Εκτύπωση
της Γιάννας Κατσιαμπούρα

 

Διανοούμενος: “Αυτός που φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν”

Από τα τέλη του 19ου αιώνα, οι διανοούμενοι, εκμεταλλευόμενοι την κοινωνική αποδοχή της θέσης τους στην παραγωγική διάρθρωση της κοινωνίας και τη θεσμική εγκυρότητα του λόγου τους, επιλέγουν να αναμειγνύονται στη δημόσια σφαίρα και να παρεμβαίνουν σε πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα που δεν σχετίζονται άμεσα με το επιστημονικό τους πεδίο.

Ιδρυτική πράξη της εμφάνισης της κατηγορίας «διανοούμενος» θεωρείται η παρέμβαση στην «υπόθεση Ντρέυφους» στη Γαλλία. Το 1894 ο συνταγματάρχης Ντρέυφους κατηγορείται για κατασκοπεία υπέρ της Γερμανίας, με ισχνό κατηγορητήριο και τιμωρείται με εξορία. Η υπόθεση αυτή άνοιξε τον ασκό του Αιόλου και για τον αντισημιτισμό που άρχισε να αναπτύσσεται στη Γαλλία.

Για πρώτη φορά μια σειρά άνθρωποι «των γραμμάτων» παρεμβαίνουν δημόσια εναντίον της απόφασης αυτής υπογράφοντας το Μανιφέστο των διανοουμένων, το 1898. Μεταξύ αυτών, οι σοσιαλιστές Ζαν Ζωρές και Λεόν Μπλουμ, ο Μαρσέλ Προυστ, ο Ανατόλ Φρανς και ο Εμίλ Ζολά, που δημοσιεύει το Κατηγορώ.[1]  Αποτέλεσμα αυτής της κινητοποίησης ήταν η δημιουργία της Ένωσης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το 1898, από τον Κλεμανσώ. Έτσι, η υπόθεση Ντρέυφους θέτει προς επανεξέταση μια σειρά χαρακτηριστικά της νεωτερικότητας, τη Δημοκρατία, τη δικαιοσύνη, τα δικαιώματα του ανθρώπου, τον αντισημιτισμό. Γι’ αυτό ακριβώς και θεωρείται συμβολική στιγμή για την εμφάνιση της κατηγορίας «διανοούμενοι».[2]

Εδώ είναι λοιπόν η πρώτη φορά που το επίθετο «διανοούμενος» χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, εννοιολογημένο ως εξής: αυτός που εκμεταλλευόμενος την όποια επιστημονική ή καλλιτεχνική εγκυρότητα κατέκτησε, αναμειγνύεται σε υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει καμία επίσημη αρμοδιότητα. Λειτουργεί ως ανατροπέας της τάξης, υπονομευτής του κράτους και του έθνους. Σε αυτό το πλαίσιο, διανοούμενος και αριστερός άνθρωπος των γραμμάτων είναι ταυτόσημες έννοιες.[3]

Για τον Ζαν Πωλ Σαρτρ, ο διανοούμενος φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν και κυρίως γίνεται αποσυνάγωγος της τάξης του (μικροαστικής ή μεσαίας, συνήθως).[4]  Κι εδώ ακριβώς έγκειται η διαφορά του νεωτερικού διανοουμένου από την φιλόσοφο του Διαφωτισμού: ο φιλόσοφος του Διαφωτισμού εναντιώνεται στην Αυλή και συνομιλεί με την καλλιεργημένη αστική τάξη και την αριστοκρατία. Ο διανοούμενος του 20ού αιώνα ζει εντός μιας πολύ πολυπλοκότερης κοινωνικής διάρθρωσης, σε πολιτικό πλαίσιο που χωρίζεται σε Αριστερά και Δεξιά. Η κοινωνική θέση του διανοούμενου, μέσα στη νεωτερικότητα με χαρακτηριστικά την εκβιομηχάνιση, την αστικοποίηση και την εμφάνιση της μαζικής κοινωνίας, άρα και του Τύπου και των εκδόσεων, αλλάζει και του επιτρέπει μια στοιχειώδη αυτονομία και χειραφέτηση: μπορεί να ζήσει πλέον χωρίς τη βοήθεια του οποιοδήποτε ηγεμόνα, από τα γραπτά του που επηρεάζουν τον δημόσιο χώρο.[5] Ο διανοούμενος πια όλο και συχνότερα αναλαμβάνει να πραγματώσει το δεύτερο μέρος της μαρξικής «11ης Θέσης για τον Φόυρεμπαχ»: να αλλάξει τον κόσμο. Θα τον βρούμε να κινητοποιείται στην περίοδο της εξέγερσης των Σπαρτακιστών και τη Βαϊμάρη, προκαλώντας τη χλεύη κλασικών ακαδημαϊκών σαν τον Μαξ Βέμπερ.[6] Οι συντηρητικοί εθνικιστές θα ορίσουν λοιπόν τον διανοούμενο του Μεσοπολέμου, συχνά Εβραίο, ως εκπρόσωπο της μισητής νεωτερικότητας, στόχο αρκετών συντηρητικών, που τη θεωρούν εποχή παρακμής.[7]

Είναι η εποχή που ο Αντόνιο Γκράμσι θα εισάγει την έννοια του «οργανικού διανοούμενου της τάξης», του διανοούμενου που εκπροσωπεί την τάξη του και του παραδοσιακού διανοούμενου. Προχωρεί παραπέρα, δε, ορίζοντας τα καθήκοντα του διανοούμενου της εργατικής τάξης, με βασική του αρχή τη μη αντίφαση μεταξύ διανοητικά και χειρωνακτικά εργαζόμενου, Homo faber  και Homo sapiens. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Γκράμσι, το έργο του οποίου καθόρισε την περαιτέρω συζήτηση, θεωρεί ότι οι διανοούμενοι εκπροσωπούν τις αντίπαλες τάξεις, διαχωρισμένοι σε “παραδοσιακούς” και “οργανικούς”, συγκεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στην ανάλυση του ρόλου του διανοουμένου της εργατικής τάξης, που γι’ αυτόν είναι το κομμουνιστικό κόμμα. Στόχος του οργανικού-συλλογικού διανοουμένου δεν είναι απλώς η διορθωτική παρέμβαση αλλά η ηγεμονία στο κοινωνικό επίπεδο.[8]

Οι διανοούμενοι στρατευμένοι στην Αριστερά και στο στρατόπεδο της κοινωνικής προόδου και των ανθρώπινων δικαιωμάτων θα αποτελέσουν έναν από τους κυρίαρχους στόχους για τα φασιστικά καθεστώτα. Ο Γιόζεφ Γκαίμπελς, π.χ., μιλά με περιφρόνηση για τους “φιλολόγους της ασφάλτου”, η άσφαλτος εδώ ως σύμβολο της παραμορφωμένης από τη νεωτερικότητα πόλης.[9]

Στην κυρίαρχη αντίληψη του Μεσοπολέμου λοιπόν ο διανοούμενος ταυτίζεται με την Αριστερά και την κριτική σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο. Ταύτιση που στηρίζεται βέβαια στην εμπειρία, μιας και μια σειρά κινητοποιήσεις διανοουμένων ενάντια στο φασισμό γνωρίζουν ιδιαίτερη μαζικότητα. Ωστόσο, δεν πρέπει εδώ να ξεχνιέται και η θέση του σταλινισμού απέναντι στο ρόλο των διανοουμένων (“μηχανικούς ψυχών” κατά Στάλιν), εκτός εάν πρόκειται για αυτούς που επέλεξαν την πειθαρχία στο καθεστώς.[10]

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο διεθνές πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, οι αριστεροί κριτικοί διανοούμενοι που κινητοποιούνται δυναμικά θα γίνουν άθυρμα και στα δύο στρατόπεδα, δυτικό και ανατολικό. Ιστορικά, η τελευταία μαζική εμφάνιση διανοουμένων με την έννοια της κριτικής απέναντι στη σχέση γνώσης κι εξουσίας προς όφελος των κυρίαρχων κοινωνικών μορφών είναι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν διανοούμενοι θα βρεθούν στο πλευρό των εξεγερμένων του Μάη του 68 αλλά και στα αναδυόμενα ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα (αντιαποικιακό, αντιφυλετικό, αντιπυρηνικό, φεμινιστικό).

Έκλειψη διανοουμένων;

Το ερώτημα που τίθεται σήμερα, στον ύστερο καπιταλισμό, είναι αν υπάρχει ο διανοούμενος που τολμά να σκέφτεται διαφορετικά και να ενεργεί με αίσθηση πολιτικής δέσμευσης, ηθικής πεποίθησης και κοινωνικής ευθύνης, που εξετάζει και παρεμβαίνει σε σημαντικά κοινωνικά θέματα. Η συζήτηση αυτή έχει απασχολήσει και συνεχίζει να απασχολεί τα τελευταία χρόνια, με επεξεργασίες που επικεντρώνονται στο ερώτημα για την ύπαρξη και το χαρακτήρα του διανοούμενου που εξακολουθεί να στρατεύεται σε κοινωνικά προτάγματα αλλαγής του δεδομένου συστήματος, παρ’ όλο που είναι πια προφανές ότι ένα μέρος, το μεγαλύτερο ίσως, από αυτή την κοινωνική ομάδα κατέληξε αποδεχόμενο την ηγεμονία του καπιταλισμού και της ανταλλακτικής αξίας ενδίδοντας εσωτερικά (ακόμη και με ζήλο) στις επιταγές της.[11] Το τέλος της ιστορίας, όπως ευαγγελίζονται ορισμένοι,[12] οδηγεί μονοσήμαντα στην απουσία όσων γνωρίζουν το πεδίο τους, διαθέτουν εύρος γνώσεων για άλλες όψεις του κόσμου, και δεν αποφεύγουν να εκφράσουν την άποψή τους στη δημόσια σφαίρα και να παρέμβουν προς όφελος των καταπιεσμένων;

Είναι γεγονός ότι ο παραδοσιακός διανοούμενος του 20ού αιώνα βρίσκεται σε έκλειψη ή η πλειοψηφία όσων σεμνύνονται ότι τον εκπροσωπούν είναι ενσωματωμένη στις αξίες της κυρίαρχης τάξης.

Μια σειρά αίτια αναφέρονται και ερμηνεύουν αυτή την αλλαγή, μεταξύ των οποίων η εκπτώχευση της δημόσιας κουλτούρας, η αντικατάσταση των διανοουμένων από ανθρώπους με γνώση που δεν εμπλουτίζουν όμως τη δημόσια ζωή, high tech επαρκείς γνώστες.[13] Η δυσφορία για τον υπερβολικό επαγγελματισμό και την εξειδίκευση είναι ένα καθολικό χαρακτηριστικό της συζήτησης που διαμείβεται για το σύγχρονο zeitgeist. Η συζήτηση αυτή, που άνοιξε με τον Μάη του 68, θέτει στο επίκεντρο το ρόλο και τη λειτουργία της έρευνας, της γνώσης και της επιστήμης στον ύστερο καπιταλισμό.

Αξίζει εδώ να αναφερθεί η διαφοροποίηση της παρουσίας των επιστημόνων στον δημόσιο λόγο και εν τέλει η απουσία της. Η περίπτωση του “Μανιφέστου Ράσελ-Αϊνστάιν” είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που για τον σημερινό μέσο όρο είναι πολύ μακρινή ως στάση: στη δεκαετία του 1950, το 1955, εν μέσω Ψυχρού Πολέμου, μια ομάδα επιστημόνων (μεταξύ τους πολύ γνωστά ονόματα, όπως οι Άλμπερτ Αϊνστάιν και Μπέρτραντ Ράσελ, πρωτεργάτες της κίνησης, ο Φρεντερίκ Ζολιό Κιουρί, ο Τζότζεφ Ρότλαντ, μοναδικός επιστήμονας που είχε εγκαταλείψει το σχέδιο Μανχάταν για την κατασκευή της ατομικής βόμβας, ο Μαξ Μπορν κλπ.) που πρόβαλλε την επικινδυνότητα των πυρηνικών όπλων και καλούσε τους ηγέτες του κόσμου να επιδιώξουν ειρηνικά ψηφίσματα για να ανακόψουν τη διεθνή διαμάχη. Συνέχεια αυτής της παρέμβασης είναι οι διασκέψεις Pugwash για την Επιστήμη και τις Παγκόσμιες Υποθέσεις, που άρχισαν το 1957.

Στο Μανιφέστο ετίθεντο 2 σημαντικά σημεία που αφορούσαν το ρόλο και την ευθύνη του επιστήμονα: α) Οι επιστήμονες έχουν σημαντική ευθύνη στην αφύπνιση του κοινού σχετικά με τις τεχνολογικές – και ιδιαίτερα τις ατομικής φύσεως – απειλές, οι οποίες εγείρονται ενώπιον της ανθρωπότητας. β) Οι επιστήμονες με τη μεγαλύτερη γνώση της κατάστασης είναι οι κατά κύριο λόγο επιφορτισμένοι με τον προαναφερόμενο στόχο.[14]

Στον αντίποδα αυτής της στάσης, βρίσκεται η αντίληψη για την ουδετερότητα και οικουμενικότητα της επιστήμης, που τείνει να επικρατήσει μεταξύ των επιστημόνων.  Σε στενή σχέση με αυτό, η θεωρητική παραδοχή ότι η παραγωγή της γνώσης, οι μηχανισμοί της και οι επιστήμονες δεν έχουν σχέση με το καθεστώς που χρησιμοποιεί τα επιστημονικά προϊόντα.

Κι εδώ ακριβώς εντοπίζεται η σύγχρονη κριτική για την επιστήμη και τη θέση του επιστήμονα.

Για την κριτική μαρξιστική σκοπιά, η επιστημονική πρακτική είναι μια κοινωνική πρακτική ανάμεσα στις υπόλοιπες, φέρει λοιπόν όλα τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας και αντανακλά τις αντιθέσεις της. Άρα, η κοινωνία είναι αυτή που καθορίζει τους σκοπούς, τα όργανα και τον τρόπο λειτουργίας της.[15]

Τούτου δοθέντος, δεν μπορούμε να μιλάμε γενικά κι αόριστα για κρίση της επιστήμης ή των επιστημόνων αλλά για ειδική έκφραση της σημερινής κρίσης στην επιστημονική πρακτική. Ο καπιταλισμός σήμερα επιβάλλει σε όλες τις σφαίρες της ανθρώπινης δραστηριότητας, ακόμη και σε αυτές που χαρακτηρίζονταν εποικοδόμημα, το νόμο του μέγιστου κέρδους και την «αποδοτικότητα». Από εδώ και πέρα, είναι ψευδαίσθηση η πίστη στην «αυτονομία των διανοητικών δραστηριοτήτων», όπως τονίζει η κυρίαρχη ιδεολογία. Σε αυτή τη βάση, όμως, μπορεί να στηριχτεί η δυνατότητα κοινωνικών συγκρούσεων κι πάλης ιδεών στον τομέα της επιστημονικής παραγωγής.[16]

Από εδώ και πέρα είναι σχετικά εύκολο να δούμε πώς δομούνται οι συνθήκες μέσα στις οποίες λειτουργεί ο επιστήμονας: πίεση για όλο και μεγαλύτερη «αποδοτικότητα», ταιυλορική οργάνωση στην έρευνα, τεμαχισμένη και υπερεξιδεικευμένη εργασία που δεν επιτρέπει τη γνώση του συνολικού πλαισίου. Η έρευνα έτσι αποκτά εργαλειακό χαρακτήρα ενώ οι ακαδημαϊκοί έχουν όλο και μικρότερη επιρροή στις ιδεολογικές και οικονομικές συνθήκες της δουλειάς τους. Όλο και περισσότερη πίεση στους εργαζομένους στον ακαδημαϊκό κι ερευνητικό χώρο δεδομένων των ανασφαλών συνθηκών εργασίας με τη λογική ότι οι επενδύσεις πρέπει να είναι αποδοτικές με αδιάκοπη εκμετάλλευση των εργαζομένων, με όλο και μεγαλύτερη απομόνωση από την υπόλοιπη κοινωνία.

Μια άλλη σημαντική πτυχή του θέματος είναι η πρόσβαση στη «δημόσια σφαίρα». Η γιγάντωση της «δημόσιας σφαίρας» (ΜΜΕ κλπ.) ανταποκρίνεται επίσης στην κυρίαρχη ιδεολογία, οπότε είναι λογικό να καταγράφει δημόσια κατά το πλείστον ό,τι και όποιον ανταποκρίνεται στις δυνάμεις της αγοράς.[17] Αυτό σημαίνει ότι και οι αντιστάσεις που εξακολουθούν ευτυχώς να υπάρχουν στον ακαδημαϊκό χώρο δεν είναι εύκολο να γίνουν ορατές στον δημόσιο λόγο, γεγονός που τις περιορίζει εντός πολύ συγκεκριμένου πλαισίου.

Σε αυτό το πλαίσιο, είναι προφανές ότι αναπτύσσεται ο διαχωρισμός σε υψηλού και χαμηλού κύρους γνώση, επικρατούν συγκεκριμένες μορφές αυθεντίας και ηθικές ρυθμίσεις που εκπροσωπούν την κυρίαρχη ιδεολογία (ας σημειωθεί ξανά ότι η ηθική δεν μπορεί να είναι ουσιοκρατική και μονοσήμαντη),[18] νομιμοποιούνται και αναπαράγονται ταξικά, φυλετικά και έμφυλα πρότυπα.

Ο πανεπιστημιακός δάσκαλος ως διανοούμενος

Σε αντίθεση με το κυρίαρχο μοντέλο του τεχνοκράτη/εξειδικευμένου πανεπιστημιακού δασκάλου, σήμερα είναι αναγκαίο να ξαναμπεί ως πρόταγμα ο επιστήμονας/εκπαιδευτικός ως διανοούμενος.

Ο πανεπιστημιακός δάσκαλος που όχι μόνο θα έχει κριτική στάση απέναντι στη δεδομένη σχέση γνώσης και εξουσίας που λειτουργεί προς όφελος των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων αλλά και θα μπορεί να δει κριτικά και την ίδια του τη θέση στην παραγωγή και μετάδοση της γνώσης.[19]

Κυρίαρχη έννοια εδώ είναι η πολιτική φύση της διανοητικής εργασίας, μια γκραμσιανή αρχή που είναι καίρια για την ανάλυση του θέματος. Βάσει αυτής, αναπλαισιώνεται η λειτουργία του διανοούμενου στην εκπαίδευση, αμφισβητώντας τις κυρίαρχες αντιλήψεις περί ουδέτερης και αντικειμενικής έρευνας και διδασκαλίας. Ο λόγος του πανεπιστημιακού δασκάλου δεν είναι ουδέτερος, δεν είναι κενός αξιών, δεν είναι δηλαδή ανεξάρτητος από ταξικές αναφορές, κουλτούρα, εξουσία και πολιτική.[20]

Ο πανεπιστημιακός δάσκαλος λοιπόν δεν πρέπει να ενστερνίζεται την κοινά αποδεκτή άποψη ότι ρόλος του είναι να κατασκευάζει ειδικούς εμπειρογνώμονες, μια ματιά στα προγράμματα σπουδών των πανεπιστημίων πείθει για την αλήθεια αυτού του προσανατολισμού: η εκπαιδευτική πράξη μετατρέπεται σε μάνατζμεντ και διαχείριση στρατηγικών εξουσίας. Αντίθετα, ρόλος του δασκάλου-διανοούμενου είναι να εκπαιδεύει σε μια κριτική οπτική της κοινωνίας.[21] Δεν οφείλει να μεταδίδει απλώς τις αρχές ενός πραγμοποιημένου κόσμου, δηλαδή, οφείλει αντίθετα να θέτει στο στόχαστρό του τα κοινωνικά δικαιώματα όχι ως διορθωτικό μέτρο της υφιστάμενης κατάστασης αλλά ως χειραφετητικό πρόταγμα αντίπαλο της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης. Η εξειδίκευση των γνώσεων, παρ’ όλο που είναι εντέλει αναγκαία στις πολύπλοκες σημερινές κοινωνίες δεν πρέπει να ταυτίζεται με την αντίθεση στον κριτικό στοχασμό. Η εξειδίκευση αποτελεί έναν μηχανισμό που χρησιμοποιείται συχνά για να εξαιρεί, με το να κομματιάζει συγκροτημένους τομείς γνώσης και να αρνείται ταυτόχρονα στους φοιτητές τα κριτικά εργαλεία που χρειάζονται για να συνδέσουν αυτούς του τομείς και να αποκτήσουν έτσι μια καλύτερη αντίληψη της πραγματικότητας.

Όπως έλεγε ο Σαρτρ, αυτό που έκανε τον Οπενχάιμερ διανοούμενο, παρ΄όλη την επιστημονική του εξειδίκευση, δεν ήταν η κατασκευή της ατομικής βόμβας που στηρίχθηκε στη γνώση του, αλλά το ότι πήρε θέση ενάντια στην κούρσα των εξοπλισμών.

Ίσως λοιπόν αυτό που είναι αναγκαίο είναι μια διαδικασία ριζοσπαστικού μετασχηματισμού του ακαδημαϊκού χώρου σχετικά με τους τρόπους με τους οποίους κατασκευάζεται η γνώση και ορίζεται η παιδαγωγική. Ενώ υπάρχει περιθώριο για εξειδίκευση και κλάδους στον ακαδημαϊκό χώρο, πάρα πολύ συχνά αυτοί οι κλάδοι επιδεικνύουν συμπεριφορά προάσπισης της επικράτειάς τους και οριοθετούνται για να αφήσουν έξω προβλήματα που δεν μπορούν να αναλάβουν.

Τα όρια μεταξύ κλάδων και επιστημών μπορεί να είναι μερικώς αναγκαία σε ό,τι αφορά τα επαγγέλματα, περιορίζουν όμως δομικά την πνευματική εργασία, καθώς επίσης και το πώς και πού τοποθετούνται οι ακαδημαϊκοί μέσα στη δομή γνώσης της ανώτερης εκπαίδευσης.[22] Κρίσιμης σημασίας λοιπόν εδώ είναι η διεπιστημονικότητα.

Τα προαναφερθέντα θέτουν μια σειρά χαρακτηριστικά για το ρόλο του πανεπιστημιακού δασκάλου – διανοούμενου. Μεταξύ αυτών, να ξαναβρεί το ρόλο αυτού που ασκεί κριτική στην υπάρχουσα κατάσταση, όσο κι αν είναι ενοχλητική, και να στέκεται στο πλευρό των αδυνάτων. Να είναι δηλαδή στρατευμένος στο όραμα μιας άλλης κοινωνίας, διατηρώντας οργανικές συνδέσεις με τις πραγματικότητες που βιώνει το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας και άρα και των φοιτητών. Στο πλαίσιο αυτό, η πρόκληση αφορά τόσο την κριτική θέαση όσο και την αυτοκριτική όσον αφορά το αντικείμενο και το χώρο εργασίας. Να αναλάβει δηλαδή ο δάσκαλος την ακαδημαϊκή και κοινωνική ευθύνη, τόσο στον ακαδημαϊκό όσο και στο δημόσιο χώρο, με ό,τι δυνατότητα υπάρχει, ώστε ο χώρος της δραστηριότητάς του να γίνει χώρος αγώνα ενάντια στην κυρίαρχη και νομιμοποιημένη κοινωνική ανισότητα.

Σημειώσεις

[1]           Άγγελος Ελεφάντης, «Εισαγωγή» στο Ζ.Π. Σαρτρ, Υπέρ διανοουμένων συνηγορία, Ο Πολίτης, Αθήνα 1994.

[2]           Ένζο Τραβέρσο, Τι απέγιναν οι διανοούμενοι, Εκδόσεις του 21ου, Αθήνα 2015, σ. 15.

[3]           Άγγελος Ελεφάντης, όπ.π.

[4]           Άγγελος Ελεφάντης, όπ.π.

[5]           Ένζο Τραβέρσο, όπ.π., σ. 19-20.

[6]           Μαξ Βέμπερ, Η πολιτική ως επάγγελμα, Παπαζήσης, Αθήνα χ.χ.

[7]           Ένζο Τραβέρσο, όπ.π., σ. 25.

[8]         Αντόνιο Γκράμσι, Οι διανοούμενοι, Α τόμος, Στοχαστής, Αθήνα 1972, passim.

[9]          Ένζο Τραβέρσο, όπ.π., σ. 31.

[10]          Μανόλης Λαμπρίδης, «Οι διανοούμενοι και ο σταλινισμός», Λεβιάθαν, τ. 12, 1992, σ. 79.

[11]          Robert Sayre, Michael Löwy, «Figures of Romantic Anti-Capitalism», New German Critique, vol. 32, p. 90.

[12]          Φράνσις Φουκουγιάμα, Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος, Λιβάνης, Αθήνα 1992.

[13]          Όπως τους αποκαλεί ο Ράσελ Τζάκομπυ, Οι τελευταίοι διανοούμενοι. Η αμερικάνικη πνευματική ζωή σε μια εποχή ακαδημαϊκότητας, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 10.

[14]             http://umich.edu/~pugwash/Manifesto.html

[15]      Αλαίν Ζωμπέρ, Ζαν-Μαρκ Λεβύ-Λεμπλόν (επιμ.), [αυτο]κριτική της επιστήμης, Βέργος, Αθήνα 1973, σ. 14-15.

[16]          Αλαίν Ζωμπέρ, Ζαν-Μαρκ Λεβύ-Λεμπλόν (επιμ.), όπ.π., σ. 15.

[17]          Ράσελ Τζάκομπυ, όπ.π., σ. 22-23.

[18]          Λεόν Τρότσκι, Η ηθική τους και η ηθική μας, Παρασκήνιο, Αθήνα 1999.

[19]          Stanley Aronowitz, Henry A. Giroux, «Η διδασκαλία και ο ρόλος του αναμορφωτή διανοούμενου», Παναγιώτα Γούναρη, Γιώργος Γρόλλιος (επιμ.), Κριτική Παιδαγωγική, Gutenberg, Αθήνα 2010, passim.

[20]          Stanley Aronowitz, Henry A. Giroux, όπ.π., σ. 178.

[21]          Ένζο Τραβέρσο, όπ.π., σ. 56.

[22]          Henry Giroux, “Πολιτισμικές σπουδές, διανοούμενοι και νεολαία», Επιστήμη και κοινωνία, τ. 29, 2012, σ. 19-35.

Το κείμενο αποτέλεσε εισήγηση στο 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο Κριτικής Εκπαίδευσης, ΕΚΠΑ, Απρίλιος 2019.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here