Καταναγκαστικές συλλογικότητες. Βραχνάδες κοινόχρηστοι. Ή μήπως όχι; Γιατί άλλο το σχολείο, ο κατεξοχήν «κοινόχρηστος» εξαναγκασμός, κι άλλο το εκκλησιαστικό οικοτροφείο, όπου η κάθετη ιεραρχία επικάθεται μόνο στους σβέρκους των απόκληρων.
Ο Ζερβής, ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής στο «Γάλα Μαγνησίας», και οι τρεις κολλητοί του αντρώνονται μέσα σε αμφότερους αυτούς τους ομόκεντρους κύκλους εξουσίας. Φαίνεται να τους αμφισβητούν, καθώς υπακούουν σε ένα δικό τους modus vivendi, σ’ έναν δικό τους αντι-κώδικα ηθικής. Το περιβάλλον είναι ανάλγητο αλλά οι ήρωες διαθέτουν τσαγανό. Είναι μπεσαλήδες και προστάτες των αδυνάτων και των διαφορετικών, όπως για παράδειγμα του Βαγγελάκη, που οι θρησκευτικές του αντιλήψεις χρησιμοποιούνται ως πρόφαση προκειμένου να καταστεί θύμα ακραίου bullying.
Στην αφήγηση εγγράφονται η σταδιακή σεξουαλική, πολιτική και κοινωνική συνειδητοποίηση του Ζερβή καθώς και η αγωνία του για το –όχι ευοίωνα διαγραφόμενο– μέλλον. Ο χρόνος (πρώιμη μεταπολίτευση), ο χώρος (Βόλος) και τα κοινωνικά συμφραζόμενα αφήνουν έντονα το στίγμα τους αλλά ας προσεχτεί ότι δεν αποτελούν το κέντρο της αφήγησης. Εξηγούμαι.
Ο Ακρίβος, με ένα άκρως αποτελεσματικό εύρημα, κατορθώνει να κρατάει όχι μόνο αμετάπτωτο αλλά και διαρκώς κλιμακούμενο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Αναφέρομαι στην εναλλαγή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης του Ζερβή με μια παρεμβαλλόμενη λακωνική τριτοπρόσωπη αφήγηση που φωτίζει με τέτοιο τρόπο τις ζωές των τεσσάρων ηρώων, ώστε να μετατοπίζει το κέντρο βάρους από τη ζωή τους στο οικοτροφείο σε ένα κομβικό περιστατικό – από αυτήν την άποψη το πόνημα του Ακρίβου μολονότι μυθιστόρημα αποκτά χαρακτηριστικά διηγήματος.
Το περιστατικό αυτό καθορίζει με τρόπο αμετάκλητο τη μετέπειτα ζωή των ηρώων αλλά όχι στον ίδιο χρόνο. Ο Ζερβής, αφηγητής με την ιδιότητα του συγγραφέα πια, φαίνεται να είναι το τελευταίο τουβλάκι του ντόμινο. Η ασύνειδη (ή συνειδητή;) απώθηση του περιστατικού από τη μνήμη του λήγει με μια απρόβλεπτη συνάντηση, που έρχεται να αμφισβητήσει ολοκληρωτικά την μπέσα του παλιού οικότροφου και να τον ταυτίσει –ενδεχομένως– με την πλέον σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης.
Στην κατακλείδα του βιβλίου, μέχρι την τελευταία σελίδα, ήρωας, αλλά κι αναγνώστης αντάμα, τίθενται ενώπιον του εαυτού τους και καλούνται να δώσουν απάντηση σε ένα κατεξοχήν φιλοσοφικό, και για τούτο αδυσώπητο, ερώτημα: «Λέγε! Εσύ τι θα ’κανες;»
Ο Κώστας Ακρίβος ξέρει να καθηλώνει – και να προβληματίζει βαθιά, γιατί καταπιάνεται με τα μεγάλα.