του Σπύρου Παΐζη,
Πάτρα, 6/4/2019
Με αφορμή την ποιητική Συλλογή «Δεμένα Σώματα» του Νίκου Γεωργόπουλου, ΑΩ Εκδόσεις, 2019.
ΜΠΗΚΕ ΣΤΟ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟ ΟΡΑΜΑ αλλά δεν βγήκε ποτέ.
Ο Νίκος είναι από τους μαθητές που πήρε στα σοβαρά το περιεχόμενο των μαθημάτων και των βιβλίων των νεανικών του χρόνων. Ο Λόγος τους χάρασσε τους δρόμους, τους υψηλούς του ανθρώπινου είδους. Ο Νίκος, ό,τι κι αν κάνει ΔΕΝ μπορεί να ξεφύγει από αυτούς τους δρόμους. «Για να διαλύσουμε ήρθαμε ετούτη τη σιωπή/που απλώνεται στ’ αθόρυβα επάνω απ’ τους χαμένους». Ζαβολιές, εναλλαγές δουλειών, σχολείων, πόλεων, στρατεύσεων, καραβιών είναι απλά τοπία που διασχίζουν οι αρχικές λεωφόροι, φτιαγμένες με τα υλικά του Λόγου. Είναι απλώς το φόντο, όπου δοκιμάζεται αν αντέχει ο ΛΟΓΟΣ του, ο ΛΟΓΟΣ της απελευθέρωσης.
Η μάχη απελευθέρωσης του εαυτού και του εμείς, μέσω του πνεύματος, ενάντια στην τυραννία των υλικών αγαθών, «και άρχισαν να θηρεύουν/ εύσημα, προαγωγές και λάφυρα», υπερπροσδιορίζει όλες του τις κινήσεις. Σε αυτή τη μάχη εντάσσεται ο επαναλαμβανόμενος χλευασμός του μικροαστικού βολέματος και η επιδίωξη της αμηχανίας στους οικείους του αναγνώστες: «Και ξαχνίζουν συνταγές επιτυχίας/ για τους κληρονόμους». «Μέσα στη νεκρή φύση του νοικοκυριού της/ κάρφωσε τη ζωή της/ σε ένα σαλονάκι βαθιά».
Οι στίχοι του συνδέονται στενά με τη ζωή μας, στο κέντρο της Πάτρας, τη δεκαετία του ’80. Μια ζωή στρατευμένη στο κίνημα, στρατευμένη στο μετασχηματισμό του ΕΓΩ και του ΕΜΕΙΣ, με ατμομηχανή τους ταξικά πιεσμένους και στόχο την σύγχρονη ανατροπή. «Οι μηχανές στις φάμπρικες βουβές /ανήσυχες στριμώχνονται οι ψυχές/μια φλόγα αναζητάνε να τις κάψει/Φέρνουν ακόμα τα πουλιά πρωτομαγιές».
Ας μου επιτραπεί εδώ να πω, ότι η γενιά που εντάχθηκε στις αρχές της δεκαετίας του’80 (1982-1990) σε αυτή την προσπάθεια, το οφείλει προφανώς στην αίγλη του Πολυτεχνείου και τη γενιάς της περιόδου 1974-1982, αλλά χωρίς την ίδια ευκολία, χωρίς να ωθείται από κάποιο κυρίαρχο ρεύμα. Έτσι, εξ’ αρχής υπήρχε μια πιο βαθιά, πιο ολική – και σε ατομικό επίπεδο – απόρριψη του κυρίαρχου συστήματος, «Οι φίλοι μου εμένα κυνηγούσαν φαντάσματα και ίσκιους στις κάμαρες των νοικοκυραίων». Οι συζητήσεις μας γύρω από τις υψηλές αξίες, με επιρροές από λογοτεχνία και φιλοσοφία, ήταν πάντα σε βάθος. Οι σχέσεις μας διαμεσολαβούνταν από την ΙΔΕΑ, τον ΛΟΓΟ. Ανθρωποποιούσαμε τις ιδέες μας, το ΟΡΑΜΑ ζούσε μαζί μας. «Με τρικάβαλο το όνειρο στο Honda/θα κολλούσαμε το σίδερο στη βράση». Θέλαμε το ΟΛΟ. «Σαν μια παρέα που ξεκίνησε να φτάσει/σε μια ουτοπία φυλαγμένη στα χαρτιά/που ξελογιάζει πάντα ανήσυχα μυαλά/κι έναν τρελό που τρέχει να προφτάσει».
Γι’ αυτό ξεπερνούσαμε τα επιφανειακά διλήμματα του ενός ή του άλλου στο πολιτικό εποικοδόμημα. Δεν τσιμπήσαμε, ούτε μέχρι το 1985 με τον προοδευτικό πόλο, ούτε από το 1986 και μετά από τον δήθεν αντι-λαϊκίστικο πόλο. Γι’ αυτό είχαμε την εκτίμηση των νέων από διαφορετικά περιβάλλοντα, στρατεύονταν μαζί μας απ’ όλους τους χώρους: εργατικούς, μαθητικούς, φοιτητικούς, παρ’ όλο που συχνά προσπαθούσαν να μας αναγκάσουν να φορέσουμε (τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς) ένα γραφειοκρατικό, ηττοπαθές κοστούμι, με έντονη οσμή ναφθαλίνης, με αντάλλαγμα μόνο κάποιες νότες χαζοχαρούμενης παιδικότητας.
Αυτή ακριβώς η στάση ζωής, «για τις εφόδους που θα κάναμε εμπρός/σε έναν ορίζοντα που θα ‘χε κοκκινίσει», η εμμονή επαναστατικής αλλαγής όλου το πεδίου των κοινωνικών σχέσεων, βρίσκεται πίσω από το παράδοξο της περιόδου 1982-1989: Το δικό μας στρατευμένο «εμείς», να έχει τον πρώτο ρόλο και μαζική επιρροή σε όλους τους χώρους της νεολαίας, ανανεώνοντας τις στρατιές των μυημένων (μόνο εμείς και το ΑΝC στη Νότια Αφρική), παρ’ όλη την παγκόσμια κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού (Ρηγκανισμού-Θατσερισμού) στο εξωτερικό και της καταθλιπτικής ήττας της αριστερής ηγεσίας από ένα αρχηγικό, ρεφορμιστικό, λαϊκίστικο κόμμα, στο εσωτερικό.
Στο κέντρο της Πάτρας, λόγω του μεσαίου μεγέθους της πόλης, επειδή αρχικά το Πανεπιστήμιο (το Παράρτημά μας) ήταν στο κέντρο, σε αυτά τα 10-15 τετράγωνα τριγύρω του, συνέβαιναν τα περισσότερα πολιτικά γεγονότα και οι συνευρέσεις. Στο τέρμα της Κολοκοτρώνη, η αλμύρα του λιμανιού συνέτεινε στην ώσμωση εργατικών και φοιτητικών στοιχείων, δημιουργούσε τη διανόηση των πρωτοποριών. Σε αυτή την ώσμωση, ο Νίκος είχε πρωτεύοντα ρόλο και ήταν ανήσυχο στοιχείο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τις ανταλλαγές βιβλίων (π.χ. το Αντι-Ντύρινγκ), και τις αγωνιώδεις συζητήσεις για τις πιθανότητες και τους τρόπους υλοποίησης του επαναστατικού οράματός μας. Ίσως, αυτά τα βιώματα-κριτήρια, τον οδηγούν να είναι αυστηρός με τη νέα γενιά, να μην της χαρίζεται, κόντρα στις συνήθεις κολακείες, όταν διαπιστώνει: «Νέοι άνθρωποι/ Με στενούς ορίζοντες/…. Μια έκρηξη ρε αδελφέ αδρεναλίνης/ να σπάσει το καλούπι/ και να χυθούνε στο χώρο». Το αφυπνιστικό σάλπισμα ετοιμαζόταν στις μήτρες των βιβλίων μας και των ηλεκτρισμένων σημειώσεων, αναπαραγόταν στην Κολοκοτρώνη και στο Παράρτημα, και διαχεόταν ως την Καρόλου και το Ζαβλάνι , ως τα Σύνορα και την Πλατεία Ελευθερίας, έχοντας ως ιερό προορισμό τις πύλες των εργοστασίων.
Ο Νίκος, σε αυτή την νεαρή ηλικία, ίσως ήταν από τους λίγους που βίωνε όλες αυτές τις παραμέτρους ταυτόχρονα. Μαθητής του Εσπερινού, εφαπτομενικά με το κέντρο της τότε Πάτρας, στο οποίο τον οδήγησε η δυσμενής ταξική του θέση, με πολύ καλή γνωστική υποδομή και σχέση με τα βιβλία, τρέχοντας για το μεροκάματο «σημαδεμένος από τη γέννα/ για τις ηρωϊκές εφόδους της επιβίωσης», κατοικώντας σε λαϊκή γειτονιά, μετέχοντας στα καθημερινά πολιτικά δρώμενα στο κέντρο της πόλης και στο λιμάνι, εμπλέκεται με τις θεωρητικές αναζητήσεις τμήματος της σπουδάζουσας νεολαίας. Με την πρώτη μεγάλη εργατική ρήξη-ευκαιρία (Φθινόπωρο 1985), δοκιμάζει μέχρι τέλους, αρχικά στο εσπερινό του και τον περίφημο εργατικό τομέα της πόλης και κατόπιν στο χώρο των ΤΕΙ, πλευρές αυτών των αναζητήσεων. Εδώ τον βρίσκουμε «Μέρες Δεκέμβρη ανακατεύοντας το χιόνι/μια παγωμένη βρίσκω φλόγα να πυρώνει» να παίζει πάλι πρωταγωνιστικό ρόλο, στο καμίνι της περιόδου ’90 – ’91, με τη δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα. Όλα αυτά βέβαια, εν μέσω των δυσκολιών της στράτευσης και των υποχρεώσεων επιβίωσης, που τον οδηγούν στα καράβια. Μια τελευταία παρέμβαση στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο της περιόδου, είναι στις προσπάθειες δημιουργίας του Κοινωνικού Κέντρου, την περίοδο 1993-1994.
Κι έρχεται η ήττα, από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90. Σε πολλά ποιήματα έχουμε αυτή την παραδοχή της ήττας. Άλλοτε με πίκρα, οργή, σαρκασμό, άλλοτε με έμφαση στην προδοσία, «Σε περιμένουν στη γωνία οι εχθροί σου/οι φίλοι σου έχουν ήδη απασφαλίσει», άλλοτε συντεταγμένα, όπως στην υποστολή, «και μαζεύω τις εγκαταλειμμένες σημαίες μας από κάτω/ ξανά και ξανά και ξανά». Εδώ βλέπουμε να τις φυλάει, να τις προστατεύει∙ θα τις χρειαστεί. Κρατά δηλαδή μια ενεργητική στάση. Η λειτουργικότητα της μνήμης βοηθά να είναι φυλαγμένες, όχι κομματιασμένες.
Ως μαχητής νοθεύει την ήττα με ψηφίδες ελπίδας, «είναι το σκοτάδι πιο πυκνό μπροστά μου/νιώθω μα δεν πιάνω δίπλα μου ένα χέρι». Να λοιπόν, που ένα κομμάτι σημαιοφόρων, τώρα με την κρίση επαναδραστηριοποιήθηκε. Ξαναβρήκε τις σημαίες, γιατί κάποιοι τις μάζευαν, τις δίπλωναν διακριτικά και δεν έτρεξαν να βρουν άλλες σημαίες, άλλων <<αντίπαλων ομάδων>>, γιατί οι σημαίες τους ήταν η συμπύκνωση των ιδεών και του απελευθερωτικού ΛΟΓΟΥ (τα εννοούσαμε αυτά που λέγαμε) και όχι απλά ενός συμπλεγματικού, μοδάτου τρόπου, για την επιβολή του ναρκισσισμού μας. «και τις λωρίδες τις είχε ξαναβάψει/κόκκινες με το αίμα του/να τρέχει ακόμα/στις διαδηλώσεις».
Παρ’ όλο που αποδέχεται την ήττα, αυτή την παραδοχή την περνά με τέτοια ειρωνεία, που λειτουργεί ως αυτογνωσία του εγώ και του εμείς. Σε προτρέπει τελικά να αρνείσαι το βόλεμα. Αποφασίζει να παραμείνει στην ταξική όχθη των προσπαθειών για μια δίκαιη κοινωνία. «Δεν ήρθαμε στον κόσμο αυτό για να ΄μαστε αρεστοί/στους άρχοντες, στους αυλικούς και στους προσκυνημένους». Πρέπει όμως, να δοκιμάσει άλλη οδό, όπου το DNA της υπήρχε στην προ στράτευσης δομή. «Μα ένα παιδί ξεφεύγει στα κρυφά/κι ανθίζουνε ελπίδες στις στοές μας». Φέρει το βάρος μιας νέας προσπάθειας απελευθερωτικού εγχειρήματος(σαν να εξαρτάται από αυτόν), και μας καλεί να ολοκληρωθούμε, να αυτοδιορθωθούμε: «Να βγάλεις φτερούγες να φύγεις μακριά/ και πίσω ποτέ μη γυρίσεις». Αναζητά μια οδό «πιο σίγουρη», πιο δύσκολα διαψεύσιμη, πιο ηθική, πιο ατομοκεντρική (με μια κάπως χριστιανική λογική αυτοβελτίωσης), χωρίς την πολιτική βιασύνη, μονώνοντας από την διάβρωση το πολιτικό με ενέσεις ειρωνείας, «Ένας Μεσσίας να μας περάσει απέναντι … ψιθυρίζει αχνά και χάνεται!», παίρνοντας τη σκυτάλη από την πρώτη ποιητική συλλογή, όπου αρθρώνει την πικρή διαπίστωση, «Το κουμάντο θέλουν όλοι/ κόκκινοι μικροί διαβόλοι».
Κατανοεί ότι η προσπάθεια για μια δίκαιη κοινωνία, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να πάρει θέση στο ακανθώδες ζήτημα των προσφυγικών ροών. Θα ντρεπόταν να εκδώσει μια ποιητική συλλογή αυτή την περίοδο, χωρίς να περάσει από μέσα της το δράμα των κυνηγημένων, χωρίς να δώσει ώθηση στην αρετή της αλληλεγγύης. Η συνθηματική προτροπή του Ουγκώ λειτουργεί μέσα του ως εξής: Στους Καταυλισμούς! Στους Καταυλισμούς! Πάμε, ποιητή, πρέπει να φύγουμε!! Αφιερώνει άμεσα 3 ποιήματα. Στα 2 προσπαθεί να μας δημιουργήσει ενσυναίσθηση. «Μαζί του ο αέρας φέρνει τους πνιγμένους/π’ ουρλιάζουνε σαν χάνονται στο κύμα/ συρματοπλέγματα ματώσανε το χέρι/του αγοριού που ξέφυγε μπροστά τους». Στο 3ο διασκεδάζει τους φόβους των μικροαστών. «Φοβούνται οι μουζίκοι του άστεως/μην και περάσουν οι διωγμένοι/από πάνω τους/και τους εξαφανίσουν». Και στο αντιπολεμικό ποίημα, με τον τίτλο <<Επικαιρικό>>, μας καλεί σε επαγρύπνηση: «Τα όπλα/άρχισαν να μιλούν τη διπλωματία τους,/σε ώρα τέχνης και ευζωΐας».
Ένα ώριμο, απελευθερωτικό εγχείρημα, πρέπει να αναμετρηθεί με το θέμα του θανάτου. Δεν πρέπει να πέσει στο λάθος της απώθησής του, ούτε στο λάθος της φυσιολογικοποίησής του. Το πρώτο λάθος, είναι σίγουρο, ότι το αποφεύγει, τοποθετώντας τις υπαρξιακές αγωνίες του στο κέντρο βάρους 5 ποιημάτων του, συχνά με την χαρακτηριστική ειρωνεία, κινούμενος στα όρια του κυνισμού στον οποίο τελικά δεν ενδίδει. «Οι φίλοι μου μονολογούνε στον καθρέπτη της ζωής τους/μην αρρωστήσουν κι αυτοί, να μην πεθάνουν,/έχουν δουλειές, έχουν παιδιά και τι θα κάνουν;». «εκείνος το καμάκι του στον θάνατο καρφώνει/εκείνη γλώσσα έβγαλε και τον περιγελά/από μπροστά τον Χάρο της σαν είδε να ζυγώνει». Το δεύτερο λάθος το υπερβαίνει, δημιουργώντας νέα βαρύτιμα συμβόλαια «κι εγώ στα χέρια κράτησα σα χρέος μυστικό/σημάδια από τα άταφα κορμιά των ηττημένων», αλλά και με την διαπίστωση ότι ο θάνατος δεν τα διαγράφει όλα, δεν μας απαλλάσσει από τις ευθύνες μας, την υποκρισία δεν την σκεπάζει, ούτε το ιερό ούτε το τελετουργικό, «τη στιγμή της εκφώνησης/και του επικηδείου/Ήξεραν κι άλλοι…».
Στους φίλους και στην αρετή της φιλίας επανέρχεται τόσο συχνά, απαιτητικά και αμφιθυμικά κάποιες φορές, που είναι φανερό ότι συμπυκνώνει ισχυρές αντιλήψεις και επιθυμίες. Τους δίνει το ρόλο των ζώντων αποδεικτικών στοιχείων που μαρτυρούν στο χθες της ανάμνησης και στο σήμερα της γραφής, ότι το όνειρο της ισονομίας, της δικαιοσύνης και της απελευθέρωσης είναι «υλικό», ήταν και είναι όντως πιθανό. Ο δεσμός μεταξύ των φίλων στερεοποιείται με τις αξίες που μας συνέτρεχαν. Όμως, στα 2 πιο ρυθμικά, πιο δυνατά ποιήματά του, στην «Ευχή» και στο «Σαν Σήμερα», δεν χρειάζονται αξίες, δεν υπάρχει ανάγκη καμίας διαμεσολάβησης. Είναι μόνο οι δυο τους. Χωρίς δεσμό. Είναι ο ορισμός της Αγάπης!
Συμπερασματικά, ο Νίκος γράφει με ταξικό πνεύμονα, οι στίχοι του ανθίζουν στην πανανθρώπινη όχθη της αδελφοσύνης και περιστρέφονται γύρω από τον άξονα της ισοτιμίας, υποκλινόμενοι με σεβασμό στην φιλία, την αγάπη και τον έρωτα. Στα «Δεμένα Σώματα» εφαρμόζει 40 δυνάμεις στην κατεύθυνση της απελευθέρωσης. Με αυτές, μας βοηθά να είμαστε όρθιοι, και με τα δικά του λόγια, από την πρώτη ποιητική του συλλογή, στο ποίημά του «Προς Οσφυοκάμπτες», υπολογίζει και την συνισταμένη τους : «Δουλειά δικιά μας/ η όρθια στάση του κορμιού!».