του Περικλή Παυλίδη
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας κατάργησε τελικά το πανεπιστημιακό άσυλο. Προηγήθηκαν οι γνωστοί δακρύβρεχτοι δεκάρικοι για τα ελληνικά ΑΕΙ που έγιναν κέντρα ανομίας. Κονδυλοφόροι δεξιο-νεοφιλελεύθερης κοπής κήρυξαν εκστρατεία κατά του καθεστώτος παραβατικότητας (διακίνηση ναρκωτικών, παραεμπόριο κ.λπ.) που «αριστερές μειοψηφίες» στο όνομα του ασύλου επέβαλαν δήθεν στα πανεπιστήμια.
Βέβαια, σε μια κοινωνία βαθύτατης κρίσης, εγκλωβισμένη εκτενώς στη χρήση ουσιών και με τη ναρκοκουλτούρα να θριαμβεύει στις πλέον ανεπτυγμένες και «πολιτισμένες» χώρες της Εσπερίας, η δημιουργία εντυπώσεων ότι η εξάλειψη της «παραβατικότητας» περνάει μέσα από την κατάργηση του ασύλου δεν ήταν τίποτε περισσότερο από χονδροειδή εξαπάτηση του κοινού.
Η κατάργηση του ασύλου αποσκοπούσε σαφώς σε κάτι άλλο: στην ενίσχυση της ικανότητας του κράτους να πατάσσει την ιδεολογική-πολιτική απειθαρχία που εκδηλώνεται εντός των ΑΕΙ, κι αυτό για ορισμένους κρίσιμους λόγους.
Αποτελεί πλέον κοινό τόπο ότι το πανεπιστήμιο στις ανεπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες συνιστά κομβικό θεσμό παραγωγής επιστημονικών γνώσεων, οι οποίες ενσωματώνονται ραγδαία σε τεχνολογικές και παραγωγικές καινοτομίες, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην κερδοφορία των επιχειρήσεων. Επίσης, αποτελεί χώρο μαζικής διαμόρφωσης του εργασιακού δυναμικού, του διανοητικού μέρους της σύγχρονης μισθωτής εργασίας.
Και είναι ακριβώς η τεράστια οικονομική σημασία της επιστημονικής γνώσης (χωρίς να παραγνωρίζουμε τη στρατιωτική και πολιτική σημασία και χρήση της) ο λόγος για τον οποίο στην ανώτατη εκπαίδευση δρομολογούνται παγκοσμίως βαθιές, νεοφιλελεύθερου τύπου αλλαγές με κομβικό στόχο την υποταγή της επιστήμης, των θεσμών της και βεβαίως των ίδιων των φορέων και δημιουργών της γνώσης στις ανάγκες της κεφαλαιοκρατικής αγοράς.
Στο πλαίσιο, λοιπόν, του στόχου αυτού και υπό την πίεση ισχυρών εξουσιαστικών μηχανισμών το πανεπιστήμιο μεταλλάσσεται (σαφώς με διαφορετικούς ρυθμούς από χώρα σε χώρα), ενσωματώνει πρότυπα λειτουργίας του επιχειρηματικού κόσμου, υποτάσσεται σε πρακτικές ανταγωνισμού, γίνεται διαρκώς περισσότερο εμπορευματικό, διεμβολίζεται από ιδιωτικά συμφέροντα και αγοραίες επιδιώξεις.
Αυτήν ακριβώς τη μετάλλαξη του πανεπιστημίου υπηρέτησαν με ποικίλους τρόπους τις τελευταίες δεκαετίες όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις. Στη δυναμική προώθηση αυτής της μετάλλαξης είναι στρατευμένη και η τωρινή κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Όμως η εν λόγω διαδικασία δεν είναι ούτε εύκολη, ούτε αυτονόητη. Κι αυτό, πρωτίστως, διότι το έργο που συντελείται στα πανεπιστήμια, ως ερευνητική δραστηριότητα και επιστημονική εκπαίδευση, είναι από τη φύση του ριζικά ασύμβατο με τους κανόνες και τις επιδιώξεις της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας.
Πρόκειται για έργο που υπερβαίνει ουσιωδώς τις σχέσεις ιδιωτικής ιδιοκτησίας, δεδομένου ότι πραγματοποιείται με καθολικά μέσα-επιτεύγματα του παγκόσμιου πολιτισμού, τα οποία ουσιαστικά ανήκουν σε όλη την ανθρωπότητα.
Στο πανεπιστήμιο η επιστημονική μελέτη της αντικειμενικής πραγματικότητας με τις ορθολογικές-κριτικές αρχές που τη διέπουν αυξάνει τις γνώσεις μας για τον κόσμο και τις δυνατότητες παραγωγικής επενέργειας σ’ αυτόν. Ταυτόχρονα όμως επεκτείνεται (και τείνει αναπόφευκτα να επεκτείνεται) στην κριτική θεώρηση των θεμελιωδών σχέσεων των ανθρώπων, τόσο προς τη φύση όσο και μεταξύ τους. Κι από αυτή τη σκοπιά το πανεπιστήμιο μπορεί να λειτουργεί ως κρίσιμο πεδίο ανίχνευσης δυνατοτήτων και προοπτικών, όχι μόνο για την παραγωγική αλληλεπίδραση της κοινωνίας με τη φύση, αλλά και για το μέλλον των ίδιων των κοινωνικών σχέσεων.
Το πανεπιστήμιο ως προνομιακός χώρος της επιστημονικής σκέψης καθίσταται στον ένα ή τον άλλο βαθμό –όποιες προσπάθειες κι αν καταβάλλονται για το αντίθετο– χώρος κριτικής εξέτασης και, πιθανώς, αμφισβήτησης των κυρίαρχων ιδεών, σχέσεων και θεσμών.
Γι’ αυτό και το πανεπιστήμιο, όσο θα δύναται να επιτελεί το έργο του, την κατανόηση του κόσμου και τον αναστοχασμό της κοινωνικής πραγματικότητας, θα γεννά πάντα κινδύνους για κάθε εξουσία που βρίσκεται απέναντι στις ανάγκες και τα συμφέροντα της κοινωνίας.
Γι’ αυτό και οι εξουσίες που υπηρετούν τα συμφέροντα της σύγχρονης κεφαλαιοκρατίας θα επιδιώκουν με κάθε μέσο να ελέγξουν το πανεπιστήμιο, να το υποτάξουν σε μιαν εξόχως αντιφατική «λογική»: στην παραγωγή γνώσης αναγκαίας για την επιχειρηματική κερδοφορία και ταυτόχρονα στην αποφυγή ενασχόλησης με τα κρίσιμα προβλήματα, τις αντιφάσεις και προοπτικές της κοινωνικής ολότητας.
Δεδομένων των παραπάνω χρειάζεται να επισημάνουμε εμφατικά ότι ο αγώνας για την υπεράσπιση του ασύλου δεν ήταν ποτέ απλώς και μόνο για το ζήτημα αυτό.
Ήταν και είναι αγώνας ενάντια στην εισβολή των δυνάμεων της αγοράς στον πιο κομβικό χώρο της επιστήμης. Ενάντια στην παρακμή της επιστημονικής σκέψης, την απονέκρωση του κριτικού στοχασμού και την βαθύτατη παραμόρφωση των παιδαγωγικών σχέσεων υπό το καθεστώς του «ακαδημαϊκού καπιταλισμού», του διαρκούς ανταγωνισμού, του αχαλίνωτου καριερισμού, της κομφορμιστικής αδιαφορίας για τα προβλήματα της κοινωνίας, των γενικευμένων ιδιοτελών επιδιώξεων και αγοραίων πρακτικών καθηγητών, τμημάτων και σχολών.
Ήταν και είναι αγώνας για τις ανάγκες των φοιτητριών και φοιτητών, για τον κοινωνικό προσανατολισμό της επιστημονικής έρευνας, την κοινωνική ιδιοποίηση και χρήση των αποτελεσμάτων της.
Η κατάργηση του ασύλου αποσκοπεί στη διαμόρφωση μηχανισμών καταστολής των φοιτητικών αγώνων και κάθε αντίστασης στις πολιτικές που παραδίδουν την ανώτατη εκπαίδευση στις δυνάμεις της αγοράς. Ο αγώνας για την υπεράσπισή του είναι συνυφασμένος με την υπεράσπιση του φοιτητικού κινήματος, αλλά και των αναγκών και αγώνων της κοινωνίας για ένα δημόσιο πανεπιστήμιο, ταγμένο στην αναζήτηση δυνατοτήτων και τρόπων επίλυσης των κρίσιμων προβλημάτων της, δημιουργίας ενός χειραφετημένου κόσμου καθολικής συντροφικότητας και αλληλεγγύης.
Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΡΙΝ, την 1η Σεπτεμβρίου 2019.