Εκτύπωση
της Έλενας Στριφτόμπολα,

Όταν ονειρεύτηκα ότι ο Μονέ, ο Βαν Γκογκ και η Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα βολτάρανε στην πραγματική και ψηφιακή μου τάξη με τα πινέλα τους, μεμιάς εξαφανίστηκαν οι γκρινιάρες γεροντοκόρες της τηλεδιάσκεψης με τα βελονάκια για είδη προικός και οι μουράτοι προικοθήρες τους

Σε άρθρο του Δ. Κουτσογιάννη, καθηγητή του Τμήματος Φιλολογίας ΑΠΘ, με τίτλο: «Ψηφιακή τεχνολογία, κοινωνική ανισότητα και σχολείο: σκέψεις με αφετηρία τις συζητήσεις την περίοδο του κορονοϊού» (βλ. στο δικτυακό τόπο του esos, 17/04/2020), τίθενται ζητήματα για την ψηφιακή εκπαίδευση που δεν μπορούν να προσπεραστούν με γρήγορες, πρόχειρες και βιαστικές απαντήσεις. Στο συγκεκριμένο άρθρο αναφέρθηκα και σε άλλο πρόσφατο κείμενό μου στην ηλεκτρονική σελίδα του «Σελιδοδείκτη». Εκεί, όμως, δεν υπήρχε ο χώρος για μια μεγαλύτερη στάση στο θέμα. Αλλά καθώς το ζήτημα με «έτρωγε» καιρό τώρα και προτού καν διαβάσω το προαναφερθέν άρθρο, αποφάσισα να ξαναγυρίσω σε αυτό. Στο μεταξύ ενίσχυσαν την επιστροφή μου αυτή και άλλες αφορμές, όπως η προσεκτική ανάγνωση του άρθρου του παλιού δασκάλου μου Α. Λιάκου, στην ηλεκτρονική σελίδα της εφημερίδας «Η Αυγή», στις 03/05/2020, με τίτλο: «Πλοήγηση μέσω κρίσεων».

Η ψηφιακή εκπαίδευση εν γένει, που απασχολεί μέρος του προαναφερθέντος άρθρου του Λιάκου, αλλά και εκείνου του Κουτσογιάννη στο σύνολό του, καθώς και, ειδικότερα, η ΕξΑΕ, αποτελούν τους δικούς μου δείκτες εδώ για τις σκέψεις-σχόλια που θα εκτεθούν παρακάτω.

Η ψηφιακή εκπαίδευση είναι από καιρό παρούσα και δεν μπορούμε να την αγνοήσουμε, να καμωνόμαστε πως δεν τη βλέπουμε. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι το υπουργείο Παιδείας, χρόνια τώρα, αυτή τη στάση απέναντι στην ψηφιακή εκπαίδευση, τη στάση του στρουθοκαμηλισμού, τηρεί και επιφυλάσσει για τη σχολική καθημερινότητα, με άλλα λόγια εκεί που κρίνονται τα σημαντικά. Το ίδιο πράττει ακόμα και σήμερα και παρά τις όποιες κούφιες εξαγγελίες της πολιτικής ηγεσίας του. Αυτό το ίδιο υπουργείο που, τώρα, σε διαφημιστικού τύπου στημένες τηλε-περφόρμανς παρουσίασης του υποτιθέμενου δημιουργικού έργου του με το αντιεκπαιδευτικό του νομοσχέδιο, εμφανίζεται θιασώτης της ψηφιακής εκπαίδευσης. Για λίγα λεπτά της ώρας, όμως, μέχρι να κλείσουν οι κάμερες και να δημιουργηθούν εντυπώσεις και εντυπωσιασμοί, γιατί αυτό δεν κοστίζει. Ενώ το άλλο, το βαθύ και ουσιαστικό, θέλει πόρους, οικονομικούς και άλλους άμεσα εξαρτημένους από τους πρώτους, όπως σε ανθρώπινο δυναμικό και υλικό εξοπλισμό, για τους οποίους καμία πρόθεση δεν υπάρχει ώστε να δοθούν στο δημόσιο σχολείο. Όπως και να ’ναι, πάντως, όλοι κατανοούμε ότι η ψηφιακή εκπαίδευση έχει έρθει για να μείνει. Ήρθε με το μεγάλο επιστημονικό, τεχνολογικό και κοινωνικό μετασχηματισμό των τελευταίων 30 χρόνων τουλάχιστον. Και όχι μόνο με μορφή καρικατούρας, όπως μέσα από τον πρόσφατο ζήλο για τηλε-επιτήρηση της σχολικής πράξης, ζωής και κοινότητας. Είναι κάτι όπως η παγκοσμιοποίηση, όπως άλλοτε ήταν η Βιομηχανική επανάσταση. Δεν μπορεί να αγνοηθεί, δεν μπορεί να παρακαμφθεί, δεν έχει εξ ορισμού πρόσημο πλην (-) ή συν (+). Σε μεγάλο βαθμό, θα αποκτήσει τέτοιο ανάλογα με τη δική μας δράση και τοποθέτηση. Συχνά θα αναβοσβήνουν ταυτόχρονα ή εναλλάξ και οι δύο ενδείξεις, άλλοτε και αλλού περισσότερο ή λιγότερο. Δικαίως μας βάζει σε σκέψεις, σε κριτικό στοχασμό και αναστοχασμό, αλλά οι λουδισμοί δε βοηθούν πάντα, δε μας πάνε εκεί που θέλουμε να πάμε όλες τις φορές. Ο λουδισμός μπορεί να είναι ένα εργαλείο κοινωνικής δράσης αρκετές φορές, για ποικίλους λόγους, αλλά δεν είναι το μόνο. Χρειάζεται να ξέρεις πότε έχεις ανάγκη σφυρί και πότε κατσαβίδι, πότε κατεδαφίζεις και πότε χτίζεις, τοποθετείς. Γι’ αυτό ένα εργαλείο δεν είναι πανάκεια. Εγώ θα έβλεπα εποικοδομητική μια στάση που την ώρα που θα αρνείται τη χρήση-εξάμβλωμα της ψηφιακής εκπαίδευσης που προτείνει κάθε Κεραμέως, Διαμαντοπούλου κλπ., κλπ., θα υφαίνει, θα σχηματίζει πάνω στον καμβά της, ταυτόχρονα και λόγω αυτής της άρνησης, περισσότερο ή λιγότερο ιμπρεσιονιστικές μορφές-απόπειρες μιας βαθιά κριτικής δημιουργικής, ευφάνταστης γνώσης. Ή, μάλλον, τόσο ιμπρεσιονιστικές που θα αφήνουν τη δημιουργική σκέψη και φαντασία μας να την κάνει τοπόσημο και εργαλείο, ένα καταστατικό σημείο αναφοράς, ανάμεσα και σε άλλα, για τη μόρφωση του 21ου, χωρίς στενά κουστουμάκια φτωχής και μίζερης, μυωπικής «Καμερεωφαντασίας». Από την άλλη, μορφές-απόπειρες τόσο ξεκάθαρα διακριτές για τις προθέσεις τους για μια μόρφωση πλέρια και για όλους, με την κυριολεκτική έννοια των λέξεων. Ρεαλισμός στις προθέσεις, λοιπόν, με σαφή περιγράμματα και χάρτες για την πλοήγηση αλλά και ιμπρεσιονισμός στην επιτέλεση, με αυτενέργεια και όλα τα ενδεχόμενα να είναι και να παραμένουν ανοιχτά και συνεχώς.

Θα πει κάποιος, μπορεί να γίνουν αυτά σε ένα σχολείο και εκπαιδευτικό σύστημα κατά συρροή και βάναυσα βιασμένο, λεηλατημένο, πλιατσικολογημένο, από τους κάθε 2-3 χρόνια, συχνά άσχετους, μεταρρυθμιστές του αλλά και κοινωνικά/ταξικά όλο και πιο ασφυκτικά και απόλυτα οριοθετημένο; Θα απαντήσω ότι το αίτημα, κοινωνικό, πολιτικό, μορφωτικό και, άρα, αίτημα για ένα εκπαιδευτικό κίνημα και κίνημα πολιτισμού, θα πρέπει να θέσει τον πήχη στις ανάγκες μας, των καθημερινών πολιτών και όχι υπηκόων και καταναλωτών, επιμένω, των πολιτών του 21ου. Έχει έρθει η ώρα για να φύγουμε από το «τι δε θέλουμε» και να πάμε με σαφήνεια από το λουδισμό στον ιμπρεσιονισμό και το δικό του ρεαλισμό, που είναι η κατάφαση σε μια ανοιχτή δημιουργία που χωρά πολλές ερμηνείες και, άρα, πολλούς κόσμους. Καιρός να μη βλέπουμε τι κάνουν οι αφεντάδες μας και να απαντούμε σαν θυμωμένα μεν, μαλωμένα δε σκυλάκια, αλλά να δουν εκείνοι τι θα πρέπει να απαντήσουν σε αυτά που θα πούμε και θα κάνουμε εμείς. Καιρός να βάλουμε την κάμερα, τη δημιουργική, αυτή του κινηματογράφου και όχι την άλλη, του φτηνιάρικου σήριαλ σαπουνόπερας, να πάρει πολλά και μεγάλα πλάνα από την άλλη οπτική, τη δική μας οπτική. Και να μην ξεχάσουμε να φτιάξουμε τους πίνακες αλλά και τους χάρτες μας, τα ποιήματά μας αλλά και μελετήματά μας για όλα τα πονήματά μας (βλ. στο διαδίκτυο γι’ αυτό, την αποστομωτική, ρεαλιστική καθώς και συγκινητική απάντηση στην υπουργό Παιδείας για τις κάμερες στα σχολεία, του διευθυντή του 1ου δημοτικού σχολείου Καρπάθου, Γ. Μάρκου, με τίτλο: «Να βάλουμε κάμερες στο σχολείο όλες τις ημέρες, όλες τις ώρες. Γιατί, όχι;», 11/05/2020).

Τι χρειαζόμαστε λοιπόν; Την ψηφιακή εκπαίδευση τη χρειαζόμαστε, αλλά όχι έτσι όπως μας τη σερβίρει μέχρι στιγμής η «Καμερεωφαντασία» ως νοσηρή δυστοπία επιτηρούμενων τηλε-σχολείων για λόγους οικονομικού και κοινωνικοπολιτικού κόστους, άλλοθι και πρόσχημα για να κατεδαφίσει ό,τι θετικό έχει απομείνει στο σχολείο από άποψη δημιουργίας, φιλοπεριέργειας και φαντασίας, κριτικού στοχασμού, δημοκρατίας, ελευθερίας, αυτενέργειας και πλούσιου κοινωνικού σχετίζεσθαι στην έκφραση. Τη χρειαζόμαστε ως πολύτιμο μέρος και συστατικό ενός νέου γενικού εκπαιδευτικού προσανατολισμού, σχεδιασμού και προγράμματος που θα προσφέρει απλόχερα μέσα από το δημόσιο και δωρεάν σχολείο τον πλούτο της μόρφωσης ως πολιτισμικής διαδικασίας. Τη θέλουμε, την απαιτούμε ενταγμένη οργανικά σε ένα μορφωτικό-εκπαιδευτικό γίγνεσθαι όπου θα στηρίζει μια ζωντανή, με φυσική παρουσία, πλούσια εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά, την ίδια ώρα, θα στηρίζεται από αυτήν την τελευταία, θα «πατά» γερά σε αυτήν. Χωρίς αριθμούς συμμετεχόντων που σε λίγο θα θυμίζουν αριθμό επιβατών σε λεωφορείο και όχι σε σχολική τάξη. Μια διαδικασία κοινωνικό γεγονός με πολύ δημιουργικό χρόνο, σε φυσικό καλαίσθητο χώρο και, τονίζω ξανά, με φυσική «ζεστή» παρουσία. Γιατί η εκπαιδευτική διαδικασία είναι και πρέπει να είναι κατεξοχήν κοινωνική σχέση μεταξύ πραγματικών ανθρώπων που αλληλεπιδρούν ενώπιος ενωπίω, χωρίς οποιεσδήποτε έντονα αμφιλεγόμενες ή και επιζήμιες διαμεσολαβήσεις-συρρικνώσεις της επικοινωνίας τους. Κι αυτό το γνωρίζουν όλοι οι συμμέτοχοί της, εκπαιδευτές κι εκπαιδευόμενοι, καθώς και οι επιστημονικοί ερευνητές της. Αυτή, λοιπόν, την ψηφιακή εκπαίδευση την έχουμε ανάγκη, ήδη από χτες· όχι, όμως, τις καρικατούρες της, τις κακομοιριασμένες μεζούρες τυποποιημένων, «μπουκωμένων», βαρετών διδακτικών σεναρίων (που χρησιμεύουν μόνο για στομφώδεις εντυπωσιασμούς σε βιογραφικά σημειώματα και ανάλογες καριέρες και όχι για πραγματικούς συμμέτοχους της τάξης) και τις στείρες εξετασιολάγνες τράπεζες θεμάτων. Αντί αυτών, επιθυμούμε ψηφιακά αποθετήρια -όχι ως ασυγύριστες αποθήκες με σωρούς άχρηστων ή με ό,τι μας βρέθηκε στο χέρι αυτή τη στιγμή φτιαγμένο «στο πόδι» ή, ακόμα, με προθέσεις και στοχεύσεις καριερισμού- αλλά με υλικό προσεκτικά επιλεγμένο και σοφά διαρρυθμισμένο και ανάλογες βιβλιοθήκες και χώρους διάδρασης και κριτικής σκέψης και δημιουργίας, προσιτούς και εύχρηστους στην καθημερινή σχολική πραγματικότητα και με στοχοθεσία που θα δείχνει προς τη μεριά μιας βαθιά κριτικής μόρφωσης για τον άνθρωπο και πολίτη του 21ου. Ένας τέτοιος εκπαιδευτικός σχεδιασμός -και η παιδαγωγική φιλοσοφία πίσω από αυτόν- χρειάζεται πολλή σκέψη, συζήτηση (άγνωστη λέξη στην «Καμερεωφαντασία») με όλη την εκπαιδευτική κοινότητα και όχι μόνο με, κατά καιρούς και συγκυρίες, άλλοτε αριστερόστροφους, άλλοτε δεξιόστροφους κι άλλοτε ενδιάμεσους κεντρώους επαΐοντες που συχνά, όμως, λίγα σκαμπάζουν και ακόμα λιγότερα κατέχουν ή και κατανοούν από την εμπειρία της σχολικής τάξης, γιατί δεν καταδέχτηκαν ποτέ να ασχοληθούν με το βάθος της, αλλά θέλουν να έχουν λόγο· δεν είναι κομμάτι αντιφατικό αυτό, κατεξοχήν για όσους γνωρίζουν από επιστημονικό κύρος ή και διαθέτουν κιόλας από αυτό;

Δε θέλουμε, λοιπόν, την ψηφιακή εκπαίδευση για να είμαστε εμείς μοδάτοι αν και κακομοίρηδες υπήκοοι και οι με σκέρτσο (γκλα)μουράτοι προικοθήρες όλο και πιο φραγκάτοι πάνω στο κουφάρι του ελληνικού δημόσιου σχολείου, αλλά για να στηρίξει με τον πλούτο της τη μόρφωση των επόμενων πολιτών του 21ου. Εδώ να υπογραμμίσουμε ότι η ψηφιακή εκπαίδευση δε θα πρέπει να ταυτίζεται με την ΕξΑΕ ή τηλεκπαίδευση, η οποία αποτελεί μόνο ένα μέρος της. Άλλο η ψηφιακή εκπαίδευση, άλλο η ΕξΑΕ, αν και συγγενής και κομμάτι της πρώτης και εντελώς άλλο η χρήση της τηλεκπαίδευσης για τηλε-επιτήρηση. Το τελευταίο καμία σχέση δεν έχει με τα προηγούμενα. Και η όποια συρρίκνωση της ευρύτητας του όρου της ψηφιακής εκπαίδευσης δε μοιάζει να είναι ανεξάρτητη από θεωρήσεις με συγκεκριμένα ιδεολογικά πρόσημα -και τις ιδεολογικοποιήσεις και ιδεοληψίες που τις ακολουθούν.

Ειδικότερα, τώρα, από την ψηφιακή εκπαίδευση, το μέρος της που αφορά είτε την ασύγχρονη είτε τη σύγχρονη ΕξΑΕ έχει νόημα, όταν αυτό αλληλοσυμπληρώνεται και αλληλοϋποστηρίζεται από ένα σύστημα δια ζώσης εκπαίδευσης που ξέρει τι θέλει να κάνει προς την κατεύθυνση της πραγματικής και βαθιάς μόρφωσης των αποδεκτών του, κατεξοχήν στην εκπαίδευση των μαθητών μικρότερης ηλικίας, για λόγους κοινωνικοποίησης και ψυχολογικής στήριξης. Για την ακρίβεια, δε θα πρέπει να πρόκειται για δύο ασύνδετες, παράλληλες μεταξύ τους διαδικασίες, ούτε για χαλαρά και περιστασιακά συνδεδεμένες, αλλά για ένα σύστημα-δίκτυο, που θα τροφοδοτείται από τα επιμέρους μορφωτικά του μέρη που θα συναντώνται δημιουργικά και οργανικά, λαμβάνοντας υπόψη, πάντα, τον τρόπο πρόσληψής τους από τους εκπαιδευόμενους στους οποίους απευθύνεται και τις δυνατότητές τους, ανάλογα με τα ηλικιακά και κοινωνικο-πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά. Και, σίγουρα, διασφαλίζοντας τα προσωπικά δεδομένα των εμπλεκόμενων ανθρώπων στην εκπαιδευτική διαδικασία, τηρώντας για τα πρόσωπα όλων αυτών ένα βαθύ σεβασμό, το σεβασμό που τους αρμόζει (ψιλά γράμματα αυτά για την «Καμερεωφαντασία», θα μου πείτε). Τέλος, ας μην ξεχάσουμε εδώ να αναφέρουμε και να λάβουμε υπόψη, όσον αφορά τη σύγχρονη τηλεκπαίδευση κυρίως, την πλειάδα έγκυρων επιστημονικών ερευνών για τις δυσμενείς επιπτώσεις της στους χρήστες της από την κατάχρηση ή/και στρεβλή χρήση της και, ειδικά, όταν πρόκειται για παιδιά, έφηβους και άτομα νεαρής ηλικίας εν γένει, καθώς και το δημόσιο κοινωνικό διάλογο που γίνεται γι’ αυτό το θέμα, με αφορμή και βάση τα τεκμήρια και τον προβληματισμό που καταθέτουν οι προαναφερόμενες μελέτες (βλ. ενδεικτικά, στο διαδίκτυο, για τις έρευνες, το άρθρο με τίτλο: «Γιατί το Zoom είναι φρικτό», 04/05/2020, αλλά και για το δημόσιο κοινωνικό διάλογο, τις τοποθετήσεις της N. Klein, σε άρθρο με τίτλο: «Τηλε-new deal, το “Δόγμα του Σοκ” της πανδημίας», 16/05/2020). Ας μη λησμονήσουμε ακόμα, τη δημόσια συζήτηση στην κοινωνική σφαίρα, που γίνεται χρόνια τώρα, τουλάχιστον 2 δεκαετίες, για τη χρήση των μέσων και εργαλείων κοινωνικής δικτύωσης και τις επιπτώσεις της -θετικές ή/και αρνητικές- στην κοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπων και το μετασχηματισμό της. Αλλά και την προσπάθεια που γινόταν τα τελευταία χρόνια στα σχολεία για περιορισμό των αρνητικών συνεπειών αυτής της χρήσης και, μάλιστα, με τη βούλα του υπουργείου Παιδείας, συνήθως με το γνωστό και πολυαγαπημένο σε αυτό το υπουργείο, αλλά επιφανειακό και πρόχειρο και, γι’ αυτό, συχνά αναποτελεσματικό και αντιπαιδαγωγικό εργαλείο των απαγορεύσεων (αλήθεια, πόση υποκρισία, επιλεκτική αμνησία και αντίφαση).

Όσα προαναφέρθηκαν, βέβαια, σημαίνουν και προϋποθέτουν και μια άλλη φιλοσοφία κι έναν άλλο τρόπο δόμησης της γνώσης που θα παρέχεται στις πανεπιστημιακές σχολές που (δια)μορφώνουν εκπαιδευτικούς και εφοδιάζουν με αυτούς την κοινωνία.

Σημαίνουν και προϋποθέτουν και πόρους, γενναιόδωρους πόρους, όχι αυτούς τους τσιγκούνικους της τωρινής πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας και όχι μόνο. Για να πάρει το δημόσιο και δωρεάν σχολείο τη θέση που θα έπρεπε να έχει και, λόγου χάρη, να αγκαλιάσει τη διδακτική στήριξη των μαθητών του -για την ακρίβεια να την ενσωματώσει ολόκληρη, καθιστώντας περιττό το εξάμβλωμα της παραπαιδείας- με ανάλογες προσλήψεις εκπαιδευτικού προσωπικού και δόμηση του εκπαιδευτικού χώρου και χρόνου. Να στηρίζει το διάβασμα, τη μελέτη στο σχολείο. Να «απογειώσει» την έννοια της δημιουργικής κριτικής μόρφωσης, την εποχή που κατεξοχήν μπορεί να γίνει αυτό, με τη γνώση και τα εργαλεία που υπάρχουν. Να προσφέρει τη δυνατότητα ουσιαστικής και βαθιάς ενασχόλησης με την τέχνη μέσα σε αυτό. Και την πραγματική εκμάθηση των ξένων γλωσσών στο χωροχρόνο του (αλλά, έλεος, όχι από το νηπιαγωγείο!!!). Να εντάξει οργανικά την ειδική αγωγή μέσα στο «κανονικό» σχολείο και όχι δίπλα ή κάπου μακριά από αυτό, απαξιωμένη και αποξενωμένη, χτίζοντας και κατακτώντας στην πράξη το κοινωνικά «πολύχρωμο» σχολείο που έχει μία θέση για όλους στην παλέτα του. Κι ακόμα, οικοδομώντας μια υψηλά ποιοτική εκπαίδευση για τους πρόσφυγες και μετανάστες συμπολίτες, γείτονες και φίλους μας. Αλλά και μια εξίσου ποιοτική εκπαίδευση ενηλίκων, για τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας που λαχταρούν μια δεύτερη ευκαιρία. Και, σίγουρα, μια τεχνική-επαγγελματική εκπαίδευση ουσίας.

Μπορεί, είναι ικανή και επιθυμεί μια πολιτική ηγεσία στο τιμόνι του αρμόδιου υπουργείου που έχει δώσει δείγματα γραφής ότι σκέφτεται και πράττει με όρους συμβολαίων προίκας για τους όποιους μνηστήρες της, άλλοτε σε ψευδεπίγραφο (μετα)μοντέρνο και άλλοτε σε παραδοσιακό στυλ και μάλιστα σκληρής πατριαρχίας και σκοταδισμού, από τις τηλεδιασκέψεις μέχρι τις θρησκευτικές σχολικές γιορτές, να διαχειριστεί με θετικό πρόσημο το μέλλον μας αλλά και το παρόν μας; Και, ειδικά, και αυτό είναι το κύριο, όταν το κοινωνικό της γούστο συναντιέται και με κομβικής σημασίας κοινωνικοπολιτικές επιλογές που σκοτώνουν τη μόρφωση σε ένα δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα και, εν τέλει, την ίδια την υπόσταση του δημόσιου, καθολικού και δωρεάν σχολείου ως κοινωνικού γεγονότος, κυρίως για εκείνους που το έχουν απόλυτη ανάγκη; Νομίζω πως εδώ η απάντηση είναι περιττή.

Θα τελειώσω με 3 σημειώσεις, κάτι σαν υστερόγραφα.

Σημείωση πρώτη: Κάποιος πρέπει να ψιθυρίσει στον κο Μπογδάνο, Ψαριανό αλλά και σε άλλους ακόμα δημοσιογράφους και πολιτικούς -εδώ οι χαρακτηρισμοί και οι ιδιότητες με ή χωρίς εισαγωγικά, όπως θέλετε- ότι για να επιστρέψει κάποιος στην εργασία του πρέπει να έχει φύγει πρώτα. Κι εμείς αυτούς τους δύο μήνες δε λείψαμε ποτέ από την εργασία μας. Έτσι, απλά και λακωνικά, δε φύγαμε ποτέ. Και φαίνεται από τα έργα μας, που τα κάναμε κιόλας μόνοι μας εντελώς κι ευτυχώς μακριά από κάθε «Καμερεωφαντασία», της οποίας ο ορίζοντας και το όραμά της για την εκπαίδευση φαντάζει σαν το σπιτικό της Μπερνάντα Άλμπα, γερά θεμελιωμένο στη στέρηση της επιθυμίας, της χαράς και της απόλαυσης της γνώσης. Γιατί εμείς έχουμε δουλειά να κάνουμε, την ξέρουμε, την κάνουμε και την αγαπάμε. Την αποστρεφόμαστε μόνο όταν βλέπουμε πώς θέλουν να την καταντήσουν οι «αρμόδιοι» αυτή τη δημιουργική δουλειά. Η οποία, συν τοις άλλοις, δεν έχει σχέση και με τη λάσπη και τη χολή. Για αυτό και δε λερώνουμε αλλά δε λερωνόμαστε κιόλας. Απλή λογική κι αυτές οι διαφορές μεταξύ μας, ίσως αβυσσαλέες. Χαιρετίσματα στην εξουσία, λοιπόν και σε κάθε ξιπασμένη «Καμερεωφαντασία»· και… για τους λεκέδες-λακέδες σίγουρα θα υπάρχει κάποιο απορρυπαντικό.

Σημείωση δεύτερη: Πολλά ειπώθηκαν για το ορθογραφικό-γραμματικό λάθος σε πανό στις κινητοποιήσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας για το νομοσχέδιο-έκτρωμα του υπουργείου Παιδείας. Σωστό να επισημαίνονται τα λάθη, να αναγνωρίζονται και να διορθώνονται. Αν και η ουσία (της σκέψης) δεν εξαρτάται πάντα από την ορθογραφία. Όμως, αναρωτιέμαι, όσοι ασχολήθηκαν με υπέρμετρο ζήλο με το παραπάνω θέμα, θα ασχοληθούν, αν όχι με τον ίδιο υπέρμετρο ζήλο, έστω και λίγο -και για λόγους δικαιοσύνης αλλά και προσφοράς αντικειμενικής, αμερόληπτης δημοσιογραφίας- με το λάθος του ΙΕΠ; Στις αρχικές οδηγίες-προτάσεις του, για τα αντικείμενα προς διδασκαλία μετά την επανέναρξη των μαθημάτων, υπήρχε οδηγία-πρόταση προς τους φιλολόγους εκπαιδευτικούς για διδασκαλία αντικειμένων εκτός διδακτέας ύλης. Η οποία, τελικά, διορθώθηκε, καθώς, μετά από ερωτήσεις συναδέλφων και συντονιστών εκπαίδευσης, το ΙΕΠ συνειδητοποίησε το λάθος του και προέβη σε διευκρίνιση-διόρθωση. Άραγε, πρέπει το ΙΕΠ να γνωρίζει τις αναλυτικές οδηγίες διδασκαλίας των μαθημάτων, για τις οποίες κιόλας έχει σημαντικό μέρος ευθύνης και να δίνει την προσοχή που αρμόζει στις δημοσιεύσεις οδηγιών-προτάσεών του;

Σημείωση τρίτη: Θα πει κάποιος στο υπουργείο Παιδείας ότι το μάθημα στη σχολική τάξη, εδώ και αρκετές δεκαετίες ήδη και με βάση τις σύγχρονες παιδαγωγικές μεθόδους, δεν αποτελείται από ασύνδετα μεταξύ τους κομματάκια-κουρελάκια με διάφορα ονόματα, όπως παράδοση, εξέταση, στα οποία θα ανοιγοκλείνει η κάμερα, αλλά αποτελεί μια ενιαία διαδικασία που δεν επιδέχεται πια τέτοιους παρωχημένους κατακερματισμούς; Το γνωρίζει αυτό το υπουργείο Παιδείας του 21ου; Τότε, γιατί αυτές τις για γέλια και για κλάματα διατυπώσεις μπορεί να τις βρει κάποιος στην παράγραφο 3 Υ.Α. που αφορά τα εκπαιδευτικά μας πράγματα και είναι δημοσιευμένη σε Φ.Ε.Κ. (Τχ. Β΄, αριθμός φύλλου 1859, ημερομηνία 15.05.2020, σχετική σελίδα 19143);

Θα κλείσω, απαντώντας σε κάθε «Καμερεωφαντασία», με τους παρακάτω όμορφους στίχους του Γ. Αγγελάκα και τις μουσικές του ίδιου, του Ντ. Σαδίκη και των Επισκεπτών.

«Μα εγώ με ένα άγριο περήφανο χορό

Σαν αετός πάνω απ’ τις λύπες θα πετάξω

Σιγά μην κλάψω σιγά μη φοβηθώ…».

Αυτά σιγοψιθυρίζω την ώρα που γράφω ετούτες εδώ τις αράδες, καθώς με συντροφεύει χαμηλόφωνα η μουσική αλλά, κυρίως, η κοινωνική μελωδία των αγαπημένων Gravitysays_i, μέσα από το πραγματικά πολύτιμο, για τα θέματα που συζητάμε εδώ,The figures of enormous grey and the patterns of fraud.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here