του Αριστείδη Σγατζού*
Ήταν που ξημέρωνε και το φως άρχισε να μπαίνει από τις γρίλιες, ήταν η αγωνία του για το τι θα ακολουθούσε, ήταν ο προχθεσινός καυγάς με τη κοπελιά του λίγο πριν φύγει απ’ το νησί. Όλα ξεχωριστά και το καθένα μαζί. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά, εδώ και ώρα, καρφωμένα στη γύψινη ροζέτα, μέσα από την οποία ξεπήδαγε ένα καλώδιο που κατέληγε σε μια σβηστή λάμπα. Τα φώτα των αυτοκινήτων που ‘φεγγαν ακόμη το δωμάτιο, κάθε φορά που ‘μπαιναν στο στενό δρόμο στο Γαλάτσι, έκαναν τη σκιά του συστήματος ροζέτα – καλώδιο – λάμπα να περιστρέφεται γύρω – γύρω στο δωμάτιο… κουρτίνα, κάδρο, διακόπτης, κουρτίνα… Μια δυο φορές ακολούθησε την αντίστροφη πορεία. Λίγα αυτοκίνητα ανηφόριζαν τούτη την ώρα προς τα πάνω.
Με μια αποφασιστική κίνηση –ένιωσε την εντολή να τρέχει απ’ άκρο σ’ άκρο το βραχίονά του – έριξε στην άκρη το σεντόνι κι ανακάθισε στη μια μπάντα του καναπέ. Προσεκτικά, να μην ξυπνήσει τη θεία του, πήγε στη κουζίνα. Έριξε μια ματιά στο μπαλκόνι – αποθήκη και στις αναιμικές πορτοκαλιές του ακάλυπτου. Το σούρσιμο από τις παντόφλες της θείας του τον ξανάφερε σε εγρήγορση.
«Στην τσίτα πρέπει να ‘μαι σήμερα» σκέφτηκε, αλλά οι σκέψεις του από την ένταση πέρασαν το φράγμα των δοντιών του.
«Καλημέρα μουρέλι μ’. Είπες τίποτα;»
Η θεία του χρόνια στην Αθήνα δεν έλεγε να κόψει τα Μυτιληνιά. Κι αυτός στο πανεπιστήμιο είχε κάνει φιλότιμες προσπάθειες, αλλά μια φορά άκουσε τον εαυτό του στο κασετόφωνο και την έκοψε την προσπάθεια.
«Μπααα, τίποτα».
Σκέφτηκε μήπως έπρεπε να κάνει μια μικρή επανάληψη. Αλλά σκέφτηκε τις οδηγίες του φροντιστή του – πότε πέρασαν δέκα χρόνια κιόλας από τις μέρες εκείνες του Ιούλη – που του έλεγε, το πρωί πριν τις εξετάσεις να χαλαρώνει.
«Μια ζωή εξετάσεις» σκέφτηκε κι η σκέψη ήταν σαν να ακούστηκε από μια άλλη φωνή μέσα στο μυαλό του.
Δεν άντεξε κι έριξε μια ματιά στα βιβλία μέχρι η θεία του να του φτιάξει καφέ και να του φέρει δύο φρυγανιές με βούτυρο και μέλι «…. απ’ το χωριό» του ‘πε καθώς τα απόθετε μπροστά του.
Σκούπισε τα χέρια της στη πετσέτα κι άνοιξε το ραδιόφωνο…
«Βάλτο στους 100».
Του άρεσε αυτή η συχνότητα. Καλά ελληνικά τραγούδια της γενιάς του, του θύμιζε τα “τραγούδια της παρέας” που άκουγε κάθε απόγευμα στο τρανζιστοράκι εκεί στο κάγκελο του Κονταξή, στα φροντιστήρια. Τα Υπόγεια Ρεύματα τραγούδαγαν για κάποιον που του αρέσει να μη λέει πολλά.
«Τέτοιος ήμουν από μικρός» …πάλι η απόμακρη φωνή μέσα στο κεφάλι του και μια αίσθηση, ανεπαίσθητη, ένα μυρμήδισμα στην άκρη του ματιού.
«Μ’ αρέσει να μη λέω πολλά, μ’ αρέσει να κοιτάω ψηλά» συνέχιζε το ραδιόφωνο.
Διαφημίσεις στη θέση της μουσικής. Ζωντανά γιαούρτια, ιδιωτικά ΙΕΚ, εφημερίδες, σύντομο δελτίο ειδήσεων.
«Θα σε πάω εγώ στο εξεταστικό με το αυτοκίνητο».
Η φωνή της θείας του μπήκε ανάμεσα στο χαιρετισμό της εκφωνήτριας και στην πρώτη είδηση…….
«Στη τσίτα να ‘μια σήμερα»
……………………………………………………………………………………………………………………………………………
«Καλή επιτυχία μουρέλι μ’» του εχήθηκε η θεία του καθώς τον άφηνε λίγα τετράγωνα μακριά από το εξεταστικό κέντρο. Βγήκε από το αυτοκίνητο, πάτησε με αποφασιστικότητα την καυτή άσφαλτο – να την πάλι εκείνη η αίσθηση, να νιώθεις την εντολή στους μυς. Η ατμόσφαιρα μύριζε παράξενα κι ο αέρας που έπεφτε στο πρόσωπο του τού ‘φερνε εκείνο το ίδιο παράξενο μυρμήδισμα στην άκρη των ματιών που ‘χε νιώσει και το πρωί.
«Μ’ αρέσει να μη λέω πολλά, μ’ αρέσει να κοιτάω ψηλά» σιγομουρμούραγε και κλωτσούσε στην άσφαλτο ένα πλαστικό κυπελάκι με υπολείμματα ενός πρωινού καφέ. Το τραγούδι δυνάμωνε στα χείλια του, μόνο, που σιγά σιγά ένιωθε να τραγουδάει κι η άλλη φωνή μαζί του, που τον συντρόφευε από το πρωί. Ο ίδιος προσπαθούσε να κρατάει ήπιους τόνους, το τραγούδι του άρεσε και δεν ήθελε να το σταματήσει, αλλά η φωνή ήθελε να προχωρήσει παραπάνω, τόσο που και το ίδιο το τραγούδι, η ένταση που έβαζαν οι ίδιοι οι δημιουργοί του δεν θα άντεχε.
Ο αέρας έφερνε όλο και περισσότερο μυρμήδισμα στα μάτια του, αλλά αυτός συνέχιζε να περπατά κλωτσώντας. Ο ήχος του πλαστικού δεν ακουγόταν πια στην άσφαλτο. Το κεφάλι του είχε γεμίσει από το τραγούδι κι εικόνες, πολλές εικόνες: Το παπάκι του κούριερ κι οι βραδινές πίτσες, τα χαρτάκια στους στύλους για τα ιδιαίτερα, ο Υπουργός που τον καλούσε να δείξει την αξία του, ο Μήτσος, ο Κώστας, η Ελένη κι η Μέλπω η κοπελιά του, που του ‘λεγαν να μη δώσει, η μάνα που του ‘λεγε «…ό,τι σε φωτίσει ο Θεός» αλλά δάκρυσε όταν κάποια στιγμή της είπε ότι δεν θέλει να δώσει…
Να δώσει, τι να δώσει. Μια ζωή δίνει. Φόρος ζωής.
«Γαμώτο κι είμαι τριάντα δύο ακόμη».
Η άλλη φωνή πια δεν ακούγονταν, αλλά κι η δική του δεν ήταν πια η ίδια. Στ’ αυτιά του έφτασε ο ήχος απ΄ το αντικείμενο που κλωτσούσε. Τον ήχο του πλαστικού είχε αντικαταστήσει το τράκα – τρακ της πέτρας στην άσφαλτο. Σταμάτησε. Κοίταξε αριστερά δεξιά. Έσκυψε, άρπαξε την πέτρα, έστριψε στο παράλληλο δρόμο και βρέθηκε στη μέση. Σώματα, ασπίδες. Ρόπαλα κι οι πηγές του αέρα που τον έκαναν να κλαίει σε όλη τη διαδρομή.
«Μ’ αρέσει να μη λέω πολλά, μ’ αρέσει να κοιτάω ψηλά» μουρμούρισε, «… μα τώρα μιλάω εγώ».
Έκανε στροφή προς τους εξεταστές του κι η πέτρα έφυγε από το χέρι του…
* Ο Αριστείδης Σγατζός είναι δάσκαλος στο 1ο Δημοτικό Σχολείο Μυτιλήνης και Δρ. Κοινωνικής Ανθρωπολογίας. Το παρόν διήγημα που βασίζεται σε διηγήσεις συναδέλφων που έδωσαν τη μάχη των εξεταστικών του ’98, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη συλλογή διηγημάτων «Διήγημα στη Λέσβο, σήμερα» που εκδόθηκε το 1999 στη Μυτιλήνη από τον Όμιλο Καφελογίων Μυτιλήνης και περιλαμβάνει διηγήματα γραμμένα από Λέσβιους λογοτέχνες.