του Μιχάλη Λεγάκη και της Σοφίας Στεφανίδου*
Οι εθνικές γιορτές στο σχολείο αποτελούν διδακτική δραστηριότητα με ισχυρό ιδεολογικό πλαίσιο. Όπως αναφέρεται σε προηγούμενη ανάρτηση του Σελιδοδείκτη, σε αυτές «παραμένει επιτακτική ανάγκη να εμπεδωθεί η ιδέα ότι όλοι είμαστε ένα έθνος, ότι όλοι έχουμε τα ίδια – ταξικά – συμφέροντα, και ότι ο εχθρός είναι ο “έξω”, ο “άλλος”».
Οι εθνικές γιορτές επιχειρούν να τονώσουν την εθνική ομοψυχία, την ενότητα ΟΛΟΥ του λαού απέναντι σ’ έναν κοινό εχθρό που έχει αντιμετωπίσει ή θα κληθεί να αντιμετωπίσει στο μέλλον. Είναι χαρακτηριστική, για παράδειγμα, ακόμα και σήμερα η απουσία από τους σχολικούς εορτασμούς της 28ης Οκτωβρίου αναφορών στους δοσίλογους, την ομάδα Χ, την 3 Ε και σε όλους γενικώς τους γερμανοντυμένους Έλληνες ταγματασφαλίτες, που συνεργάστηκαν με τον εχθρό απέναντι στα «κομμουνιστικά μιάσματα».
Ειδικά σήμερα, όπου ο φασισμός και ο εθνικισμός εξαπλώνονται στις συνειδήσεις μεγάλου μέρους του πληθυσμού και όπου ο πόλεμος είναι στις επιλογές των κυρίαρχων τάξεων για να ξαναμοιράσουν ενεργειακούς δρόμους, πόρους, στρατηγικούς σταθμούς, «ο ιστορικός λόγος, λοιπόν, των εθνικών σχολικών γιορτών προετοιμάζει, εάν επιδρά, τον ετοιμοπόλεμο εθνικιστή Έλληνα» (Μπονίδης, 2004: 81)
Η παρακάτω διδακτική πρόταση, λοιπόν, προσπαθεί να φέρει ξανά στο φως απαγορευμένες πλευρές της ελληνικής ιστορίας με στόχο να αντιπαρατεθεί με τους παραπάνω στόχους.
ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΣΕΝΑΡΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ 28ης Οκτωβρίου
Σας κοιτώ και σκέφτομαι: τι να περιμένουν άραγε να δουν σήμερα; Το πιο πιθανό; Τίποτε. Μόνο εικόνες. Να περάσει η ώρα. Κι από αυτές που μένουν στα μάτια πρόσκαιρα. Εικόνες με ήρωες να φωνάζουν «Αέρα!», για τους ηρωικούς Έλληνες που πολέμησαν και αντιστάθηκαν στη ναζιστική θηριωδία και νίκησαν. Τι μένει, όμως, στο μυαλό και στην καρδιά; Φεύγουμε όλοι με εθνική υπερηφάνεια – «ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΔΑ, ΖΗΤΩ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ». Κι εσείς, Ελληνόπουλα και μη, ετοιμάζεστε να πολεμήσετε για την πατρίδα. Νέα παιδιά σαν κι εσάς πέθαναν στα βουνά της Πίνδου, στις φυλακές και τις εξορίες, στους δρόμους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης από την πείνα και τις αρρώστιες. Αυτή ήταν η επιλογή τους; Η επιλογή του θανάτου; Άλλοι αποφάσισαν για τη ζωή τους, πριν από αυτούς, γι’ αυτούς. Μάθε, λοιπόν, ποιοι είναι αυτοί που αποφασίζουν για τις τύχες εκατομμυρίων ανθρώπων, με ποιο δικαίωμα και για ποιο λόγο. Μάθε! Μόνο μια λέξη κλειδί θα σου πω: κέρδος, κέρδος των λίγων και ισχυρών. Από αυτό ξεκίνα και ψάξε. Όχι από τις ταυτότητες: Έλληνας, Τούρκος, Γερμανός, Ιταλός, Σκοπιανός, Αλβανός, Ρώσος και ό,τι άλλο.
ΠΑΡΕΜΒΑΛΛΕΤΑΙ ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΔΡΩΜΕΝΟ
(Μια παρέα τριών παιδιών που βαριούνται, σέρνουν τις τσάντες, παίζουν με τα κινητά κλπ.)
Α-Ψήνεστε ρε, για καμιά βόλτα; Αύριο δεν έχει μάθημα… γιορτή…
Β-Ω ρε, πάλι τα ίδια και τα ίδια, πώς βαριέμαι τις γιορτές…
Γ- Τι με νοιάζει εμένα τι έγινε το ΄21, άσε που τα ακούμε από το δημοτικό…
Α-Το ΟΧΙ του 1940, γιορτάζουμε ρε βλάκα (τρώει φάπα)
Γ-Εντάξει, εντάξει, το ίδιο είναι. Ζει κανείς από αυτούς σήμερα;
Β— Κάποιοι ξεχασμένοι.
Α-Μη μιλάς έτσι, εμένα ο αδελφός του παππού μου, μας λέει ιστορίες όταν πάμε στο χωριό.
Β-Τι ιστορίες;
Α-Για τον πόλεμο, τους φασίστες, την κατοχή.
Γ-Με τους Γερμανούς πολεμήσαμε, ε;
Α-Πρώτα με τους Ιταλούς! Άιντε, «κορόιδο Μουσολίνι»! (το λέει δίνοντας του μια φάπα)
Γ-Και οι Γερμανοί;
Α-Αυτοί ήρθαν μετά , αφού οι Έλληνες νίκησαν τους Ιταλούς στην Αλβανία.
Β-Γιατί έγινε ο πόλεμος; Γιατί γίνονται οι πόλεμοι;
Γ –Ω ρε , απορίες μεσημεριάτικα.
(Όση ώρα μιλούν οι άλλοι, ένας ψάχνει κάτι σε ένα βιβλίο)
Α –Το βρήκα!
Β-Τι είναι αυτό;
Α-Το «Βιβλίο των γιατί», μου το έκαναν δώρο το καλοκαίρι.
Γ-Σπουδαίο δώρο, δε λέω.
(Χωρίς να δίνει σημασία, διαβάζει)
Α-«Γιατί γίνονται οι πόλεμοι; Η βία μεταξύ των ανθρώπων γεννήθηκε από τη στιγμή που κάποιοι έκλεψαν αυτά που ανήκαν σε άλλους… Σήμερα, για παράδειγμα, μπορεί να γίνει πόλεμος επειδή μερικοί λαοί διαφωνούν με τα σύνορα που χωρίζουν τις χώρες τους.» Για τη χώρα που αμύνεται, ο πόλεμος λέγεται «αμυντικός».
Γ– Κατάλαβα, εμείς άμυνα και οι Ιταλοί επίθεση.
Β-Αφού όμως νικήσαμε τους Ιταλούς, γιατί είχαμε μετά τη γερμανική κατοχή;
Α- Και συ τίποτα δεν κατάλαβες; Οι ισχυρές χώρες, αυτές που αποκαλούμε μεγάλες δυνάμεις, ανταγωνίζονταν η μια την άλλη γιατί ήθελαν να ξαναμοιράσουν τον κόσμο μεταξύ τους, σε «σφαίρες επιρροής», όπως λέγαμε στην ιστορία.
Β-Ξέρω, ξέρω, για να ελέγχουν το εμπόριο, τις πρώτες ύλες, κάτι θυμάμαι κι εγώ!
Α-Και για να ελέγχουν πολιτικά και οικονομικά ολόκληρα κράτη.
Γ-Και τι είναι οι λαοί, ρε συ; Πίτσα να τη μοιράσουν σε κομμάτια; (τρώει άλλη μία φάπα)
(Μπαίνει απαγγέλλοντας ο χορός, τουλάχιστον 4 άτομα)
-Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε:
– πόλεμος και ειρήνη είναι δυο πράγματα
ολότελα διαφορετικά.
-Όμως η ειρήνη τους και ο πόλεμός τους
μοιάζουν όπως ο άνεμος και η θύελλα.
– Ο πόλεμός τους σκοτώνει
ό,τι άφησε όρθιο η ειρήνη τους.
– Όταν αυτοί που είναι ψηλά
μιλάνε για ειρήνη
-ο απλός λαός ξέρει
πως έρχεται ο πόλεμος
Μ.ΜΠΡΕΧΤ
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΙΚΟΥ
Γ-Και ποιοι βρίσκονταν «ψηλά»;
Β-Οι φασίστες, οι ναζί . Ο Μουσολίνι στην Ιταλία, ο Χίτλερ στη Γερμανία…
Α- Ο Μπενίτο Μουσολίνι ήδη από το 1930 στο έργο του…
Γ-Ωχ, πάλι το βιβλίο «των γιατί»
Α-Στο έργο του λέω, «Αρχές του φασισμού» διακηρύσσει:
«Ο φασισμός, δεν πιστεύει ούτε στη δυνατότητα, ούτε στη χρησιμότητα της διαρκούς ειρήνης. Μόνο ο πόλεμος αναπτύσσει σε ανώτατο σημείο, όλες τις ανθρώπινες δυνατότητες. Γι’ αυτό κάθε θεωρία που ξεκινά από την αξία της ειρήνης είναι εχθρική στο φασισμό.»
Γ-Ρε, τι μαθαίνει ο άνθρωπος, μεσημεριάτικα… Δηλαδή φασισμός και πόλεμος πακέτο…
Β-Και καλά οι αρχηγοί τους, ο γερμανικός και ο ιταλικός λαός, πώς και μάσησε και τους ακολούθησε;
Α-(Πάει να διαβάσει από το βιβλίο των γιατί, μόλις το ανοίγει, τον σταματούν)
Β-Άσε, θα σας πω εγώ τι κατάλαβα από αυτά που διάβασα στο βιβλίο της νεώτερης ιστορίας.
Α -Εμένα η αδερφή μου μού είπε πως συνήθως δεν προλαβαίνουν να διδαχτούν αυτά τα κεφάλαια στο σχολείο.
Γ (το σημειώνει)
Β –Τι γράφεις;
Γ –Αυτό που είπε, το γράφω να το βάλουμε στα αιτήματα, να μη μας λένε ότι δεν έχουμε και αιτήματα.
(τρώει ξανά φάπα)
Α- Και πώς και ανοίξαμε το βιβλίο και μάλιστα σε σελίδα εκτός μαθήματος;…
Β-Να ρε συ, άκουγα που λένε και για το φασισμό σήμερα και ήθελα να μάθω, πειράζει;
Γ-Λοιπόν;
Β-Οι Γερμανοί , επειδή νικήθηκαν στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, ένιωθαν ταπεινωμένοι. Ήταν και η οικονομική κρίση που είχε ξεσπάσει από το 1930: φτώχεια, εξαθλίωση, ανεργία, κοινωνική αδικία.
Γ –Ε, και;
Β-Ήρθε ο Χίτλερ και τους έκανε περήφανους για τη φυλή τους, τους έλεγε πως είναι ανώτεροι από τους άλλους και ότι υποφέρουν εξαιτίας τους.
Α-Α, γι’ αυτό…
Β-Τι γι’ αυτό;
Α –Γι’ αυτό σκότωσαν εκατομμύρια στον πόλεμο και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, για να νιώθουν ανώτεροι, δυνατοί…
Γ-Δηλαδή φασισμός είναι να δείχνει ο δυνατός στον αδύνατο τη δύναμή του;
Α-Ακούστε τι γράφει εδώ: «Φασισμός: τρομερό πολιτικό καθεστώς με κύρια χαρακτηριστικά την κατάργηση της δημοκρατίας, την έξαρση της βίας και του εθνικισμού, την υιοθέτηση του ρατσισμού, τη γενοκτονία των μειονοτήτων».
Γ-Βρε βιβλίο να σου πετύχει, όλα τα κατάλαβα (κουνάει ειρωνικά το χέρι του)
(Μπαίνει ο χορός με ήχους εμβατηρίου, σκεπασμένος με ένα μαύρο πανί, στέκεται στη μέση της σκηνής με ενωμένες τις πλάτες τους προς τα έξω, και απαγγέλλουν ανά δύο, γυρνώντας κάθε φορά προς το κοινό, αν είναι εύκολα φορούν μάσκες που παραπέμπουν στο φασισμό)
Δ-Ε -Η δημοκρατία είναι εχθρός μας.
ΣΤ-Ζ -Η ελευθερία είναι εχθρός μας.
Δ-Ε -Η ελευθερία του λόγου, είναι εχθρός μας.
ΣΤ-Ζ –Εμείς έχουμε τον ισχυρότερο στρατό στον κόσμο.
Δ-Ε -Εμείς είμαστε η ανώτερη φυλή, οι καλύτεροι στον κόσμο.
ΣΤ-Ζ -Οι ξένοι είναι κατώτεροι από μας.
Δ-Ε -Πρέπει να τους κλείσουμε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
ΣΤ-Ζ -Όποιον διαφωνεί με μας πρέπει να τον εξοντώσουμε.
Δ-Ε -Θα κατακτήσουμε όλο τον κόσμο.
ΣΤ-Ζ -Πρέπει να πολεμήσουμε με όποιον σταθεί εμπόδιο!
Δ-Ε -Κι εσείς όλοι πρέπει να υπακούτε τυφλά!
(Όσο απαγγέλλει ο χορός, τα παιδιά μαζεύονται, ησυχάζουν, μοιάζουν προβληματισμένα)
Γ –Εμένα δεν το χωράει το μυαλό μου, δηλαδή ο κόσμος, ο λαός δεν έκανε τίποτε; Μόνο υπάκουε τυφλά;
Α- Ο αδελφός του παππού μου λέει πως ο λαός μας θεωρούσε άδικη και παράλογη την εισβολή του Μουσολίνι και αρνιόταν να παραδώσει τη χώρα στους Ιταλούς φασίστες.
Γ- Νάτο το ΟΧΙ! Επιτέλους ΟΧΙ, ρε παιδιά…
Α- Και μετά, όταν κατέλαβαν οι Γερμανοί τη χώρα ο λαός είπε ξανά το ΟΧΙ και στους Γερμανούς με τις αντιστασιακές οργανώσεις, το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Η Εθνική Αντίσταση στην Ελλάδα ήταν η πιο μαζική σ’ όλη την κατεχόμενη Ευρώπη. Το ξέρατε αυτό;
Γ- Ναι, αλλά δεν αντιστάθηκαν όλοι οι Έλληνες…
Β- Μήπως πραγματικά να μάθουμε τι έγινε τότε και γιατί;
(μουσική υπόκρουση)
(Τα παιδιά όλα μαζί απαγγέλλουν στίχους από το –«Εγκώμιο στη μάθηση» του Μπρεχτ)
-Μάθαινε και τ’ απλούστερα!
-Γι’ αυτούς που ο καιρός τους ήρθε
ποτέ δεν είναι πολύ αργά!
-Μάθαινε το αβγ, δε σου φτάνει, μα συ
να το μαθαίνεις! Μη σου κακοφανεί!
-Ξεκίνα! Πρέπει όλα να τα ξέρεις!
Μην ντρέπεσαι να ρωτήσεις,
– Μην αφεθείς να πείθεσαι
-μάθε να βλέπεις συ ο ίδιος!
Ό,τι δεν ξέρεις ο ίδιος
καθόλου δεν το ξέρεις.
(τους δύο τελευταίους στίχους τους λένε όλοι μαζί)
ΤΕΛΟΣ ΘΕΑΤΡΙΚΟΥ
ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ: Πράγματι, σε εκείνον τον πόλεμο, σε εκείνη την Κατοχή δεν αντιστάθηκαν όλοι οι Έλληνες.
Πολλοί συμφώνησαν με τον κατακτητή: ναζιστές, εθνικιστές -χρυσαυγίτες θα λέγαμε σήμερα.
Πολλοί συνεργάστηκαν μαζί τους: δοσίλογοι, ρουφιάνοι, Κουίσλιγκς, κυβερνήσεις, ισχυριζόμενοι ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική από την υποταγή και την αποδοχή της δεδομένης τάξης πραγμάτων.
Πολλοί Έλληνες πλούτισαν πάνω στη δυστυχία και τον θάνατο άλλων Ελλήνων: τραπεζίτες, επιχειρηματίες, βιομήχανοι, όπως και σήμερα.
Η Κατοχή δεν ήταν ένας νεκρός ιστορικός χρόνος, όπου το έθνος σύσσωμο και πεινασμένο περίμενε στωικά την απελευθέρωσή του από κάποιους άλλους. Αντιθέτως, ήταν μία από τις πιο πυκνές περιόδους της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Όπως συνέβη και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, ήταν μια εποχή εθνικού διχασμού, επανάστασης και αντεπανάστασης, με τους ήρωες και τους προδότες της, με τους άθλους και τα εγκλήματά της. Γι’ αυτό δεν μιλάμε σχεδόν ποτέ γι’ αυτήν: για να μην ξύσουμε πληγές, να μην εκθέσουμε και να μην εκτεθούμε. Για να μην μιλήσουμε πολιτικά. Γιατί δεν υπάρχει τρόπος να μιλήσουμε για την Κατοχή χωρίς να μιλήσουμε πολιτικά.
Είναι τυχαίο ότι μόνοι εμείς σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο δεν γιορτάζουμε ποτέ την απελευθέρωση από τους Γερμανούς και την λήξη του πολέμου, παρά μονάχα την αρχή του, την 28η Οκτωβρίου; Όχι! Δεν είναι από κάποια πολεμόχαρη εθνική διαστροφή. Είναι γιατί σε μας την εθνική απελευθέρωση ακολούθησε ένας αιματηρός εμφύλιος. Ένας εμφύλιος που είχε αρχίσει ήδη μες στην Κατοχή και που κλιμακώθηκε στη συνέχεια οδηγώντας στην αλληλοσφαγή. Ένας εμφύλιος μεταξύ κομμουνιστών και καθεστωτικών, για τον οποίο δεν ήταν όλοι εξίσου υπεύθυνοι. Ένας εμφύλιος που «εξάγνισε» τους πρώην δοσίλογους δίνοντάς τους κρατικές θέσεις και αξιώματα και που κόλλησε στους ΕΑΜίτες μαχητές το στίγμα του προδότη, στέλνοντάς τους στις εξορίες, τα βασανιστήρια και τα εκτελεστικά αποσπάσματα.
Σήμερα, λοιπόν, θα μιλήσουμε για αυτήν την «ξεχασμένη» πλευρά της ιστορίας: για την ανάπτυξη της ΕΑΜικής αντίστασης στη Θεσσαλονίκη και την αναμέτρησή της με τον ντόπιο δοσιλογισμό. Πηγές των πληροφοριών μας θα είναι οι διάφορες ιστορικές μονογραφίες, που τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να πληθαίνουν, και τα απομνημονεύματα ανθρώπων που τα έζησαν, όπως ο Γιώργος Ιωάννου, ο Τόλης Καζαντζής, ο Λευτέρης Ελευθερίου κ.ά.
ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ (ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΡPT ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ) ΜΕ ΑΦΗΓΗΣΗ
Η είσοδος των Γερμανών
9η Απριλίου 1941: οι Γερμανοί Ναζί μπαίνουν στην πόλη (διαφ.3). Όπως βλέπουμε στις φωτογραφίες, λίγοι κάτοικοί της είχαν βρεθεί να τους υποδεχτούν – να υποθέσουμε κυρίως τυχαίοι περαστικοί και κάποιοι περίεργοι.
Ανάμεσά τους όμως βρίσκονταν και μερικοί γερμανόφιλοι, όπως αυτοί εδώ που φαίνονται να χαιρετάνε με τον ναζιστικό χαιρετισμό. (διαφ.5 ) Ο μεταξικός δήμαρχος της πόλης, Κώστας Μερκουρίου, συνοδευόμενος από τον στρατιωτικό διοικητή της, Νικόλαο Ραγκαβή, είχε σπεύσει και αυτός να τους προϋπαντήσει και να τους την παραδώσει. (διαφ.6) Μαζί του ήταν και ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, Περικλής Βιζουκίδης, ο οποίος μάλιστα τους προσφώνησε θερμότατα προσφέροντάς τους λουλούδια. Ήταν (και) για αυτό που οι φοιτητές του τον αποκαλούσαν έκτοτε «Φον Βιζουκίδη»…(διαφ.7)
Αμέσως μετά την τελετή ο Μερκουρίου εξέδωσε ανακοίνωση, (διαφ.8) με την οποία καλούσε τους Θεσσαλονικείς να παραμείνουν ψύχραιμοι και να δηλώσουν υποταγή στο «γενναίο και ευγενές Έθνος» των Γερμανών, όπως το αποκαλούσε, όντας βέβαιοι πως οι νέοι επικυρίαρχοι θα σεβαστούν τη ζωή, την τιμή και την περιουσία τους και πως θα τους συμπεριφερθούν με τον ίδιο «ιπποτισμό» (sic), τον οποίο είχαν επιδείξει έναντι των Αρχών της πόλης. Ήταν το πρώτο δοσιλογικό κείμενο που δημοσιευόταν στην Θεσσαλονίκη. Και οι Γερμανοί σε ανταπόδοση διατήρησαν τον Μερκουρίου στη θέση του δημάρχου ως το 1943.
Οι πρώτοι συνεργάτες: σαν έτοιμοι από καιρό…
Ο Μερκουρίου, ωστόσο, δεν ήταν ο μόνος πρόθυμος να συνεργαστεί με τους νέους επικυρίαρχους. Ο Σεφέρης στα Πολιτικά Ημερολόγιά του σημειώνει πώς ήδη από την πρώτη στιγμή της ελληνοϊταλικής σύρραξης πάνω στα αλβανικά βουνά ένα μεγάλο κομμάτι του μεταξικού μηχανισμού που στελέχωνε τα υπουργεία και τις δημόσιες υπηρεσίες επένδυε στην ήττα του ελληνικού στρατού, την περίμενε, και προαλειφόταν για την επόμενη μέρα. Σκεφτόταν τις θέσεις και τα αξιώματα που θα μπορούσε να εξασφαλίσει με το νέο καθεστώς.
Σήμερα η ιστορική έρευνα έχει επιβεβαιώσει αυτές τις πικρές διαπιστώσεις του μεγάλου ποιητή, που επιπλέον ήταν και υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών. Γνωρίζουμε φερ’ ειπείν πως από την πρώτη μέρα του πολέμου ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου, ο διοικητής δηλαδή του Γ’ σώματος στρατού της Δυτ. Μακεδονίας, που στις 21 Απριλίου 1941 υπέγραψε την συνθηκολόγηση της Ελλάδας με τους Γερμανούς παρακούοντας τις εντολές της Αθήνας που μιλούσαν για συνέχιση του αγώνα και που θα γινόταν σε λίγο ο πρώτος διορισμένος, δοσίλογος πρωθυπουργός, ήταν σε κρυφή συνεννόηση με τους Γερμανούς προκειμένου να τους πείσει να μεσολαβήσουν μεταξύ ημών και των Ιταλών και να μην μας επιτεθούν.
Και γνωρίζουμε, επίσης, πως τα ίδια και χειρότερα έκαναν και πολλοί άλλοι στρατιωτικοί, κάποιοι εκ των οποίων παύτηκαν μάλιστα από τα καθήκοντά τους «λόγω ηττοπάθειας». Ηττοπάθεια σαν κι αυτή που επέδειξε από την πρώτη στιγμή ακόμα και ο ήρωας του Μικρασιατικού πολέμου, ο επονομαζόμενος «μαύρος καβαλάρης», ο Νικόλαος Πλαστήρας· ο οποίος ήταν εξαρχής αντίθετος με την προβολή οποιασδήποτε αντίστασης εναντίον των Ιταλών και των Γερμανών, όντας βέβαιος για την ήττα· και ο οποίος, μόλις μπήκαν στη χώρα οι Γερμανοί, δήλωσε «γερμανόφιλος» και ήρθε σε επαφή μαζί τους προκειμένου να τον χρίσουν πρωθυπουργό.
Όχι, δεν ήταν όλοι οι Έλληνες ενωμένοι απέναντι στον φασισμό. Ούτε είχαν όλοι διάθεση να τον πολεμήσουν. Από την πρώτη στιγμή μία Πέμπτη Φάλαγγα προδοτών σχηματίστηκε, μία φάλαγγα που με τον καιρό διογκωνόταν και που θα γινόταν το εγχώριο στήριγμά του. Μία φάλαγγα που μετρούσε όχι δεκάδες ούτε εκατοντάδες αλλά χιλιάδες μέλη.
Πολλοί από τους συνεργάτες των κατακτητών ήταν απλώς καιροσκόποι, άνθρωποι ελαστικής ηθικής, προσαρμοστικοί σε κάθε κατάσταση και εξουσία, «κυρ-Παντελήδες» που είχαν βρει τώρα την ευκαιρία να αναδειχτούν και να πιάσουν την καλή. Πολλοί όμως -και όσο θα προχωρούσαν τα χρόνια όλο και περισσότεροι- θα συνεργάζονταν μαζί τους από ιδεολογική ταύτιση, επειδή τους ένωνε η εχθρότητα προς τη δημοκρατία, ο αντισημιτισμός και ο αντικομμουνισμός. Επειδή ήταν θαυμαστές του Χίτλερ και του Μουσολίνι ήδη πριν από τον πόλεμο.
(διαφ. 10) Τέτοια ήταν για παράδειγμα -για να έρθουμε στα δικά μας- η περίπτωση του Διονύσιου Αγάθου. Το καλοκαίρι του 1944 ανέλαβε την ηγεσία του ναζιστικού κόμματος Μακεδονίας-Θράκης. Κατά τη διάρκεια της κατοχής παρέδιδε με προθυμία σε καθημερινή βάση δελτία πληροφοριών στον Στρατιωτικό Διοικητή Θεσσαλονίκης και συμμετείχε σε ομάδα αντικατασκοπείας των Γερμανών. Μάλιστα είχε δικό του γραφείο στο Αρχηγείο της (γερμανικής) Μυστικής Αστυνομίας Στρατού (Geheime Feldpolizei), που βρισκόταν στην οδό Τσιμισκή 72. Αξίζει να αναφέρουμε ότι στον Αγάθο πιστώθηκε από την Υπηρεσία Διαχειρίσεως Ισραηλιτικών Περιουσιών ένα γαλακτοπωλείο του Αλμπέρτο Σαρφατή στην οδό Βασιλέως Ηρακλείου 8, που ο Αγάθος το μετέτρεψε σε πολυτελέστατο γαλακτοπωλείο-ζαχαροπλαστείο και έγινε στέκι των Γερμανών και των Ελλήνων συνεργατών τους.
(διαφ. 11) Άλλη μια χαρακτηριστική περίπτωση ήταν εκείνη του Γεώργιου Πούλου, απότακτου βενιζελικού ταγματάρχη, που με το που μπήκαν οι Γερμανοί βρήκε την ευκαιρία για μια δεύτερη «καριέρα». Ντύθηκε στα χρώματα της Βέρμαχτ και μαζί με ένα σώμα 300 περίπου ομοϊδεατών του άρχισε να λυμαίνεται την κεντροδυτική Μακεδονία, διακρινόμενος για τις θηριωδίες του. Ήταν οι δικοί του άντρες που διέπραξαν τις σφαγές των Γιαννιτσών, του Μεσόβουνου και των Πύργων Κοζάνης παρατασσόμενοι στο πλευρό των Γερμανών. Πάνω από τη δεξιά τσέπη του χιτωνίου του είχε κρεμασμένο τον γερμανικό αετό με τη σβάστικα. Και τον αγάπησε τόσο που έφυγε μαζί του όταν εκείνος πέταξε μακριά από τη χώρα, τον Οκτώβρη του ’44…
Πολλοί ήταν οι επώνυμοι και ανώνυμοι Έλληνες συνεργάτες των ναζί και ποιον να πρωτοθυμηθεί κανείς… Οι γηραιοί Θεσσαλονικείς πάντως θα θυμούνται σίγουρα δύο ονόματα που έσπειραν τον τρόμο στην πόλη μετά το 1943 και ιδίως στα 1944: τον Αντώνη Βήχο και τον Αντώνη Δάγκουλα. (διαφ.16) Οι ομάδες και των δύο είχαν χαρακτηριστικά υποκόσμου. Τυπικά λειτουργούσαν ως ομάδες αστυνόμευσης υπό τις εντολές των Γερμανών, στην πράξη, όμως, ήταν ασύδοτοι εγκληματίες, που διέπρατταν τις όποιες αγριότητες είτε από μανιώδη αντικομμουνισμό, είτε για τα λεφτά, είτε απλώς από σαδισμό.
Η συμμορία του Δάγκουλα ειδικά (γιατί περί συμμορίας επρόκειτο) είχε συμμετάσχει και στα δύο πιο αιματηρά μπλόκα που είχαν κάνει οι Γερμανοί στα 1944, προκειμένου να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό και να ανακόψουν την δυναμική του ΕΑΜ: στο μπλόκο της Ευκαρπίας και στο μπλόκο της Καλαμαριάς. (διαφ.18) Στο πρώτο είχαν εκτελεστεί 14 άτομα, στο δεύτερο 11. Για το μπλόκο της Καλαμαριάς μάλιστα είχαν χρησιμοποιηθεί και εθελοντές ή επίστρατοι από το χωριό Άγιος Αθανάσιος. Άνθρωποι απλοί, σαν κι αυτούς που κοιτούσαν τη δολοφονία του νεαρού έξω από το κοσμηματοπωλείο, αλλά δεν έκαναν τίποτε – ή ακόμα χειρότερα, σκέφτονταν πως ίσως του άξιζε…
Έξω από την πόλη, στην περιοχή της Κατερίνης και των Γιαννιτσών, διακρίθηκε για την αντιΕΑΜική δράση του ο τουρκόφωνος Πόντιος Κυριάκος Παπαδόπουλος ή «Κισά Μπατζάκ», όπως τον προσφωνούσαν, που πάει να πει «κοντοπόδαρος». Μαζί με άλλους Πόντιους από τα Σέρβια Κοζάνης, όπως τον Μιχάλη Παπαδόπουλο ή Μιχάλαγα, στράφηκε από νωρίς στους Γερμανούς ζητώντας όπλα κατά του ΕΑΜ και μετατράπηκε σταδιακά στον πιο αποτελεσματικό ένοπλο υποστηρικτή τους.(διαφ. 20)
Έλληνες ήταν αυτοί που κάψανε και τον δικό μας Χορτιάτη.(διαφ. 15) Είχαν έρθει από την Κρήτη μαζί με τον αρχηγό τους, τον Γερμανό Φριτς Σούμπερτ, για να γλιτώσουν από την οργή των ντόπιων έπειτα από τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει εις βάρος τους. Στη Μακεδονία συνέχισαν το εγκληματικό τους έργο με αποκορύφωμα το ολοκαύτωμα του μαρτυρικού χωριού τον Σεπτέμβρη του 1944, μόλις δυο μήνες πριν φύγουν οι Γερμανοί, όπου εκτέλεσαν ή έκαψαν ζωντανούς 149 κατοίκους, ανάμεσά τους 109 γυναίκες και κορίτσια.(διαφ.13)
Ο φόβος του καθεστώτος
Οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους φοβήθηκαν την ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος για την οποία θα μιλήσουμε αμέσως μετά. Και μαζί τους φοβήθηκαν πολλοί από τους προύχοντες της πόλης, τους ευκατάστατους αστούς και μεσοαστούς, που κατοικούσαν κυρίως στο κέντρο. Αν οι Γερμανοί έβλεπαν το ΕΑΜ σαν μια απειλή για το παρόν, εκείνοι το έβλεπαν σαν μια απειλή για το μέλλον, όταν οι τελευταίοι θα είχαν φύγει. Το ενδεχόμενο να κυριαρχήσουν οι «κόκκινοι» και να τους πάρουν ό,τι είχαν, το βιος τους και την κοινωνική τους θέση, τους τρόμαζε. Όπως τρόμαζε τους δοσίλογους η προοπτική του εκτελεστικού αποσπάσματος.
Έτσι, η ένοπλη βία κατά του ΕΑΜ και όσων το στήριζαν κλιμακώθηκε δραστικά, παίρνοντας συχνά κτηνώδεις διαστάσεις.
Η αντίσταση
Όμως η κατοχική ιστορία της Θεσσαλονίκης δεν κρύβει μόνο ένοχα μυστικά και αισχρά εγκλήματα αλλά και ένα μεγάλο διαμάντι, για το οποίο η πόλη μπορεί και πρέπει να περηφανεύεται: την ΕΑΜική αντίσταση. Και όχι μόνο αυτή. Η πόλη ετούτη μπορεί να επαίρεται πως γέννησε την πρώτη αντιστασιακή οργάνωση στην Ελλάδα, την «Ελευθερία», έναν μόλις μήνα μετά την κατάληψή της από τους Γερμανούς και ενόσω η μάχη της Κρήτης ακόμα μαινόταν.(διαφ.25)
Η «Ελευθερία» δημιουργήθηκε στις 15 Μαΐου 1941 από κάποιους δραπέτες κομμουνιστές των φυλακών Ασβεστοχωρίου και προσωπικότητες του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου, όπως ο γιατρός Ιωάννης Πασαλίδης και ο συνταγματάρχης Δημήτριος Ψαρρός (που αργότερα, δυστυχώς, θα δολοφονηθεί από το ΕΑΜ υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες). [Δεν είναι σωστό να κρύβουμε τα δικά μας εγκλήματα] Στόχος της «Ελευθερίας» ήταν η διενέργεια σαμποτάζ, η πρόκληση δηλαδή δολιοφθορών στις κατοχικές δυνάμεις. Πιο γνωστή της ενέργεια υπήρξε η ανατίναξη των αποθηκών καυσίμων στον Επτάλοφο των Αμπελοκήπων. Πυρήνες της υπήρχαν στο Κέντρο, την Τούμπα, τη Χαριλάου, το Ντεπό, στο Κορδελιό, στην Επτάλοφο.
Λίγους μήνες θα επιζήσει ο πρώτος αυτός αντιστασιακός πυρήνας, του οποίου άλλωστε η συνεισφορά ήταν πιο πολύ συμβολική παρά υλική. Η μεγάλη αλλαγή θα έρθει από τον Σεπτέμβρη του 1941, όταν θα ιδρυθεί στην Αθήνα το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, το ΕΑΜ, από πρώην φυλακισμένους του ΚΚΕ, που με την αλλαγή φρουράς είχαν καταφέρει να δραπετεύσουν, και κάποιους άλλους, μέλη μικρότερων, σοσιαλιστικών ή σοσιαλιζόντων (πάντως όχι κομμουνιστικών) κομμάτων, όπως αυτό του Ηλία Τσιριμώκου και του Αλέξανδρου Σβώλου.(διαφ.27)
Το ΕΑΜ θα έρθει να κάνει αυτό που δεν έκανε καμία άλλη αντιστασιακή οργάνωση: θα απευθυνθεί σε όλο τον λαό -πρωτίστως όμως στους φτωχότερους- και θα τον καλέσει να παλέψει όχι μόνο στρατιωτικά αλλά και πολιτικά, όχι μόνο για την εκδίωξη των Γερμανών μα και για την κοινωνική αλλαγή. Για τη δημιουργία μιας νέας Ελλάδας, χωρίς βασιλιά, στηριγμένης σε αυτό που θολά το ίδιο πρόβαλλε ως «λαοκρατικούς θεσμούς». Είναι αλήθεια πως το πολιτικό αυτό πρόταγμα θα μπορούσε να περιλαμβάνει τα πάντα και τίποτα, από την αβασίλευτη δημοκρατία μέχρι τον κομμουνισμό. Και ήταν επίτηδες θολό, ώστε να χωράει τους πάντες. Καθ’ οδόν όμως, όσο περνούσαν οι μήνες και τα χρόνια της κατοχής, δημιουργούσε μία κοινωνική δυναμική που μεταμόρφωνε την ελληνική κοινωνία στην πράξη.
(διαφ. 29) Οι απλοί άνθρωποι του λαού, οι μέχρι χτες ανώνυμοι, ασήμαντοι και παραγνωρισμένοι, έβγαιναν από τον ρόλο του οπαδού και χειροκροτητή και γίνονταν για πρώτη φορά πρωταγωνιστές της ιστορίας, οπλισμένοι και οργανωμένοι, συγκροτώντας σε πολλές περιπτώσεις όργανα τοπικής έστω αυτοδιεύθυνσης, που αντικαθιστούσαν το εκλιπόν κράτος (διάφορες λαϊκές επιτροπές, λαϊκά δικαστήρια κ.ά.). (διαφ.30) Οι νέοι ξέφευγαν από τον ζυγό και την αυθεντία των γονιών τους και συγκροτούσαν ένα αμιγώς νεολαιίστικο κίνημα που έμπαινε στην ηγεσία του αντιστασιακού κινήματος.(διαφ.32) Και όσο για τις γυναίκες, ξέφευγαν κι αυτές από τη σκιά του πατέρα ή του συζύγου τους και αποκτούσαν αυτόνομο και σχεδόν ισότιμο ρόλο παίρνοντας μέρος στις πολιτικές διαδικασίες, καταλαμβάνοντας θέσεις ευθύνης, ψηφίζοντας και πολεμώντας με το όπλο στο χέρι, συχνά πιο σκληρά και από τους άντρες.
Όπως έλεγε και ο Κρίστοφερ Γούντχάουζ, μία επανάσταση σάρωνε την Ελλάδα.
Στη Θεσσαλονίκη η επανάσταση αυτή εκφράστηκε με τον ταχύτατο πολλαπλασιασμό και διόγκωση των ΕΑΜικών οργανώσεων, που μέσα σε έναν μόλις χρόνο αριθμούσαν χιλιάδες μέλη. Ιδίως οι κάτοικοι των περιφερειακών συνοικισμών, φτωχοί πρόσφυγες οι περισσότεροι, καθώς και οι φοιτητές (που την εποχή αυτή είχαν αυξηθεί, καθώς είχαν καταργηθεί προσωρινά τα δίδακτρα) πλαισίωσαν το νεότευκτο όσο και καινοφανές αυτό πολιτικό μόρφωμα μαζικά, μετατρέποντάς το σε σύντομο χρονικό διάστημα σε πραγματικό κίνημα. Οι τοίχοι της πόλης άρχισαν να γεμίζουν με συνθήματα που εμψύχωναν τον λαό και τον καλούσαν να αγωνιστεί απειλώντας ταυτόχρονα τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους με εκδίκηση. Νέοι της ΕΠΟΝ και των «Αετόπουλων», των δύο νεολαιίστικων οργανώσεων του ΕΑΜ, διέτρεχαν καθημερινά τις γειτονιές των απρόσιτων προσφυγικών και εργατικών συνοικισμών με τα χωνιά για να μεταφέρουν τα χαρμόσυνα νέα, όποτε υπήρχε κάποια αντιφασιστική νίκη, καθώς και τις διάφορες ανακοινώσεις του ΕΑΜ. (διαφ.33)
Ήταν τόσος ο ζήλος και η αυτοθυσία αυτών των νεαρών παιδιών, που δεν φοβόντουσαν να κάνουν και πράγματα παράτολμα, σχεδόν αυτοκτονικά. Στην Καλαμαριά για παράδειγμα είχαν γράψει κάποιο σύνθημα δίπλα σε έναν γερμανικό στρατώνα, ενώ σε μια άλλη περίπτωση τρεις φίλοι και σύντροφοι από την ΕΠΟΝ είχαν ανέβει νύχτα στον μιναρέ της Ροτόντας και είχαν γράψει με τεράστια γράμματα ΕΑΜ-ΕΠΟΝ με τον τρόπο που φαίνεται στο σχέδιο. (διαφ. 36)
Εκεί όμως που η ΕΠΟΝ και το ΕΑΜ έριξαν το μεγαλύτερο βάρος των προσπαθειών τους -και εκεί τελικά όπου «παίχτηκε το παιχνίδι» όχι μόνο της αναμέτρησης με τους Γερμανούς όσο κυρίως της αλλαγής πολιτικής κουλτούρας της ελληνικής κοινωνίας- ήταν η πολιτική κινητοποίηση του λαού. Στην επαρχία, αυτή εκφράστηκε με τους διάφορους θεσμούς λαϊκής αυτοδιοίκησης που αναφέραμε πριν (λαϊκές συνελεύσεις, επιτροπές και δικαστήρια), που λειτουργούσαν με αμεσοδημοκρατικό τρόπο δίνοντας στους μέχρι χτες βουβούς αγρότες λόγο. Στις πόλεις όμως -και στη Θεσσαλονίκη- εκδηλώθηκε κάπως διαφορετικά: δημιουργήθηκαν εργατικά και φοιτητικά σωματεία με μεγάλη μαζικότητα και μαχητικότητα και οργανώνονταν διαρκώς κινητοποιήσεις υπό την απειλή των γερμανικών όπλων, με αιτήματα που είχαν να κάνουν με τις αμοιβές, τα συσσίτια, την απελευθέρωση κρατουμένων από το στρατόπεδο του Παύλου Μελά ή την επιστράτευση Ελλήνων για εργάτες στα γερμανικά εργοστάσια.
(διαφ.35) Εμβληματική στιγμή αυτής της πολιτικής δράσης του ΕΑΜ ήταν ο μαζικός εορτασμός της 25ης Μαρτίου 1943 από χιλιάδες εργαζόμενους και φοιτητές, μέλη του ΕΑΜ εργαζομένων και της ΕΠΟΝ, που διέτρεξαν με πορεία όλο το ανατολικό κέντρο της πόλης από την Αγία Σοφία ως τον Λευκό Πύργο και από κει ως πάνω, την Αγίου Δημητρίου, φωνάζοντας εθνικοαπελευθερωτικά συνθήματα. Ένα συγκινητικό επεισόδιο από αυτήν την πορεία (το οποίο έχει απαθανατιστεί και λογοτεχνικά στο βιβλίο «Απόψε δεν έχουμε φίλους» της Σοφίας Νικολαΐδου) εκτυλίχθηκε όταν οι φοιτητές πέρασαν κάτω από το διαμέρισμα καθηγητή φιλοσοφίας Χαράλαμπου Θεοδωρίδη: όπως μαρτυρείται, εκείνος βγήκε στο μπαλκόνι του, άπλωσε την ελληνική σημαία και έπειτα την πέταξε στο πλήθος εν μέσω θυελλωδών ζητωκραυγών.
Η ΕΑΜοκρατία και η ανολοκλήρωτη επανάσταση
(διαφ.40-42) Στα τέλη της Κατοχής η Θεσσαλονίκη είχε γίνει το θέατρο ενός ανελέητου πολέμου μέχρις εσχάτων. Οι ένοπλοι δοσίλογοι όλης σχεδόν της δυτικής και κεντρικής Μακεδονίας, πιεσμένοι από τον ΕΛΑΣ, είχαν καταφύγει στο κέντρο της πόλης αναζητώντας προστασία από τους Γερμανούς. Οι γύρω συνοικισμοί, ωστόσο, είχαν μετατραπεί σε άβατο του ΕΑΜ -σύνορο ήταν η οδός Κασσάνδρου, όπου είχαν τοποθετηθεί μάλιστα και φυλάκια. Οι εκατέρωθεν δολοφονίες ήταν στοιχείο της καθημερινότητας, όπως και οι ανοιχτές μάχες, όπως αυτή της Νεάπολης, που κράτησε δύο μέρες, στις 16 & 17 Οκτωβρίου.
(διαφ. 43) Στις 29 Οκτωβρίου 1944 οι Γερμανοί εγκατέλειψαν την πόλη οριστικά, με τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ να τους καταδιώκουν. Πρώτη προτεραιότητα των ανταρτών ήταν η διάσωση των υποδομών της πόλης, τις οποίες οι Γερμανοί είχαν ναρκοθετήσει. Ύστερα από μάχες (ή αψιμαχίες) κατάφεραν να σώσουν κάποιες από αυτές, π.χ. το εργοστάσιο της Αλλατίνη στα ανατολικά ή έναν υποσταθμό ηλεκτρισμού στο κέντρο, κάποιες άλλες όμως όχι, όπως για παράδειγμα τον μεγάλο λιμενοβραχίονα, ο οποίος ανατινάχτηκε.(διαφ.42)
Όπως περιγράφει ο Γιώργος Ιωάννου στο Δικό μας αίμα, αμέσως μετά την αποχώρηση και των τελευταίων Γερμανών, οι καμπάνες της πόλης άρχισαν να χτυπούν χαρμόσυνα, αρχής γενομένης από εκείνες του Αγίου Δημητρίου. Μέσα σε λίγες ώρες πομπές ΕΑΜιτών κατέβαιναν από τις συνοικίες στο κέντρο κρατώντας πλακάτ και σημαίες. (διαφ.46) Μαζί τους, πίσω τους, εν μέσω ζητωκραυγών και αγκαλιασμάτων, έρχονταν και αντάρτες από τον Χορτιάτη και την περιοχή Λαγκαδά. Τελευταίοι έφτασαν ρακένδυτοι και ελεεινοί οι τελευταίοι έγκλειστοι του στρατοπέδου Παύλου Μελά, που κατάφεραν να διασωθούν. Σημείο κατάληξης όλων η Αγία Σοφία, όπου έγινε επίσημη δοξολογία και δέηση για τους νεκρούς.
(διαφ. 45) Την επόμενη μέρα, Δευτέρα 30 Οκτωβρίου, έγινε επίσημη είσοδος του ΕΛΑΣ στην πόλη, με παρέλαση από την λεωφόρο Νίκης. (διαφ.49) Όλη η τελετουργία της προηγουμένης επαναλήφθηκε, μόνο προς το λαμπρότερο. Στο μεταξύ, όπως γράφει και πάλι ο Γιώργος Ιωάννου, οι πρώην δοσίλογοι λουφάζανε στα σπίτια τους περιμένοντας τα αγγλικά καράβια να έρθουν να τους σώσουν. Κάποιοι πιο πωρωμένοι και προνοητικοί, όπως ο Πούλος, ο Παπαναούμ ή ο Έξαρχος, είχαν ακολουθήσει τους Γερμανούς και θα εξακολουθούσαν να μάχονται γι’ αυτούς ως το τέλος -κάποιοι μάλιστα έφτιαξαν και εξόριστη φιλογερμανική «κυβέρνηση» στη Βιέννη υπό τον Έκτορα Τσιρονίκο.
Οι περισσότεροι ένοπλοι, όμως, κατέφυγαν στο Κιλκίς, όπου λίγες μέρες μετά, στις 4 Νοεμβρίου, δόθηκε η τελική μάχη με τον ΕΛΑΣ, που τους νίκησε. 1500 υπολογίζεται πως σκοτώθηκαν εκείνη την ημέρα, ενώ άλλοι πολλοί εκτελέστηκαν τις επόμενες από τα αποσπάσματα του ΕΛΑΣ. Ανάμεσα στους νεκρούς δοσίλογους και ο Κισά Μπατζάκ (που αυτοκτόνησε) και ο Αντώνης Δάγκουλας (διαφ.44), ο οποίος τραυματίστηκε βαριά και μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη για νοσηλεία. Μετά τον θάνατό του οι μαρτυρίες λένε πως το σώμα του το περιέφεραν πολίτες (όχι ο ΕΛΑΣ) μες στην πόλη γυμνό, πάνω σε ένα κάρο, με κομμένα τα γεννητικά όργανα και τους περαστικούς να το φτύνουν και να το καταριούνται. Όπως κάνανε στην πλατωνική κόλαση οι εξαγριωμένες ψυχές στον τύραννο Αρδιαίο.
(διαφ.52) Το ΕΑΜ διοίκησε τη Θεσσαλονίκη για τρεις μήνες, από τον Οκτώβρη του 1944 ως και τον Γενάρη του 1945. Σε αντίθεση με ό,τι είχε συμβεί στην Αθήνα, είχε αρνηθεί να την παραδώσει στους Άγγλους και την παραδοσιακή πολιτική ελίτ, που κατά τη διάρκεια της Κατοχής είτε είχε διαφύγει στη Μέση Ανατολή είτε είχε μείνει αδρανής. Όμως μετά τα Δεκεμβριανά της Αθήνας και την ήττα του ΕΛΑΣ τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. (διαφ.53) Η αρχική αισιοδοξία και η αυτοπεποίθηση πως τα πράγματα θα μπορούσαν να πάνε αλλιώς, πως η θολή όσο και αναντίρρητη κοινωνική επανάσταση που το ΕΑΜ κυοφορούσε μέσα του θα μπορούσε να φτάσει ως το τέρμα, άρχισε να αδυνατίζει. Και χάθηκε τελείως όταν ο ΕΛΑΣ κατέθεσε τα όπλα έπειτα από τη συμφωνία της Βάρκιζας, στις 12 Φεβρουαρίου 1945.
Η επιστροφή στη «νομιμότητα»
(διαφ.55-62) Η Θεσσαλονίκη τελικά παραδόθηκε στη «νόμιμη ελληνική κυβέρνηση», όπως αυτοαποκαλούνταν η κυβέρνηση του Νικόλαου Πλαστήρα που είχε οριστεί από τους Άγγλους, και η συνέχεια του κράτους διασφαλίστηκε. «Ο σάπιος κόσμος εκεί που σάπιζε ξανατονώθηκε», που έλεγε κάποτε και ο Τριπολίτης, και οι πρώην ΕΑΜίτες, που τόσο είχαν τρομοκρατήσει με τη δύναμή τους την κοινωνική ελίτ και το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα, βρέθηκαν τώρα άοπλοι και ανυπεράσπιστοι να σέρνονται στις φυλακές, τις εξορίες και τα εκτελεστικά αποσπάσματα ως «προδότες». Κι όσο για τους δοσίλογους; Αμνηστεύθηκαν όλοι πλην ελαχίστων, νομίζω έξι, που εκτελέστηκαν – όταν στη Γαλλία φερ’ ειπείν εκτελέστηκαν 11.500. Το παλαιό καθεστώς που πάλευε για να αποκαταστήσει την εξουσία του και τη νομιμότητά του στηριγμένο στα αγγλικά και αμερικάνικα όπλα χρειαζόταν τις υπηρεσίες τους. Και γι’ αυτό τους αναβάπτισε στην κολυμπήθρα του αντικομμουνισμού.
Τις συνέπειες αυτής της νόθας απελευθέρωσης θα τις πληρώναμε ως χώρα για πολλές δεκαετίες…
Σήμερα λοιπόν,
73 χρόνια μετά τη λήξη του Β΄Π.Π., η δολοφονική ιδεολογία των Χίτλερ-Μουσολίνι φαίνεται πως δεν ηττήθηκε οριστικά.
Ο φασισμός, ο εθνικισμός, η κτηνώδης βία, οι πόλεμοι χρησιμοποιούνται ξανά για να στηρίξουν το οικοδόμημα της νέας τάξης. Το τίμημα το πληρώνουν πάλι οι λαοί της γης: εκατομμύρια νεκροί, ανάπηροι και βασανισμένοι πρόσφυγες που τρέχουν να ξεφύγουν από την κόλαση που άλλοι έστησαν γύρω τους. Οι ισχυροί του πλανήτη, παίζοντας το αιώνιο γεωστρατηγικό τους πόκερ, δε διστάζουν να θυσιάσουν τη μοίρα ολόκληρων λαών: Γιουγκοσλαβία, Ιράκ, Παλαιστίνη, Αφγανιστάν, Συρία, Λίβανος είναι μόνο κάποια από τα πιο πρόσφατα παραδείγματα.
Και δεν είναι μόνο ο πόλεμος. Είναι και η ειρήνη τους που έχει τα δικά της θύματα: η ανεργία, η υποαπασχόληση, η φτηνή και ανασφάλιστη εργασία, οι μικρές και μεγάλες νησίδες «μηδενικών εργασιακών δικαιωμάτων» που έχουν δημιουργηθεί ανά τον κόσμο (από την Amazon ως την Κίνα), η σύγχρονη δουλεία, η διάλυση τέλος των κρατικών υποστηρικτικών δομών υγείας, παιδείας κλπ., παράγουν καθημερινά εκατομμύρια νεόπτωχους και απόκληρους, που στοιβάζονται στις αθέατες γωνιές του καταναλωτικού μας παραδείσου. Είναι αυτοί που δεν θα δούμε ποτέ στις ευφρόσυνες εικόνες των διαφημίσεων, είναι όμως αυτοί που θα πεθάνουν πρώτοι σε κάθε αρρώστια ή καταστροφή.
Είναι αυτός «ο κόσμος τους»: ένας κόσμος του κέρδους, της αγοράς, του χρήματος. Ο άνθρωπος είναι κόστος ή κέρδος. Τίποτα παραπάνω.
Κι όλα αυτά σε μια εποχή που ο άνθρωπος δίνει τα πιο προκλητικά ραντεβού με το μέλλον.
Σε μια εποχή όπου υπάρχουν όλες οι δυνατότητες ο άνθρωπος να απελευθερωθεί από τα δεσμά της αναγκαστικής εργασίας, της πείνας και της φτώχειας.
Μας λένε πως την ιστορία τη γράφουν οι νικητές.
Ποιος είναι, όμως, αυτός που θα κρίνει ποιος είναι ο δυνατός και ποιος ο αδύναμος;
Οι εργάτες, φτωχοί, καταπιεσμένοι είναι η συντριπτική πλειονότητα. Η πυρηνική δύναμη που μπορεί να αλλάξει τον πλανήτη. Όπλο τους η ενότητά τους, ο κοινός τους αγώνας εναντίον των καταπιεστών και εκμεταλλευτών του κόσμου, εναντίον του 1% που κατέχει πλούτο ίσο με του υπόλοιπου 50-80%.
Ήρθε ο καιρός να πούμε τα δικά μας ΟΧΙ…
Βιβλιογραφία
-
Στράτος Δορδανάς, Έλληνες εναντίον Ελλήνων: ο κόσμος των ταγμάτων ασφαλείας στην κατοχική Θεσσαλονίκη (1941-1944), εκδ. Επίκεντρο, 2006.
-
Ανδρέας Βενιανάκης, Δάγκουλας, ο «δράκος» της Θεσσαλονίκης. Συμβολή στην ιστορία των ταγμάτων ασφαλείας επί κατοχής (1941-1944), εκδ. Επίκεντρο, 2016.
-
Σοφία Ηλιάδου-Τάχου, Μέρες της ΟΠΛΑ στη Θεσσαλονίκη: τα χρώματα της βίας (1941-1945), Επίκεντρο, 2013
-
Γιώργος Καφταντζής, Το πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης τον καιρό της Κατοχής, Επίκεντρο, 2008
-
Λευτέρης Ελευθερίου, Το Πολυτεχνείο και η ΕΠΟΝ Θεσσαλονίκης στην Εθνική Αντίσταση (αναμνήσεις), Θεμέλιο, 1992
-
Γιώργος Ιωάννου, «Το δικό μας αίμα», «Θεσσαλονίκη, 25 Μαρτίου 1944» & «Η παρατεταμένη απελευθέρωση», στο Δικό μας αίμα, Κέδρος, 1980
-
Χάγκεν Φλάισερ, «Η Πανελλήνιος Απελευθερωτική Οργάνωσις (ΥΒΕ/ΠΑΟ)» στο Στέμμα και Σβάστικα, τ. Β, Παπαζήσης, 1995.
*Ο Μιχάλης Λεγάκης και η Σοφία Στεφανίδου είναι φιλόλογοι στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση