις συστήματα ασφαλείας, να χειροκροτήσεις με ανακούφιση τη συνεχή ενίσχυση της αστυνομίας και την ανέγερση τειχών στα σύνορα της χώρας. Για τους ισχυρούς, βλέπεις, τα εγκλήματα είναι αυτά που διαπράττουν οι άλλοι όπως θα έλεγε ο Νόαμ Τσόμσκι, και πόσο μάλλον οι Άλλοι, οι διαφορετικοί, με διαφορετικό χρώμα ή ντύσιμο ή γλώσσα. Τι γίνεται όμως όταν ο εγκληματίας είναι εντός των πυλών; Τι γίνεται όταν ο εγκληματίας είναι ένας από μας ή ακόμα περισσότερο ένας από την ‘καλή’ κοινωνία, τους ‘άριστους’; Τι το κάνουμε το ‘success story’ τότε;
Οι δημοσιογράφοι δηλώνοντας ‘σοκαρισμένοι’, έσπευσαν να καλέσουν τους ειδικούς ψυχολόγους και να ανοίξουν εφηβικά ημερολόγια με ηδονοβλεπτική μανία για να εξηγήσουν τα “ανεξήγητα”, πως ένας ‘πετυχημένος’ γίνεται εγκληματίας. Σοκαρισμένοι ή όχι, ο σύζυγος παρέμεινε για όλους ο ‘Μπάμπης’, όπως με συμπάθεια τον αποκαλούσαν όταν προφασιζόταν το θύμα. Ο ‘Μπάμπης’ δεν έγινε ποτέ ο ‘Αλβανός’, ο ‘Πακιστανός’ ούτε καν ο ‘κατηγορούμενος’. Παραμένει ένα πρόσωπο με όνομα και όχι μια κατηγορία. Δε συμπαρασύρει μαζί του μια ολόκληρη κοινωνική τάξη, παραμένει το παιδί με το δράμα του οποίου ταυτίστηκε ο κόσμος, ενώ ταυτόχρονα οι ψυχολόγοι προσπαθούν να εξηγήσουν τη απροσδόκητη συμπεριφορά του.
Οι αναλύσεις βέβαια περιορίζονται σε μια εξατομικευμένη αντιμετώπιση του δράστη. Καμία κουβέντα για τους κοινωνικούς λόγους, για την “κοινωνία που προετοιμάζει το έγκλημα και τον εγκληματία που το διαπράττει” όπως θα έλεγε ο ιστορικός Χένρι Τόμας Μπάκλερ. Καμιά κουβέντα για το ιδιοκτησιακό καθεστώς που νομιμοποιείται μέσα από το γάμο, καμιά κουβέντα για την καπιταλιστική κουλτούρα και τις κοινωνικές απεικονίσεις της επιτυχίας στη ζωή (ανταγωνιστικότητα, χρήμα, καριέρα, καλός γάμος), καμιά κουβέντα για τις πατριαρχικές σχέσεις εξουσίας και τα πρότυπα που τρυπώνουν και εγκαθίστανται στις συνειδήσεις αγοριών και κοριτσιών από πολύ μικρή ηλικία μέσα από την οικογένεια, το σχολείο, ολόκληρη την κοινωνία καταδυναστεύοντας τη ζωή τους και τις επιλογές τους.
Καμιά κουβέντα για οτιδήποτε μπορεί να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά του συστήματος και να φέρει στην επιφάνεια ό,τι ‘σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας’.
Ο ‘Μπάμπης’, ο ‘Γιάννης’, η ‘Μαρία’, η ‘Ελένη’, ή ακόμα καλύτερα για τη ‘διασφάλιση της τάξης και της εθνικής ενότητας’, κάποιος αλλοδαπός χωρίς όνομα θα είναι πάντα οι πρωταγωνιστές του δράματος, ενός δράματος με πολύ πιο βαθιές αιτίες…
Και φυσικά ο “Μπάμπης” κατά το Λοβέρδο και όχι μόνο, δικαιούται στο όνομα των ίσων δικαιωμάτων, συνεπιμέλεια του παιδιού.