της Συντακτικής Επιτροπής,
Ελληνική Επανάσταση 1821. 200 Χρόνια από τον Μεγάλο Αγώνα της Ελευθερίας
Εισαγωγικό Σημείωμα
Συμπληρώνονται φέτος 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση του 1821, του σημαντικότερου ιστορικού γεγονότος που οδήγησε στη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, κράτους εθνικού στη μορφή του και αστικού στο κοινωνικό του περιεχόμενο, και στη συγκρότηση του ελληνικού λαού σε έθνος. Αυτό συντελέστηκε με την ανατροπή της εξουσίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε λίγες περιοχές του νοτιοβαλκανικού χώρου. Από την πλευρά των λαϊκών στρωμάτων που με αποφασιστικότητα πήραν μέρος στην επανάσταση, ήταν αγώνας για την ελευθερία, για την έξοδο από το καθεστώς του ραγιά και την κοινωνική καταπίεση ενός βαθιά παρακμασμένου και οπισθοδρομικού κοινωνικού σχηματισμού όπως ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία των αρχών του 19ου αιώνα. Η Ελληνική Επανάσταση είναι η ιστορική και πολιτική αφετηρία για την αλλαγή των δομών της προεπαναστατικής ελληνικής (ελληνόφωνης χριστιανικής) κοινωνίας. Ολοκληρώνεται η συγκρότηση της σε έθνος και αλλάζουν οι κοινωνικές – παραγωγικές σχέσεις. Η διαδικασία αυτού του μεγάλου μετασχηματισμού έχει ξεκινήσει από τα προεπαναστατικά χρόνια, με την ανάπτυξη του εμπορικού και ναυτιλιακού κεφαλαίου, την εμπορευματοποίηση της βιοτεχνικής και αγροτικής παραγωγής και ολοκληρώνεται κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Η πορεία προς την Επανάσταση έχει καθοριστικά σημεία – σταθμούς και είναι αποτέλεσμα μεγάλων διεργασιών τόσο στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και στο διεθνές επίπεδο της εποχής.
Η Επανάσταση είναι κορυφαίο ιστορικό παράδειγμα ενός λαού που επαναστάτησε ενάντια στους τυράννους του μέσα σ’ διεθνές κλίμα που σφραγίζεται από την Ιερή Συμμαχία και την καταδίωξη των επαναστατικών ιδεών και κινημάτων της εποχής. Ξεσπάει σε μια εποχή ήττας για τα επαναστατικά κινήματα και την εδραίωση της απολυταρχικής αντίδρασης στο ευρωπαϊκό σκηνικό. Όμως, η κυριαρχία του πνεύματος της Ιερής Συμμαχίας μετά το συνέδριο της Βιέννης δεν στάθηκε ικανή ούτε ν’ ανακόψει το ξέσπασμα της επανάστασης ούτε την εξέλιξή της. Αντίθετα, ήταν αυτή που αναδιάταξε το ευρωπαϊκό διπλωματικό σκηνικό, αδυνατίζοντας το αντιδραστικό μόρφωμα του Μέττερνιχ και αναγκάζοντας τις λεγόμενες Μεγάλες Δυνάμεις να τοποθετηθούν απέναντι στην Επανάσταση με βάση τα δικά τους συμφέροντα. Προσπαθούμε να δούμε την έκρηξη της Επανάστασης μέσα από τις μεγάλες εξελίξεις που διαμορφώθηκαν στον χώρο της Βαλκανικής χερσονήσου από τα μέσα του 17ου αιώνα, όταν ξεκίνησε η μεγάλη κρίση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και διαμορφώθηκαν νέες κοινωνικές – παραγωγικές σχέσεις στο εσωτερικό της και νέα κοινωνικά υποκείμενα, η ελληνική αστική τάξη και ο ελληνικός εθνικισμός, ο οποίος μάλιστα είναι ο ισχυρότερος και αυτός που προηγήθηκε από τους άλλους βαλκανικούς. Σημεία – σταθμοί είναι η ανάπτυξη του ευρωπαϊκού και νεοελληνικού διαφωτισμού, με κορυφαίες στιγμές το έργο του Αδαμάντιου Κοραή, του Ρήγα Βελεστινλή, την έκδοση της Ελληνικής Νομαρχίας (1806) και τη συγκρότηση της Φιλικής Εταιρείας.
Σήμερα η Επανάσταση παρουσιάζεται από την κυρίαρχη οπτική μέσα από δύο ρεύματα: ένα εκσυγχρονιστικό / ευρωπαϊκό και το παραδοσιακό / εθνικό με την επιρροή της ελληνοχριστιανικής ιδεολογίας και της ρομαντικής ιστοριογραφίας που διαμορφώθηκε τον 19ο αιώνα από τους Παπαρηγόπουλο και Ζαμπέλιο. Και οι δύο εκδοχές αυτής της ιστοριογραφίας, κυρίως δε η δεύτερη που εγκαθιδρύθηκε μέσα από τον κρατικό λόγο ως απόλυτη αλήθεια, επηρέασαν καθοριστικά τη σχολική ιστορία και διαμόρφωσαν την αντίληψη των μαθητών για το 1821. Η δεύτερη εκδοχή βρίσκει και σήμερα τον συνεχιστή της στη σημερινή Υπουργό Παιδείας που ζητά η ιστορία στο σχολείο να διδάσκεται κάτω από εθνική και όχι κοινωνιολογική οπτική, δηλαδή κάτω από την οπισθοδρομική προσέγγιση του εθνικισμού και της ελληνοχριστιανικής ιδεολογίας.
Στον αντίποδα αυτών των ρευμάτων ξεκίνησε από τον μεσοπόλεμο η ανάπτυξη της μαρξιστικής ιστοριογραφίας με βασικές στιγμές το έργο του Γ. Κορδάτου και του Σ. Μάξιμου και αργότερα το έργο του Ν. Ψυρούκη, του Κ. Μοσκώφ, του Λ. Παπανικολάου και τις σύγχρονες μελέτες του Γ. Μηλιού. Η πορεία της είχε αρκετές ασυνέχειες και δυσκολίες, αλλά η παρουσία της καθόρισε συνολικά τη διαμόρφωση της ιστοριογραφίας στην Ελλάδα.
200 χρόνια μετά η Ελληνική Επανάσταση εξακολουθεί να αποτελεί πηγή έμπνευσης.
Η μελέτη της ιστορίας μέσα από κρατικές επιτροπές και ο γιορτασμός των διάφορων εθνικών επετείων είναι μια ιδεολογική κατεργασία της ιστορίας από την εκάστοτε κρατική εξουσία και στοχεύει τις συνειδήσεις των πολιτών της και στη διασφάλιση των πολιτικών της στοχεύσεων για το παρόν και το μέλλον. Δεν έχει καμιά σχέση με την επιστημονική μελέτη των ιστορικών γεγονότων, ούτε αποτελεί προσπάθεια κατανόησής τους. Ο στόχος είναι ο λεγόμενος εθνικός φρονηματισμός και η δημιουργία πνεύματος «εθνικής ενότητας».
Η ιδεολογική μυθοποίηση της ελληνικής επανάστασης ξεκινά από τις πρώτες δεκαετίες του νεοελληνικού κράτους και εντείνεται στα μέσα του 19ου αιώνα. Απόψεις για το «κρυφό σχολειό», για την «25η του Μάρτη και το λάβαρο της Αγίας Λαύρας» είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου αυτής της διαδικασίας. Η «νέα» ιστοριογραφική αντίληψη που θα επικρατήσει από τα μέσα του 19ου αιώνα με την ανατροπή των ιδεών του διαφωτισμού και την αντικατάστασή τους από τον ρομαντισμό οδηγεί στη διαμόρφωση της εικόνας ενός πανάρχαιου έθνους που σύσσωμο επαναστατεί ενάντια στον ξένο κατακτητή. Βλέπει μια «εθνική συνέχεια» που εξελίσσεται αναλλοίωτη μέσα στον χρόνο και την επανάσταση ως αποτέλεσμα μιας απόλυτης εθνικής ομοφωνίας.
Δεν γιορτάζουμε μέσα από κανένα πνεύμα εθνικής ενότητας το μεγάλο αυτό ιστορικό γεγονός. Απορρίπτουμε τον ρόλο της Επιτροπής «Ελλάδα 1821-2021», όπως απορρίπτουμε την αντίληψή της για την Ιστορία και το μέλλον. Η δική μας τιμή σ’ αυτόν τον κορυφαίο αγώνα της ελευθερίας είναι ο ουσιαστικός προβληματισμός για αυτόν και προπάντων οι σημερινοί μας αγώνες για έναν κόσμο δικαιοσύνης και ελευθερίας.
Το πρώτο καθοριστικό σημείο είναι η μεγάλη κρίση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα μέσα 17ου αιώνα.
Η ελληνική επανάσταση είναι καρπός των μεγάλων κοινωνικοοικονομικών και ιδεολογικών διεργασιών που συντελούνται από τα μέσα του 18ου αιώνα με την ανάδυση νέων κοινωνικών – παραγωγικών σχέσεων στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τη μετατόπιση των κέντρων του οθωμανικού εμπορίου από τις ανατολικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας στις δυτικές επαρχίες της (Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη) και το πέρασμά του αποκλειστικά στα χέρια χριστιανικών πληθυσμών.
Από τα μέσα του 17ου αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία μπαίνει σε μια μεγάλη κρίση που θα διαρκέσει τους δύο με δυόμιση επόμενους αιώνες και θα είναι το υπόβαθρο των μεγάλων ιστορικών αλλαγών που θα συντελεστούν στους κόλπους της. Ο παλιός τρόπος παραγωγής, στον οποίο είναι στηριγμένη η Αυτοκρατορία στην κλασσική της περίοδο, ο ασιατικός, που στηρίζεται στην κρατική ιδιοκτησία της γης με οικονομικό, στρατιωτικό και πολιτικό κύτταρο το τιμάριο, μπαίνει σε φάση αποσύνθεσης. Το τέλος των κατακτητικών πολέμων είναι η ορατή και αναγνωρίσιμη αιτία. Ωστόσο, όχι η σημαντικότερη. Η εσωτερική κοινωνική αποσύνθεση εκφράζεται με την απόφαση των ραγιάδικων πληθυσμών να μην συνεχίσουν ν’ αποδέχονται τη βαριά φορολογία των κατακτητικών πολέμων και με τις μεγάλες μεταναστεύσεις αυτών των πληθυσμών από τον πεδινό στον ορεινό χώρο και σε κέντρα της δυτικής Ευρώπης. Η αδυναμία της να αντιμετωπίσει την ανώτερη στρατιωτική τεχνολογία των Αψβούργων την οδηγεί σε απώλεια εδαφών, ειδικά μετά τη δεύτερη πολιορκία της Βιέννης και στη βαθιά κρίση του στρατού της. Το τιμάριο αποσυντίθεται ως βασικός οικονομικός και πολιτικός θεσμός και τη θέση του παίρνει το εμπορευματικό τσιφλίκι που είναι η αφετηρία νέων κοινωνικών – παραγωγικών (πρωτο-καπιταλιστικών) σχέσεων. Η κοινωνική αυτή κρίση επηρεάζει καθοριστικά τόσο τη δομή της εξουσίας της αυτοκρατορίας όσο και τη δομή της ίδιας της άρχουσας τάξης, η οποία μέχρι τώρα συγκροτείται γύρω από το κράτος. Η κεντρική εξουσία της Πύλης αποδυναμώνεται και τον παλιό τιμαριώτη – κρατικό υπάλληλο του Σουλτάνου αντικαθιστά ένα καινούριο στρώμα γαιοκτημόνων (ayans), το οποίο είναι ισχυρό σε τοπικό επίπεδο και τα επόμενα χρόνια θα έρθει σε σύγκρουση με την Πύλη για την ενίσχυση της εξουσίας του (π.χ. Πασβάνογλου, Αλή Πασάς των Ιωαννίνων, Τζεζάρ της Συρίας, Καραοσμάνογλου της Σμύρνης) που λειτουργούσε αυθαίρετα και καταπιεστικά απέναντι στους ραγιαδικούς πληθυσμούς και ενίσχυε τις αποσχιστικές τάσεις στην Αυτοκρατορία.
Το δεύτερο καθοριστικό σημείο είναι ολόκληρος ο 18ος αιώνας και ειδικότερα η συνθήκη του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή (1774) και οι Ναπολεόντειο Πόλεμοι που οδηγούν στη μεγάλη ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας, στη συγκρότηση μιας αστικής τάξης γύρω από τα ναυτικά νησιά και στο πέρασμα του εμπορίου της Αυτοκρατορίας από το 1792 και μετά στα χέρια των Ελλήνων. Η ίδια διαδικασία συντελέστηκε και με τις παροικίες του εξωτερικού όσο και στον νοτιοβαλκανικό χώρο με την ανάπτυξη του εμπορίου, της βιοτεχνίας και της αγροτικής παραγωγής και την ένταξή τους στις νέες παραγωγικές σχέσεις. Οι εξελίξεις αυτές έχουν ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης σε χριστιανικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τόσο από την πλευρά των φορέων της αστικής τάξης όσο και από την πλευρά των αγροτικών μαζών και των μεσαίων στρωμάτων καθώς αυτά εντάσσονται στη διαδικασία της εμπορευματικής παραγωγής. Η διαδικασία του εξελληνισμού αφορά τα αστικά εμπορικά στρώματα.
«Με το να γίνονταν κανείς “Έλληνας” αποχτούσε υψηλότερη κοινωνική θέση. Έτσι οι πλούσιοι ένιωθαν ικανοποίηση με το να ονομάζονται “Έλληνες” και οι ορθόδοξοι Αλβανοί, Βλάχοι και Μακεδονο-Βλάχοι, Σλάβοι και Βούλγαροι έμποροι του 18ου αιώνα έπαιρναν κανονικά αυτή την ονομασία»[1] ή όπως αλλιώς έχει διατυπωθεί «σ’ αυτήν ακριβώς την περίοδο εντείνεται η διαδικασία εξελληνισμού. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια διαδικασία πρόσβασης στην αστική τάξη, τη νέα ανερχόμενη τάξη που έβλεπε τον εαυτό της σαν τη νέα δύναμη που θα αφύπνιζε την αποτελματωμένη βαλκανική κοινωνία.»[2] Δημιουργείται έτσι αρχικά σε βαλκανικό επίπεδο μια ενιαία και με συνεκτική λειτουργία τάξη εμπόρων, μεταπρατική στον χαρακτήρα της. Πρόκειται για μια διαβαλκανική αστική τάξη που χρησιμοποιεί ως γλώσσα έκφρασης τα Ελληνικά. Οι χριστιανοί αστοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υιοθετούν από νωρίς την ελληνική γλώσσα ως όργανο επικοινωνίας στις συναλλαγές τους, γιατί χρειάζονται ένα σταθερό όργανο επικοινωνίας και από την άλλη θέλουν να έρχονται σε επαφή και να έχουν την υποστήριξη των χριστιανικών αρχών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προκειμένου ν’ αντιμετωπίζουν τις αυθαιρεσίες των Οθωμανικών αρχών.
Η πολιτιστική υπεροχή της ελληνικής γλώσσας είναι μια εδραιωμένη πραγματικότητα μετά την Άλωση και στηρίζεται στην παραχώρηση εξουσίας στο Πατριαρχείο πάνω σε όλους τους Ορθόδοξους πληθυσμούς της Αυτοκρατορίας. Με την επέκταση της εξουσίας του σε όλες τις ορθόδοξες προ-αστικές εθνότητες της Βαλκανικής, εξουσία που δεν είχε κατά τους χρόνους του Βυζαντίου, η χρήση της ελληνικής γλώσσας αποκτά ένα ηγεμονικό πλεονέκτημα. Η χρήση της είναι πλέον προνομιακή, καθώς είναι η μόνη από τις γλώσσες που συγκροτείται σε γραπτό λόγο με την ανάπτυξη τυπογραφίας και το τύπωμα βιβλίων σ’ αυτήν. Έτσι από νωρίς αναπτύσσεται γρήγορα και περιθωριοποιεί του άλλους χριστιανικούς πολιτισμούς της Βαλκανικής.
Η διαδικασία του εξελληνισμού είναι αποτέλεσμα των μεγάλων κοινωνικών διεργασιών που συντελούνται και έχει σχέση με την ανάδυση των νέων κοινωνικών σχέσεων. Αρχές του 19ου αιώνα η ανάπτυξη του πολιτικού εθνικισμού οδηγεί στη συγκρότηση της εθνικής συνείδησης των χριστιανικών ελληνόφωνων λαϊκών στρωμάτων.
Το τρίτο καθοριστικό σημείο είναι ο ρόλος του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, της Γαλλικής Επανάστασης και το κίνημα του νεοελληνικού διαφωτισμού. Βασικότερα αποτελέσματα είναι η διαμόρφωση εθνικής συνείδησης και η ανάπτυξη ενός πολιτικού εθνικισμού που εκφράζεται σε διάφορες εκδοχές, είτε μετριοπαθείς με το έργο του Κοραή, είτε πιο ριζοσπαστικές με το έργο του Ρήγα και το κείμενο του Ανώνυμου Έλληνα, την Ελληνική Νομαρχία (1806). Ο νεοελληνικός διαφωτισμός διαποτίζει το πνεύμα της νεοελληνικής παιδείας με τον ορθολογισμό, εισάγει τη διδασκαλία των μαθηματικών και των θετικών επιστημών, την ιδέα της ανεξιθρησκίας και των πολιτικών δικαιωμάτων. Σε μια δεύτερη, πιο ολοκληρωμένη, φάση, ειδικά με το έργο του Ρήγα, γίνεται πιο πολιτικός, και στα πλαίσιά του διαμορφώνεται ιδεολογικά η αναγκαιότητα της ανεξαρτησίας μέσα από διαφορετικούς δρόμους και οπτικές. Από τη μια η πρόταση του Κοραή, που εξαρτά την ανεξαρτησία από την επέκταση της παιδείας στους κόλπους του λαού, από την άλλη η πίστη στον Ναπολέοντα και η προσφυγή σ’ αυτόν για απελευθέρωση των Ελλήνων (Ρήγας) και τέλος η πρόταση για Επανάσταση από τον ίδιο τον λαό (Ελληνική Νομαρχία, 1806).
Τόσο το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης, όσο και η διάδοση των ιδεών της στον χώρο της νότιας Βαλκανικής και τα Επτάνησα πυροδοτεί τον φόβο των κυρίαρχων τάξεων και την αντίδρασή τους, που εκδηλώνεται αρχικά μετά τη συνθήκη του Ιασίου (1792), στη συνέχεια με τη μαρτυρική εκτέλεση του Ρήγα (1797) την καταδίκη του από το Πατριαρχείο και την κάθοδο των Γαλλικών στρατευμάτων στα Επτάνησα (1798). Η έκδοση της «Πατρικής Διδασκαλίας» (1798), που καταδικάζει την καινοφανή ιδέα της ελευθερίας και συνιστά πίστη και υποταγή στην «κραταιά βασιλεία», δηλαδή την οθωμανική εξουσία, και το έργο του Αθ. Πάριου αποτελούν την αντίδραση στις καινούριες επαναστατικές ιδέες και την προσπάθεια να καταπολεμηθούν, προσπάθεια που εκπορεύεται κυρίως από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.
Το τέταρτο καθοριστικό σημείο είναι η δημιουργία της Φιλικής Εταιρείας. Η Φιλική Εταιρεία ιδρύεται το 1814 και οργανώνεται με βάση τα συνωμοτικά πρότυπα των καρμπονάρων. Η Εταιρεία είναι αυτή που διαμορφώνει και το πρώτο σχέδιο για το ξεκίνημα της Επανάστασης.
Το ξεκίνημα της Επανάστασης γίνεται στις παραδουνάβιες ηγεμονίες όταν ο Α. Υψηλάντης στις 24 Φεβρουαρίου 1821 δημοσιεύει την περίφημη προκήρυξη «Μάχου Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» και μαζί με τον Μ. Σούτσο και τον Θ. Βλαδιμηρέσκου προχωρούν στην πρώτη αναμέτρηση με τα οθωμανικά στρατεύματα. Για την κίνησή τους αυτή θα εισπράξουν τον αφορισμό του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Το ξεκίνημά της, τόσο στις αυτόνομες ηγεμονίες της Βλαχίας και Μολδαβίας, όσο και στην Πελοπόννησο ανάμεσα στο δεύτερο δεκαήμερο του Μάρτη του 1821 είναι έργο της Φιλικής Εταιρείας.
Το πέμπτο σημείο είναι η κοινωνική συμμαχία πάνω στην οποία στηρίχτηκε η επανάσταση. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της επανάστασης διαμορφώνεται πρώτα από την ανοιχτή ρήξη με το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ένα σύστημα βαθιά καταπιεστικό και παρακμιακό για την έξοδο από το καθεστώς του ραγιά με την προσδοκία ενός κράτους που θα πραγμάτωνε την πολιτική ελευθερία και θα εξασφάλιζε την κοινωνική προκοπή του λαού, κάτι που δεν έγινε.
Η επανάσταση έχει χαρακτήρα αστικό με την έννοια της δημιουργίας ενός κράτους εθνικού στη μορφή του και αστικού στο κοινωνικό του περιεχόμενο. Η εθνικοαπελευθερωτική της διάσταση προκύπτει ακριβώς από τον στόχο να δημιουργηθεί ακριβώς ένα ανεξάρτητο εθνικό κράτος μέσα από ρήξη με τον ασιατικό δεσποτισμό, με μια εξουσία δηλαδή που έχει διαφορετικό θρησκευτικό και φυλετικό χαρακτήρα.
Οι πολιτικοί θεσμοί που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της επανάστασης ήταν θεσμοί αστικοί, που εμπνέονταν από τη φιλελεύθερη ιδεολογία της Γαλλικής Επανάστασης και τις αρχές του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Είναι οι μόνοι αντικειμενικοί δείκτες με βάση τους οποίους μπορεί κανείς να διαβάσει τον χαρακτήρας της Επανάστασης, ακόμα και αν στην πράξη παρέμειναν λειψοί ή αναστάλθηκε η εφαρμογή τους μέσα από τον κοινωνικοπολιτικό ανταγωνισμό ακόμα και για μεγάλες χρονικές περιόδους. Δεν είναι οι υποκειμενικές απόψεις των αγωνιστών που εκφράστηκαν σε μεταγενέστερη εποχή με τα Απομνημονεύματά τους οι πηγές από τις οποίες μπορεί να δηλωθεί ο χαρακτήρας της επανάστασης. Είχε χαρακτήρα αστικό ακόμα και με την έννοια ότι κατέλυσε το κοινωνικό και οικονομικό καθεστώς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις περιοχές που αρχικά επικράτησε και αργότερα επεκτάθηκε, και δημιούργησε έναν εθνικό κοινωνικό σχηματισμό στον οποίο σε μια ορισμένη πορεία κυριάρχησε ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής.
Οι κοινωνικές τάξεις που υπάρχουν στην προεπαναστατική κοινωνία έχουν μια διαφορετική στάση απέναντι στην Επανάσταση.
Η αστική τάξη που δημιουργείται από τα μέσα του 18ου αιώνα δεν είναι ενιαία. Αντίθετα, αποτελείται από διάφορες μερίδες και στρώματα που διαφοροποιούνται ανάλογα με τους οικονομικούς και γεωγραφικούς χώρους που δρουν. Ο κατακερματισμός αυτός οφείλεται τόσο στη διασπορά της όσο, κυρίως, στο γεγονός ότι δεν έχει δημιουργηθεί δικό της κράτος που θα ενοποιεί τα συμφέροντά της.
Η μεγάλη αστική τάξη που συγκροτείται γύρω από το εμπόριο των παροικιών είναι εξαρχής διστακτική απέναντι στο γεγονός της Επανάστασης. Αν και επιθυμεί την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους ως προστατευτικού πλαισίου για τα κεφάλαιά της, δεν είναι όμως καθόλου σίγουρη για την νικηφόρα έκβασή της, ούτε θέλει την είσοδο των λαϊκών μαζών στην επαναστατική διαδικασία. Άλλο κομμάτι της που δραστηριοποιείται μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και περιλαμβάνει τους πλοιοκτήτες των ναυτικών νησιών (Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά, Χίος, κ.ά.) έχει θιχτεί ιδιαίτερα από την οικονομική κρίση που ξεσπάει με το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων, που της αφαιρεί τον προνομιακό ρόλο που είχε στο μεσογειακό εμπόριο για μια εικοσαετία. Από την πλευρά του οθωμανικού κράτους όχι μόνο δεν απολαμβάνει κανένα προστατευτικό πλαίσιο, αλλά αντίθετα η στάση του είναι επισφαλής για τον οικονομικό της ρόλο. Είναι το ίδιο διστακτική απέναντι στο γεγονός της επανάστασης, αλλά όχι απόλυτα αρνητική. Ωστόσο, η βαθιά οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει μετά το 1813 συμπαρασύρει και όλα τα υπόλοιπα στρώματα της κοινωνίας.
Οι πρόκρικτοι – κοτζαμπάσηδες κυρίως της Πελοποννήσου είναι διστακτικοί ενώ σε άλλες περιοχές αρνητικοί (π.χ. Πήλιο), όχι μόνο γιατί και αυτοί δεν επιθυμούσαν την πολιτική και στρατιωτική ενεργοποίηση του λαϊκού στοιχείου αλλά και γιατί δεν είναι σίγουροι για το ποια θα ήταν η θέση τους σ’ ένα ανεξάρτητο κράτος, ούτε φυσικά αν θα μπορούσαν να διασώσουν τις μεγάλες ιδιοκτησίες τους μέσα σ’ αυτό. Βλέπουν την προοπτική δημιουργίας ανεξάρτητου κράτους μέσα από το πρίσμα των δικών τους συμφερόντων και την αναπαραγωγή της εξουσίας τους. Επίσης γνωρίζουν καλά από την προηγούμενη περίπτωση των Ορλοφικών (1770) ότι σε περίπτωση αποτυχίας του εγχειρήματος θα υποστούν καταστροφή, και οικονομική και προπάντων φυσική. Είναι ένα στρώμα που από τη μια πλευρά έχει πρόσδεση στον οθωμανικό φορολογικό και διοικητικό μηχανισμό, με την εκμίσθωση των φόρων και από την άλλη μέσω της μεγάλης γαιοκτησίας που κατέχει έχει εκτεθεί στις νέες οικονομικές λειτουργίες του εμπορευματικού τσιφλικιού και του εμπορίου της μεγάλης κλίμακας και έχει αστικοποιηθεί σ’ έναν ορισμένο βαθμό.
Η Εκκλησία διαφοροποιείται στο εσωτερικό της αφενός σε ανώτερη ιεραρχία, η οποία στο μεγαλύτερό της μέρος στάθηκε με την πλευρά της οθωμανικής εξουσίας και λειτουργούσε ως εγγυητής της υποταγής των ραγιάδων στην «Κραταιά Βασιλεία» (Πατρική Διδασκαλία, αφορισμοί των εθνικοαπελευθερωτικών ιδεών και της επανάστασης), και αφετέρου στο τμήμα της εκείνο, αποτελούμενο από μεσαία στελέχη κυρίως, που υπήρξε φορέας των ιδεών του νεοελληνικού διαφωτισμού και συμμετείχε στη Φιλική Εταιρεία και τη βάση των απλών παπάδων που είναι στο ίδιο καθεστώς μ’ αυτό των ραγιάδων. Η στάση της πλειοψηφίας της ανώτερης εκκλησιαστικής ιεραρχίας υπήρξε εχθρική απέναντι στην Επανάσταση, και στο ξεκίνημά της και καθόλη τη διάρκειά της.
Οι Φαναριώτες στη νεοελληνική συνείδηση έχουν καταγραφεί ως μια ομοιογενής κοινωνική ομάδα με αριστοκρατική υπόσταση. Ωστόσο, στην περίοδο ανάμεσα στο τέλος του 17ου αιώνα και τις αρχές του 18ου συντελούνται σημαντικές ανακατατάξεις στους κόλπους της συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας. Η παλιά αριστοκρατική ομάδα, που έλκει την καταγωγή της από τη βυζαντινή αυτοκρατορία, ανατρέπεται από την ομάδα των νεόπλουτων – αστών, η οποία έχει σχηματίσει μια πρωτόλεια εθνική συνείδηση. Η άνοδος των Φαναριωτών συντελείται κατά την εποχή που διαμορφώνονται οι πρώτες καπιταλιστικές σχέσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ενώ παράλληλα αναπτύσσεται η παγκόσμια αγορά και οι διεθνείς οικονομικές και διπλωματικές σχέσεις με τη σύγχρονη οικονομική έννοια των όρων. Οι Φαναριώτες συγκροτήθηκαν ως φορείς των νέων αυτών σχέσεων και λειτούργησαν ως κρατική και χρηματιστική μερίδα του ανερχόμενου αστισμού. Από τα μέσα του 18ου αιώνα υιοθέτησαν την ιδεολογία του ελληνικού εθνικισμού» (Μηλιός, Γ. Ο Ελληνικός Κοινωνικός Σχηματισμός, σ. 174). Οι Φαναριώτες ως κοινωνικό στρώμα παρέμειναν προσδεμένοι στον αυτοκρατορικό μηχανισμό, ενώ λίγοι απ’ αυτούς πήραν μέρος στο κίνημα της Μολδοβλαχίας ή στελέχωσαν τον λεγόμενο κύκλο της Πίζας (Α. Μαυροκορδάτος, κ.ά.) και μετείχαν στην πολιτική διεύθυνση της επανάστασης στηρίζοντας καθαρά τα αστικά συμφέροντα.
Οι καπεταναίοι – στρατιωτικοί ηγέτες της Επανάστασης. Οι στρατιωτικοί ηγέτες της επανάστασης, παρά το γεγονός ότι έδωσαν με επιτυχία τις περισσότερες μάχες και απελευθέρωσαν μεγάλο κομμάτι της επικράτειας απ’ αυτό που μετέπειτα αναγνωρίστηκε ως νεοελληνικό κράτος, δεν διαθέτουν την πολιτική σκέψη ώστε να ξεφύγουν από τα στενά όρια του τοπικισμού, ούτε είχαν αντιληφθεί τη βαθύτερη πολιτική σημασία της επανάστασης, δηλαδή τη συγκρότηση μιας εξουσίας ενιαίας σε όλη την επικράτεια και μέσα απ’ αυτή να στηρίξουν τα συμφέροντα του λαού. Ο τοπικισμός παραπέμπει στο παρελθόν, στην πολιτική και διοικητική δομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και όχι στον καινούριο κόσμο που φέρνει η Επανάσταση. Παράλληλα, σε κρίσιμες στιγμές συγκρότησης του κράτους έδειξαν συμβιβαστικές τάσεις προς τους κοτζαμπάσηδες (π.χ. η σύγκρουση του Υψηλάντη με τους Πελοποννήσιους κοτζαμπάσηδες στα Βέρβενα και η συμβιβαστική στάση του Κολοκοτρώνη, η συμμαχία του στον πρώτο εμφύλιο με τους Δεληγιανναίους). Οι καπεταναίοι, όσο κι αν είναι το στρώμα που προέρχεται από τον λαό και είναι πιο κοντά του, δεν ταυτίζονται μ’ αυτόν και σε διάφορες περιπτώσεις διέπραξαν αυθαιρεσίες σε βάρος του.
Ο λαός (αγροτικά στρώματα, μικροβιοτέχνες , τεχνίτες, ναύτες των πληρωμάτων του εμπορικού στόλου κ.ά.) αποτελεί τον αποφασιστικότερο παράγοντα που πραγματοποιεί την επανάσταση και μέσα απ’ αυτή αποβλέπει στην έξοδο από το καθεστώς του ραγιά και στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους που θ’ άλλαζε το καθεστώς της ζωής του. Ωστόσο, διαψεύδεται καθοριστικά σ’ αυτό.
Το ξεκίνημα της Επανάστασης θα στηριχτεί κοινωνικά στη συμμαχία μεσαίων αστικών στρωμάτων του ελλαδικού χώρου με τις αγροτικές μάζες που δέχονται τη μεγαλύτερη καταπίεση του οθωμανικού πολιτικού και οικονομικού μηχανισμού. Αυτές οι κοινωνικές δυνάμεις θα προχωρήσουν με αποφασιστικότητα στη στρατιωτική σύγκρουση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, εκφραζόμενες πολιτικά από τη Φιλική Εταιρεία και στρατιωτικά από το κίνημα της κλεφτουριάς, που αποτέλεσε τον μόνο και πραγματικό στρατό της επανάστασης. Στην αποφασιστικότητα της συμμαχίας να προχωρήσει την επανάσταση, τα μεγαλοαστικά στρώματα και οι κοτζαμπάσηδες σύρθηκαν αναγκαστικά μη έχοντας καμιά άλλη δυνατότητα να λειτουργήσουν διαφορετικά. Από τα πρώτα βήματα θα επιδοθούν σ’ έναν σκληρό πολιτικό αγώνα για τον έλεγχο του κράτους και την κατοχύρωση της ηγεμονίας τους μέσα απ’ αυτό.
Η επανάσταση ξεσπά στην Πελοπόννησο το δεύτερο δεκαήμερο του Μάρτη του 1821[3] και συνεχίζεται με καθοριστικούς σταθμούς στο στρατιωτικό επίπεδο την πολιορκία της Τρίπολης και την ήττα των στρατευμάτων του Δράμαλη τον Ιούλιο του 1822. Στο πολιτικό επίπεδο γίνονται τα πρώτα βήματα για τη συγκρότηση του Κράτους με τη δημιουργία τοπικών πολιτευμάτων στα οποία κυριαρχούν οι πρόκριτοι και στη συνέχεια με το πολίτευμα της Επιδαύρου (Δεκέμβριος – Ιανουάριος 1821), με το οποίο συγκροτείται η αστική εξουσία σε εθνικό επίπεδο και διαμορφώνεται Σύνταγμα κατά το πρότυπο των φιλελεύθερων πολιτευμάτων της Γαλλικής Επανάστασης. Από τα πρώτα της βήματα, η επανάσταση χαρακτηρίζεται από έντονη ταξική διαμάχη για τη συγκρότηση της κρατικής εξουσίας. Το πρώτο βήμα αυτής της διαμάχης είναι η συμμαχία μιας συντηρητικής μερίδας αστών πολιτικών -ο κύκλος της Πίζας- με επικεφαλής τον Α. Μαυροκορδάτο και τον Θ. Νέγρη με τους πρόκριτους της Πελοποννήσου και τους αστούς της Ύδρας με σκοπό να περιθωριοποιήσουν τη Φιλική Εταιρεία και το ριζοσπαστικό της πνεύμα, κυρίως δε να της αφαιρέσουν τον ηγετικό ρόλο στην Επανάσταση, πράγμα που τελικά κατάφεραν. Στην πολιτική ήττα των Φιλικών θα συντελέσει η ήττα του κινήματος της Μολδοβλαχίας αλλά και η αδυναμία της να έχει πολιτικό σχέδιο για τη μορφή του κράτους και να κινητοποιήσει τον λαό υπέρ της. Σ’ αυτές τις συνθήκες επικράτησε πολιτικά η ομάδα του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου στην Α’ Εθνοσυνέλευση που, όπως σωστά σημειώνει ο Γ. Κορδάτος, «αναμφιβόλως, ήτο ο καλύτερος και διωρατικότερος νους της εποχής εκείνης για την εξυπηρέτησιν όχι των συμφερόντων του λαού αλλά της αστικής μερίδας και των τσιφλικάδων» ( Γ. Κορδάτος, Η Κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα, 1977, σ.169).
Καταφέρνουν ακόμα να κρατήσουν σε δεύτερους ρόλους στη δομή της νέας εξουσίας τους στρατιωτικούς ηγέτες της Επανάστασης. Η παραπέρα πορεία με την προσπάθεια αυτού του ταξικού συνασπισμού εξουσίας να αποκτήσει μια πλήρη ηγεμονία στη νέα δομή της εξουσίας και στην πλήρη περιθωριοποίηση του λαϊκού στοιχείου.
Αυτό εκφράστηκε στο σύνταγμα του Άστρους με την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας και την κατάργηση της θέσης αρχιστρατήγου που οδηγεί στην πλήρη αποβολή των στρατιωτικών από την κυβέρνηση και την αποδυνάμωση της θέσης του Κολοκοτρώνη. Βασικό σημείο ακόμα ήταν η εκποίηση των εθνικών κτημάτων τα οποία οι πρόκριτοι – κοτζαμπάσηδες με το πρόσχημα της εξασφάλισης εσόδων για τον αγώνα προσπάθησαν να ιδιοποιηθούν. Η ένταση της ταξικής διαμάχης οδηγεί στους δύο εμφύλιους πολέμους (1824-1825) στις δολοφονίες αγωνιστών και στη φυλάκιση του Κολοκοτρώνη στην Ύδρα. Παράλληλα, αρχίζει η εκστρατεία του Ιμπραήμ εναντίον της Επανάστασης με την καταστροφή της Κάσου, της Κρήτης και την απόβαση στην Πελοπόννησο, που φέρνει την επανάσταση στο χείλος της καταστροφής. Η στρατιωτική ήττα είναι αναπόφευκτο γεγονός και η όποια εξέλιξη θα κριθεί στο πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο με καθοριστικούς παράγοντες τους ταξικούς ανταγωνισμούς στο εσωτερικό της ανάμεσα στις πολιτικές φατρίες – «κόμματα» Αγγλικό, Γαλλικό, Ρωσικό και τον διεθνή συσχετισμό ανάμεσα στις λεγόμενες Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής.
Από το πρωτόκολλο της Πετρούπολης (1826), την Ιουλιανή Συνθήκη (1827), τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827) μέχρι το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830), το ελληνικό ζήτημα είναι πεδίο ανταγωνισμού ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής που οδηγεί σταδιακά στη διπλωματική αναγνώριση ενός μικρού ελληνικού κράτους. Στο εσωτερικό η σύγκρουση έχει φτάσει σε τέτοιο επίπεδο ανάμεσα στις πολιτικές φατρίες γύρω από την τύχη του αγώνα που καμιά από τις φατρίες δεν μπορεί να κυριαρχήσει. Διαμορφώνεται μια κατάσταση ισορροπίας (βοναπαρτισμός) ανάμεσα στις ανταγωνιζόμενες φατρίες που οδηγεί στη λύση του Καποδίστρια και στην αναστολή του δημοκρατικότερου συντάγματος που διαμόρφωσε η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας. Η «λύση» του Καποδίστρια που επέβαλε το ρωσικό κόμμα σε συμμαχία με κάποιες άλλες πολιτικές μερίδες υπονομεύεται συστηματικά από τη συμμαχία των αστών της Ύδρας, των προκρίτων της Πελοποννήσου και του Αγγλικού και Γαλλικού κόμματος και οδηγεί στη δολοφονία του (Σεπτέμβριος 1831).
Από την επανάσταση ο λαός βγήκε ηττημένος. Δεν υπάρχει ισχυρότερη απόδειξη γι’ αυτό από τις τύχες των αγωνιστών του ‘21 στο μετεπαναστατικό νεοελληνικό κράτος. Η πολιτική τύχη τους σφραγίστηκε από διώξεις και η ζωή τους κύλησε μέσα στη φτώχεια και την εξαθλίωση. Τα εθνικά κτήματα παρέμειναν υποθηκευμένα για δεκαετίες. Η καταφυγή στη ληστεία πολλών από αυτούς ήταν αναγκαιότητα για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Το αγροτικό ζήτημα παρέμεινε για δεκαετίες άλυτο. Τα περίφημα δάνεια της «ανεξαρτησίας» τροφοδότησαν δύο μεγάλες χρεοκοπίες του ελληνικού κράτους, το 1827 και το 1844 και έβαλαν τις βάσεις για τον φαύλο κύκλο του δανεισμού που μας σημάδεψε και μας σημαδεύει καταστροφικά μέχρι σήμερα. Ο κορυφαίος ρόλος της Φιλικής Εταιρείας στην Επανάσταση αποσιωπήθηκε συστηματικά στο νεοελληνικό κράτος, και αυτή η σιωπή, όχι τυχαία, συνεχίζεται ως τις μέρες μας. Οι Φιλικοί παρέμειναν στην αφάνεια και πέθαναν μέσα στη φτώχεια. Η αυταρχική «λύση» της μοναρχίας των Βαυαρών που επιβλήθηκε από τις αστικές δυνάμεις που δεν ολοκλήρωσαν την κυριαρχία τους στην Επανάσταση και από τις Μεγάλες Δυνάμεις οδήγησε στην καταστολή των δημοκρατικών ελευθεριών και στους αγώνες για την αποκατάστασή τους (συνταγματικό κίνημα 1844, Μακρυγιάννης / Καλλέργης Ναυπλιακή Εξέγερση 1862). Σ’ ολόκληρο τον 19ο αιώνα προχώρησε η ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού δείχνοντας την εκμεταλλευτική του φύση στη νεοδημιουργημένη εργατική τάξη των τελευταίων δεκαετιών. Προχώρησε ακόμα η συγκρότηση του ελληνικού αστικού κράτους ως μηχανισμού ταξικής κυριαρχίας και πάντως όχι δημοκρατίας. Η μοναρχία εδραιώθηκε για δεκαετίες στην πολιτική ζωή της χώρας. Η εθνική ολοκλήρωση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού προχώρησε με την ενσωμάτωση άλλων περιοχών στο ελληνικό κράτος (Επτάνησα 1864, Θεσσαλία 1881) και με την πολεμική σύγκρουση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τους άλλους βαλκανικούς εθνικισμούς στις αρχές του 20ού αιώνα. Τέλος, η Μεγάλη Ιδέα έκλεισε τον κύκλο της στα παράλια της Μικράς Ασίας και στη Σμύρνη τον Αύγουστο 1922, αφού πρώτα είχε τροφοδοτήσει ιδεολογικά την τυχοδιωκτική εκστρατεία του ελληνικού αστισμού στη Μικρά Ασία. Το τέλος της ήρθε μαζί με μια ιστορικών διαστάσεων καταστροφή για τον ελληνικό λαό. Το εκπαιδευτικό σύστημα που οικοδομήθηκε στα χρόνια των Βαυαρών εδραιώθηκε πάνω στον ψευτοκλασσικισμό. Ήταν κλειστό, ελιτίστικο και ταξικό. Η κυριαρχία της καθαρεύουσας υπήρξε αδιαμφισβήτητη για δεκαετίες και η δημοτική περιφρονήθηκε και αποκλείστηκε μέχρι το 1976 και από τη δημόσια ζωή μέχρι το 1982.
Σημειώσεις
[1] Stogianovich, T. (1979). «Ο κατακτητής ορθόδοξος Βαλκάνιος έμπορος» στο Σπ. Ασδραχάς (επιμ.) Οικονομική Δομή των Βαλκανικών Χωρών (15ος -19ος αιώνας) Αθήνα: ΜΕΛΙΣΣΑ (σ. 328).
[2] Τσουκαλάς, K. (1976). Εξάρτηση και Αναπαραγωγή. Ο Κοινωνικός Ρόλος των Εκπαιδευτικών Μηχανισμών στην Ελλάδα (1830 -1922), Αθήνα: Θεμέλιο (σ. 42-43).
[3] Η μυθολογία του νεοελληνικού κράτους γύρω από την έναρξη της Επανάστασης που ξεκινά στα χρόνια του Όθωνα με την υπογραφή επίσημου διατάγματος (1838) θέλει να ξεκινά η Επανάσταση στις 25 Μάρτη 1821 με την ευλογία των αρμάτων στο μοναστήρι της Αγ. Λαύρας από τον Π. Πατρών Γερμανό. Όμως, όπως έχει αποδείξει η ιστορική έρευνα, τίποτε απολύτως δεν συνέβη εκείνη την ημέρα -ο Π. Πατρών δεν βρίσκονταν στα Καλάβρυτα (βλ. Τ. Σταματόπουλος, Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός χωρίς δάφνες, εκδ. ΚΑΛΒΟΣ). Για την Ιδεολογική σημασία αυτής της επιλογής βλ. Γ. Μηλιός, 1821 Ανιχνεύοντας το Έθνος, το κράτος και τη Μεγάλη Ιδέα, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2020. Αφενός αποδίδεται ένας θρησκευτικός χαρακτήρας στο γεγονός και αφετέρου αποκόπτεται από το κίνημα στις ηγεμονίες και θεωρείται ένα γεγονός εντός των συνόρων του νεοελληνικού κράτους.