Εκτύπωση

του Θοδωρή Βουρεκά,

«Δός μοι τούτον τον ξένον» είναι ένας ψαλμός, «στιχηρόν ἰδιόμελον ψαλλόμενον τῷ ἁγίῳ καί μεγάλῳ Σαββάτῳ», με ιδιαίτερη ποιητική αξία και ακόμη πιο αξιοπρόσεκτο περιεχόμενο. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι ανάγεται στις ιδέες της ισότητας, του κοινοτισμού και της αλληλεγγύης των πρωτοχριστιανών. Βρίσκεται δηλαδή στον αντίποδα της σύγχρονης ξενοφοβίας, του ρατσισμού, των διακρίσεων και του εθνικιστικού μίσους πολλών ιεραρχών, αλλά και πολλών δήθεν πιστών χριστιανών, που εκδηλώνονται έντονα με αφορμή τα κύματα των κατατρεγμένων προσφύγων από τους πολέμους και τις επεμβάσεις των ισχυρών στις μέρες μας.

Καταχωρούμε ένα αντιπροσωπευτικό απόσπασμα από το ιδιόμελο «Δός μοι τούτον τον ξένον», που περιγράφει την ικεσία του Ιωσήφ του από Αριμαθαίας προς τον Πιλάτο για να αποκαθηλώσει και να παραλάβει το νεκρό σώμα του επιστήθιου φίλου του Ιησού και να το ενταφιάσει.

 «…δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ὁμόφυλοι μισοῦντες θανατοῦσιν ὡς ξένον·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ξενίζομαι βλέπειν τοῦ θανάτου τὸ ξένον·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅστις οἶδεν ξενίζειν τοὺς πτωχούς τε καὶ ξένους·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ἵνα κρύψω ἐν τάφῳ, ὃς ὡς ξένος οὐκ ἔχει τὴν κεφαλὴν ποῦ κλῖναι·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ἡ Μήτηρ καθορῶσα νεκρωθέντα ἐβόα·
Ὦ Υἱὲ καὶ Θεέ μου, εἰ καὶ τὰ σπλάγχνα τιτρώσκομαι,
καὶ καρδίαν σπαράττομαι, νεκρόν σε καθορῶσα,
ἀλλὰ τῇ σῇ ἀναστάσει θαρροῦσα μεγαλύνω…»

Μια απόπειρα μετάφρασης:

«…δώσ’ μου τούτον τον ξένο,
που από βρέφος σαν ξένος στον κόσμο φιλοξενήθηκε·
δώσ’ μου τούτον τον ξένο,
που ομόφυλοί του σαν ξένο θανατώνουν μισώντας τον·
δώσ’ μου τούτον τον ξένο,
που παράξενο μου φαίνεται, σ’ αυτόν του θανάτου το παράδοξο να βλέπω·
δώσ’ μου τούτον τον ξένο,
που είναι αυτός που ήξερε τους φτωχούς και τους ξένους στοργικά να συντρέχει·
δώσ’ μου τούτον τον ξένο,
να τον κρύψω σε τάφο, μιας κι ο ίδιος σαν ξένος δεν έχει που το κεφάλι να γείρει·
δώσ’ μου τούτον τον ξένο,
που η Μάνα του σαν τον είδε πεθαμένο θρηνούσε:
Αχ Γιε μου και Θεέ μου, αν και με σωθικά λαβωμένα και καρδιά,
σπαραγμένη εντός μου σαν σε βλέπω νεκρό,
προσδοκώντας τη δικιά σου Ανάσταση,
πιο πολύ σε δοξάζω…»

Εικόνα εξωφύλλου: Μark Chagall (1938), Λευκή Σταύρωση

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here