του Αντώνη Δραγανίγου
Ακούω αυτό το ονειρικό τραγούδι, μέρα που είναι, και αναρωτιέμαι… Πώς γίνεται δυο άνθρωποι, που θεωρητικά δεν έχουν καμιά σχέση με την ιδεολογία μας, να γράφουν και να ερμηνεύουν ένα τέτοιο αριστούργημα… Από αυτά που δονούν τα σωθικά σου… Από αυτά που σε συντροφεύουν κάτι βράδια Πολυτεχνείου, να σαν σήμερα καλή ώρα…
Ξεκίνησα σήμερα τη μέρα βλέποντας στη σχολική γιορτή το δεκάχρονο πιτισιρίκι μου, μαζί με τα άλλα παιδιά και τους δασκάλους τους, σ’ ένα δημοτικό στο Περιστέρι, να στέκονται μπροστά σε μια φωτογραφία του Πολυτεχνείου και με όλη τη σοβαρότητα της ηλικίας τους να απαγγέλλουν και να τραγουδάνε… Κάπως έτσι αυτή η πύλη ξυπνάει μέσα σου εικόνες από αυτές που δε σβήνονται ποτέ… Σαν να βλέπεις μπροστά σου χιλιάδες φοιτητές, με το ίδιο ανεξίτηλο πάθος, στο ίδιο σημείο, να εκδικούνται τη δολοφονία του Τεμπονέρα… Να αναμετριούνται με τις δυνάμεις καταστολής, να χτίζουν τη δική τους “ρωγμή του χρόνου” το ’90-’91. Σκέφτεσαι τους δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους μπροστά στην “πύλη” της πλατείας Συντάγματος να παλεύουν για τη χαμένη τους ζωή. Τελικά πάντα υπάρχει μια πύλη. Ίσως δεν τη συναντάς πολλές φορές στη ζωή σου… Αλλά σαν βρίσκεσαι στο κατώφλι της, ξέρεις πως, την περνάς ή όχι, καθορίζει όλη σου τη ζωή. Θυμάμαι τη συνέντευξη μιας κοπελιάς από τη συντονιστική του Πολυτεχνείου (δεν θυμάμαι δυστυχώς το όνομά της) που σε μια ερώτηση δημοσιογράφου “καλά, όταν καταλάβατε ότι θα έμπαινε το τανκ, γιατί δεν φύγατε;” απάντησε αυτό το φοβερό: “αν και θεωρούσα λογικά όλα τα επιχειρήματα υπέρ της αποχώρησης, εγώ απλά, ήθελα να μείνω.” Για σκεφτείτε ποιο ήταν το ανίκητο, τελικό επιχείρημα που μπορούσε να οδηγήσει έναν άνθρωπο απ’ τη ζωή στον θάνατο… Τίποτα άλλο πέρα από τη θέλησή του… Ήθελα να μείνω... Ή πάλι, θυμάμαι την απίστευτη ιστορία ενός συντρόφου από τα διαμάντια που διαθέτει το ρεύμα μας, που όσα περισσότερα έχουν κάνει τόσο λιγότερο τα λένε, που μου διηγήθηκε σε μια στιγμή “αδυναμίας”, πώς τον έπιασε η ασφάλεια στη Θεσσαλονίκη τις μέρες του Νοέμβρη, τον φόβο που ένοιωθε όταν τον έσερναν με κλωτσιές και ξύλο στο μπουντρούμι, μέχρι που κάποια στιγμή τον έβγαλαν από ένα παράθυρο, τον γύρισαν ανάποδα και του είπαν “ή μας δίνεις κάποιον ή σε ρίχνουμε”. Και τότε, μου είπε ήσυχα, “χωρίς να το σκεφτώ ή να φοβηθώ τους είπα “ρίξτε με”!”. Πρέπει κάποια στιγμή να γραφτούν αυτές οι ιστορίες, έτσι δεν είναι; Τι είναι λοιπόν αυτό που κάνει τους ανθρώπους να λένε κάποια στιγμή της ζωής τους, “ρίξτε με”; Λες και είναι μια απλή, φυσική και παντοδύναμη επιλογή… Η αξιοπρέπεια; Η πίστη σε ένα ιδανικό; Η ανθρωπιά; Δεν ξέρω… Ελπίζω να μας το πουν οι ίδιοι…
Σήμερα πάντως είδα γονείς πολύ συγκινημένους, μερικούς “περίεργους” να κλαίνε κιόλας, σίγουρα όχι μόνο γιατί καμάρωναν τα βλαστάρια τους… Είδα τα παιδιά να τραγουδάνε το “εμβατήριο που του ‘μαθαν να λέει είναι φασιστικό και ντρέπεται να κλαίει”… Και τώρα που τα σκέφτομαι όλα αυτά, μέσα στον ζόφο που μας περιβάλλει, ανοίγει στην καρδιά μου μια σεμνή χαραμάδα αισιοδοξίας. Ναι, ο κόσμος “ξέρει”, “νοιώθει” πως όσο και να το εξευτέλισαν οι διάφοροι “εκφραστές του”, το Πολυτεχνείο είναι ένα βαθιά δικό του πράγμα… Γι’ αυτό και συμμετέχει ακόμα… Έστω και όχι στην πορεία… Γιατί είναι το πνεύμα της εξέγερσης… Η μικρή και μεγάλη απειθαρχία που σταθήκαμε ανίκανοι να κάνουμε… Ναι, σίγουρα, πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στο αισθητήριο των πολλών… Σκέφτηκα για μια στιγμή να σηκωθώ, μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, με τη χαμηλωμένη μουσική και το παιδί δίπλα να κοιμάται και να σηκώσω τη γροθιά, φωνάζοντας… “Ακούστε ρε μάγκες! Το Πολυτεχνείο ζει! Το καταλαβαίνετε;” Ηρέμησα… Μην τρελαθούμε κιόλας! Κάθησα πάλι στην καρέκλα. Στο “πλατώ” ο Ξαρχάκος με την κορδελιάστρα από το Αιγάλεω… Μετά σκέφτηκα τον Τάκη, τον Τάσο, τον Χρήστο… Σκληρές απουσίες… Απόκαμα, κλείνουν τα μάτια μου… Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη μου και ένας ψίθυρος “Μωρέ ό,τι και να λένε οι κουφάλες, βαθιά στις καρδιές των ανθρώπων, το Πολυτεχνείο ζει! Άντε καληνύχτα!”