της Αιμιλίας Τσαγκαράτου και του Γιώργου Παυλόπουλου
«Τα φαντάσματα των εργατικών αγώνων πλανώνται πάνω από την απεργία των εκπαιδευτικών στη Δυτική Βιρτζίνια…». Όταν η εφημερίδα New York Times κυκλοφορούσε με αυτόν τον τίτλο, τον Μάρτη του 2018 και με αφορμή την πρώτη από μια σειρά μεγάλων απεργιακών κινητοποιήσεων στον κλάδο της εκπαίδευσης στις ΗΠΑ, λίγοι πίστευαν ότι το «φάντασμα» του εργατικού κινήματος στη χώρα θα αποκτούσε σάρκα και οστά, όχι μόνο εκεί, αλλά και σε μια σειρά άλλους χώρους, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι καταγράφεται ένα μεγάλο κύμα απεργιών, ανάλογο του οποίου έχουν να δουν οι ΗΠΑ εδώ και δεκαετίες, οι οποίες γράφουν τη δική τους ιστορία στους εργασιακούς χώρους της χώρας. Από τους εκπαιδευτικούς, τους νοσηλευτές και τους μεταλλεργάτες, μέχρι τους εργάτες στις αυτοκινητοβιομηχανίες και τους ξενοδοχοϋπάλληλους, οι εργαζόμενοι στις ΗΠΑ αντιστέκονται. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2018 488.800 εργαζόμενοι συμμετείχαν σε απεργιακές κινητοποιήσεις κάθε μορφής – χρονιά που έγιναν τόσες απεργίες όσες έγιναν συνολικά το προηγούμενα 20 χρόνια– ενώ το 2019, με καταγεγραμμένα στοιχεία μέχρι και τον Οκτώβριο, οι απεργοί φτάνουν τους 533.000, που είναι ο μεγαλύτερος αριθμός από το 1986 (τα στατιστικά στοιχεία αφορούν μόνο σε απεργίες χώρων και επιχειρήσεων με πάνω από 1.000 εργαζόμενους, οπότε ο πραγματικός αριθμός των απεργών είναι μεγαλύτερος).
Χαρακτηριστικά των απεργιών αυτών είναι η μαζικότητα, η αποφασιστικότητα, η διάρκεια, η ανάγκη και προσπάθεια να υπάρχει υποστήριξη από τις τοπικές κοινότητες και να συγκροτηθούν συμμαχίες με άλλους κλάδους εργαζομένων. Φυσικά με όλη τη δυσκολία και αντιφατικότητα που έχουν τα παραπάνω, ειδικά για την αμερικανική πραγματικότητα. Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται είναι το εξής: Μπορούμε, άραγε, να μιλάμε για την επιστροφή της οργανωμένης εργατικής δύναμης στις ΗΠΑ;
Το «απεργιακό κύμα», όπως ονομάστηκε, των εκπαιδευτικών στις ΗΠΑ είναι αυτό που συνέβαλε αποφασιστικά στην άνοδο συνολικά του εργατικού κινήματος στη χώρα. Εκτός από τον μεγάλο αριθμό εργαζομένων που συμμετείχε σε αυτές τις κινητοποιήσεις και αποτελεί το μεγαλύτερο ποσοστό επί του συνολικού αριθμού των απεργών στη χώρα, αποτελεί έμπνευση και οδηγό για άλλους χώρους του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Οι απεργοί εκπαιδευτικοί, φορώντας τις κόκκινες μπλούζες τους στα σχολεία και στις διαδηλώσεις –σήμα κατατεθέν του κινήματός τους– κατάφεραν να φέρουν στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης όχι μόνο τα στενά εργασιακά τους αιτήματα, αλλά και τη θέλησή τους να αγωνιστούν ενάντια στη διάλυση της δημόσιας εκπαίδευσης. Και μάλιστα, με συνείδηση ότι τα παιδιά που κυρίως πλήττονται είναι τα παιδιά των φτωχών στρωμάτων και των μεταναστών.
Η πρόσφατη απεργία των εκπαιδευτικών στο Σικάγο, την τρίτη μεγαλύτερη εκπαιδευτική περιφέρεια των ΗΠΑ, αποτέλεσε μια μεγάλη κραυγή αγωνίας για την ανάγκη να αντιμετωπιστεί η βία –κυριολεκτική και κοινωνική– που αντιμετωπίζουν χιλιάδες παιδιά σε μια πόλη με βαθιές κοινωνικές αντιθέσεις, ζητώντας νοσοκόμες και κοινωνικούς λειτουργούς για κάθε σχολείο και στέγη για τους 17.000 άστεγους μαθητές τους. Για αυτόν τον λόγο, άλλωστε, οι απεργοί είχαν μεγάλη υποστήριξη από τους μαθητές, τους γονείς και τις κοινότητες. Οι φτωχοί ένιωσαν ότι στη δική τους απεργία βρήκαν τη φωνή τους. Μετά δε από 11 μέρες, οι εκπαιδευτικοί κέρδισαν μισθολογική αύξηση της τάξης του 16%, επιπλέον θέσεις για κοινωνικούς λειτουργούς και νοσηλευτές, μικρότερο αριθμό των παιδιών ανά τάξη και ειδική στήριξη για όσους μαθαίνουν Αγγλικά καθώς και για την ειδική αγωγή. Δεν είναι και λίγα…
Αναμφίβολα, εξίσου μεγάλη αίσθηση προκάλεσε και η 40ήμερη απεργία περίπου 50.000 εργαζομένων της General Motors, μίας από τις τρεις μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες των ΗΠΑ (μαζί με τη Ford και την αμερικανοϊταλική Fiat-Chrysler). Ήταν η μεγαλύτερη σε διάρκεια απεργία που έχει σημειωθεί από το 1970 στη συγκεκριμένη επιχείρηση, αποδεικνύοντας ότι οι εργαζόμενοι μπορούν να αντέχουν (λαμβάνοντας απεργιακό επίδομα μόλις 275 δολαρίων την εβδομάδα, κατά μέσο όρο…) και να αποσπούν ορισμένες κατακτήσεις όταν αγωνίζονται απέναντι τόσο στον συλλογικό εργοδότη –δηλαδή το κράτος (και τις πολιτείες όσον αφορά τις ΗΠΑ)– όσο και σε ιδιωτικά μεγαθήρια.
Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι η δύναμη του συνδικάτου της UAW –ενός από τα πιο ιστορικά στην ιστορία των ΗΠΑ– που αναμφισβήτητα επιβεβαιώθηκε σε αυτή την κινητοποίηση, είχε δύο όψεις. Από τη μία, ανάγκασε την διοίκηση της GM να προβεί σε κάποιες υποχωρήσεις και να μην εφαρμόσει το σύνολο του σχεδίου «αναδιάρθρωσης» που είχε εξαγγείλει μία και έξω. Από την άλλη, όμως, δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει το γεγονός ότι ορισμένα από τα βασικά μέτρα του «πακέτου» παρέμειναν αμετάβλητα –όπως, για παράδειγμα, το κλείσιμο τριών εργοστασίων στις ΗΠΑ– ενώ δεν δόθηκε πλήρης εγγύηση για τη μετατροπή των συμβάσεων μερικής απασχόλησης σε πλήρους για χιλιάδες εργαζόμενους του ομίλου. Κι αυτό ήταν αποτέλεσμα των ασφυκτικών πιέσεων που άσκησε στα μέλη της η ηγεσία του συνδικάτου, οι στενές σχέσεις της οποίας με την εργοδοσία είναι γνωστές.
Παρ’ όλα αυτά, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί το γεγονός ότι χιλιάδες εργαζόμενοι έδωσαν έναν ηρωικό αγώνα και, με τον τρόπο τους, εκβίασαν και αυτοί το συνδικάτο να τον τραβήξει τόσο μακριά. Ούτε μπορεί να αμφισβητήσει ότι έθεσαν στην πρώτη γραμμή όχι μόνο τα άμεσα οικονομικά αιτήματα, αλλά και το βαθιά πολιτικό ζητούμενο της μορφής των σχέσεων εργασίας, της δικαιότερης μοιρασιάς των κερδών και της άρνησης του μονόδρομου της «ανταγωνιστικότητας».
Οι «εκρήξεις», όμως, δεν εξαντλούνται στους εκπαιδευτικούς και την GM. Για του λόγου το αληθές, την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, συνεχιζόταν για όγδοη βδομάδα η απεργία των 2.000 εργατών στα ορυχεία χαλκού της εταιρείας ARSACO, στις πολιτείες της Αριζόνα και του Τέξας. Η απεργία αυτή στρέφεται ενάντια στα σχέδια για περικοπή των επιδομάτων τους και πάγωμα των συνταξιοδοτήσεων και για αυξήσεις στους καθηλωμένους εδώ και έντεκα χρόνια μισθούς του (παρά το ένα δισ. δολάρια που φτάνουν τα ετήσια καθαρά κέρδη της εταιρείας).
Επίσης, το καλοκαίρι του 2019, περίπου 20.000 εργαζόμενοι της AT&T, δηλαδή της μεγαλύτερης εταιρείας τηλεπικοινωνιών στις ΗΠΑ, προχώρησαν σε απεργιακές κινητοποιήσεις από τη Φλόριντα μέχρι τη Βόρεια Καρολίνα. Ήταν, μάλιστα, η μεγαλύτερη απεργιακή κινητοποίηση που έχει καταγραφεί στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας στον ιδιωτικό τομέα των νότιων πολιτειών των ΗΠΑ. Με την επιστροφή τους στη δουλειά, μετά από πέντε μέρες, οι εργαζόμενοι είχαν μάλιστα καταφέρει να αποσπάσουν μια πενταετή σύμβαση με αυξήσεις μισθών κατά 13,5%, περισσότερες θέσεις εργασίας στα πόστα εξυπηρέτησης πελατών, καθώς και αυξημένη ασφάλεια στους χώρους δουλειάς.
Λίγο νωρίτερα, δηλαδή την άνοιξη του 2019, κάπου 31.000 εργαζόμενοι της αλυσίδας καταστημάτων Stop and Shop πραγματοποίησαν απεργία για 11 μέρες στη Μασαχουσέτη, στο Ρόουντς Άιλαντ και στο Κονέκτικατ, με βασικό αίτημα την υπογραφή σύμβασης εργασίας και χορήγηση αυξήσεων στους μισθούς τους. Έχοντας δε καταφέρει να κερδίσουν την υποστήριξη πολλών κατοίκων των περιοχών αυτών, οι απεργοί είδαν να ικανοποιείται ένα μεγάλο μέρος των αιτημάτων τους.
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί εδώ και το κύμα των αντιδράσεων που καταγράφεται το τελευταίο διάστημα σε μια σειρά εταιρίες οι οποίες αποτελούν τις «σημαίες» του Διαδικτύου και των νέων τεχνολογιών, όπως η Google, η Facebook και η Amazon. Παρά το γεγονός ότι δεν έχουν πάρει τον χαρακτήρα απεργιακών κινητοποιήσεων, είναι εξαιρετικά το περιεχόμενο –καθώς στο στόχαστρο έχει μπει η συνεργασία αυτών τω ομίλων με το Πεντάγωνο και τα ψυχροπολεμικά και ιμπεριαλιστικά σχέδια του Λευκού Οίκου. Συχνά, μάλιστα, σε ευθεία αντίθεση με τα μεγάλα αφεντικά –όπως είναι ο Τζεφ Μπέζος, ο οποίος κάλεσε τους «συναδέλφους» του διευθυντές να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους και να στηρίξουν την κυβέρνηση και τις ένοπλες δυνάμεις.
Όπως είναι φυσικό, γίνεται μεγάλη συζήτηση για τους λόγους για τους οποίους καταγράφεται τα τελευταία δύο χρόνια η ανάταση του εργατικού κινήματος στις ΗΠΑ. Η εξήγηση δεν είναι μονοσήμαντη, ούτε τόσο απλή.
Πρώτα απ’ όλα, δεν μπορούμε να υποτιμήσουμε το γεγονός ότι έρχεται η στιγμή στην οποία δεκαετίες εφαρμογής νεοσυντηρητικών πολιτικών τινάζουν το καπάκι από τη… χύτρα της οργής. Άλλωστε, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, τα εισοδήματα του πιο πλούσιου 1% των Αμερικανών αυξήθηκε κατά 21 τρισ. δολάρια, ενώ μόνο το 2018 τα κέρδη των επιχειρήσεων ήταν 2,3 τρισ… Αυτό είναι κάτι που δύσκολα πια ανέχονται τμήματα των εργαζομένων που βλέπουν θέσεις εργασίας, μισθούς, παροχές υγείας και πρόνοιας και δημόσια αγαθά να καταβαραθρώνονται και την κερδοφορία να αυξάνεται και οι «δείκτες» να πετούν. Πρέπει να σημειωθεί, επίσης, ότι η εκλογή του Τραμπ στην προεδρία το 2016 βασίστηκε στις υποσχέσεις του για οικονομική ανάκαμψη, για περισσότερες θέσεις εργασίας, για βελτίωση της θέσης των εργαζομένων. Το «οικονομικό θαύμα» που έταξε, όμως, δεν φάνηκε ποτέ. Οι εμπορικοί πόλεμοι που έχει κηρύξει σε Κίνα, ΕΕ και άλλες χώρες οδηγούν σε αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ, με μεγάλα θύματα όχι βεβαίως τις επιχειρήσεις, αλλά τους εργαζόμενους. Τα μεγαλύτερα δε πλήγματα έχουν υποστεί η ασφάλεια και η υγιεινή στους χώρους εργασίας, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και των περικοπών για την αύξηση των κερδών, ενώ ολοένα περισσότεροι Αμερικανοί εργαζόμενοι δεν μπορούν πια να ανταποκριθούν στο υψηλό κόστος διαβίωσης. Κι όλα αυτά, ενώ την ίδια στιγμή ψηφίστηκαν μια σειρά αντεργατικοί και αντισυνδικαλιστικοί νόμοι, κυρίως στον δημόσιο τομέα.
Ο ρόλος των συνδικάτων και της Αριστεράς είναι κι αυτός ένας σημαντικός παράγοντας. Η υποστήριξη των εργαζόμενων προς τα συνδικάτα, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα έχει φτάσει στο 64%, δηλαδή σε ιστορικά ψηλά από το 1967. Κι εδώ, όμως, η συζήτηση είναι μεγάλη, με έντονες αντιπαραθέσεις και διαφορές από κλάδο σε κλάδο και από περιοχή σε περιοχή. Οι παραδοσιακές μορφές του τρεϊντγιουνιονισμού που χαρακτηρίζει το αμερικάνικο εργατικό κίνημα συνδυάζονται με τρόπους οργάνωσης και αντίστασης που ξεπερνούν τα παραδοσιακά μοντέλα, δείχνοντας δημιουργικότητα και αντοχή. Ωστόσο, αυξάνονται και οι φωνές που μιλούν για την ανάγκη ενός νέου τρόπου οργάνωσης του εργατικού κινήματος, πέρα και ενάντια στον επίσημο, εργοδοτικό συνδικαλισμό. Οι εργαζόμενοι απαιτούν να μαθαίνουν την πορεία των διαπραγματεύσεων των ηγεσιών των συνδικάτων τους με την εργοδοσία –κάτι που δεν είναι πάντα αυτονόητο– οργανώνουν «παράνομες» απεργίες («wildcat strikes» όπως ονομάζονται) όταν οι ηγεσίες των συνδικάτων συναινούν με την εργοδοσία, προχωρούν σε αγώνες ακόμα και χωρίς τη στήριξη των επίσημων συνδικάτων.
Στο ερώτημα, τέλος, αν οι απεργίες αυτές νικούν, η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί με ένα απλό «ναι» ή «όχι». Σίγουρα, πάντως, πετυχαίνουν κατακτήσεις, αυξάνουν την αυτοπεποίθηση ότι ο αγώνας έχει αποτελέσματα, ανοίγουν δρόμους που πριν φαίνονταν κλειστοί.
Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΠΡΙΝ στις 22/12/2019 και στην ιστοσελίδα prin.gr.