Εκτύπωση

Του Γιώργου Μαυρογιώργου

Σε προηγούμενη ανάλυσή μας (Μέρος Β΄) είχαμε ανακοινώσει κλείνοντας ότι σε επόμενα κείμενά  μας  θα καταπιαστούμε με τις επιρροές του ΟΟΣΑ/PISA στην εκπαίδευση των χωρών που συμμετέχουν σε αυτό όσο και με τους εγχώριους τοποτηρητές/ «δρώντες- κλειδιά». Κρίναμε, ωστόσο, σκόπιμο να προτάξουμε το κείμενο που ακολουθεί (και να μεταθέσουμε τα άλλα θέματα σε μεταγενέστερο χρόνο), καθώς ήδη από την 1η  Μάρτιο του 2018, σιωπηρά και χωρίς ιδιαίτερες κοινωνικές διεργασίες, πέρα από κάποιες ανακοινώσεις ορισμένων κατά τόπους ΕΛΜΕ, υποδεχόμαστε την 7η «εισβολή» ΟΟΣΑ/PISA σε επιλεγμένα σχολεία της χώρας.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η ΔΟΕ και οι τοπικές της Ενώσεις δεν ανοίγουν το θέμα ΟΟΣΑ/PISA. Μάλλον, θεωρούν ότι δεν τους αφορά, μια και οι δεκαπεντάχρονοι μαθητές/τριες «στρατολογούνται» από την  Γ΄ Γυμνασίου ή Α΄ Λυκείου. Είναι προφανές ότι διαφεύγει το γεγονός ότι οι πολύχρονες εξεταστικές δοκιμασίες ΟΟΣΑ/PISA, αν και δηλώνεται ότι δεν ενδιαφέρουν τα υφιστάμενα σχολικά προγράμματα, έχουν ως ομάδα αναφοράς μαθητές/τριες που έχουν ολοκληρώσει την εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση. Κάτι που σημαίνει ότι, αν ο  ΟΟΣΑ/PISA επηρεάζει σε κάτι την εκπαίδευση,  αυτό αφορά, κατά κύριο λόγο, το Δημοτικό και το Γυμνάσιο. Δηλαδή, τα σχολεία αυτά δέχονται τις ισχυρές πιέσεις στα προγράμματά τους ώστε να προσανατολιστούν στις απαιτήσεις και στις προδιαγραφές των  δοκιμασιών του  ΟΟΣΑ/PISA «για καλύτερες επιδόσεις» στην παγκόσμια κατάταξη.

Δεν αποκλείεται να έχουμε μια μελλοντική εξέλιξη ώστε το υποχρεωτικό σχολείο να μεταβληθεί σε ένα φροντιστήριο προετοιμασίας για τη συμμετοχή στο ΟΟΣΑ/PISA, σύμφωνα με τις προδιαγραφές  «αριστείας» σε παγκόσμια κλίμακα, κατά το πρότυπο της Ν. Κορέας. Όπως γράφαμε το 2015, «Δεν αποκλείεται, μέχρι την επόμενη φορά(2018) που θα ξανάρθει ο «επιθεωρητής» PISA,  να μιμηθούμε τους Κορεάτες που από ο τι διαβάζουμε  «κυβερνητικοί λειτουργοί γυρίζουν στους δρόμους περιπολία με αποστολή να βρουν  παιδιά που κάνουν ιδιαίτερα μαθήματα μετά τις 10 μ.μ.(…) Οι μαθητές στο σχολείο είναι εφοδιασμένοι με ειδικά μαξιλαράκια για το θρανίο ώστε να μπορούν να παίρνουν κανένα υπνάκο την ώρα του μαθήματος για να αντέξουν τα μεταμεσονύχτια ιδιαίτερα». Ήδη ακούμε τους «ήχους υστερίας» στις συζητήσεις που θα γίνουν…»[1].

 Όπως, ήδη, τονίσαμε η τρέχουσα διεξαγωγή  του ΟΟΣΑ/PISA 2018  ανατρέπει τον αρχικό μας σχεδιασμό και μας υποδεικνύει ως προτεραιότητα να αναδείξουμε ορισμένους συμπληρωματικούς ( σε συνέχεια προηγούμενων )  «αστερίσκους» πολιτικής χρήσης, «τώρα που καίει» η κύρια διεξαγωγή του PISA, με τη συμμετοχή της χώρας, των επιλεγμένων 7000 μαθητών και των 268 σχολείων όσο και των εκπαιδευτικών που έχουν κληθεί να συμμετάσχουν στο εγχώριο εγχείρημα PISA 2018.

Δεύτερη «εισβολή» του PISA και η «δεύτερη φορά κυβερνώσα Αριστερά»

Η προηγούμενη «εισβολή» του PISA στην ελληνική εκπαίδευση είχε συντελεστεί τον Μάρτιο του 2015. Ήταν η έκτη φορά, μετά την πρώτη εφαρμογή του 2000, και η τρίτη (2009-2012-2015), εν μέσω κρίσης. Τον Μάρτιο του 2015, η κυβερνητική συνεργασία  ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ μόλις που είχε συμπληρώσει  ένα μήνα διακυβέρνησης, μετά τις εκλογές στις 25 του Γενάρη του 2015. Ουσιαστικά, ήταν η πρώτη φορά που το PISA το υποδέχτηκε η «πρώτη φορά κυβερνώσα Αριστερά». Ενδεχομένως, ο πολιτικός  χρόνος κρίθηκε πολύ βραχύς για μια ενδεχόμενη κυβερνητική απόφαση  και ακύρωση της συμμετοχής της χώρας στο PISA (που είχε δηλωθεί  από την προηγούμενη κυβέρνηση), αν και η συμμετοχή, σε μια περίοδο πρωτόγνωρης ανθρωπιστικής κρίσης αποκτούσε τα χαρακτηριστικά  κυνισμού και κοινωνικής αναλγησίας.

Κάποιες ανησυχίες που εκφράστηκαν για ενδεχόμενη αποχή της χώρας το 2015 διασκεδάστηκαν, βέβαια, καθώς κάποια άγρυπνα «μαντρόσκυλα»-εγχώριοι τοποτηρητές του ΟΟΣΑ/ PISA (ΜΜΕ και βουλευτές από ΝΔ-Ποτάμι), με ρεπορτάζ και με ερωτήσεις   είχαν αναλάβει σχετική εκστρατεία. Σύμφωνα με σχετικά δημοσιεύματα, «Το πρώτο καμπανάκι του ΟΟΣΑ προς την Ελλάδα για τον διαγωνισμό του 2015 ήταν πέρυσι τέτοια εποχή, επειδή το υπουργείο Παιδείας ολιγώρησε στην προετοιμασία της πιλοτικής φάσης του διαγωνισμού. Ύστερα από κυβερνητική υπόδειξη υψηλού επιπέδου, η τότε ηγεσία του Κωνσταντίνου Αρβανιτόπουλου κινήθηκε άμεσα ώστε το πρόβλημα να λυθεί. Βεβαίως, η τότε κυβέρνηση δεν είχε ιδεολογικά κωλύματα κατά του PISA»( Η Καθημερινή, 5.3.2015). Βουλευτές (Μαυρωτάς, Φορτσάκης) είχαν αρπάξει την ευκαιρία, την επόμενη ημέρα, για να επιδοθούν στο «παιγνίδι πιέσεων» με ερωτήσεις στη Βουλή, του τύπου «Κίνδυνος μη συμμετοχής της Ελλάδας στον διαγωνισμό PISA υπό την αιγίδα του ΟΟΣΑ;». Για να καθησυχάσει τους θιασώτες του ΟΟΣΑ/ PISA, ο «μαρξιστής» Υπουργός Παιδείας, Αριστείδης-Νικόλαος-Δημήτριος  Μπαλτάς έσπευσε να απαντήσει πως  «…η συμμετοχή της χώρας μας στο Πρόγραμμα PISA του ΟΟΣΑ υπήρξε ανελλιπής από την πρώτη χρονιά διεξαγωγής του, γεγονός που αποδεικνύει το ενδιαφέρον της Ελλάδας για τη συμμετοχή της σε θεσμούς Διεθνών Οργανισμών».

Η παραπάνω δημόσια δέσμευση επιβεβαιώθηκε από τα «έργα και τις ημέρες» της κυβέρνησης στην περίπτωση του PISA 2015, όταν η χώρα συμμορφώθηκε στους σχετικούς υπερεθνικούς σχεδιασμούς. Με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων «ουράς» το 2016, μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, είχαμε για «δεύτερη φορά Αριστερά»  στη διακυβέρνηση της χώρας. Ο τότε Υπουργός Παιδείας, Κ. Γαβρόγλου, ανανέωσε τη σχετική δέσμευση περί PISA, με συγκρότηση Επιτροπής στο ΙΕΠ για λήψη  σχετικών μέτρων, που να στηρίζονται  στην ανάλυση των αποτελεσμάτων PISA 2015. Ούτε η σύνθεση της Επιτροπής  είναι γνωστή ούτε «Πόρισμα» έχει ανακοινωθεί, παρόλο που τα γνωστά «μαντρόσκυλα» ξαναχτύπησαν με ερωτήσεις ζητώντας επιβεβαιωτικές εξηγήσεις[2]. Είναι προφανές ότι, καθώς δεν υπάρχει σχετικό προηγούμενο από το παρελθόν, η συγκρότηση σχετικής Επιτροπής, πέρα από τη δέσμευση της χώρας στη συμμετοχή, προσδίδει στο PISA κύρος και αξιοπιστία. Βεβαίως, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η χώρα μπαίνει, για δεύτερη φορά, στην ίδια δοκιμασία, χωρίς να έχουν ανακοινωθεί τα βασικά πορίσματα της Επιτροπής, εκτός και αν αυτά αξιοποιούνται εσωτερικά, στους κόλπους όσων εμπλέκονται στο εγχείρημα.  

Βέβαια,  ο ίδιος  Υπουργός, σε απάντησή του  (12145/Φ1/ 12815/25-1–2017) σε  ερώτηση βουλευτή (Μαυρωτά, 1864/ 8.12.2016), επιδίδεται σε άκρως αντιφατικούς ακροβατισμούς, όταν υποστηρίζει, από τη μια, ότι  «το PISA δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση διαδικασία αξιολόγησης εκπαιδευτικών συστημάτων, σχολικών μονάδων ή εκπαιδευτικών, όπως ξεκάθαρα αναφέρεται στους στόχους και στο σκεπτικό του. Ούτε αποφαίνεται αξιολογικά για διαδικασίες οποιασδήποτε μορφής αξιολόγησης που υπάρχουν στα εκπαιδευτικά συστήματα των χωρών που συμμετέχουν». Στην ίδια απάντηση, απ την άλλη, καταλήγει συμπερασματικά πως «το ΥΠΠΕΘ θεωρεί ότι σημασία έχει να μελετηθούν τα πρωτογενή δεδομένα του PISA αφού κάποιες από τις πλευρές του διαγωνισμού είναι σημαντικές. Γι αυτό το λόγο προχώρησε και στην εξαγγελία της σύστασης ειδικής επιστημονικής επιτροπής στο ΙΕΠ»[3].

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η συντελούμενη αυτές τις μέρες του Μαρτίου «εισβολή» δεν έχει προκαλέσει ανησυχίες, παρά τους σχετικούς κραδασμούς που είχαν σημειωθεί, αναφορικά με τη «βιωσιμότητα» της συμμετοχής στο PISA. Ο ΟΟΣΑ/ PISA φαίνεται πως  έχει εμπεδωθεί, παρά τις χρόνιες ανεξήγητες εμμονές μιας αθεράπευτης παθητικής συμμετοχής και τους διασυρμούς της «ουράς». Αυτή τη φορά, με την αιγίδα της «Αριστεράς», στη συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ. Έστω, και η ανοχή ή παθητική ή, ακόμα, και συμβολική συμμετοχή της χώρας είναι ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα που επιτείνεται από το γεγονός ότι δεν παρατηρείται, χρόνια τώρα, κάποια μαζική κινητοποίηση στο χώρο της εκπαίδευσης και της κοινωνίας, γενικά.

Το 2015, όταν  είχε ολοκληρωθεί η προηγούμενη «νεοφιλελεύθερη πολιτική επιχείρηση» PISA στην Ελλάδα, η μακροβιότερη «Εθνική Διαχειρίστρια» (κι ας επιφυλάσσει  για τον εαυτό της τον πιο επεξεργασμένο τίτλο της «Εθνικής Συντονίστριας») μας ανακοίνωνε με περισσή ικανοποίηση πώς:

«Ολοκληρώθηκε κανονικά η διεξαγωγή της έρευνας PISA 2015 στα σχολεία της χώρας. Στην έρευνα πήραν μέρος περισσότερα από 200 σχολεία και περισσότεροι από 5.600 μαθητές. Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά όλους τους εκπαιδευτικούς, μαθητές, γονείς, διευθυντές σχολείων και υπευθύνους στις Διευθύνσεις Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης για την βοήθεια που προσέφεραν, έτσι ώστε να διεξαχθεί η έρευνα τηρώντας πιστά τις απαιτούμενες προδιαγραφές. Η συνεργασία που είχαμε μαζί τους ήταν πραγματικά άψογη.

Ιδιαίτερα θα ήθελα να ευχαριστήσω τους συντονιστές των σχολείων του δείγματος. Οι εκπαιδευτικοί αυτοί, στην πλειοψηφία τους ειδικότητας Πληροφορικής, συνεργάστηκαν μαζί μας από τον Δεκέμβριο του 2014, αφιέρωσαν χρόνο για να μελετήσουν τις οδηγίες, να ελέγξουν και προσαρμόσουν κατάλληλα τα εργαστήρια των σχολείων, να βρουν λύσεις στα αναδυόμενα προβλήματα, να παρακολουθήσουν τα επιμορφωτικά σεμινάρια και τέλος να πραγματοποιήσουν την έρευνα στα σχολεία τους κατά τη διάρκεια 2 – 5 ημερών.

Όταν θα ολοκληρωθούν και τα υπόλοιπα στάδια της έρευνας (βαθμολόγηση, συλλογή και ανάλυση δεδομένων κλπ.), τα αποτελέσματα του PISA 2015 θα είναι προσβάσιμα και διαθέσιμα, όπως πάντα, για όλους» (Χρύσα Σοφιανοπούλου, Επίκ. Καθηγήτρια Εθνική Συντονίστρια PISA).

Υπογραμμίζουμε  τους ισχυρισμούς περί «κανονικής ολοκλήρωσης» ή περί «πιστής τήρησης των απαιτούμενων προδιαγραφών» και περί «πραγματικά άψογης συνεργασίας». Πρόκειται, προφανώς, για μια απόπειρα ώστε να περιβληθεί η εφαρμογή, τα αποτελέσματα  και οι κατατάξεις PISA με δείκτες εγκυρότητας και αξιοπιστίας. Εφόσον, ωστόσο, φέρεται ότι είχε ολοκληρωθεί το πρόγραμμα, παραμένουν ανεπεξέργαστα και έωλα σημαντικά ερωτήματα που πλήττουν  ευθέως την αξιοπιστία του εγχειρήματος, εκτός και θεωρήσουμε απλώς, ανεπαρκή ή και πλημμελή  τη συγκεκριμένη ανακοίνωση. Τα ερωτήματα είναι: (1) Πόσα σχολεία είχε προγραμματισθεί αρχικά να συμμετάσχουν και τι σημαίνει πάνω από 200; Δε γνωρίζει τον ακριβή αριθμό; Πάνω από 200 μπορεί να είναι και 290; Το ίδιο ερώτημα ισχύει και για τον αριθμό των μαθητών. Πόσοι ήταν πάνω από 5.600; (2) Σε σχετικό ρεπορτάζ, είχε αναφερθεί ότι σε  επαρχιακή πόλη, μετέφεραν  μαθητές από σχολείο σε σχολείο για να βρουν διαθέσιμους υπολογιστές, με αποτέλεσμα να αποχωρήσουν όλοι σχεδόν οι μαθητές, αρνούμενοι να
συμμετάσχουν, ενώ όσοι απέμειναν έδιναν στην τύχη απαντήσεις για να τελειώσουν σύντομα. Έχουν υπάρξει άλλα τέτοια περιστατικά;
(3) Έχει υπόψη της περιπτώσεις σχολείων όπου μεγάλος αριθμός μαθητών της Α΄ τάξης Λυκείου απουσίασαν ή αποχώρησαν;
Αν έχουν παρατηρηθεί τέτοια φαινόμενα, τι σημαίνει “ολοκληρώνω κανονικά” και πως αυτό εκφράστηκε στα αποτελέσματα; (4)Τέλος, γιατί αναφέρεται στο PISA ως έρευνα και όχι ως Programme, όπως επιμένουν οι σχεδιαστές; Προφανώς, ανακοινώσεις σαν την παραπάνω γίνονται, στις διάφορες χώρες- μέλη του ΟΟΣΑ/PISA,  από εντεταλμένους «πιστούς» εγχώριους τοποτηρητές (σύμφωνα με μια άλλη διατύπωση, «εθνικά μαντρόσκυλα»), που επιδιώκουν να προστατεύουν ή να προσδίδουν στον νεοφιλελεύθερο μονοπωλιακό υπερεθνικό ΟΟΣΑ/PISA υψηλούς δείκτες δημόσιας εγκυρότητας και αξιοπιστίας στην εγχώρια πολιτική και κοινωνική σκηνή.

Από την ανακοίνωση, πάντως, προκύπτουν ενδιαφέροντα  στοιχεία για  τον συναγερμό που ζούνε τα σχολεία που συμμετέχουν, «τηρώντας πιστά τις απαιτούμενες προδιαγραφές». Δεν προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση που αριθμός των σχολείων και  μαθητών δίδεται με την ένδειξη «περίπου». Η αρχική ανακοίνωση (Αθήνα,   09-12-2014 Αρ. Πρωτ.  200183/Δ2) για την εξαγγελία  εφαρμογής αναφερόταν σε 231 σχολεία, δηλαδή 31 σχολεία παραπάνω. Από την ιστοσελίδα ΙΕΠ/PISA[4], με τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων πληροφορούμαστε ότι τα σχολεία ήταν, τελικώς, 212 και ο αριθμός των μαθητών «περίπου» (κι αυτή τη φορά!) 5 500. Δυσκολευόμαστε να  κατανοήσουμε πως η μείωση του αριθμού των σχολείων δε συνοδεύτηκε από μείωση του αριθμού των μαθητών. Κι αυτό το «περίπου» δε φαίνεται να «συνεργάζεται» με τις προδιαγραφές PISA, σε ένα εγχείρημα «αριθμομαντείας» και μετρήσεων.

Ίσως, οι εκπαιδευτικοί από τα κατά τόπους σχολεία και οι 15χρονοι μαθητές και μαθήτριες που είχαν την εμπειρία των δοκιμασιών PISA να γνωρίζουν πολλά από τα μυστικά που κρύβονται στην «χρόνια» και παγιωμένη παγκόσμια κατάταξη της χώρας μας στην ομάδα των «ουραγών», με στατιστικά σημαντική απόκλιση/διαφορά από τη μέση βαθμολογία επιδόσεων ΟΟΣΑ.

Έτσι, κάπως, κατασκευάζονται, συντηρούνται και διαιωνίζονται οι κυρίαρχες αντιλήψεις και παραδοχές αναφορικά με την συγκριτική αξιολόγηση, τον ανταγωνισμό, τη συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς, τη δήθεν συνδρομή, την υποστήριξη και την αλληλεγγύη, κ.τ.ο.,  με  τρόπο που να αποκρύπτουν τις συνθήκες και τις διεργασίες ενός «ολοκληρωτικού νεοφιλελευθερισμού» σε παγκόσμια κλίμακα.

Με όλα αυτά, η χώρα μας έχει, ήδη συμπληρώσει είκοσι περίπου χρόνια συμμετοχής PISA και έχει, ήδη από  το 2015, κλείσει τους δυο κύκλους(τριετούς διάρκειας)  σχετικών δοκιμασιών, με τις τρεις διαδοχικά εναλλασσόμενες κύριες θεματικές (βλ. πίνακα).

 Θα λέγαμε ότι η χώρα μπαίνει,  με την εμπειρία του «ουραγού» των προηγούμενων κύκλων, όπως οι εθελοντές δρομείς που έχουν την εμμονή να τερματίζουν την κούρσα της διαδρομής, έστω και τελευταίοι. Πώς να εξηγήσουμε τη σχέση της  προαιρετικής συμμετοχής με το διασυρμό της «ουράς»;

Προαιρετική  συμμετοχή και το «σύνδρομο της ουράς»

Οι 15χρονοι μαθητές και μαθήτριες, που είχαν αποφοιτήσει απ το εννιάχρονο ελληνικό σχολείο και που συγκροτούσαν τα διαφορετικά, κάθε φορά, «αντιπροσωπευτικά»- υποτίθεται- δείγματα που είχαν οριστεί για τις διεθνείς συγκριτικές εξετάσεις PISA των ετών 2000,2003,2006,2009,3012 και 2015 είχαν, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ/PISA, επιδόσεις με βάση τις  οποίες η Ελλάδα κατατάσσονταν, σε όλες τις εξετάσεις, στην τελευταία (τρίτη) ομάδα χωρών του ΟΟΣΑ. Σ αυτή την ομάδα κατατάσσονται, σύμφωνα με την επίσημη διατύπωση, οι χώρες που  «παρουσιάζουν βαθμολογία με στατιστικά σημαντική διαφορά κάτω από τη μέση επίδοση του ΟΟΣΑ». Όπως αντιλαμβανόμαστε, η Ελλάδα σε έξη συνεχόμενες διεθνείς «δοκιμασίες», για δεκαπέντε χρόνια τώρα, κατατάσσεται στους ουραγούς της παγκόσμιας κατάταξης. Έχουμε, δηλαδή, να κάνουμε με μια  συστηματική «κανονικότητα» στην ταξινόμηση και  στη διεθνή κατάταξη που έχει γίνει, χωρίς τις εκπλήξεις ή  τα «θαύματα» (π.χ. της  Φινλανδίας) ή το «PISA Shock»(π.χ. της Γερμανίας,2000) ή χωρίς ανατροπές και ανακατατάξεις. Η Ελλάδα  κατατάσσεται σταθερά στην κατηγορία των «losers». Όταν επαναλαμβάνεται  εξελίσσεται σε ιδιότυπο «σύνδρομο της ουράς».

Ο Antonio Bolivar(2011)[5], σε μια ενδιαφέρουσα μελέτη του,The Dissatisfaction of the Losers,  που έκανε για το PISA, στις «Ibero-American»χώρες (Λατινική Αμερική, Ισπανία και Πορτογαλία), υποστηρίζει ότι  το ερώτημα «γιατί η Λατινική Αμερική έχει χαμηλές επιδόσεις στο PISA» μπορεί να έχει διαφορετικές απαντήσεις, ανάλογα  με  τις  ιδεολογικές  αφετηρίες που υιοθετεί κανείς. Ένας νεοφιλελεύθερος θα ισχυριστεί ότι η Λατινική Αμερική έχει αποτύχει να θέσει σε εφαρμογή μια σειρά από πολιτικές  που είναι κοινές σε προηγμένα εκπαιδευτικά συστήματα άλλων χωρών με υψηλές επιδόσεις»(σ.70). Ενώ ένας άλλος που θα έπαιρνε υπόψη τους  πολιτισμικούς και κοινωνικούς παράγοντες θα  αμφισβητούσε την αξιοπιστία και την εγκυρότητα του PISA για το λόγο ότι είναι «ανόητο να συγκρίνεις τις επιδόσεις» των μαθητών της Λατινικής Αμερικής- που προσδιορίζονται  από χάσματα ανισοτήτων-με τις επιδόσεις του Φινλανδικού συστήματος, σε μια κοινωνία με λιγότερη ένταση των ταξικών ανισοτήτων.

Ο ΟΟΣΑ/PISA, κατατάσσει την Ελλάδα, μαζί με άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, σταθερά και μόνιμα, στην ίδια ομάδα κατάταξης. Μπορεί η κατάταξη του PISA να μας βάζει στην ίδια ομάδα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι οι κοινωνικές, πολιτισμικές και εκπαιδευτικές παράμετροι είναι ίδιες στην Ελλάδα και στη Λατινική Αμερική. Ο ΟΟΣΑ/PISA, ωστόσο,  με την εργαλειοθήκη μετρήσεων που έχει επινοήσει μας έχει βάλει στην ίδια ομάδα επιδόσεων. Αυτό είναι κάτι που, μαζί με πολλά άλλα ζητήματα,  εγείρει το θέμα αξιοπιστίας και εγκυρότητας των εργαλείων (δοκίμιο, ερωτηματολόγιο) που χρησιμοποιεί το  PISA στη συγκριτική αξιολόγηση των επιδόσεων που διεξάγει, σε παγκόσμια κλίμακα.

Το όλο εγχείρημα αποκαλύπτει  την πολιτική και τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία που το υποβαστάζει, αν λάβουμε υπόψη ότι ο ΟΟΣΑ/PISA, όταν ανακοινώνει τον πίνακα των  αποτελεσμάτων,  δεν αναγράφει τις χώρες σε απλή αλφαβητική σειρά αλλά τις κατατάσσει κατά φθίνουσα σειρά με βάση τις επιδόσεις, αρχίζοντας από τη χώρα με την υψηλότερη βαθμολογία και καταλήγοντας στους ουραγούς.  Αυτό προσφέρεται για εύκολη, προσιτή και πρόχειρη ανάγνωση, κατά το “Education at A Glance”, κάτι  που την περιορίζει και την υποβιβάζει  σε απλή συγκριτική ανταγωνιστική κατάταξη.  Δεν αρκεί αυτό. Έχει φροντίσει να ομαδοποιήσει και να κατατάξει τις χώρες σε τρεις κατηγορίες, με αναφορά στη στατιστική σημαντικότητα  της διαφοράς  από τη μέση επίδοση ΟΟΣΑ, προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Έχουμε, δηλαδή, την ομάδα των «αρίστων», την ομάδα του «μέσου όρου» και την ομάδα των αποτυχημένων «ουραγών». Οι  Έλληνες μαθητές και η χώρα τους κατατάσσονται, κατ επανάληψη,  στους «ουραγούς» του λεγόμενου «αναγνωστικού εγγραμματισμού», «μαθηματικούεγγραμματισμού» και «επιστημονικού εγγραμματισμού» ή «αλφαβητισμού» ή «γραμματισμού».

Η αλφαβητική  κατάταξη των χωρών δεν ευνοεί τον παγκόσμιο συν-ανταγωνισμό

Πολύ καλά υπογράμμισε την σχετική επισήμανση  ο Antonio Bolivar (ο.π.),  για τη διαφορά οπτικής  θεώρησης. Ο συγκεντρωτικός πίνακας των αποτελεσμάτων, με την κατάταξη των χωρών ανάλογα με τις επιδόσεις, με τους βαθμούς, τους στατιστικούς δείκτες και με τις ομαδοποιήσεις των χωρών σε ιεραρχικές κατηγοριοποιήσεις, δεν προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις και αποκωδικοποιήσεις. Πρόκειται για αποκαλυπτική απεικόνιση της πιο ακραιφνούς  εκδοχής του νεοφιλελευθερισμού: μέτρηση δεξιοτήτων για τη συγκριτική τυποποιημένη και ενιαία αξιολόγηση των εκπαιδευτικών συστημάτων και την προώθηση, την εμπέδωση και την ένταση του ανταγωνισμού, σε εθνικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο, ανάμεσα στα εκπαιδευτικά συστήματα των χωρών σε μια  παγκοσμιοποιούμενη καπιταλιστική αγορά  εκπαιδευτικών υπηρεσιών.

Το  δοκίμιο  ΟΟΣΑ/PISA ως «παγκόσμιο εξεταστικό παράδειγμα» προσανατολίζει ή ποδηγετεί τις εκπαιδευτικές πολιτικές των χωρών προς δραστικό επαναπροσδιορισμό  του περιεχομένου της εκπαίδευσης, της διδασκαλίας, της μάθησης, της γνώσης. Όποιος υιοθετεί τους ορισμούς του, διεκδικεί  ευκολότερα πρωτιές στην ανταγωνιστική κατάταξη.  Δηλαδή, έχει ενσωματωθεί στο όλο εγχείρημα  της συγκριτικής αξιολόγησης  η παγκόσμια επιβράβευση, η οποία καταχτιέται, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, εάν οι μετέχοντες  υιοθετήσουν στα αναλυτικά τους προγράμματα, στη διδασκαλία και  στα βιβλία, την «παιδαγωγική» και «διδακτική» του ΟΟΣΑ/PISA, που βρίσκεται σε τροχιά παγκοσμιοποίησης  και γενικευμένης εφαρμογής.

 Εδώ είναι που ανοίγει το πεδίο των επιρροών και των επιδράσεων του ΟΟΣΑ/PISA στην εκπαιδευτική πολιτική των κρατών-μελών που συμμετέχουν (θα επεξεργαστούμε  σε επόμενη ανάλυση). Το  PISA, δηλαδή, δεν  περιορίζεται στη συγκριτική αξιολόγηση και στη δημοσιοποίηση  μια απλής συγκριτικής κατάταξης που επιταχύνει τον ανταγωνισμό. Πέρα από αυτό, διεξάγει συγκριτικές αξιολογήσεις με σκοπό να ανεβάσει ακόμα πιο πολύ την αποδοτικότητα  και την αποτελεσματικότητα  των εκπαιδευτικών συστημάτων σε μια παγκόσμια ανταγωνιστική αγορά, επαναπροσδιορίζοντας και το αντικείμενο του ανταγωνισμού, στο πλαίσιο των αρχών του νεοφιλελευθερισμού. Αν δεχτούμε τα παραπάνω, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι με μετρήσεις, αριθμούς, στατιστικές αναλύσεις, εκθέσεις, πίνακες και  κατατάξεις  που επαναλαμβάνονται σταθερά και μόνιμα ασκείται μια ιδιότυπη  παγκόσμια διακυβέρνηση  που τυποποιεί, ομογενοποιεί, εναρμονίζει και ρυθμίζει τις εκπαιδευτικές πολιτικές που ασκούνται σε παγκόσμια κλίμακα.

Τα παραπάνω συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι ανεξάρτητα, τόσο από τις μορφές συμμετοχής των ελληνικών σχολείων, των μαθητών και των εκπαιδευτικών όσο και από τους  τρόπους υποδοχής των αποτελεσμάτων και των εκθέσεων ΟΟΣΑ/PISA στην Ελλάδα, «το ζήτημα PISA» προσφέρεται  για διερεύνηση και  σοβαρή μελέτη, για πολλούς προφανείς λόγους. Δε μπορεί να μένει, χωρίς διερεύνηση, ένα σοβαρό ζήτημα εκπαιδευτικής πολιτικής που, αν  και, ενδεχομένως, παίζεται ως φάρσα αποκτάει τα χαρακτηριστικά διεθνούς «διασυρμού», στην αντίληψη όσων θεωρούν αξιόπιστο και έγκυρο το σχετικό εγχείρημα.

 Άλλωστε, η  πολυετής συμμετοχή της χώρας(1997-2017) είναι ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα που το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα τηρεί τις δεσμεύσεις συμμετοχής της στο εγχείρημα. Η τριετία, εξάλλου, που διαρκεί κάθε μία σειρά δοκιμασιών  του  PISA,  δε μοιάζει να είναι, για όσους εμπλέκονται συστηματικά σε αυτές (μαθητές, εκπαιδευτικοί, γονείς, εθνικός διαχειριστής, εθνικός εκπρόσωπος, σχολεία, ο εθνικός φορέας, κ. α.), μια αδιάφορη εμπειρία που δεν αφήνει τα ίχνη της. Η τριετία περιλαμβάνει την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της προηγούμενης δοκιμασίας, την προετοιμασία της επόμενης (δείγμα, δοκίμιο), την πιλοτική της εφαρμογή και, τέλος, την καθαυτό δοκιμασία.  Εκτός  από την οργάνωση και τη συμμετοχή στη δοκιμασία, ένα άλλο μέρος του όλου εγχειρήματος αφορά την υποδοχή των ίδιων των αποτελεσμάτων. Προφανώς, τα συστημικά μέσα ενημέρωσης αξιοποιούν την περίσταση για να ανεβάζουν με, όχι πάντα ευρηματικούς τίτλους  δυσφήμησης, το σύνδρομο της «καθυστέρησης, της αποτυχίας, της απόστασης» της ελληνικής εκπαίδευσης. Σπεύδουν να επαναεπιβεβαιώνουν τον εξαιρετικό ισχυρισμό, που έχει τα χαρακτηριστικά ενός μηχανιστικού αυτοματισμού, ότι είναι επείγον να ανταποκριθούμε άμεσα, με τις απαραίτητες εκπαιδευτικές αλλαγές, που προτείνονται από έναν  μονοπωλιακό ασυναγώνιστο «παγκόσμιο σύμβουλο», στο «δρόμο του ΟΟΣΑ/PISA» που ανήκει στην κυριαρχία του άκρατου νεοφιλελευθερισμού.

Πέρα από τις γενικές θεωρητικές αναλύσεις για τις επιρροές των υπερεθνικών διακρατικών οργανισμών στην ελληνική εκπαίδευση, εκ των πραγμάτων, έχουμε μπροστά μας κάποια σοβαρά ζητήματα και ερωτήματα για διερεύνηση. Το πεδίο είναι, έτσι κι αλλιώς, αρκετά εκτενές και το συσσωρευμένο υλικό δύσκολα προσπελάσιμο για τις απαιτήσεις ενός κειμένου σαν αυτό που διαβάζετε. Θα λέγαμε  ότι το υλικό που εκπορεύεται από τον ΟΟΣΑ/PISA είναι τεράστιο. Κι αυτή η βιομηχανία των  «πληρωμένων» εκθέσεων είναι μέρος της εργαλειοθήκης του στην υπόθεση της διακυβέρνησης.   Προφανώς, υπάρχει και άλλο υλικό που έχει αποτεθεί σε «νεκροταφείο εκθέσεων-απορριμμάτων». Αλλά, ας καταπιαστούμε  ενδεικτικά, με ορισμένα ερωτήματα:

Αν ρωτούσαμε τους μαθητές: Υπόθεση παθητικής αντίστασης;

Δε διαθέτουμε σχετικά ερευνητικά δεδομένα. Ούτε ο PISA συλλέγει  δεδομένα  αναφορικά με τους όρους και συνθήκες συμμετοχής των μαθητών, παρά τα ερωτηματολόγια που δίνει. Βέβαια, ο ΟΟΣΑ/PISA έχει φροντίσει να μας εκπλήσσει με τις εμπνεύσεις των συνεργατών-ερευνητών που μας βομβαρδίζουν με μια μεγάλη σειρά  από εκθέσεις που φέρνουν τον ευρηματικό  τίτλο «PISA IN FOCUS», με επιμέρους θέματα.

Οι τίτλοι των επιμέρους τευχών είναι ενδεικτικοί: «Βελτιώνοντας την Επίδοση: Ξεκινώντας από χαμηλά», «Τα προβλήματα πειθαρχίας στην τάξη έχουν επιδεινωθεί;», «Πώς κάποιοι μαθητές ξεπερνούν το κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρό τους;», «Διαβάζουν σήμερα οι μαθητές για ευχαρίστηση;», «Αυτονομία της σχολικής μονάδας και λογοδότηση: Υπάρχει σχέση με την επίδοση των μαθητών;», «Πόσο “πράσινοι” είναι οι σημερινοί 15χρονοι;». Πώς και δεν κάνουν  σύγκριση της επίδοσης «πράσινων» και «μη πράσινων» μαθητών! Τα προτάγματα της «αυτονομίας»  και της «λογοδοσίας», βέβαια, δε θα μπορούσαν να λείπουν.

Όσο ευρηματικό είναι το θεματολόγιο των εκθέσεων άλλο τόσο συντηρητικές και απλοϊκές είναι οι αναλύσεις τους για τους μαθητές. Ενδεικτικά, στην Έκθεση για τη σχέση πειθαρχίας και επιδόσεων διαβάζουμε: «Το κλίμα της τάξης μπορεί να έχει επίδραση στις επιδόσεις των μαθητών. Οι τάξεις και τα σχολεία με μεγαλύτερα προβλήματα πειθαρχίας δημιουργούν ένα λιγότερο ευνοϊκό περιβάλλον για μάθηση, διότι οι καθηγητές χρειάζεται να αφιερώσουν περισσότερο χρόνο για να επιβάλλουν την τάξη πριν αρχίσει το μάθημα. Οι διακοπές στο μάθημα διαταράσσουν τη συγκέντρωση και τη συμμετοχή των μαθητών. Τα αποτελέσματα του PISA 2009 δείχνουν ότι το κλίμα όσον αφορά την πειθαρχία συνδέεται στενά με τις επιδόσεις των μαθητών. Οι μαθητές που αναφέρουν ότι το μάθημα της γλώσσας διακόπτεται συχνά, δεν έχουν τόσο καλές επιδόσεις όσο αυτοί που δηλώνουν ότι γίνονται λίγες ή και καθόλου διακοπές στο μάθημα» (PISA IN FOCUS 2011/4: Τα προβλήματα πειθαρχίας στην τάξη έχουν επιδεινωθεί;).

Θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον αν ρωτούσαμε τους συμμετέχοντες στο PISA, αναφορικά με την προσωπική τους επιλογή και εμπειρία συμμετοχής. Κάτι τέτοιο δεν το έχουμε κάνει. Γι αυτό θα περιοριστούμε και θα εμπιστευθούμε υποθέσεις. Υποθέτουμε ότι  οι μαθητές που συμμετέχουν στο PISA, κάθε φορά, αντιμετωπίζουν  με τους δικούς τους τρόπους, που προσδιορίζονται από την ταξική τους θέση και τοποθέτηση, τις απατήσεις και τις δεσμεύσεις του πρωτοκόλλου διεξαγωγής της δοκιμασίας PISA, με όρους μιας αδιαπραγμάτευτης αυστηρότητας και έναν  μηχανιστικό φορμαλισμό του «αδιάβλητου» και της επιτήρησης. Όλες οι λεπτομέρειες που απαιτούνται ρυθμίζονται κεντρικά, από τον ΟΟΣΑ/PISA ώστε τα αποτελέσματα να προβάλλονται με υψηλό βαθμό αξιοπιστίας και συγκρισιμότητας.

Από Οδηγό Συντονιστή Σχολείου για την πιλοτική εφαρμογή PISA 2012 διαβάζουμε ενδεικτικά: «Να αφήσετε τους μαθητές να εισέλθουν(…) Να ζητήσετε(…) Να Συστηθείτε στους μαθητές. Να πείτε: Πρόκειται να λάβετε μέρος σε μια διεθνή έρευνα…» Είναι αυτή η τελετουργία του αδιάβλητου και της αυστηρότητας και η πολιτική της ακρίβειας που προσθέτει πόντους στην αξιοπιστία της συγκρισιμότητας. Είναι η ορατή αυστηρή επιτήρηση που υπογραμμίζει και αποθεώνει την ιδεολογία της ατομικής επίδοσης, του ατομικισμού, του ανταγωνισμού και της αριστείας”, σε κοινωνικό κενό.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι δοκιμασίες 2012 και 2015 έγιναν σε καθεστώς κοινωνικής εξαθλίωσης και χρεοκοπίας, κάτι για το οποίο το δοκίμιο PISA ούτε ενδιαφέρεται ούτε «μετράει». Το εξεταστικό δοκίμιο PISA προβάλλεται «αλεξίσφαιρο» στην κοινωνική οδύνη, τη φτώχεια, την  ασιτία,  την ανεργία μεγάλου τμήματος του ελληνικού λαού. Αν και η συμμετοχή των χωρών θεωρείται προαιρετική, στη βάση «συμφωνημένου» πλαισίου, η χώρα δε ζήτησε την απόσυρση από το PISA, μέχρι που να συμμαζέψει τα χρέη που χρωστάει στους πιστωτές εταίρους και να ανακάμψει. Πώς να εξηγήσουμε την επιλογή για συμμετοχή;

Από τη στιγμή που η χώρα-μέλος  δηλώνει την προαιρετική της συμμετοχή, η συμμετοχή των μαθητών είναι υποχρεωτική για την «προστασία του δείγματος» των σχολείων κάθε χώρας.  Η υποχρεωτική συμμετοχή τους δεν έχει το ίδιο νόημα με το χαρακτήρα της υποχρεωτικής εκπαίδευσης που έχουν ολοκληρώσει. Η υποχρεωτικότητα εξαναγκάζει, χωρίς εσωτερικές δεσμεύσεις  και κίνητρα. Οι δεκαπεντάχρονοι μαθητές των ελληνικών σχολείων δεν έχουν, κατά τεκμήριο,  προηγούμενη εμπειρία δοκιμασιών αυτού του τύπου.  Οι διεθνείς  «Ολυμπιάδες» Μαθηματικών, Φυσικής, Χημείας, Πληροφορικής και Ρομποτικής προσφέρονται, έτσι κι αλλιώς, για λίγους κι «εκλεκτούς». Έχουν εθελοντικό προσωπικό χαρακτήρα και είναι προσδεμένες στην ιδεολογία της «αριστείας», του βραβείου, του πρωταθλητή,  της αλαζονείας, της έπαρσης  και της υπεροψίας των «ευγενών» απέναντι στους «ταπεινούς» της μετριότητας.

Οι εισαγωγικές εξετάσεις, εξάλλου, θα έρθουν αργότερα. Δεν αποκλείεται, για πολλούς, να πρόκειται για εμπειρία «της πρώτης φοράς». Πολλοί γονείς  συμβουλεύουν  τα παιδιά τους να αποκτούν την εμπειρία από «Ολυμπιάδες», PISA ή διάφορους διαγωνισμούς με το κίνητρο της εκγύμνασης και της προετοιμασίας για άλλες πιο καίριες δοκιμασίες, όπως, π. χ,  τις εισαγωγικές εξετάσεις. Είναι βέβαιο ότι οι μαθητές που έχουν συμμετάσχει δεν έχουν «τσιμπήσει» το δόλωμα ΟΟΣΑ/ PISA  που, έτσι κι αλλιώς, δεν έχει για αυτούς το νόημα  του Γολγοθά των εισαγωγικών, ανταγωνιστικών εξετάσεων για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αποκλείεται να κάνουν  κάποια ειδική προετοιμασία στο σχολείο, στο σπίτι ή σε φροντιστήριο, όπως σε χώρες της Ασίας που πρωτεύουν. Προφανώς, τα μαθήματα που παρακολούθησαν στο εννιάχρονο σχολείο δεν είχαν συνάφεια με τις  «δεξιότητες και τις ικανότητες» που πριμοδοτεί το PISA για να προωθήσει  την καθιέρωση του ευέλικτου εργαζόμενου στην καπιταλιστική αγορά. Οι συμμαθητές τους της Φινλανδίας είχαν, πέρα από τα άλλα,  και το προνόμιο να παρακολουθούν προγράμματα ευθυγραμμισμένα στις προδιαγραφές PISA.

Δεν είναι πως για τη θέση της Ελλάδας ως μόνιμου  «ουραγού» στα αποτελέσματα του ΟΟΣΑ/PISA ευθύνονται οι μαθητές με τους τρόπους με τους οποίους συμμετέχουν στη σχετική δοκιμασία. Ουραγούς κατασκευάζουν οι  ανταγωνιστικές  συγκρίσεις και κατατάξεις. Χωρίς ουραγούς δεν επιβιώνει ο ανταγωνισμός. Η παιδεία είναι πολιτική και κοινωνική υπόθεση και όχι ψυχοτεχνική επινόηση. Πάντως, υπάρχουν ενδείξεις  ότι οι Έλληνες μαθητές, αντικειμενικά, συμμετέχουν,  χωρίς να το επιλέγουν, στη διαδικασία,  υιοθετώντας μια παθητική επιλογή  ιδιότυπης νωθρότητας, περιέργειας, αδιαφορίας και  δεν έχουν πάρει στα σοβαρά το θέμα. Άλλωστε, το PISA δεν είναι θέμα που να προκαλεί την υστερία των εισαγωγικών εξετάσεων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Προφανώς, δε μπορούμε να μιλάμε για επιλογή αντίστασης. Οι Έλληνες μαθητές, όπως και οι άλλοι, υποχρεώνονται, χωρίς επιλογή, να συμμετέχουν ως υποκείμενα-«πειραματόζωα» μιας διεθνούς ανταγωνιστικής συγκριτικής αξιολόγησης και έρευνας, που αυτόχρημα είναι πολιτικό παγκόσμιο πρόγραμμα  διακυβέρνησης για τον επαναπροσδιορισμό της εκπαίδευσης  στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά.  Οι περισσότεροι δεν έχουν, βέβαια,  επεξεργαστεί τα «πολιτικά παιγνίδια» PISA στη  διακυβέρνηση της εκπαίδευσης, σε παγκόσμια κλίμακα. Η συμμετοχή τους έχει και το συμβολισμό της: αυτοί που κατατάσσονται ως «ουραγοί» ούτε  αποχωρούν ούτε απέχουν.  Μοιάζει λίγο με τις πρακτικές  συμμετοχής τους  στα τυπικά  μαθήματα με σκοπό «να μη πάρουν απουσία». Με τον ίδιο τρόπο,  η χώρα και  οι διαδοχικές κυβερνήσεις  «δηλώνουν παρών» και «πίστη»  στις ιδρυτικές καταστατικές αρχές του οργανισμού στον οποίο ανήκουν.

Υποθέτουμε ότι οι μαθητές δέχονται πολλές πιέσεις. Το γεγονός ότι η όλη επιχείρηση συντελείται στις δομές του σχολείου τους, με τη συνδρομή εκπαιδευτικών του σχολείου, εξασφαλίζει καλύτερες προϋποθέσεις για άσκηση «παιδαγωγικού πειθαναγκασμού».  Θα ήταν, ενδεχομένως, πολύ διαφορετικά, εάν η  διεξαγωγή του προγράμματος γινόταν με άλλες συνθήκες. Αντίσταση  και άρνηση συμμετοχής στο PISA δε μπορεί να  εκδηλωθεί εύκολα σε επιλεγμένα σχολεία. Είναι υπόθεση που αφορά όλα τα σχολεία, δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια. Είναι δύσκολο ακόμη  και για τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς των επιλεγμένων σχολείων να αρνηθούν να συμμετάσχουν, καθώς η όλη υπόθεση εμπλέκει, ενδεχομένως και τους γονείς.  Είναι βέβαιο ότι οι μαθητές εκτίθενται σε εκκλήσεις ή γίνονται αποδέκτες  επιστολές που τους απευθύνονται. Αποκαλυπτικό  είναι το περιεχόμενο σχετικής  «εσωτερικής» επιστολής που αποδίδεται στο  ΙΕΠ και απευθύνεται σε μαθητές που πήραν μέρος στο PISA 2015[6]:

«Αγαπητοί μαθητές.

 Έχετε επιλεγεί να συμμετάσχετε στο Διεθνές Πρόγραμμα Αξιολόγησης Μαθητών –το Πρόγραμμα που είναι περισσότερο γνωστό ως PISA. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη εκπαιδευτική έρευνα παγκοσμίως… Σε αυτή την Έρευνα, δεν έχουν επιλεγεί να συμμετάσχουν όλοι οι μαθητές, αλλά μερικοί από αυτούς – μεταξύ των οποίων κι εσείς. Όλοι μαζί θα εκπροσωπήσετε τους χιλιάδες, συνολικά, συμμαθητές σας από όλη τη χώρα. Η συμμετοχή σας θα δώσει χρήσιμες πληροφορίες, σχετικά με το τι έχουν μάθει στο σχολείο οι μαθητές της ηλικίας σας· ενώ, σε ένα δεύτερο επίπεδο, αυτές οι πληροφορίες θα επιτρέψουν τη σύγκριση με τις άλλες συμμετέχουσες χώρες και θα δώσουν το υλικό που απαιτείται, ώστε να παρθούν αποφάσεις και αναγκαία βελτιωτικά μέτρα για το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας μας. Γι’ αυτό, λοιπόν, είναι εξαιρετικά σημαντικό να δώσετε τον καλύτερο εαυτό σας…

Τα θέματα είναι όλα παρμένα από την καθημερινή ζωή κι έτσι δε χρειάζεται να μελετήσετε κάτι. Οι απαντήσεις σας θα είναι ανώνυμες και δεν πρόκειται να επηρεάσουν σε καμία περίπτωση τους βαθμούς σας ή την όλη σχολική σας πορεία. Θα συσχετισθούν, απλώς, με τις επιδόσεις των μαθητών των άλλων χωρών, ούτως ώστε να εξαχθούν συμπεράσματα που θα αντανακλούν τις ικανότητες και δεξιότητες των μαθητών σε εθνικό επίπεδο.

Για πιθανές ερωτήσεις, απορίες, παλαιότερα θέματα ή ο τιδήποτε άλλο σχετικά με το Πρόγραμμα PISA, μπορείτε να απευθύνεστε στον Διευθυντή ή τον καθηγητή ο οποίος ο έχει οριστεί υπεύθυνος για το PISA στο σχολείο σας. Επίσης, μπορείτε να επισκεφθείτε τις ιστοσελίδες http://www.iep.edu.gr/pisa ή http://www.oecd.org/pisa».

Το PISA, το «κλέος» της αριστείας και η κρίση: εκγύμναση στην ανθεκτικότητα;

Το PISA2018 ξανάρχεται, αλεξίσφαιρο στην κρίση και στην κακουχία. Έρχεται και για μια άλλη σημαντική αποστολή: με δεδομένες τις συνθήκες κοινωνικής και οικονομικής εξαθλίωσης, έρχεται  για να μας βάλει  ασκήσεις ανθεκτικότητας μέσα στην κρίση, μιας κρίσης που θα διαρκέσει πολύ. Οι πολιτικές  χρέους, «σοκ και δέους» και «κλέους» (PISA) ανήκουν στο ίδιο εργαστήριο και στο ίδιο project: η κρίση ως ευκαιρία εγκαθίδρυσης και εμπέδωσης ενός αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού, «χωρίς έλεος». Η  κούρσα για την «αριστεία» PISA  είναι και ένα τεστ αντοχής  στην κρίση. Εάν κάνουμε πλοήγηση  στην ιστοσελίδα του ΔΝΤ τη λέξη «ανθεκτικότητα» ή «αντοχή»,  θα έχουμε πολλές αναφορές και εγγραφές (Neocleous, 2017)[7].Το ίδιο συμβαίνει και με την Παγκόσμια Τράπεζα, που εισηγείται την ανθεκτικότητα ως μέσο για να «αυξηθεί ο πλούτος των φτωχών»(σ.45). Πρόκειται κι εδώ για «νεοφιλελεύθερη ατζέντα»: ειδική μέριμνα  για μια «διαβίου εκπαίδευση»  στην ανθεκτικότητα μπροστά στην κρίση, τη φτώχεια, τη στέρηση, την ασιτία, την ανεργία, την ελαστική εργασία, τη θλίψη, τη μελαγχολία, τον ανταγωνισμό  για  την επιβίωση. Μια μορφή «εργασίας επί του εαυτού» είναι  η παθητική συμμετοχή  των μαθητών στο PISA.Γι αυτό τις εξετάσεις, πολύ συχνά,  τις μπερδεύουμε  με «Γολγοθά»,  «εφιάλτες» ή το «Μινώταυρο» για την «αριστεία».

Η θεοποίηση της «αριστείας» πάει χέρι- χέρι με τη γοητεία της αξιολόγησης.  Η  «αριστεία» προϋποθέτει την  αξιολόγηση. Η εντατική αξιολόγηση εκγυμνάζει στην ανθεκτικότητα για την «αριστεία». Ο εκπαιδευτικός «πρωταθλητισμός» των σχολικών επιδόσεων και οι «Ολυμπιάδες, όσο και η εκπαιδευτική λογοδοσία και  απολογισμός, σύμφωνα με την κυρίαρχη εκδοχή, προϋποθέτουν την ενεργοποίηση της εργαλειοθήκης της αξιολόγησης, τόσο ως εργαλείο μετρήσεων όσο και ως μοχλό επίτευξης υψηλότερων επιδόσεων με τάση προς την «αριστεία». Η αριστεία, ωστόσο, γράφει ο Ulrich Brockling (2017: 12), «είναι ένα κενό σημαίνον…(και)τα κενά σημαίνοντα είναι εκκενωμένα σημαίνοντα, που θα πει ότι πρέπει να αδειάσουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν ως τέτοια». Η διαδικασία  εκκένωσης της «αριστείας» χρειάστηκε αιώνες για να μετασχηματισθεί από «τίτλο τιμής» σε «αριστεία» τυποποιημένων αξιολογικών διαδικασιών. Η «αριστεία», μέσα από τον ανταγωνισμό και την αξιολόγηση, «ευεργετεί» με αλαζονεία, υπεροψία και έπαρση τους λίγους εκλεκτούς, εκτός  και εάν ο πληθωρισμός των αρίστων  κάνει ώστε να «πέφτει» η αξία της. Κάποια χρονική στιγμή, στις δεκαετίες του ΄80-΄90,  μπήκαν στο πεδίο οι επιχειρήσεις με το μάνατζμεντ  ποιότητας και έκαναν το In Search for Excellence, την «αριστεία», «το μάντρα της νεοφιλελεύθερης τέχνης της διακυβέρνησης…κι από τότε και στο εξής, η αριστεία βρίσκεται σε σημασιολογική εγγύτητα προς έννοιες (τεχνολογίες) όπως η συγκριτική αξιολόγηση [benchmarking], η αξιολόγηση, η συγκριτική κατάταξη [ranking] κ.λπ.» (ό.π.:17-18)[8].

Η χώρα, με επιλεγμένα  σχολεία, μαθητές, μαθήτριες και εκπαιδευτικούς, θα συμμετάσχει στο PISA 2018, για τέταρτη φορά(2009,2012,2015,2018) σε μια περίοδο   πολύ σοβαρής κρίσης και μνημονιακών πολιτικών που έχουν πλήξει δραματικά το κράτος πρόνοιας, τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών και των εργαζομένων, την  εκπαιδευτική διαδικασία, κ.α.  Οι σχεδιαστές  ΟΟΣΑ/PISA βαυκαλίζονται πως, με τις περίτεχνες  στατιστικές τους αλχημείες, μπορούν μα μας στέλνουν  δοκίμια που είναι αδιάβροχα, αλεξίσφαιρα και ουδέτερα στην κρίση. Γνωρίζουν πως χωρίς «ουραγούς» δεν νοείται εγχείρημα  ανταγωνισμού. Οι «ουραγοί» είναι χρήσιμοι για την άσκηση  συνεχούς πίεσης ώστε να ανεβαίνει η μέση τιμή των εκπαιδευτικών επιδόσεων των χωρών ΟΟΣΑ στην κούρσα μιας παγκοσμιοποιούμενης καπιταλιστικής αγοράς. Αν μπορούμε να μιλάμε για μια απροσδόκητη αρνητική  εξέλιξη στην ιστορία του ΟΟΣΑ/PISA στην Ελλάδα», αυτή έγκειται στο γεγονός ότι, όταν το 2015 είχαμε την «πρώτη φορά Αριστερά» στην κυβέρνηση, με «μαρξιστή»(σύμφωνα με διακήρυξή του) Υπουργό Παιδείας, δεν αποφασίστηκε  η αποχή της χώρας από τον ενεργό διασυρμό κατασκευής «ουραγών» στην παγκόσμια αγορά της εκπαίδευσης, σε μια περίοδο κρίσης. Η ιστορία επαναλαμβάνεται, για δεύτερη φορά με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ,  τρία χρόνια μετά, το 2018. Χωρίς κάποια επαρκή κυβερνητική εξήγηση για τη διαιώνιση της «ανελλιπούς συμμετοχής» της χώρας στο εγχείρημα του παγκόσμιου νεοφιλελεύθερου επιθεωρητή ΟΟΣΑ/PISA. Έχοντας ως δεδομένο ότι η συμμετοχή δεν είναι υποχρεωτική, η συγκεκριμένη πολιτική επιλογή συνιστά μια πολύ συντηρητική επιλογή, στα πρότυπα όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων, από το 1997 μέχρι το 2012. Αν το Grexit από την ΕΕ ήταν ένα πολύπλοκο εγχείρημα, η αποχή από τις  εξεταστικές δοκιμασίες  PISA, θα βοηθούσε, τουλάχιστον, να αποδράσουμε από  διεργασίες μιας κατασκευασμένης  πιστοποίησης στη  θέση του «ουραγού», σε μια παγκοσμιοποιούμενη καπιταλιστική αγορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών.

Ίσως, δεν είμαστε σε θέση, αυτή τη χρονική στιγμή, να εκτιμήσουμε εάν σημειώνονται κάποιες κοινωνικές διεργασίες στα  268 σχολεία ( και  στα αναπληρωματικά τους» για άρνηση και αντίσταση στη συμμετοχή στο ΟΟΣΑ/PISA 2018. Θα ήταν θνησιγενές ένα τέτοιο εγχείρημα, εάν οι σχετικές ζυμώσεις περιορίζονταν στα σχολεία του «δείγματος», χωρίς να επεκταθεί στα δημοτικά σχολεία και στα γυμνάσια της χώρας. Η υπόθεση δεν αφορά μόνο τα σχολεία, τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς  που κάθε φορά επιλέγονται να συμμετάσχουν. Η υπόθεση  ΟΟΣΑ/PISA στην Ελλάδα είναι υπόθεση που αφορά σε ολόκληρο το πλέγμα  εκπαιδευτικών πολιτικών για μια «δια βίου» ποσοτική και μετρήσιμη πιστοποίηση των εργαζομένων και των ανέργων ως «επιχειρηματιών του εαυτού». Οπότε;

[1] Μαυρογιώργος, Γ. (2015), Οίκοι Αξιολόγησης στην Εκπαίδευση και το «Αόρατο Χέρι» της Αγοράς, Οσελότος, Γιάννενα.

[2] Από δημοσιογραφικά ρεπορτάζ αναφέρονται ως μέλη της Επιτροπής, ο Πρόεδρος του ΙΕΠ, Γ. Κουζέλης και η Χρύσα Σοφιανοπούλου, η «Εθνική Διαχειρίστρια» PISA/ Ελλάδα. Όσο για το περιεχόμενο, αν και το Πόρισμα δεν έχει δημοσιοποιηθεί, φέρεται να γίνεται λόγος για τη μεγάλη ευθύνη των εκπαιδευτικών στις επιδόσεις των ελλήνων μαθητών στο PISA (Η Καθημερινή,30.11.2017). Όταν, βέβαια, στην Επιτροπή συμμετέχει «Εθνικός Διαχειριστής» που λειτουργεί ως τοποτηρητής των σχεδίων  PISA και όχι ως εκπρόσωπος της χώρας στο PISA, είναι προφανές ότι το όποιο Πόρισμα είναι χειραγωγημένο.

[3] Σε θέματα, όπως τα παραπάνω, θα αναφερθούμε διεξοδικότερα σε επόμενες αναλύσεις.

[4]http://iep.edu.gr/pisa/–pisa/pisa-2015

[5] Bolivar A.(2011) “The dissatisfaction of the Losers” sto Pereyra, M.A.,et al.(Eds.) PISA Under Examination, Sense Publishers,,s.61-74

[6] http://www.antitetradia.gr/portal/images/antitetradia/teuxh/antitetradia_109.pdf

[7] Neoleous,M.(2017) «Αντίσταση στην Ανθεκτικότητα»  στο βιβλίο  Περτσά, Γ., Ρέγκα,Σ.(επιμ.) Τέσσερις Έννοιες του Παρόντος,Twoply Books,Αθήνα, σελ.35-53

[8]   Brockling, Θ. (2017) «Από τους Άριστους στην Αριστεία» στο βιβλίο  Περτσά, Γ., Ρέγκα,Σ.(επιμ.) Τέσσερις Έννοιες του Παρόντος,Twoply Books,Αθήνα, σελ.11-19.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here