της Μάγιας Σταυροπούλου
Ο Άι Βασίλης στη φυλακή με τους 83 αρουραίους1 του Ευγένιου Τριβιζά είναι ένα σύγχρονο παραμύθι, μια πρωτοχρονιάτικη ιστορία, γραμμένη εν έτει 2000, ωστόσο εντυπωσιακά επίκαιρη.
Ο Άγιος Βασίλης φτάνει την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς, όπως απαιτεί η παράδοση, σε μια πόλη χιονισμένη, με το έλκυθρό του φορτωμένο δώρα για τα παιδιά, χαρούμενος και γελαστός και γεμάτος επιθυμία να τους τα μοιράσει. Όμως μια απίστευτη περιπέτεια τον περιμένει. Προς μεγάλη του έκπληξη βρίσκεται αντιμέτωπος με την κακοπροαίρετη και εχθρική υποδοχή των κατοίκων της πολιτείας, οι οποίοι, ο καθένας από την πλευρά του και για τους δικούς του λόγους, τον αντιμετωπίζουν σαν ένα φοβερό και επικίνδυνο κακοποιό. Έτσι λοιπόν καταδιώκεται, συλλαμβάνεται, σύρεται στα δικαστήρια, καταδικάζεται και φυλακίζεται. Κανείς δεν πιστεύει σ’ αυτόν. Κανείς δεν εκτιμά τη γενναιόδωρη προσφορά του. Κανείς δεν πιστεύει στις καλές του προθέσεις. Κανείς… Εκτός από τα παιδιά, τα οποία κινητοποιούνται με τα δικά τους μέσα και, με το δικό τους τρόπο, απαιτούν και επιτυγχάνουν την απελευθέρωσή του.
Στην πορεία αυτής της περιπέτειας ο Άι Βασίλης βρίσκεται αντιμέτωπος με μια πληθώρα προσώπων, που όλα μαζί και το καθένα χωριστά, ζωντανεύουν τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Εκείνος, πρόσωπο βγαλμένο από την πολιτισμική και θρησκευτική παράδοση αιώνων, συνδεδεμένο κατ΄εξοχήν με τον κόσμο των παιδιών και δεμένο άρρηκτα με το μαγικό και το ονειρικό στοιχείο, εισβάλλει στον κόσμο της πραγματικότητας με τον πιο απλό και φυσικό τρόπο.
Έχουμε να κάνουμε μ’ ένα παραμύθι το οποίο με την πρώτη ματιά μοιάζει ν’ απευθύνεται αποκλειστικά στα μικρά παιδιά. Ο Άι Βασίλης, ο αγαπημένος των παιδιών, γίνεται ο ήρωας μιας απολαυστικής ιστορίας γεμάτης περιπέτεια, δράση, απρόοπτα, εκπλήξεις και πολύ – πολύ γέλιο. Ένα προσεκτικότερο όμως βλέμμα, εκείνο της δεύτερης, της τρίτης, των πολλαπλών ίσως αναγνώσεων στις οποίες η μαγική πέννα του Τριβιζά καλεί μαγνητίζοντας τον αναγνώστη, οδηγεί στη διαπίστωση ότι ο Άι Βασίλης έχοντας επιλεγεί ως ένα πρόσωπο το οποίο έχει κατακτήσει τον κόσμο των παιδιών, έναν κόσμο που ακροβατεί ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, εμπλεκόμενο σ’ αυτήν μπορεί να εξυπηρετήσει τα διακυβεύματα της παρωδίας.
Μέσα από μια χιουμοριστική αφήγηση, πλούσια σε κωμικές σκηνές και προικισμένη με μια λεπτή αίσθηση ειρωνείας ο συγγραφέας επιχειρεί μια σάτιρα των απόψεων, των στάσεων και των συμπεριφορών του μέσου σύγχρονου νεοέλληνα, εκθέτοντάς τες με απώτερο στόχο να τις διορθώσει μέσα από τη γελοιοποίησή τους και όλο αυτό μέσα από ένα κείμενο για παιδιά.
Η αφήγηση γίνεται έτσι επίσης ενδιαφέρουσα και για έναν ενήλικο, δεδομένου ότι η δυναμική των νοημάτων που υπαινίσσεται απαιτεί ένα επίπεδο ανάγνωσης συχνά πιο εξελιγμένο.
Προκειμένου να υποστηρίξει τη διορθωτική δράση της σάτιρας, ο Τριβιζάς χρησιμοποιεί την παρωδία θέτοντάς την στην υπηρεσία της.
Στην περίπτωση αυτής της πρωτοχρονιάτικης ιστορίας θα λέγαμε ότι διακρίνουμε την εφαρμογή του μηχανισμού της παρωδίας, έτσι όπως την αντιλαμβάνεται ο Μπαχτίν. Ο Ρώσος θεωρητικός σκιαγραφεί την παρωδία ως μια πρακτική λογοτεχνικής μίμησης με στοιχεία αμφισβήτησης των ανθρώπινων χαρακτήρων ως φορέων κοινωνικού και ιδεολογικού λόγου, η οποία εκφράζεται μέσα από την υπερβολή και τον συχνά ειρωνικό τονισμό των χαρακτήρων αυτών και του λόγου τους. Η θεώρηση αυτή αποδίδει στην παρωδία έναν εν δυνάμει παραγωγικό ρόλο μέσα στα πλαίσια μιας αποδομητικής και ταυτόχρονα αναδημιουργικής λειτουργίας.2
Πράγματι, ο αναγνώστης απολαμβάνει μια γελοιογραφική αναπαράσταση των στάσεων και των κοινωνικών συμπεριφορών της Ελλάδας του σήμερα, οι οποίες εκφράζονται άλλοτε με την παρωδιακή έξαρση ορισμένων χαρακτηριστικών του προφίλ του μέσου νεοέλληνα, και άλλοτε με τον κωμικά ειρωνικό τονισμό της κοινής γνώμης και του λόγου των προσώπων, τα οποία διαγράφονται συγκεκριμένα και κοινωνικά προσδιορισμένα.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο θίγονται υπαινικτικά και παρωδούνται πραγματικά ιδεολογικά ζητήματα, τα οποία τίθενται υπό αμφισβήτηση καθώς οι προθέσεις του συγγραφέα διαθλώνται μέσα από την αφήγηση ή το λόγο των προσώπων.
Ο εγγεγραμμένος στο παραμύθι πολυγλωσσισμός3 παρουσιάζεται κυρίως υπό το “καθεστώς” της παρωδιακής υφοποίησης4. Ο ευθύς λόγος των προσώπων, η γλώσσα τους ως κοινωνικών υποκειμένων, καθώς ζωντανεύει μέσα στο κείμενο, παρουσιάζεται στο φως της γλώσσας του συγγραφέα.
Ο Τριβιζάς, όπως έκανε νωρίτερα ο Ραμπελαί, “σαρκάζοντας τον ψεύτικο ανθρώπινο λόγο”5 επεξεργάζεται παρωδιακά τις διάφορες μορφές του ιδεολογικού λόγου, όπως αυτές του φιλοσοφικού και του ηθικού, μέσα από τα λεγόμενα των ηρώων του. Τούτη η αποδόμηση συνιστά ένα είδος συνείδησης της κωμικής ιδιομορφίας των μορφών αυτών, μια παρωδική συνείδηση6 η οποία επιχειρεί να φωτίσει τον παρωδούμενο λόγο μέσα από ένα άλλο πρίσμα παίρνοντας έτσι αποστάσεις απ’ αυτόν και αποδίδοντας στον παρωδούντα λόγο μια κριτική διάσταση που καθιστά την παρωδία “ουσιαστική και αποδοτική”.
Ο Τριβιζάς πραγματώνει με θαυμαστή όσο και απολαυστική δεξιοτεχνία αυτόν τον στόχο λειτουργώντας απόλυτα, θα λέγαμε, σύμφωνα με το πνεύμα του Μπαχτίν.7
Έτσι ο αναγνώστης γίνεται από την πρώτη στιγμή μάρτυρας της έκπληξης που νιώθει ο Άι Βασίλης όταν ο τροχονόμος δεν τον αναγνωρίζει και της αδιαφορίας με την οποία ο τελευταίος τον υποδέχεται.
Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι ο Άι Βασίλης σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας θεωρείται ως ένας απλός θνητός. Υποχρεώνεται λοιπόν να συναινέσει ή να καμώνεται ότι συναινεί με το πνεύμα των πελατειακών σχέσεων που καλλιεργείται και προσανατολίζει τη λειτουργία της κοινωνίας. Έτσι ζητάει από τον τροχονόμο να του επιτρέψει να παρκάρει το έλκυθρό του προσφέροντάς του ένα δώρο. Κάντε μου σας παρακαλώ τη χάρη. Φέρνω δώρα και δωράκια. Να! Κοιτάξτε! Έχω φέρει ένα και για σας8
Και το παρωδιακό ύφος εγκαθίσταται ήδη καθώς το δώρο είναι ένα γλυφιτζούρι σε σχήμα σφυρίχτρας. Είναι ένα δώρο που ταιριάζει απόλυτα με το πνεύμα της μορφής του Άι Βασίλη, εκείνο της προσφοράς και της γενναιοδωρίας, χωρίς καμιά απολύτως υλική αξία, και καθόλου μ’ εκείνο των σύγχρονων σχέσεων ανταποδοτικότητας που λειτουργούν στη βάση της δωροδοκίας.
Στη συνέχεια, το έντυπο με τη σημείωση ΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΣΤΑΘΜΕΥΣΗ ΕΛΚΥΘΡΟΥ ΚΑΙ ΦΘΟΡΑ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ (Ο Τάρανδός σας μάσησε το πηλίκιό μου)9, που ο Άι Βασίλης βρήκε ανάμεσα στα κέρατα ενός από τους ταράνδους του, συνιστά μια παρωδιακή υπερβολή του έντονα κωμικού τονισμού του προφίλ του εκπροσώπου των οργάνων της Δημόσιας Τάξης που ασκεί την εξουσία του, ενώ ταυτόχρονα υπεραμύνεται του αδιάφθορου του χαρακτήρα του με τη χρήση μιας καθαρά νεοελληνικής φρασεολογίας. Ο τροχονόμος απαιτεί από τον Άγιο Βασίλη τον σεβασμό του Κώδικα Οδικής Συμπεριφοράς με την αυστηρότητα που επιδεικνύει και για κάθε άλλο οδηγό και αφήνει την κλήση για παράβαση ανάμεσα στα κέρατα του ταράνδου, όπως ακριβώς θα την άφηνε στο παρ-μπριζ ενός αυτοκινήτου.
Τα δύο διαφορετικά συστήματα αξιών, στα οποία ο Άι Βασίλης και ο Τροχονόμος αναφέρονται και στα οποία οφείλεται η αδυναμία συνεννόησης ανάμεσα στα δύο υποκείμενα, γίνονται επίσης φανερά καθώς Ο Άι Βασίλης αναρωτιόταν τι έπρεπε να κάνει την κλήση.10 Τα δύο πρόσωπα προερχόμενα από δύο διαφορετικούς ιδεολογικούς και αξιακούς κόσμους μιλούν, προφανώς, διαφορετικές γλώσσες.11
Στο ίδιο πλαίσιο παρακολουθούμε την παρωδιοποιημένη περιγραφή του πολίτη, του δήθεν ειρηνόφιλου πλην όμως οπλισμένου, που δεν διστάζει να πάρει τον νόμο στα χέρια του μέσα από το πρόσωπο του Φανούρη, στο σπίτι του οποίου ο Άι Βασίλης αποπειράθηκε να κάνει την πρώτη του επίσκεψη. Μην ανησυχείς, Ευτέρπη, καθησυχάζει τη γυναίκα του, Θα σ΄τον τακτοποιήσω εγώ! Πιάσε μου το δίκαννο!… Θα σ΄τον κάνω κόσκινο!12 Ο ευθύς λόγος του ήρωα εμφανίζεται δίγλωσσος, γίνεται φορέας της οπτικής του γωνίας, της ιδεολογικής και της κοινωνιογλωσσικής του συνείδησης, όπως και αυτής των ηρώων – πολιτών που δρουν προκλητικά και με περισσή αυθάδεια, συχνά αυτοαναδεικνυόμενοι ως “αγανακτισμένοι πολίτες”.
Ο αναγνώστης τούς ξανασυναντά να διαδηλώνουν παραληρώντας στους δρόμους εναντίον του Άι Βασίλη. Ο συγγραφέας πραγματώνει μια γελοιογραφική περιγραφή αυτού του πλήθους. Πρόκειται για τους ένοικους της πολυκατοικίας που βγαίνουν τρέχοντας με τις πυτζάμες, τις νοικοκυρές της γειτονιάς και τον τροχονόμο με το μασημένο πηλίκιο… μαζί με εφτά υπαστυνόμους και δώδεκα ανθυπαστυνόμους.13
Η υπερβολή που χαρακτηρίζει το καταστασιακό χιούμορ συμβάλλει στην παρωδιοποίηση της λογοτεχνικής εικόνας των εν λόγω χαρακτηριστικών. Εξάλλου η εμφάνιση των μυστικών αστυνομικών των μεταμφιεσμένων σε νάνο σαλπιγκτή και κοκκινομάλλη γονδολιέρη με ασημένια μάσκα14 μοιάζει να στοχεύει στην γελοιοποίηση και κατ΄επέκταση στην αμφισβήτηση του ρόλου των αστυνομικών δυνάμεων στις διαδηλώσεις.
Ο Τριβιζάς επιχειρεί επίσης την παρωδιακή υφοποίηση της έκφρασης της κοινής γνώμης μέσα από τον διάλογο που ξετυλίγεται ανάμεσα στον Άι Βασίλη και τις τρεις κυρίες, μέλη της Ένωσης Οικολόγων της περιοχής. Τον κατηγορούν ότι κακομεταχειρίζεται τους ταράνδους του φορτώνοντάς τους με δώρα, παρ΄ότι φορούν και οι ίδιες αξεσουάρ μόδας προερχόμενα από ζώα. Η πρόθεσή του ν’ αποκαλύψει το επιφανειακό του χαρακτήρα και την υποκρισία της κοινής γνώμης παρουσιάζεται μέσα από την κραυγαλέα αντίθεση ανάμεσα στα λεγόμενα, τη συμπεριφορά και την εμφάνιση των τριών κυριών.
– Ντροπή! στρίγκλισε η πρώτη, που φορούσε καπέλο με φτερά στρουθοκαμήλου και έβαλε τα χέρια στους γοφούς της…
– Αίσχος! ξεφώνισε η δεύτερη, που είχε μια γούνα αλεπούς τυλιγμένη γύρω από το λαιμό της και τον αγριοκοίταξε.
– Φρίκη! Φρίκη! Φρίκη! Είπε η τρίτη κυρία, που κρατούσε τσάντα από δέρμα κροκοδείλου και κούνησε αυστηρά το δάχτυλό της.
Ύστερα η πρώτη του άστραψε ένα χαστούκι, η δεύτερη του τσίμπησε με την ομπρέλλα της τη μύτη και η τρίτη του κατέβασε την τσάντα από δέρμα κροκοδείλου στο κεφάλι.15
Η υποκρισία που χαρακτηρίζει το λογίδριο περί ηθικής των τριών γυναικών γίνεται φανερή από την ασυμφωνία μεταξύ των λόγων και των πράξεών τους και η οποία βέβαια συνδέεται με το κωμικό αποτέλεσμα της σκηνής. Ο συγγραφέας στοχεύει έτσι να αμφισβητήσει τη δήθεν οικολογική συνείδηση των δήθεν ευαισθητοποιημένων πολιτών.
Στο ίδιο αυτό πλαίσιο της δημιουργικής παρωδιοποίησης της τρέχουσας άποψης και αποτίμησης16 ορισμένων κοινωνικών τάξεων, ο συγγραφέας καταπιάνεται με το να αναθέσει στον δικό του Άι Βασίλη τον ρόλο ενός κοινωνικού υποκειμένου, επομένως φορέα μιας ιδεολογίας, το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπο με τις αντιλήψεις τους και των οποίων γίνεται θύμα. Ο Άι Βασίλης λοιπόν αντιμετωπίζεται κατ΄αρχήν ως κλέφτης από τους ενοίκους της πολυκατοικίας, επειδή δοκιμάζει να μπει από το μισάνοιχτο παράθυρο για ν’ αφήσει τα δώρα του και κάνουν ό,τι μπορούν για να τον συλλάβουν.
Στη συνέχεια απειλείται από τη Συνομοσπονδία Εισαγωγέων και Εμπόρων Παιχνιδιών,17 τα μέλη της οποίας διαδηλώνουν εναντίον του, επειδή θεωρούν ότι τα συμφέροντά τους θίγονται από την αφιλοκερδή προσφορά του Άι Βασίλη και απαιτούν τη σύλληψή του.
Μοιράζει δωρεάν παιχνίδια και μας χαλάει την αγορά18, δηλώνουν αγανακτισμένοι. Το χρήμα θεωρούμενο ως αξία ζωής λειτουργεί ως αντίπαλος στις αξίες της προσφοράς και της γενναιοδωρίας.
Τα συνθήματα που χρησιμοποιούνται εναντίον του από τους “αγανακτισμένους πολίτες”, διατυπωμένα σε μια γλώσσα υπερβολική, χιουμοριστική και παιγνιώδη19 αναδεικνύουν την επιθετική και εκδικητική στάση τους απέναντι στις ειρηνικές και φιλικές προθέσεις του Άι Βασίλη. Αυτά τα παρέμβλητα είδη (genres intercalaires) 20 του λόγου ενισχύουν την αποτελεσματικότητα του παρωδιακού πνεύματος κυρίως στα παιδιά αναγνώστες που διασκεδάζουν ιδιαίτερα διαβάζοντάς τες.
Εξάλλου η κοινή γνώμη καθώς εκφράζεται μέσα από αυτά τα συνθήματα, τα συχνά ειρωνικά τονισμένα, όπως στην περίπτωση της κυριολεκτικής χρήσης της παροιμίας Και ο Άγιος φοβέρα θέλει21, αντανακλά τις προθέσεις του συγγραφέα, φανερά αντίθετες προς το παρωδούμενο αντικείμενο και επιβεβαιώνει τη διφωνικότητα αυτού του δίγλωσσου λόγου.
Πρόκειται για την παρωδιοποίηση του παραλόγου: Ο Άι Βασίλης, ένα πρόσωπο εξ ορισμού καλοπροαίρετο, αφού είναι άγιος, χαρακτηρίζεται κακοποιός. Οι τίτλοι των εφημερίδων είναι αποκαλυπτικοί: Συνελήφθη ο Άι Βασίλης. Κατηγορείται για σωρεία εγκλημάτων! 22 Πίσω από αυτή την γελοιογραφική εικόνα μπορεί κανείς να αναζητήσει ένα υπαινικτικό σχόλιο σχετικά με τη στοχευμένη παραποίηση γεγονότων και συμπεριφορών κοινωνικών υποκειμένων που τα ΜΜΕ επιχειρούν συστηματικά για να εξυπηρετήσουν συγκεκριμένα συμφέροντα.
Ο λόγος του δικαστή, όταν ο Άι Βασίλης μετά τη σύλληψή του οδηγείται στο δικαστήριο, ανακαλεί με τρόπο απολαυστικά παρωδιακό τη συχνά εμπρόθετα μεροληπτική λειτουργία της Δικαιοσύνης. Η παρωδιακή του διάσταση εμφανίζεται με την απαγγελία μιας κατηγορίας για υποτιθέμενες παράνομες πράξεις, κατά μίμηση του Ποινικού Κώδικα. Οι πράξεις όμως αυτές εντάσσονται σε ένα πλαίσιο το οποίο διέπεται από ένα σύστημα αξιών εντελώς διαφορετικών και απόλυτα ασύμβατων με εκείνες της πραγματικότητας, και πραγματοποιούνται από ένα φανταστικό πρόσωπο, του οποίου η υπόσταση είναι συνυφασμένη με αυτές τις πράξεις και αυτές τις αξίες.
Έτσι ο Άι Βασίλης κατηγορείται για παράνομη στάθμευση ελκήθρου… και… για παραβίαση του εναέριου χώρου, κατηγορίες που αναδεικνύουν το άτοπο της κατάστασης. Κατηγορείται επίσης για αθέμιτο ανταγωνισμό κατά παράβασιν της εμπορικής νομοθεσίας περί ενιαίας τιμής δώρων,23 καθώς η δωρεάν προσφορά εκτιμάται ως πράξη ανταγωνισμού.
Επιπλέον η απόπειρα δωροδοκίας αστυνομικού οργάνου, η φθορά ξένης ιδιοκτησίας κατ΄επανάληψιν24 που ήδη σχολιάσαμε προηγουμένως, δρουν υπονομευτικά απλά και μόνο μέσα από την εμπλοκή του κωμικού στοιχείου καθώς η προσφορά ενός γλειφιτζουριού σε σχήμα σφυρίχτρας ή το μάσημα του πηλήκιου του τροχονόμου από τον τάρανδο καταφέρνουν να γελοιοποιήσουν τις κατηγορίες. Όσο για την κατηγορία περί κακοποίησης ταράνδων25 το ασύμβατο ανάμεσα στην κατηγορία και το πρόσωπο του Άι Βασίλη είναι αυταπόδεικτο.
Η παρωδιακή υπερβολή γίνεται έντονα φανερή μέσα από τη δικαστική ετυμηγορία, σύμφωνα με την οποία, ο Άι Βασίλης καταδικάζεται σε εκατόν ογδόντα χρόνια φυλακή χωρίς αναστολή ενώ τα δώρα του θα πολτοποιηθούν26 ως προϊόντα του εγκλήματος. Η ύψιστη όμως στιγμή του παρωδιακού λόγου του συγγραφέα εμφαίνεται στο σχόλιο του δικαστή ΄Ολοι έτσι λένε!27 όταν ο Άι Βασίλης ερωτώμενος για τις κατηγορίες ισχυρίζεται ότι είναι αθώος.
Πρόκειται θα λέγαμε για μια γκροτέσκο αναπαράσταση της λειτουργίας του δικαστικού συστήματος και για έναν δεξιοτεχνικά κωμικό όσο και τραγικό υπαινιγμό πάνω στο εν δυνάμει αυθαίρετο αυτής της εξουσίας, κάτω από την ελκυστική μεταμφίεση μιας ιστορίας για παιδιά. Ο ειρωνικός τόνος, έντονα παρών, λειτουργεί στην κατεύθυνση της ενεργοποίησης του διφορούμενου λόγου της παρωδίας, στην εμφάνιση της έσχατης σημασίας της, αυτής που γίνεται ανιχνεύσιμη στη σύνδεση των δύο επιπέδων πάνω στα οποία δρουν η παρωδία και η ειρωνία. Η λειτουργία αυτή αφορά κυρίως στους προχωρημένους αναγνώστες και σε μια ανάγνωση δευτέρου βαθμού, η οποία εστιάζει σε ένα άλλο επίπεδο, δεύτερο, ενυπάρχον και υπαινισσόμενο, αυτό της κοινωνικής πραγματικότητας.
Η γελοιογραφική αναπαράσταση των εκπροσώπων της εξουσίας συνιστά μια παρωδιακή εικόνα αυτών των κοινωνικών χαρακτήρων, οι οποίοι, τοποθετημένοι στο πλαίσιο του κόσμου των παιδιών γελοιοποιούνται και τελικά απαξιώνονται. Τα πρόσωπα του υπουργού Δικαιοσύνης, του πρωθυπουργού και του προέδρου της Δημοκρατίας δίνουν εντολή για την απελευθέρωση του Άι Βασίλη, υπό την πίεση, που τα δικά τους παιδιά ασκούν στον καθένα από αυτούς, μέσα από μια σειρά απολαυστικά χιουμοριστικών σκηνών γκροτέσκο. Πρόκειται εδώ για την παρωδιοποίηση του “μέσου” ως βασικού παράγοντα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής και το οποίο οικειοποιούνται και τα παιδιά στην κινητοποίησή τους υπέρ του Άι Βασίλη, προκειμένου να επιτύχουν την απελευθέρωσή του.
Ο αναγνώστης λοιπόν πληροφορείται ότι ο γιος του υπουργού Δικαιοσύνης έχει καθίσει πάνω στη βασιλόπιτα,28 η κόρη του πρωθυπουργού έχει μπουκωθεί με εφτά μελομακάρονα και απειλεί ότι θα μείνει μπουκωμένη ώσπου να σκάσει29 και τα δίδυμα του προέδρου της Δημοκρατίας έχουν σκαρφαλώσει στο πολύφωτο και πετάνε από κει κουραμπιεδάκια στο κεφάλι30 [του πατέρα τους] Όλοι τους δηλώνουν ότι δεν έχουν την πρόθεση να υποχωρήσουν, εάν ο Άι Βασίλης δεν αφεθεί ελεύθερος.
Είναι φανερό ότι οι τρεις σκηνές της απαίτησης της απελευθέρωσης του Άι Βασίλη από την πλευρά των γόνων των εκπροσώπων της εξουσίας λειτουργούν στη κατεύθυνση της απομυθοποίησης των κρατούντων, μέσα από τη αυτογελοιοποίησή τους, με τρόπο αφοπλιστικά απλό όσο και τεχνηέντως παιδικό και ταυτόχρονα άκρως απολαυστικό. Έτσι ο διευθυντής της φυλακής δέχεται τις τηλεφωνικές εντολές των τριών ανώτατων εκπροσώπων του κράτους για την άμεση απελευθέρωση του Άι Βασίλη. Μέσα από το λόγο του προσώπου αυτού, έντονα κωμικό και παρωδιακά μεγενθυμένο, ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθήσει τη στάση που υιοθετεί ένα πρόσωπο κατέχον μια ανώτερη θέση διατεθειμένο να υπακούσει εντολές αυθαίρετες ή και άνομες παραμένοντας δουλοπρεπής και υποτακτικός προκειμένου να διατηρήσει τη θέση και την καριέρα του.
Το χιούμορ παίζει βασικό ρόλο στην ανάπτυξη το παρωδιακού στοιχείου αυτής της μικρής ιστορίας. Όλες οι απρόσμενες καταστάσεις, οι γελοιογραφικές μιμήσεις των χαρακτήρων και των καταστάσεων που ανιχνεύσαμε, οι αστείες παραμορφώσεις διαφόρων σκηνών της ζωής προκαλούν το αυθόρμητο γέλιο του αναγνώστη. Είναι ακριβώς αυτή η ασεβής πρακτική που χαρακτηρίζει την παρωδία του Τριβιζά, η διασκεδαστική απομυθοποιητική της ιδιότητα, διασκεδαστική ακριβώς επειδή είναι απομυθοποιητική.
Ο Bergson μιλάει για το “κωμικό της παρωδίας” που συνδέεται με την υποβάθμιση (dégradation).31 Ο Τριβιζάς αποτελεί έναν δεξιοτέχνη χρήστη αυτού του στοιχείου. Ο παρωδιακός τρόπος του αναδεικνύεται σε αληθινή τέχνη.
Τα ονόματα που ο συγγραφέας αποδίδει στους παιδικούς χαρακτήρες της ιστορίας του έχουν δημιουργηθεί κατά γελοιογραφική μίμηση των χαϊδευτικών που οι γονείς προσδίδουν στα παιδιά τους από αγάπη και τρυφερότητα. Στα πλαίσια αυτής της κοροϊδευτικής εκδοχής τα ονόματα Μπισμπιρίκος, Μπουμπούκα, Πιτσιφιόγκος και Πιτσιφιούγκα32 δείχνουν να περιγράφουν τους καλομαθημένους γόνους της “υψηλής κοινωνίας” που χαρακτηρίζεται από ελαφρότητα πνεύματος, ανευθυνότητα και έλλειψη σοβαρότητας στη λήψη αποφάσεων ακόμη και αυτών που αφορούν το γενικό συμφέρον.
Η νεωτερική χρήση του υλικού της παράδοσης αναδεικνύεται ευρηματικά ικανή στην παρωδιοποίηση μιας πραγματικότητας απόλυτα παράλογης.
Έτσι όταν ο Άι Βασίλης βρίσκεται εγκλωβισμένος στον κλοιό των κατοίκων της συνοικίας και των εμπόρων παιχνιδιών, ζορίζεται να κάνει ένα θαύμα προκειμένου να ξεφύγει, αλλά μάταια. Αφού είμαι Άγιος. Μπορώ να κάνω ένα θαύμα όποτε θέλω! Αλλά ο Άι Βασίλης ένοιωθε τόσο ταραγμένος και συγχυσμένος που του ήταν των αδυνάτων αδύνατον να συγκεντρωθεί.33 Η άσχημη πλευρά των προσώπων και της πραγματικότητας εμφανίζεται ικανή να καταργήσει τη θετική δράση του υπερφυσικού. Όμως το μαγικό στοιχείο δεν ακυρώνεται. Διατηρείται εν δυνάμει.
Έτσι αφού απελευθερώνεται χάρη στην επέμβαση των παιδιών και βρίσκεται ανάμεσα σε χιλιάδες παιδιά που τον οδηγούν στο έλκυθρό του, ο Άι Βασίλης ξαναβρήκε την αυτοπεποίθησή του και του ήρθε να κάνει ένα θαύμα! Του ήρθε και το έκανε με μεγάλη ευκολία.34 Κι έτσι λοιπόν μπόρεσε να χαρίσει δώρα στα παιδιά.
Η καλή πλευρά της πραγματικότητας στην πιο θετική της έκφραση, αυτή των παιδιών, υπερισχύει στο τέλος και είναι αυτή που επιτρέπει το θαύμα. Το μαγικό στοιχείο, παρωδιοποιημένο, μοιάζει να εμποδίζεται ή να ενισχύεται από τη σύγκρουσή του με το Κακό ή το Καλό αντίστοιχα.
Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι αυτή η απίστευτη ιστορία του Άι Βασίλη του Τριβιζά είναι ένα λογοτεχνικό κείμενο για παιδιά το οποίο παρουσιάζει ορισμένα αφηγηματικά στοιχεία με μεταμυθοπλαστικό χαρακτήρα35, τα οποία εξυπηρετούν απόλυτα τους σκοπούς της παρωδίας.36
Στην πρωτοχρονιάτικη αυτή ιστορία ο Τριβιζάς επιλέγει να χρησιμοποιήσει ορισμένες από τις συμβάσεις της παράδοσης, όπως την παρουσίαση του Άγιου Βασίλη στο ρόλο του και στο σύνηθες πλαίσιο στα οποία η παράδοση τον έχει τοποθετήσει, τη χρήση του θαυματουργού στοιχείου στην πλοκή καθώς και το ευτυχισμένο τέλος, στοιχείο απαραίτητο όσο και χαρακτηριστικό των κλασσικών παραμυθιών. Ταυτόχρονα όμως προχωρεί σε μια υπέρβαση των συνόρων ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, χωρίς να ακυρώνει το ένα ή το άλλο, καλώντας έτσι τον αναγνώστη ν΄αναρωτηθεί ως προς τη σχέση μυθοπλασίας και πραγματικότητας.
Σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει την πραγματοποίηση της συστηματικής ρήξης ανάμεσα στα δύο πλαίσια που προσδιορίζουν τη μυθοπλασία, του πλαισίου της πραγματικότητας και του φανταστικού πλαισίου.
Ο Άι Βασίλης του Τριβιζά παρ΄ότι πρόκειται για πρόσωπο που αναδύεται από τη θρησκευτική και πολιτιστική παράδοση, ενεργοποιείται στα πλαίσια της ανθρώπινης πραγματικότητας. Διεισδύει σ΄αυτήν και προσαρμόζεται στα δεδομένα και τις συνθήκες μιας σύγχρονης πόλης διατηρώντας παρ΄όλα αυτά τον παραδοσιακό τρόπο μετακίνησής του, τον ιδιαίτερο εξοπλισμό του και βέβαια την ξεχωριστή αποστολή του.
Έρχεται σε επαφή με όλους τους ανθρώπινους χαρακτήρες της ιστορίας, όπως τον τροχονόμο, τους κατοίκους της συνοικίας, το δικαστή και βέβαια τα παιδιά. Συνομιλεί μαζί τους μέσα σ’ ένα απολύτως φυσιολογικό πλαίσιο.
Το παρωδιακό στοιχείο επιβεβαιώνεται παράλληλα με την ανατροπή η οποία επιχειρείται στο επίπεδο της υπόστασης του Άι Βασιλη: Το αόρατο της παρουσίας του ανάμεσα στους ανθρώπους την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, το οποίο αποτελεί ιερό απαραβίαστο της θρησκευτικής πολιτιστικής παράδοσης, ακυρώνεται και οι θαυματουργικές ικανότητές του προσωρινά αναστέλλονται.
Πρόκειται ακόμη μια φορά για την πρόκληση του προβληματισμού που ο μεταμυθοπλαστικός συγγραφέας θέτει στους αναγνώστες του σχετικά με την οριακή γραμμή ανάμεσα τη μυθοπλασία και την πραγματικότητα. Από τη στιγμή που ο προβληματισμός αυτός ενεργοποιείται μέσα από το παρωδιακό παιχνίδι, ο αναγνώστης καλείται να αποκωδικοποιήσει τους κανόνες αυτού του παιχνιδιού αλλά και να επιχειρήσει να παίξει τα δικά του παιχνίδια τόσο με τη δική του ατομική πραγματικότητα όσο και με την κοινωνική πραγματικότητα στην οποία συμμετέχει.
Εν τέλει οι ήρωες αυτής της ιστορίας του Τριβιζά, μέσα από το κωμικό στοιχείο του χαρακτήρα τους, υπαινίσσονται τόσο το τραγικό και τη δυστοπία της παρούσας πραγματικότητας όσο και τη δυναμική της αμφισβήτησής της και της εγκαθίδρυσης μιας άλλης διαφορετικής και επιθυμητής. Η υπαινικτική κριτική στάση του συγγραφέα απέναντι στη ζωή και την κοινωνία, μας κλείνει το μάτι με νόημα, μέσα από την παρωδιακά παραμορφωμένη και παιγνιώδη αναπαράστασή τους, η οποία άλλωστε ευνοεί πολυεπίπεδες απολαυστικές αναγνώσεις.
Σημειώσεις
1.Τριβιζάς Ε. Ο ΄Αι Βασίλης στη φυλακή με τους 83 αρουραίους, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2000. Η έκδοση δεν έχει σελιδοποίηση.
2. Μπαχτίν Μ., Προβλήματα Λογοτεχνίας και Αισθητικής, Πλέθρον, Αθήνα, 1980, σ.σ.158-196, 197-203, 228-238. Επίσης βλ. Sangsue D., La relation parodique, José Corti, Paris, 2007, pp.61-74,129. Ακόμη σχετικά με την μπαχτινιανή αντίληψη για την παρωδία και την εφαρμογή της στο έργο του Ε.Τριβιζά και γενικά για το παρωδικό προφίλ του συγγραφέα βλ. Ζερβού Α. « Ευγένιος ο παρωδός της εποχής μας κληρωτός ή οι περιπέτειες των λέξεων και των κειμένων », Kείμενα, 6, 2007 http://keimena.ece.uth.gr.
3. Ο Μπαχτίν ορίζει έτσι το φαινόμενο το οποίο αφορά στην λογοτεχνική επεξεργασία, κατά κανόνα παρωδιακή, της γλώσσας που “προσιδιάζει στα είδη, στα επαγγέλματα και άλλες διαστρωματώσεις της γλώσσας”, στην παρωδιακή ανάκληση μέσω της αφήγησης “του τρόπου του λέγειν του δείνα προσώπου, συγκεκριμμένα και κοινωνικά προσδιορισμένου.” ό.π. σ.σ. 158-159. Ο εισαγόμενος στο κείμενο πολυγλωσσισμός είναι “ο λόγος του άλλου στη γλώσσα του άλλου που χρησιμεύει στη γλώσσα στη διάθλαση της έκφρασης των προθέσεων του συγγραφέα. Ο λόγος αυτός έχει την ιδιοτυπία να έιναι διφωνικός. Χρησιμεύει ταυτόχρονα σε δύο ομιλούντες και εκφράζει δύο διαφορετικές προθέσεις: την – άμεση – πρόθεση του προσώπου που ομιλεί και την –διαθλασμένη – πρόθεση του συγγραφέα. Ένας τέτοιος λόγος περιέχει δύο φωνές, δύο έννοιες, δύο εκφράσεις.΄΄ ό.π. σ. 187
4. Μπαχτίν Μ., (1980), σ.234-235 Πρόκειται για το φαινόμενο κατά το οποίο “οι προθέσεις της γλώσσας που αναπαριστάνει δεν συμφωνούν με τις προθέσεις της αναπαριστάμενης γλώσσας , αντιστέκονται σ΄αυτήν, απεικονίζουν τον αληθινό αντικειμενικευμένο κόσμο, όχι με τη βοήθεια της αναπαριστάμενης γλώσσας, ως αποδοτικής άποψης, αλλά καταγγέλλοντάς την, καταστέφοντάς την.”
5. ό.π. σ. 168
6. Ο όρος ανήκει στον Μπαχτίν και αφορά σε μια μορφή δημιουργικής επεξεργασίας του λόγου του λογοτεχνικού υποκειμένου η οποία “προσανατολίζεται τόσο στο παρωδούμενο αντικείμενο όσο και στο λόγο ενός άλλου που το παρωδεί, λόγος ο οποίος γίνεται έτσι αναπαράσταση και κατ΄αυτόν τον τρόπο παράγεται μια απόσταση ανάμεσα στο λόγο και την πραγματικότητα για την οποία μιλάμε” , Bakhtine M., Esthétique et Théorie du roman, trad. D.Olivier, Gallimard, 1978, pp.418, 180. Η μετάφραση είναι δική μας.
7. Πράγματι ο Μπαχτίν θεωρεί ότι η παρωδία οφείλει “να αναδημιουργήσει την παρωδιοποιημένη γλώσσα σαν ένα ουσιώδες “όλον”, που να έχει την εσώτερη λογική του, που να αποκαλύπτει έναν ιδιότυπο κόσμο, άρρηκτα συνδεδεμένο με την παρωδιοποιημένη γλώσσα.” Μπαχτίν Μ. (1980) σ.235
8. Τριβιζάς Ε. (2000)
9. ο.π.
10.ο.π.
11. “Πίσω από κάθε διατύπωση”, παρατηρεί ο Μπαχτίν, “αισθανόμαστε τη φύση των κοινωνικών γλωσσών, με την εσώτερη λογική και αναγκαιότητά τους.” Μπαχτίν Μ. (1980) σ.226 – 227
12. Τριβιζάς Ε. (2000)
13. ό.π.
14.ό.π.
15.ό.π.
16. Έτσι χαρακτηρίζεται από τον Μπαχτίν ο γλωσσικός κώδικας που μιλιέται και γράφεται από το μέσο όρο των ανθρώπων ενός ορισμένου κοινωνικού περιβάλλοντος απέναντι στη ζωή και τα πράγματα και τον οποίο, κατά την άποψή του, ο συγγραφέας τον μεταχειρίζεται ως κοινή γνώμη, Μπαχτίν Μ., (1980) σ.159
17. Τριβιζάς Ε. (2000)
18. ό.π.
19. Τριβιζάς Ε. (2000) ΔΩΣΤΕ ΕΝΑ ΓΕΡΟ ΣΚΑΜΠΙΛΙ ΤΟΡΠΙΛΙΣΤΕ ΜΕ ΤΟΡΠΙΛΗ
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΣΤΟΝ ΑΙ – ΒΑΣΙΛΗ ΤΟ ΕΛΚΥΘΡΟ ΤΟΥ ΑΙ – ΒΑΣΙΛΗ
20. Σύμφωνα με τον Μπαχτίν τα παρέμβλητα είδη που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί σ΄ένα κείμενο εισάγουν στο λόγο του τους δικούς τους ιδιαίτερους γλωσσικούς κώδικες “διαστρωματώνοντας άρα τη γλωσσολογική του ενότητα και βαθαίνοντας με νέο τρόπο την πολυμορφία των γλωσσών του.” Μπαχτίν Μ., (1980) σ.183
21. Τριβιζάς Ε. (2000)
22. ό.π.
23. ό.π.
24. ό.π.
25. ό.π΄.
26. ό.π.
27. ό.π.
28. ό.π.
29. ό.π.
30. ό.π.
31. Bergson H. Le rire – Essai sur la signification du comique, P.U.F., 1978, p.94 Η μετάφραση του όρου ειναι δική μας.
32. Τριβιζάς Ε. (2000)
33. ό.π.
34. ό.π.
35. Η μεταμυθοπλασία, ως αφηγηματική στρατηγική, λειτουργεί στην κατεύθυνση του προσανατολισμού του αναγνώστη στην αναγνώριση των κανόνων και των συμβάσεων που καθορίζουν την παραγωγή και τη λειτουργία του λογοτεχνικού κειμένου, προσφέροντάς του έτσι την ικανότητα να σταθεί κριτικά απέναντι σ΄αυτό και εντέλει να προβληματιστεί για τη σχέση μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας. Σχετικά βλ. Waugh P., Metafiction : the The Theory and Practice of Self–conscious Fiction, Routledge, 1996 καθώς και Οικονομίδου Σ., Χίλιες και Μία Ανατροπές – Η νεοτερικότητα στη λογοτεχνία για μικρές ηλικίες, Ελληνικά γράμματα, 2000, σ.σ.30-37, 78-87.
36. H Σούλα Οικονομίδου ερμηνέυοντας τις απόψεις της Waugh υπογραμμίζει τη σχέση της παρωδίας με τη μεταμυθοπλασία θεωρώντας την πρώτη ως “προσφιλές όχημα” για την επίτευξη των στόχων της δεύτερης. Οικονομίδου Σ., (2000), .σ.σ.86 και 265. Ωστόσο στο βαθμό που τόσο η παρωδία όσο και η μεταμυθοπλασία συνδυάζουν τη δημιουργία με την κριτική καλώντας τον αναγνώστη να αντιληφθεί το λογοτεχνικό έργο ως ένα (ανα)κατασκευάσιμο παιχνίδι με κρυμμένα αλλά ανιχνεύσιμα μυστικά, αναδεικνύουν και εξυπηρετούν πιστεύουμε, η μία τους στόχους της άλλης.
Βιβλιογραφία
Ελληνική και μεταφρασμένη
1. Aκριτόπουλος Α., « Το σύγχρονο Παραμύθι του Ευγ. Τριβιζά : Μυθοπλασία και Λόγος » Κείμενα, 6, 2007 http://keimena.ece.uth.gr
2. Γεωργοπούλου Κ. « Η έννοια της παρωδίας στο σύγχρονο παραμύθι », Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας, 13, 1998-1999.
3. Ζερβού Α., « Ευγένιος ο παρωδός της εποχής μας κληρωτός ή οι περιπέτειες των λέξεων και των κειμένων », Kείμενα, 6, 2007 http://keimena.ece.uth.gr.
4. Zερβού A., Στη Χώρα των Θαυμάτων, Το παιδικό βιβλίο ως σημείο συνάντησης παιδιών – ενηλίκων, Πατάκης, Aθήνα, 2004.
5. Zερβού A., Λογοκρισία και Αντιστάσεις στα Κείμενα των Παιδικών μας Χρόνων. Ο
Ροβινσώνας, η Αλίκη και το Παραμύθι χωρίς Όνομα, Οδυσσέας, 1997.
6. Kανατσούλη M., Ιδεολογικές διαστάσεις της Παιδικής Λογοτεχνίας, Tυπωθήτω, Aθήνα,
2000.
7. Kωστίου K., Εισαγωγή στην Ποιητική της Ανατροπής, Nεφέλη, Aθήνα, 2005.
8. Μπαχτίν Μ., Προβλήματα Λογοτεχνίας και Αισθητικής, Πλέθρον, Αθήνα, 1980
9. Οικονομίδου Σ., Χίλιες και Μία Ανατροπές – Η νεοτερικότητα στη λογοτεχνία για μικρές
ηλικίες, Ελληνικά γράμματα, Αθήνα, 2000
10. Παπαντωνάκης Γ., Ευγένιος Τριβιζάς : « Παραμύθια από τη χώρα των χαμένων χαρταετών » Κείμενα, 6, 2007 http://keimena.ece.uth.gr
11. Τριβιζάς Ε., ΄Ο ΄Αι Βασίλης στη φυλακή με τους 83 αρουραίους, Ελληνικά Γράμματα,
Αθήνα, 2000.
Ξενόγλωσση
1. Bakhtine M., Esthétique et Théorie du roman, trad. D.Olivier, Gallimard, 1978
2. Bergson H., Le rire – Essai sur la signification du comique, P.U.F.
3. Genette G., Palimpsestes, La littérature au second degré, Seuil, Paris,1982
4. Hutcheon L., A Theory of Parody, The teaching of Twentieth –Century Art
Forms, University of Illinois Press, 2000.
5. Hutcheon L., « Ironie et Parodie : Stratégie et Structure », Poétique, 36,
1978
6. Hutcheon L., « Ironie, Satire, Parodie : Une approche pragmatique de
l’ironie », Poétique, 46, 1981
7. Sangsue D., La relation parodique, José Corti, Paris, 2007
8. Stephens J., Language and Ideology in Children’s Fiction, Longman,
London & New York, 1994
9. Waugh P., Metafiction : the The Theory and Practice of Self-conscious Fiction, Routledge,
1996
10. Zervou A., « Le comique e(s)t le parodique dans la littérature
d’enfance » in L’humour dans la littérature de jeunesse, dir. J. Perrot, In Press,
2000.
11. Zipes J., Les contes de fées et l’art de la subversion, Payot, Paris, 1986 Titre
original: Fairy Tales and the Art of Subversion, Heinemann, London
Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Διαδρομές στο χώρο της Λογοτεχνίας για παιδιά και νέους, τχ. 96, Χειμώνας 2009 σε ηλεκτρονική έκδοση.