Εκτύπωση

του Λάζαρου Απέκη*

Η βαθιά καπιταλιστική κρίση ανέδειξε την Ανώτατη Εκπαίδευση και την Έρευνα σε πεδία υψηλής κερδοφορίας για το κεφάλαιο. Αυτό, σε συνδυασμό με τις νέες απαιτήσεις της αγοράς για τα εφόδια που πρέπει να παρέχονται στους εργαζόμενους, καθορίζει νέα χαρακτηριστικά και ρόλο για τα Πανεπιστήμια. Για την επίτευξη αυτών των στόχων, τα επιτελεία του μεγάλου κεφαλαίου (Διεθνής Τράπεζα, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου [ΠΟΕ], ΟΟΣΑ) κατέστρωσαν και επιβάλλουν επιτελικά σχέδια μιας -μεγάλης κλίμακας- αντιδραστικής αναδιάρθρωσης της Ανώτατης Εκπαίδευσης.

Στη χώρα μας ειδικότερα, σε συνθήκες προϊούσας κρίσης – αποδιάρθρωσης της οικονομίας, τεράστιας ανεργίας ιδιαίτερα για τους νέους, φτωχοποίησης και καταστροφής μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας, με την εφαρμογή αυτής της αναδιάρθρωσης ως αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων μνημονιακών πολιτικών, το Πανεπιστήμιο έχει οδηγηθεί σε διαρκή συρρίκνωση και αποδιάρθρωση.

  1. Φάσεις και στόχοι της αντιμεταρρύθμισης

Η αντιμεταρρύθμιση έχει στόχους τη διεύρυνση – γενίκευση της «αγοράς υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης» και την «απελευθέρωσή» της καθώς και την προσαρμογή της δημόσιας Ανώτατης Εκπαίδευσης στις βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις της αγοράς εργασίας, όπως τις σχεδιάζουν τα διεθνή επιτελεία.

Για τη δημιουργία ενιαίας αγοράς «υπηρεσιών εκπαίδευσης / κατάρτισης» και την «απελευθέρωσή» της απαιτείται η μετατροπή της εκπαίδευσης σε εμπόρευμα, η μετατροπή των ιδρυμάτων που την παρέχουν σε επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών εκπαίδευσης / κατάρτισης και των φοιτητών σε πελάτες που έχουν να πληρώσουν ή θα καταφύγουν σε δάνεια, με τον περιορισμό ή και την κατάργηση της δημόσιας χρηματοδότησης και την επικράτηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης ή/και την εμπορευματοποίηση / ιδιωτικοποίηση της δημόσιας.

Την πολιτική αυτή υιοθέτησε η ΕΕ με την γνωστή διαδικασία της Μπολόνια και τις διαδοχικές εξειδικεύσεις της, η οποία προβλέπει τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΧΑΕ) και του Ευρωπαϊκού Χώρου Έρευνας (ΕΧΕ).

Η άμεση σύνδεση της εκπαίδευσης με τις εκάστοτε «ανάγκες της αγοράς» αντιμετωπίζει σαν πολυτέλεια τις σπουδές σε συγκεκριμένους επιστημονικούς ή τεχνολογικούς τομείς με επιστημονικά καθορισμένα αντικείμενα και απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις – δεξιότητες που πρέπει να ανανεώνονται «δια βίου», σύμφωνα με τις συγκυριακές απαιτήσεις των επιχειρήσεων του μεγάλου κεφαλαίου.

Παράλληλα, επιχειρείται σταδιακός έλεγχος της επιστημονικής έρευνας των Πανεπιστημίων και των Ερευνητικών Κέντρων και εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων της από τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους.

Πρόκειται για μια ευρείας κλίμακας αντιδραστική αναδιάρθρωση της Ανώτατης Εκπαίδευσης που μεταλλάσσει τον χαρακτήρα και τον ρόλο του δημόσιου Πανεπιστημίου.

Τα μέσα για την επιβολή αυτής της πολιτικής είναι κυρίως η δραματική μείωση της δημόσιας χρηματοδότησης – της υποχρέωσης του κράτους να παρέχει επαρκείς πόρους για τη δημόσια εκπαίδευση – και η στοχευμένη χρηματοδότηση για την εκπαίδευση και την έρευνα από ευρωπαϊκά κονδύλια, αλλά και κατάλληλες θεσμικές «μεταρρυθμίσεις» που προωθούν αυτές τις πολιτικές.

Οι «μεταρρυθμίσεις» αυτές επιβάλλονται με οδηγίες και στοχοθεσία από τα όργανα της ΕΕ και διεκπεραιώνονται μέσα από τη διαδικασία της Μπολόνια με τις Συνόδους των υπουργών παιδείας για τη δημιουργία του ΕΧΑΕ και του ΕΧΕ.

Κομβικές παρεμβάσεις για τα παραπάνω αποτέλεσαν, μεταξύ άλλων: η Magna Charta της Μπολόνια 1988, η Συνθήκη Maastricht 1992, η Λευκή Βίβλος 1993, η Λευκή Βίβλος για την εκπαίδευση και κατάρτιση 1995, η Διακήρυξη της Σορβόννης 1998, η Διακήρυξη της Μπολόνια 1999, η Έκθεση Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 2001, η Σύνοδος της Πράγας 2001, η Ανακοίνωση της ΕΕ 2003 «Ο ρόλος των πανεπιστημίων στην Ευρώπη της γνώσης», η Σύνοδος του Μπέργκεν 2005, η Ανακοίνωση της Κομισιόν «Ανασχεδιασμός της Εκπαίδευσης» 2012, το πρόγραμμα της ΕΕ Horizon 2020, η «Έκθεση παρακολούθησης της εκπαίδευσης και της κατάρτισης του 2016 Ελλάδα» της ΕΕ, οι Εκθέσεις ΟΟΣΑ 2011, 2016.

  1. Η Διαδικασία της Μπολόνια

2.1 Ο Ευρωπαϊκός Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης – «Το Πανεπιστήμιο του μέλλοντος»

Τα χαρακτηριστικά για τον Ευρωπαϊκό Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης είναι: οι τρεις κύκλοι σπουδών, με πρώτο κύκλο τριετή και τίτλο επαρκή για άσκηση επαγγέλματος,  οι πιστωτικές μονάδες (ECTS), το «σύστημα διασφάλισης της ποιότητας» με την αξιολόγηση και την πιστοποίηση, η προσαρμογή των σπουδών στις ανάγκες της αγοράς με την παροχή δεξιοτήτων και στόχο την απασχολησιμότητα, η οικονομική «αυτοτέλεια» των πανεπιστημίων με δραματική μείωση της δημόσιας χρηματοδότησης, η κατάργηση των δημοκρατικών  κατακτήσεων της συμμετοχικής αυτοδιοίκησης (διακυβέρνηση με «κοινωνική λογοδοσία»). Επίσης, περιλαμβάνει την ενοποίηση όλων των δικτύων τυπικής, μη τυπικής και άτυπης εκπαίδευσης και δια βίου μάθησης, με εργαλεία τις πιστωτικές μονάδες και το σύστημα αξιολόγησης και  πιστοποίησης, με πλαίσιο το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Προσόντων με τις οκτώ βαθμίδες και με την αντικατάσταση των πτυχίων με ατομικούς φακέλους προσόντων με το «Συμπλήρωμα Διπλώματος».

Στο όνομα της «κινητικότητας» των φοιτητών και της «αναγνωρισιμότητας των τίτλων» των αποφοίτων, οργανώθηκε το σύστημα «Διασφάλισης της ποιότητας της Ανώτατης Εκπαίδευσης», με το «Ευρωπαϊκό Σύστημα Μεταφοράς και Συσσώρευσης Πιστωτικών Μονάδων», την τυποποίηση και την αγοραία «πιστοποίηση» μέσω της «αξιολόγησης», που είναι οι προϋποθέσεις για τη λειτουργία μιας διευρυμένης «αγοράς υπηρεσιών μεταλυκειακής εκπαίδευσης».

Όπως αναφέρει η Έκθεση Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση 2016 της ΑΔΙΠ:

«Σύμφωνα με το Ανακοινωθέν της Συνόδου υπουργών στο Ερεβάν (2015), με χρονικό ορίζοντα το 2020, οι ακαδημαϊκοί τίτλοι των αποφοίτων των ευρωπαϊκών ΑΕΙ θα αναγνωρίζονται αυτόματα».

Επίσης αναφέρει:

«Λαμβάνοντας υπόψη ότι η διενέργεια των πιστοποιήσεων πραγματοποιείται στη συντριπτική πλειονότητα των χωρών του ΕΧΑΕ, η μη πιστοποίηση των προγραμμάτων σπουδών ή/και των εσωτερικών συστημάτων διασφάλισης ποιότητας των Ιδρυμάτων οδηγεί σε απομάκρυνση από το ευρωπαϊκό κεκτημένο».

Πρόκειται για ένα επιχειρησιακό σχέδιο γενικευμένης υποβάθμισης των γνωστικών εφοδίων των νέων, προσαρμοσμένο στις συνθήκες του εργασιακού μεσαίωνα που έχει επιβληθεί από το μεγάλο κεφάλαιο.

Αυτές τις αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις στην Εκπαίδευση συνολικά και στην Ανώτατη Εκπαίδευση ιδιαίτερα, καθορίζουν κυρίως οι ανάγκες της αγοράς για αμεσότερη, οικονομικότερη και με τις λιγότερες δυνατόν αντιδράσεις ενσωμάτωση της παραγόμενης γνώσης και τεχνολογίας στην καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία.

Στο πλαίσιο μιας απίστευτης σε έκταση προπαγάνδας για την «κοινωνία της γνώσης», οργάνωσαν και επιβάλλουν την ημιμάθεια και την αμάθεια, μέσω της απόκτησης «επαγγελματικών δεξιοτήτων» που απαιτούν οι σύγχρονες τεχνολογίες και στην παραγωγή αλλά και στην κατανάλωση προϊόντων και υπηρεσιών.

2.2 Ευρωπαϊκός Χώρος Έρευνας

Για την Έρευνα ασκείται μια πολιτική κυρίως μέσα από διαδοχικά «Προγράμματα Πλαίσιο» και άλλες ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, η οποία  ξεκίνησε με κίνητρα στους ερευνητές και τα Ιδρύματα για να «ανοιχτούν» προς τις επιχειρήσεις και κατέληξε στην παραγωγή τελικού προϊόντος ή υπηρεσίας με σύμπραξη εργαστηρίων και επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακας.

Στόχος της πολιτικής αυτής είναι ο έλεγχος της παραγόμενης Έρευνας στα Πανεπιστήμια και τα Ερευνητικά Κέντρα και η άμεση εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων της από τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους. Η πολιτική αυτή προωθείται και με κατάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις (διαδοχικοί νόμοι για την Έρευνα). Συνέπεια αυτής της πολιτικής είναι η περιθωριοποίηση της βασικής έρευνας, ο εξοβελισμός των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών και η αδυναμία να αναπαραχθεί το αντίστοιχο επιστημονικό δυναμικό.

Η πολιτική της ΕΕ εδραιώνει σταδιακά ένα σχεδόν απόλυτα ελεγχόμενο ενοποιημένο σύστημα τόσο για την Ανώτατη Εκπαίδευση όσο και για την Έρευνα, που αφήνει ελάχιστα περιθώρια να συνεχίσει με προοπτική ό,τι δεν εντάσσεται σε αυτή την πολιτική για το τι και πώς διδάσκεται, το τι και πώς ερευνάται και το πώς και από ποιους ασκείται εποπτεία και έλεγχος στη διαχείριση και στη διοίκηση των Πανεπιστημίων.

2.3 Οικονομική «αυτοτέλεια» των πανεπιστημίων

Είναι η πολιτική για τη σταδιακή απαλλαγή του κράτους από την υποχρέωση της δημόσιας χρηματοδότησης. Το επιτελικό σχέδιο ξεκίνησε με βασικό μέσο τη χρησιμοποίηση των στοχευμένων (πιλοτικών) κοινοτικών χρηματοδοτήσεων ΚΠΣ κ.ά. και με αντίστοιχες θεσμικές ρυθμίσεις. Ο περιορισμός της δημόσιας χρηματοδότησης, που στη χώρα μας πήρε δραματικές διαστάσεις, λειτουργεί σαν το ισχυρότερο μέσο επικράτησης της εμπορευματοποίησης και ιδιωτικοποίησης των Πανεπιστημίων. Ταυτόχρονα εισάγει νέους κανόνες, ήθη και σχέσεις στο εσωτερικό τους.

  1. Η ένταξη των ελληνικών πανεπιστημίων στη διαδικασία της Μπολόνια

3.1 Η διαδικασία της μετάλλαξης

Η αναδιάρθρωση στην Εκπαίδευση συνολικά και στην Ανώτατη Εκπαίδευση ιδιαίτερα ξεκίνησε κυρίως από τον Γ. Παπανδρέου (1995) με τους εμπειρογνώμονες του ΟΟΣΑ, ακολούθησαν ο Γ. Αρσένης (Εκπαίδευση 2000) και η «διεύρυνση» του Πανεπιστημίου με τα διαδοχικά πακέτα ΚΠΣ.

Η επιβολή της διαδικασίας της Μπολόνια άρχισε με τον Π. Ευθυμίου και συνεχίστηκε με τη Μ. Γιαννάκου, με τη Σύνοδο ΟΟΣΑ στην Αθήνα 2006, το νέο νόμο – πλαίσιο, την επιχείρηση αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος και την αναγνώριση των διάφορων Κολεγίων ως ισότιμων με τα δημόσια Πανεπιστήμια. Το «εγχείρημα» της αναγνώρισης συνέχισαν οι Ε. Στυλιανίδης και Α. Σπηλιωτόπουλος. Η συνέχεια, κατά τη μνημονιακή περίοδο, ήταν ο νόμος Διαμαντοπούλου του 2011 για την «αλλαγή του DNA» της Ανώτατης Εκπαίδευσης, που εφάρμοσε όλες τις υποδείξεις της αξιολόγησης του ΟΟΣΑ που προηγήθηκε, και τα «συμπληρώματα» Αρβανιτόπουλου και Λοβέρδου. Με το νόμο Γαβρόγλου η κυβέρνηση της «Αριστεράς» ολοκληρώνει όλες τις μνημονιακές «δεσμεύσεις» και εφαρμόζει τις «βέλτιστες διεθνείς πρακτικές» από την «εργαλειοθήκη» του ΟΟΣΑ και την επικαιροποιημένη αξιολόγησή του.

Σύμφωνα με την Έκθεση της ΕΕ 2016:

«Στο πλαίσιο της επανεξέτασης (του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος από τον ΟΟΣΑ), αναμένεται να υποβληθούν συστάσεις πολιτικής σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές που ακολουθούνται στις χώρες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, προκειμένου να εκσυγχρονιστεί περαιτέρω ο ελληνικός εκπαιδευτικός τομέας. Οι συστάσεις αυτές θα αποτελέσουν μία από τις βάσεις για την υλοποίηση των απαραίτητων νομοθετικών και ρυθμιστικών αλλαγών από τις ελληνικές αρχές και για την κατάρτιση του νέου σχεδίου δράσης για την εκπαίδευση της περιόδου 2016-2018».

Όλες αυτές οι επιθέσεις επιχειρήθηκαν μέσα από «ευρύ διάλογο». Στόχος των αντιδραστικών «μεταρρυθμίσεων» δεν είναι μόνο η παραγωγή, ανασφαλών και πειθαρχημένων αποφοίτων έτοιμων να εργαστούν σε συνθήκες εργασιακού μεσαίωνα, οι οποίοι θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους και θα πληρώνουν, για να αποκτήσουν ή να ανανεώσουν κάποια επισφαλή εφόδια. Παράλληλα με αυτόν τον στόχο, η υποταγμένη  στην ΕΕ κυρίαρχη ελίτ, υπηρετώντας τα συμφέροντά της, ξεθεμελιώνει το δημόσιο πανεπιστημιακό σύστημα της χώρας περιορίζοντάς το σε ένα απαξιωμένο περιφερειακό ρόλο.

3.2 Ενδεικτικές φάσεις της μετάλλαξης

Για την προσαρμογή του Πανεπιστημίου στον νέο ρόλο του προηγήθηκε η περίοδος Σημίτη  με την «ένταξη των Πανεπιστημίων στο Γ΄ΚΠΣ». Έτσι μπήκαν οι βάσεις με τον κατατεμαχισμό των αναγκών, τη μετατροπή τους σε πακέτα «δράσεων» σύμφωνα με τους κανόνες και τις προδιαγραφές του χρηματοδότη, που κάποιοι πανεπιστημιακοί της διαπλοκής «εξέφραζαν» ως παράγοντες του υπουργείου. Μοναδική διέξοδος για τα Ιδρύματα ήταν να επιδίδονται σε αγώνα δρόμου για να μη χαθεί κάθε φορά η προθεσμία και η πιθανότητα χρηματοδότησης, χωρίς περιθώρια συνολικής εποπτείας, κριτικής και εναλλακτικών προτάσεων με βάση τις δικές τους ανάγκες.

Η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση

  • τροφοδότησε αρχικά την απότομη «διεύρυνση» της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με ίδρυση νέων Τμημάτων και Ιδρυμάτων (ΑΕΙ και ΤΕΙ), που με άναρχο τρόπο και με κριτήρια συχνά τοπικιστικά, άλλαξε τον χάρτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (σήμερα, αντίστροφα, με τα σχέδια του τύπου «Αθηνά» και κυρίως λόγω του οικονομικού μαρασμού επιβάλλεται η σταδιακή συρρίκνωσή τους, σύμφωνα με τη μνημονιακή δέσμευση για περιορισμό κατά 30%).
  • επίσης, τροφοδότησε την έκρηξη Μεταπτυχιακών, που μετά τη λήξη των αντίστοιχων «πακέτων», την περιορισμένη τακτική χρηματοδότηση και την επικράτηση του κατάλληλου κλίματος, οδήγησε σταδιακά στην επιβολή διδάκτρων που γενικεύτηκαν. Σε ορισμένα Ιδρύματα εμφανίστηκαν οι επιχειρηματίες των Μεταπτυχιακών με παχυλές αμοιβές από τη συμμετοχή τους. Η σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ νομιμοποίησε τα δίδακτρα και τις αμοιβές διδασκόντων σε αυτά (νόμος Γαβρόγλου).
  • είναι, επίσης, κύρια πηγή χρηματοδότησης της Έρευνας στην Ελλάδα, με τα Ευρωπαϊκά Προγράμματα Πλαίσιο και άλλα προγράμματα, μέσω των οποίων η ΕΕ επιβάλλει σε μεγάλο βαθμό την πολιτική της για την Έρευνα. Η εποπτεία και ο έλεγχος τού ποια έρευνα διεξάγεται και με ποιους στόχους, έγινε σταδιακά τυπική για τα αρμόδια ακαδημαϊκά όργανα (Τομείς, Τμήματα, Σύγκλητο) κι έμεινε υπόθεση του χρηματοδότη και κάποιων ομάδων «μυημένων» που αποφάσιζαν με τεχνοκρατικά κριτήρια ως μέλη των Επιτροπών Έρευνας. Έτσι, αναπτύχθηκαν Εργαστήρια που λειτουργούν σαν «σημαίες ευκαιρίας» για τη διεκδίκηση οποιασδήποτε ερευνητικής προκήρυξης.

Με την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, διαρκείς λειτουργικές ανάγκες εντάσσονταν σταδιακά στα διάφορα πακέτα ΚΠΣ και όχι στον Τακτικό Προϋπολογισμό και τις Δημόσιες Επενδύσεις. Με τη λήξη τους, όμως, εδραιώνονταν η κατάσταση μη τακτικής δημόσιας χρηματοδότησης. Στην αρχή διατέθηκαν στοχευμένα (πιλοτικά) πολλά κονδύλια και εντάχθηκαν σε πακέτα ΚΠΣ σχεδόν όλες οι δραστηριότητες και λειτουργίες – μαθήματα, μέθοδοι διδασκαλίας, συγγράμματα, εξοπλισμοί, βιβλιοθήκες, δίκτυα, κτίρια. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής, Δίκτυα και Βιβλιοθήκες απέκτησαν κεντρική διαχείριση «απαλλαγμένα» από την εποπτεία και τη διαχείριση των Ιδρυμάτων.

Μία σημαντική συνέπεια όλων αυτών ήταν ότι έτσι εδραιώθηκε η αγοραία «κουλτούρα» των προγραμμάτων όπου εντάσσονται πακέτα «δράσεων» και της επιχειρηματικής λογικής στη διαχείρισή τους. Κατάσταση που λειτούργησε ως προϋπόθεση για τη μετάλλαξη των σχέσεων, των κανόνων και του ήθους μέσα στα Ιδρύματα, η οποία γενικεύθηκε μέσα από τη διεκδίκηση και διαχείριση των χρηματοδοτούμενων ερευνητικών προγραμμάτων.

Στο πλαίσιο αυτών των πολιτικών, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ προχώρησε σε μεγάλο δανεισμό από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για τη χρηματοδότηση τόσο ΑΕΙ και ΤΕΙ, υποθηκεύοντας την ιδιαίτερη περιουσία και το μέλλον τους, όσο και της Έρευνας.

Ο ρόλος των Ειδικών Λογαριασμών Κονδυλίων Έρευνας  (ΕΛΚΕ)

Σε όποια Ιδρύματα (λιγοστά) υπήρξαν συγκροτημένες παρεμβάσεις επιβλήθηκε διαφάνεια και αξιοποιήθηκε μέρος των «διαθεσίμων» από τη διαχείριση των ερευνητικών κονδυλίων των ΕΛΚΕ για εκπαιδευτικούς, ερευνητικούς και λειτουργικούς στόχους. Στα περισσότερα Ιδρύματα, όμως, έγινε υπόθεση μικρών ομάδων γύρω από τις διοικήσεις που λειτούργησαν με πλήρη αδιαφάνεια για την υπόλοιπη κοινότητα. Καταγγέλθηκαν αυθαιρεσίες, επικράτησε επιχειρηματική αντίληψη στη διαχείριση, διαμορφώθηκαν ομάδες πανεπιστημιακών με εξειδίκευση στη σύνταξη, υποβολή, διεκδίκηση και διαχείριση ερευνητικών προγραμμάτων. Ακολούθησε η εκπαίδευση ειδικού προσωπικού με προνομιακή μεταχείριση, και η μάχη για την παρακράτηση υπέρ του Ιδρύματος από τα προγράμματα και τις αμοιβές ελεύθερου επαγγέλματος. Οι διαχειριστές μεγάλων προγραμμάτων επέβαλαν τις απόψεις τους υπό την απειλή «να πάρουν τη διαχείριση εκτός Ιδρύματος». Τα μέλη ΔΕΠ – ελεύθεροι επαγγελματίες απέκτησαν ισχυρή φωνή και πέτυχαν από τη σημερινή κυβέρνηση το «δωράκι» της μείωσης στην παρακράτηση των αμοιβών τους.

Με δεδομένο τον οικονομικό μαρασμό, οι πρόθυμες διοικήσεις για την αξιοποίηση των «διαθεσίμων» των ΕΛΚΕ εφαρμόζουν πλέον τον ακραίο κανόνα του «όποιος φέρνει χρήμα παίρνει ενίσχυση». Ο συνολικός περιορισμός της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης και η καταλήστευση των «διαθεσίμων» των ΕΛΚΕ την περίοδο των μνημονίων με το PSI οδηγούν στον εξανεμισμό τους.

Ο νόμος Γαβρόγλου ενίσχυσε θεσμικά τους ΕΛΚΕ, ώστε να λειτουργούν σαν ένα σχετικά αυτόνομο όργανο επιχειρηματικής διαχείρισης, με ξεχωριστό ΑΦΜ, με κατάλληλη δομή, διοίκηση και διοικητική υποστήριξη, για όλες τις εμπορευματοποιημένες δραστηριότητες και τους αντίστοιχους πόρους του κάθε Πανεπιστημίου (Μεταπτυχιακές σπουδές με θεσμοθετημένα πλέον τα δίδακτρα, παροχή υπηρεσιών εκπαίδευσης, κατάρτισης, δια βίου, εξ αποστάσεως, εμπορική αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της ερευνητικής δραστηριότητας των μελών, αξιοποίηση της ιδιαίτερης περιουσίας τους). Συγχρόνως άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο κατάργησης του ΕΛΚΕ και αντικατάστασής του από την Ανώνυμη Εταιρεία, το ΝΠΙΔ του νόμου Διαμαντοπούλου, η ίδρυση της οποίας προβλέπεται σε κάθε Ίδρυμα για τη διαχείριση και την εμπορική αξιοποίηση των προϊόντων της έρευνας και των υπηρεσιών που παρέχουν.

Η Εταιρεία Διαχείρισης Ιδιαιτέρας Περιουσίας του Ιδρύματος

Στο πλαίσιο της πολιτικής για την οικονομική «αυτοτέλεια» των Ιδρυμάτων η Εταιρεία αυτή δημιουργήθηκε κυρίως για να «αξιοποιηθούν» επιχειρηματικά τα ακίνητα, σημαντικής αξίας σε ορισμένα παραδοσιακά Ιδρύματα, ώστε να καλυφθεί η έλλειψη δημόσιας χρηματοδότησης.

Η εκ των ένδον μετάλλαξη των πανεπιστημίων

Για την εδραίωση του μεταλλαγμένου πανεπιστημίου σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν σε διάφορα ιδρύματα ομάδες καθηγητών, οι οποίοι «αξιοποιώντας» το κυρίαρχο κλίμα της ανταγωνιστικότητας και επιχειρηματικότητας, ακολουθώντας το «ρεύμα» της εξασφάλισης «ίδιων πόρων» για την «οικονομική αυτοτέλεια», αναπτύσσουν ποικίλα προγράμματα παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών, παρέχοντας δεξιότητες με δίδακτρα για κάθε ζήτηση. Για την έκταση του φαινομένου επαρκή στοιχεία προσφέρουν οι διαδικτυακές προβολές – διαφημίσεις των Ιδρυμάτων για τέτοιες δραστηριότητες (βλ. πχ ΕΚΠΑ, ΕΜΠ, Παν. Μακεδονίας, ΟΠΑ, Παν. Πειραιά, Παν. Θεσσαλίας, κ.ά.).

Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι εκατοντάδες πανεπιστημιακοί που σε διαρκή διαπλοκή με το πολιτικό και οικονομικό σύστημα μοιράστηκαν ρόλους πρωθυπουργού, υπουργού, υφυπουργού, γενικού γραμματέα, στελέχους της διοίκησης δημόσιων επιχειρήσεων, τραπεζίτη κλπ., απολαμβάνοντας τα οφέλη. Απτόητοι συνεχίζουν το «έργο» τους στελεχώνοντας το καθεστώς των μνημονίων, της υποτέλειας, συμπράττοντας στο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, στην εργασιακή και κοινωνική βαρβαρότητα και στη μαζική μετανάστευση των νέων.

  1. Αντιδράσεις-αντιστάσεις απέναντι στην αντιδραστική αναδιάρθρωση και τα όριά τους

Η πολιτική της ΕΕ για την ένταξη των εθνικών συστημάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας στους ΕΧΑΕ και ΕΧΕ συνάντησε σημαντικές αντιδράσεις. Αντιδράσεις που σε ορισμένες χώρες πήραν και δυναμικό κινηματικό χαρακτήρα (Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Αυστρία, Γερμανία). Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, το πανεπιστημιακό κίνημα – με κορμό το φοιτητικό κίνημα – και σε κρίσιμες φάσεις το εκπαιδευτικό κίνημα συνολικά, ακύρωσαν ψήφιση νόμων (επί ΠΑΣΟΚ με υπουργό Π. Ευθυμίου: νομοσχέδια που απαιτούσε η συμμετοχή στη διαδικασία της Μπολόνια), ακύρωσαν την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος για τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων (επί ΝΔ και υπουργίας Μ. Γιαννάκου) και όρθωσαν αναχώματα στην εφαρμογή ψηφισμένων νόμων (νόμος Γιαννάκου, νόμος Διαμαντοπούλου).

Οι αντιδράσεις αυτές και οι καθυστερήσεις στην εφαρμογή των ρυθμίσεων είχαν συνέπεια να αναθεωρηθεί η στόχευση για ολοκλήρωση της διαδικασίας της Μπολόνια μέχρι το 2010 και να μετατεθεί για το 2020 (Έκθεση ΕΕ 2016, Ένωση Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων 2016). Όμως, σε αυτό το διάστημα, παρά τις αντιδράσεις και την αντίσταση που εκδηλώθηκαν, έχουν ήδη υιοθετηθεί βασικές προϋποθέσεις των ΕΧΑΕ και ΕΧΕ για την εφαρμογή της αντιδραστικής αναδιάρθρωσης που επιβάλλει η ΕΕ.

Όπως αναφέρεται στην Έκθεση Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση 2016 της ΑΔΙΠ:

«Από την έναρξη της διαδικασίας της Μπολόνια (1999) και έπειτα, το σύνολο των Ευρωπαϊκών χωρών έχει ιδρύσει εθνικές αρχές διασφάλισης ποιότητας, στις οποίες έχουν ανατεθεί τόσο εποπτικές, όσο και συμβουλευτικές αρμοδιότητες διασφάλισης ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση.

Η πιστοποίηση των προγραμμάτων σπουδών έχει θεσμοθετηθεί στη συντριπτική πλειοψηφία των χωρών του ΕΧΑΕ, αλλά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τη Διασφάλιση της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ENQA). Έτσι, από το σύνολο των χωρών που ανήκουν στον E.X.A.E. 44 από τις 48 έχουν θεσμοθετήσει την πιστοποίηση ή/και διενεργούν πιστοποιήσεις μέσω εξωτερικών φορέων πιστοποίησης χωρών του ΕΧΑΕ.

Ωστόσο, στη χώρα μας, παρά την ύπαρξη νομοθετικού πλαισίου, μέχρι σήμερα δεν έχουν διενεργηθεί πιστοποιήσεις προγραμμάτων σπουδών.

Προς το παρόν, στην ελληνική επικράτεια χορηγούν πιστοποιημένους τίτλους σπουδών μόνον ορισμένα παραρτήματα ευρωπαϊκών πανεπιστήμιων (κολλέγια), τα οποία έχουν πιστοποιηθεί από το μητρικό πανεπιστήμιο.

Η ΑΔΙΠ το 2016 προέβη σε δύο δράσεις διασφάλισης ποιότητας: (α) την εξωτερική αξιολόγηση των 22 ΑΕΙ, σε συνέχεια αυτής του προηγούμενου έτους 2015, κατά το οποίο είχαν αξιολογηθεί 14 ΑΕΙ, (β) τη συγκέντρωση, επεξεργασία και διαμόρφωση του υλικού για την πιστοποίηση των Προγραμμάτων Σπουδών και του Εσωτερικού Συστήματος Διασφάλισης Ποιότητας των ελληνικών ΑΕΙ».

Οι εξελίξεις αυτές δείχνουν ότι, δυστυχώς, ένα σημαντικό μέρος από τα αναχώματα, που είχε ορθώσει το πανεπιστημιακό κίνημα εδώ και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες απέναντι στη λαίλαπα αυτών των «μεταρρυθμίσεων», έχει ισοπεδωθεί.

  1. Για τις καταστροφικές συνέπειες, αντιφάσεις και αδιέξοδα αυτής της πολιτικής

Φαίνεται πλέον καθαρά ότι η εφαρμογή αυτής της πολιτικής από το υποταγμένο στα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου πολιτικό σύστημα, μαζί με τον εργασιακό μεσαίωνα, τη μετατροπή της χώρας σε προτεκτοράτο, προωθεί και την αντίστοιχη υποβάθμιση και συρρίκνωση του δημόσιου πανεπιστημιακού συστήματος. Ένα πλήγμα, που, αν δεν αποτραπεί εγκαίρως, θα έχει σαν συνέπεια αδυναμία αναπαραγωγής ενός σημαντικού μέρους του επιστημονικού δυναμικού της χώρας.

Η πολιτική της ΕΕ για την Έρευνα είναι η γενίκευση της προσανατολισμένης-εξειδικευμένης έρευνας, η προνομιακή χρηματοδότηση της «καινοτομίας» και κυρίως των δικτύων «αριστείας», σύμφωνα με τις επιταγές των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων. Αυτή η πολιτική στην προοπτική θα συρρικνώσει ολόκληρα επιστημονικά πεδία, με συνέπεια να μην υπάρχει επαρκής ευρύτερος ερευνητικός χώρος που να τροφοδοτεί ή να παράγει έστω και αυτή την «αριστεία».

Οι εξελίξεις στην εκπαίδευση και στην έρευνα οδηγούν σε δραματικό συμπέρασμα: Αυτοί οι θεμελιώδεις «πόροι» της σύγχρονης κοινωνίας, η παιδεία και η επιστημονική έρευνα για την παραγωγή νέας γνώσης και τεχνολογίας, ξεφεύγουν σταδιακά από οποιονδήποτε δημόσιο έλεγχο και εποπτεία προς όφελος της κοινωνίας και παραδίνονται στην ελίτ του μεγάλου κεφαλαίου. 

Το αστικό πανεπιστήμιο στη χώρα μας και στην υπόλοιπη Ευρώπη, που μέσα από τις αντιθέσεις του επέτρεπε και θετικές για την κοινωνία κατακτήσεις, υποτάσσεται σταδιακά στις απαιτήσεις του μεγάλου κεφαλαίου. Μεταλλάσσεται σταδιακά σε ένα εκπαιδευτήριο, που θα πρέπει να πουλάει υπηρεσίες εκπαίδευσης και έρευνας σύμφωνα με τις εκάστοτε απαιτήσεις της «αγοράς», όπως τις ορίζουν τα επιτελεία ΕΕ, ΟΟΣΑ, Διεθνής Τράπεζα.

Αυτή η πολιτική δεν επιτρέπει βελτιώσεις, είναι ενιαία, έχει στρατηγική με συνέχεια και βρίσκει διαρκώς «κατάλληλους» να την εφαρμόσουν. Μόνο η συνολική ανατροπή της μπορεί να είναι ελπιδοφόρα τόσο για την Ανώτατη Εκπαίδευση όσο και για την κοινωνία.

*Ο Λάζαρος Απέκης είναι Ομότιμος Καθηγητής ΕΜΠ.

Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε στο 2ο τεύχος του Σελιδοδείκτη, Φθινόπωρο 2017.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here