της Λίτσας Φρυδά,
Το Θέατρο του Ήλιου, της Αριάν Μνούσκιν, ένα θέατρο οικουμενικό, ένα θέατρο μαρτυρία για τον Κόσμο, είναι ένας από τους θρυλικούς θιάσους της Ευρώπης. Είναι εγκατεστημένο στην Καρτουσερί (παλιά μπαρουταποθήκη στο δάσος της Βενσέν), που η Μνούσκιν με εννέα φίλους και συνεργάτες της κατέλαβαν και μετέτρεψαν σε θέατρο το 1964, λίγα χρόνια πριν τον Μάη του ’68, ιδρύοντας την «Εταιρία Εργατικής Συνεργασίας Παραγωγής, το θέατρο του Ήλιου».
Κάνει θέατρο πολιτικό, στρατευμένο με την πλατιά έννοια του όρου, και σκηνοθετεί πολιτικές διαμαρτυρίες από την ίδρυσή του ως τώρα, ενώ πολλές από τις παραστάσεις του κάνουν τον γύρο του κόσμου. Σκοπός του: ένα μεγάλο λαϊκό θέατρο που θα ενημερώσει, θα ευαισθητοποιήσει και ευελπιστεί να κινητοποιήσει ένα, διεθνές πια, απληροφόρητο κοινό, -μιας και οι παραστάσεις του ταξιδεύουν σε ολόκληρο τον κόσμο- για σημαντικά θέματα της ανθρώπινης ιστορίας, εθνικά και διεθνή.
Ο θίασος αποτελείται από 75 είναι περίπου συνολικά μέλη που συμμετέχουν μόνιμα, με διάφορες ιδιότητες (ηθοποιοί, τεχνικοί, ενδυματολόγοι, μοδίστρες, μάγειροι, φυσιοθεραπευτές κ.α.), από 35 διαφορετικές εθνικότητες ή εθνότητες από όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης (Ευρωπαίοι από διάφορες χώρες, Αφγανοί, Αυστραλοί, Λατινοαμερικάνοι, κάποιοι από αυτούς πρόσφυγες ή αυτοεξόριστοι), που μιλούν 22 διαφορετικές γλώσσες. Λειτουργεί ως κολλεκτίβα όπου όλοι είναι ενταγμένοι επί ίσοις όροις, με τον ίδιο μισθό και ίσες υποχρεώσεις, της Αριάν Μνούσκιν συμπεριλαμβανομένης, και αποτελεί ιδανικό τόπο ομαδικών και δημοκρατικών διαδικασιών. Τα μέλη του θεάτρου, ηθοποιοί και μη, συμμετέχουν στο καθάρισμα, στο μαγείρεμα, σε εργασίες συντήρησης, φτιάχνουν κουστούμια και σκηνικά. Η προετοιμασία του φαγητού και η συλλογική εστίαση για όλους, ηθοποιούς αλλά και προσερχόμενους στις παραστάσεις, αποτελεί σημαντική διαδικασία μοιράσματος και κοινωνίας.
Οι επικών διαστάσεων παραστάσεις της έχουν διάρκεια από 4,5 έως 7,5 ώρες και είναι αποτέλεσμα συλλογικής δουλειάς βασισμένης στην απελευθέρωση της φαντασίας, στον αυτοσχεδιασμό και στην ανάπτυξη μιας αισθητικής επηρεασμένης από θεατρικές παραδόσεις της Ευρώπης, της Ανατολής και της Ασίας. Οι παραστάσεις τους, ωστόσο, παραμένουν ανοιχτές στο σήμερα γιατί όπως σημειώνει η ίδια η Μνούσκιν στο βιβλίο «Η Τέχνη του τώρα – συζήτηση με την Φαμπιέν Πασκώ», [(μετ. Γιώργος Βουδικλάρης) εκδ. ΚΟΑΝ, Αθήνα, Δεκέμβρης 2010] «μόνο το τώρα έχει σημασία για μένα».
Δίνει μεγάλη έμφαση στη σωματικότητα του ηθοποιού, χρησιμοποιεί στυλιζαρισμένες φόρμες, εντυπωσιακά κοστούμια με υπέροχα χρώματα, μουσική και χορογραφία, ζεστούς φωτισμούς, και χρησιμοποιεί μάσκες (της commedia del’arte και ασιατικές μάσκες κυρίως από το Μπαλί) που απελευθερώνουν τους ηθοποιούς από τα διακριτικά στοιχεία της δυτικής ταυτότητάς τους. Χαρακτηριστικό είναι το τελετουργικό της προετοιμασίας και του βαψίματος των ηθοποιών πριν από τις παραστάσεις, που γίνεται, σε κοινή θέα για τους θεατές, σε ανοιχτά καμαρίνια.
Φανερές είναι οι επιρροές της από τις θεατρικές παραδόσεις της Δύσης (όπως η commedia del’arte και το θέατρο του δρόμου) και της Ανατολής (όπως το παραδοσιακό ινδικό θεάτρο Κατάκαλι, και τα θέατρα Καμπούκι, Νο, και Μπουνακάρου της Ιαπωνίας). Έτσι, σε παραστάσεις της το κλασικό δυτικό θέατρο συχνά παρουσιάζεται μέσα από κλασικές ανατολικές θεατρικές φόρμες: ο Αγαμέμνων (1990) ενδύθηκε τη φόρμα του θεάτρου Κατάκαλι, ο Ριχάρδος ο Δεύτερος (1981) επηρεάστηκε από τα θέατρα Καμπούκι, Νο, και Μπουνακάρου, και ο Ταρτούφος (1995) μεταφέρθηκε στο μουσουλμανικό Μαγκρέμπ του 20ου αιώνα…
Το Θέατρο του Ήλιου έχει ανεβάσει 30 περίπου έργα και έχει ξεχωρίσει για τις συγκλονιστικές παραστάσεις του, όπως ο Σιχανούκ. Ο τελευταίος βασιλιάς της Καμπότζης (1986-87), οι Ατρείδες (1990-93), ο Ταρτούφος (1995), και φυσικά τα έργα Το τελευταίο καραβανσαράι (2003), Οι εφήμεροι (2006) και Οι ναυαγοί της τρελής ελπίδας (2010), που είδαμε στο Φεστιβάλ Αθηνών, το 2006, το 2007 και το 2011, αντίστοιχα. Ιστορικές και πρωτοπόρες υπήρξαν εξάλλου, οι πρώτες παραστάσεις του θιάσου, τη δεκαετία του ’60, πριν αποκτήσει τη σημερινή του δόξα, όπως Η Κουζίνα του Άρνολντ Γουέσκερ, το 1967, που επαναλαμβάνουν τον Μάη του ‘68, διακόπτοντας τις παραστάσεις του έργου Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας του Σαίξπηρ που έπαιζαν, για να συμπαρασταθούν και να ψυχαγωγήσουν τους απεργούς της Σιτροέν, της Κόντακ και της Ρενό, και να στηρίξουν της συνέχιση της απεργίας τους. Αλλά και Οι Κλόουν (1969), και το 1789, «Η επανάσταση πρέπει να σταματήσει στην τελειότητα της ευτυχίας» (1969), που γυρίστηκε και ταινία. Ιδιαίτερη στιγμή αποτελεί η πρόσφατη συνεργασία του θεάτρου με τον διεθνή Καναδό σκηνοθέτη Ρομπέρ Λεπάζ, στον οποίο η Αριάν Μνούσκιν έδωσε τα ηνία του θιάσου της (για πρώτη φορά στα 55 χρόνια λειτουργίας του) για την εξαιρετική παράσταση Κανατά -Επεισόδιο Πρώτο – Η διαμάχη, που είχαμε τη χαρά να δούμε φέτος στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Από τη δεκαετία του ’90, το Θέατρο του Ήλιου έχει εστιάσει την προσοχή του στους πρόσφυγες από όλες τις μεριές του κόσμου και στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν για την απόκτηση του ασύλου στις «δημοκρατικές» χώρες της Δύσης. Πέρα από την επική παράσταση Το τελευταίο καραβανσαράι, που πραγματεύεται το ζήτημα της προσφυγιάς, αρκετοί πρόσφυγες έχουν βρει κατά καιρούς στέγη στο θέατρο της Καρτουσερί, άλλοι έχουν ενσωματωθεί στην ομάδα, και για πολλούς από αυτούς το Θέατρο του Ήλιου έχει αναλάβει την στήριξη και την υπεράσπισή τους στην διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους.
Κλειδιά στη φιλοσοφία του Θεάτρου του Ήλιου αποτελούν οι έννοιες «Όραμα» και «Ουτοπία», όραμα για έναν κόσμο που θα ενσαρκώνει τις ιδέες της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της ισότητας, της αδελφοσύνης, της χειραφέτησης, ιδέες που μοιάζουν με ουτοπία. Μια ουτοπία, όμως, που φαίνεται να κατακτιέται διαρκώς στον Ήλιο αφού, όπως αναγράφεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου στο οποίο ήδη παραπέμψαμε, «Στον Ήλιο, η ουτοπία πραγματοποιήθηκε… Στον Ήλιο, η ουτοπία υπάρχει ακόμα!»