Του Γιώργου Μαυρογιώργου*
Tα τελευταία χρόνια η εκπαίδευση βρίσκεται στη δίνη μιας πρωτοφανούς καπιταλιστικής χρηματοπιστωτικής κρίσης. Σχετικά πρόσφατη έρευνα του ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ (2014)1 έχει καταγράψει τις οδυνηρές επιπτώσεις της υποχρηματοδότησης στην εκπαίδευση. Μια κρίση που, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα κρατήσει πολύ. Από αυτή την άποψη, οι καθιερωμένες, μέχρι σήμερα, εκπαιδευτικές πολιτικές απαιτούν δραστική αναθεώρηση, με προτεραιότητα τις ανάγκες που έχουν προκύψει.
Το «σύνδρομο της απόστασης» και η μηχανιστική εναρμόνιση
Μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1993), έχουν καταγραφεί συντονισμένες δράσεις στις χώρες-μέλη της ΕΕ, με τις λεγόμενες συμβουλευτικές παρεμβάσεις διεθνών οργανισμών (ΕΕ, OOΣA, PISA, UNESCO, Διεθνής Τράπεζα κ.ά.) και με τη συνδρομή ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών και προγραμμάτων που προβάλλονταν με τη μορφή επικουρικότητας, συμπλήρωσης και ενθάρρυνσης, με στόχο την ομοιοτροπία, την εναρμόνιση και τη σύγκλιση. Η ευρωπαϊκή εκπαιδευτική πολιτική αποτυπώνεται στα κείμενα των διακηρύξεων, των αποφάσεων, των διαβουλεύσεων και των οδηγιών που ανακοινώνονταν από κοινοτικά όργανα, και στα διάφορα κοινοτικά προγράμματα για την εκπαίδευση, όπως π.χ. τα Erasmus, Lingua, Comenius, Davinci κ.ά. Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι δράσεις συνοδεύονταν με τα αλλεπάλληλα επιχειρησιακά προγράμματα του ΥΠΠΕΘ [ΜΟΠ (1986-1993), Α΄ ΚΠΣ (1989-1993), Β΄ ΚΠΣ (1994-1999), Γ΄ ΚΠΣ (2000-2006), ΕΣΠΑ (2007-2013) και ΕΣΠΑ (2014-2020)], τα οποία προωθούσαν συγκεκριμένες δράσεις, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Η χρονική τους διάρκεια, οι διαρκείς διαπραγματεύσεις, οι δεσμεύσεις και οι υψηλοί προϋπολογισμοί τους αποτελούν σαφείς δείκτες μιας ευρωπαϊκής επιτήρησης στο χώρο της ελληνικής εκπαίδευσης2. Είναι αυτό που μας επιτρέπει να ισχυριστούμε ότι το σύνολο των πιο πάνω διεργασιών συγκροτούν ένα πολύχρονο δαπανηρό «Ευρωπαϊκό Εργαστήριο» εξοικείωσης, προσηλυτισμού, προσεταιρισμού, διείσδυσης και εμπέδωσης της λεγόμενης «ευρωπαϊκής διάστασης» στην εκπαίδευση.
Η χώρα μας, κάτω από τις παραπάνω προϋποθέσεις, απέκτησε εμπειρία στη μεταφορά πολλών εκπαιδευτικών μέτρων από άλλες χώρες. Αυτή η εμπειρία είχε τα χαρακτηριστικά μιας καθυστερημένης και μηχανιστικής προσκόλλησης. Σε αυτό, ίσως, συντελούσε το «σύνδρομο» της απόστασης που είχε προβληθεί σε όλη αυτή την πολύχρονη διαδρομή ένταξης της χώρας στο άρμα της λεγόμενης «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Η επίκληση της απόστασης δημιουργούσε, συχνά, δεσμεύσεις άμεσης και «επείγουσας» παρέμβασης. Αυτό συνιστά μια ιδιότυπη μορφή βίας, κατά την άσκηση της εκπαιδευτικής πολιτικής, και συγκεκριμένη μορφή άσκησης κοινωνικού ελέγχου στο πεδίο των διαπραγματεύσεων ή και των κοινωνικών διεκδικήσεων για την εκπαίδευση. Ανάλογη επίδραση άσκησε και η ανάγκη για επείγουσα αύξηση του δείκτη απορροφητικότητας και διάθεσης κοινοτικών κονδυλίων σε αμφίβολης σκοπιμότητας μέτρα! Η Ελλάδα έπρεπε να «προσαρμόζει το βηματισμό» της για «ιδιαίτερα υψηλούς ρυθμούς που απαιτούνται ώστε να καλύψουμε σε λογικό χρόνο την απόσταση» που μας χωρίζει από τις άλλες χώρες3. Αυτά είχαν επιπτώσεις στις διαδικασίες υποδοχής και πρόσληψης της ευρωπαϊκής πολιτικής. Η επιλογή της εναρμόνισης δεν συνοδεύτηκε από διεργασίες μετασχηματισμού δομών και περιεχομένου της εκπαίδευσης.
«Τι κάνουν οι άλλες χώρες»;
Δεν υπήρχε διακήρυξη που να μην υπογράμμιζε την προσήλωση στην «εναρμόνιση της παιδείας με τα ευρωπαϊκά πρότυπα». Ακόμα και η επιμήκυνση του σχολικού χρόνου γινόταν με την επίκληση της εναρμόνισης! Σε αυτό συντελούσε αποφασιστικά και το γνωστό δόγμα «Ανήκομεν εις την Δύσιν», άνευ όρων. Κάτι που έχει σφηνωθεί βαθιά στο κεφάλι μας και έχει σοβαρές αρνητικές προεκτάσεις, σήμερα, μέσα στη δίνη της κρίσης χρέους που αντιμετωπίζουμε. Εδώ κεντρική θέση είχε το ερώτημα «τι κάνουν οι άλλες χώρες», σε μια επιχειρηματολογία, σύμφωνα με την οποία, προηγμένες χώρες-εταίροι της ΕΕ έχουν δώσει πειστικές απαντήσεις στα σχετικά ζητήματα. Επομένως, θα έπρεπε να εγκαταλείψουμε την άρνηση και να πάψουμε να είμαστε η «κακή εξαίρεση». Το πραγματικό ερώτημα, βέβαια, είναι το «ποιες είναι οι πολιτικοϊδεολογικές παραδοχές και οι κοινωνικοπολιτικές επιπτώσεις που έχουν οι εισαγόμενες «καλές πρακτικές» στην εκπαίδευση και στην κοινωνία. Π.χ. η αξιολόγηση των σχολικών μονάδων και του εκπαιδευτικού εφαρμόζεται στην Αγγλία. Μόνο που αυτή αξιοποιείται ως εργαλειακή διαδικασία για να υποβαστάζει ακραιφνείς νεοφιλελεύθερες πολιτικές «επιλογής σχολείου», κουπονιών, άκρατου ανταγωνισμού, ταξινομήσεων και, εν τέλει, της όξυνσης των ταξικών διακρίσεων στην εκπαίδευση.
Υπάρχουν πολλές συγκριτικές μελέτες που κωδικοποιούν κοινά μέτρα και αλλαγές στην εκπαιδευτική πολιτική των διάφορων χωρών. Οι πολυάριθμοι τόμοι που γράφτηκαν από επίλεκτους πανεπιστημιακούς, με χρηματοδότηση(Π.Ι., ΚΕΕ,ΟΕΠΕΚ) για επιμέρους θέματα της εκπαίδευσης αφιερώνουν ειδικά κεφάλαια σε αυτό. Οι προσεγγίσεις τους είναι απλοϊκές και αποπροσανατολιστικές. Είναι αναλύσεις σε πολιτικοϊδεολογικό και κοινωνικό κενό. Αυτό συμβαίνει γιατί αποπλαισιώνουν τα εκπαιδευτικά μέτρα από τα συμφραζόμενα των ιστορικών, πολιτιστικών, κοινωνικοπολιτικών όρων και συνθηκών που προσδιορίζουν κάθε χώρα χωριστά, με αποτέλεσμα να συγκρίνουν μη συγκρινόμενα συστήματα, μέτρα, εφαρμογές και πολιτικές. Η απλή επιβεβαίωση ότι εφαρμόζεται (και πώς) κάποιο σύστημα αξιολόγησης του εκπαιδευτικού, π.χ., σε άλλες χώρες δεν προσφέρει κάτι στην ανάλυση. Ας αφήσουμε που γίνεται πολύ συχνά λόγος για «εκπαιδευτικές καινοτομίες», χωρίς να προκύπτει ο καινοτόμος χαρακτήρας τους στο μετασχηματισμό των κοινωνικών λειτουργιών της εκπαίδευσης.
Ως συμπέρασμα, καταλήγουμε στον ισχυρισμό ότι το ερώτημα «Τι κάνουν οι άλλες χώρες» εξυπηρετεί την ιδεολογική διαχείριση και νομιμοποίηση επιβολής των αντίστοιχων μέτρων.«Εντεταλμένοι ειδικοί» υιοθετούν αυτούσια μοντέλα, μεθοδολογία και πρακτικές από άλλες χώρες. Είναι η γνωστή πολιτική εισαγωγής «δάνειων προτύπων» ή και η αντιγραφή τους από διεθνείς εταιρείες παραγωγής «εκπαιδευτικών πακέτων». Μαζί με τις ετοιμοπαράδοτες συνταγές και μεθοδολογίες, όπως είναι ευνόητο, εισάγεται και η κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία που τα υποβαστάζει.
«Εργαστήριο» νεοφιλελευθερισμού
Αντί να αναφερόμαστε σε επιμέρους ζητήματα εκπαιδευτικής πολιτικής, μπορούμε να επιχειρήσουμε μια συνοπτική συγκριτική αναφορά των επιδράσεων της ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής στην ελληνική εκπαίδευση έτσι όπως αυτή μπορεί να κωδικοποιηθεί με αρχές, όρους και δείκτες ιδεολογικού προσανατολισμού. Στην περίπτωση της λεγόμενης ΕΕ, είναι εξαιρετικά παράδοξο το να είσαι εταίρος/συνεργάτης σε μια διαδικασία «ανταγωνιστικής συνεργασίας», προσβλέποντας σε μια ΕΕ που να είναι η «πιο ανταγωνιστική οικονομία» στον κόσμο. Πρόκειται για μια νεοφιλελεύθερη επινόηση του λεγόμενου «συν-ανταγωνισμού» στην ΕΕ των πλουσίων του «βορρά» και των πληβείων του «νότου».
Αν θέλαμε να σκιαγραφήσουμε τα προσδιοριστικά στοιχεία της εκπαιδευτικής πολιτικής, που ασκήθηκε στην Ελλάδα, θα υποστηρίζαμε ότι εντοπίζουμε ένα «Ευρωπαϊκό Εργαστήριο» πολιτικών, με σαφείς ενδείξεις ομοιοτροπίας και εναρμόνισης, τους οποίους δε μπορούμε να απαριθμήσουμε εδώ (από την ΑΔΙΠ/ΑΔΙΠΠΔΕ/PISA μέχρι τις δομές εκπαίδευσης, κ.ά.)4. Οι βασικοί νεοφιλελεύθεροι πολιτικοϊδεολογικοί άξονες κινούνται γύρω από την ενθάρρυνση ενός ακραίου διεθνούς ανταγωνισμού, με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, την περιστολή των δαπανών και την υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης, την αύξηση των ελέγχων, την ένταση των εξεταστικών διαδικασιών, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, την αποκέντρωση της χρηματοδότησης, την ιδιωτικοποίηση του κόστους της εκπαίδευσης, την εκχώρηση της εκπαίδευσης στην αγορά, το «μπόλιασμα καλών διεθνών πρακτικών» και, γενικώς, την προώθηση τεχνοκρατικών και διαχειριστικών προσεγγίσεων στο σχεδιασμό των εκπαιδευτικών αλλαγών.
Έχουμε, για πολλά χρόνια, εκτεθεί στις διεργασίες του ευρωπαϊκού και υπερεθνικού νεοφιλελεύθερου εργαστηρίου του άκρατου ανταγωνισμού, της εξατομίκευσης, του ατομικισμού, της απόσυρσης και της παραίτησης, της εκμετάλλευσης, της απλήρωτης εργασίας, της ανεργίας, της ευέλικτης/επισφαλούς, εργασίας, της φτώχειας, της υποβάθμισης των πολιτικών υγείας και στέγασης, της λιτότητας, του χρέους/των χρεών, των ενοχών, της κατανάλωσης, της υποταγής, της υπακοής, της ανείπωτης βίας, της καταστολής, της ποινικοποίησης των κοινωνικών δικαιωμάτων, της ιδιώτευσης, της εμπορευματοποίησης της εκπαίδευσης, της υπονόμευσης του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της μόρφωσης. Σε αυτό το «Ευρωπαϊκό Εργαστήριο» καλούμαστε, ήδη, στο πλαίσιο της στρατηγικής της «διαβίου (ισόβιας) εκπαίδευσης», να «κάνουμε την εργασία επί του εαυτού» για να είμαστε ευάλωτοι στην ακαταμάχητη γοητεία μιας νέας νεοφιλελεύθερης αφήγησης και διαθέσιμοι ώστε να αναλάβουμε εξατομικευμένες ευθύνες και αναπροσαρμογές για να «κρατηθεί στη ζωή ένας άρρωστος καπιταλισμός».5 Είναι τραγικό που η εκπλήρωση του «ευρωπαϊκού ονείρου» και της «ευρωπαϊκής διάστασης» εκφράστηκε με τον εφιάλτη, το «σοκ και το δέος», ενός μη βιώσιμου χρέους!
Κοινοτικά προγράμματα και Μνημόνια
Τα τελευταία επτά χρόνια, οι πολιτικές των επιχειρησιακών προγραμμάτων (εναρμόνιση) συνδυάζονται με τις πολιτικές που απορρέουν από την αδιάκριτη και βίαιη επιτήρηση που ασκείται από τους εγχώριους και διεθνείς δανειστές, με όχημα τα μνημόνια (συμμόρφωση). Πρόκειται για μια βίαιη κατάργηση των πολιτικών του κράτους πρόνοιας και την μετατροπή της εκπαίδευσης από δημόσιο και κοινωνικό αγαθό σε αγορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Συμμετέχουμε, πλέον, σε μια διαπραγμάτευση διαρκείας με εταίρους που από κάποια στιγμή και ύστερα γίνονται και «δανειστές-δυνάστες-εταίροι», που κερδίζουν από τους τόκους των δανείων! Έχουμε υπαχθεί ως οφειλέτες σε μια ασύμβατη «ένωση» εταίρων-δανειστών που έχουν δικαίωμα να επιβάλλουν πολιτικές.
Το δίδυμο «ΕΣΠΑ – Μνημόνια» εγγράφει συνδυαστικά την κοινοτική χρηματοδότηση αλλαγών νεοφιλελεύθερης σύλληψης (π.χ. ευέλικτη εργασία / «νομάδες» αναπληρωτές) και τις περικοπές δημόσιων δαπανών για την εκπαίδευση( συγχωνεύσεις, απολύσεις, κ.α.) από την άλλη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουμε ένταση της επιτήρησης για την επιβολή και εμπέδωση του νεοφιλελευθερισμού6. Η τρέχουσα αντίδραση, που εκδηλώνεται ενάντια στο νομοσχέδιο του ΥΠΠΕΘ για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, συνδέεται σαφέστατα με την προσπάθεια συγκεκριμένων δυνάμεων ώστε να διατηρήσουν ή και να διευρύνουν, χωρίς περιορισμούς, πρακτικές της αγοράς στις οποίες εξοικειώθηκαν στο παρελθόν με χρηματοδότηση προγραμμάτων που είχαν σαφή νεοφιλελεύθερο προσανατολισμό (μεταπτυχιακά, ΑΔΙΠ, αναβάθμιση προπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών, εξομοίωση, επιμόρφωση κ.ά.).
Η ελληνική εκπαίδευση, πλέον, για πολλά χρόνια, θα προσδιορίζεται ασφυκτικά από τη σχέση μας με το χρέος. Σε μια τέτοια περίπτωση, δεν έχει προτεραιότητα, το ερώτημα ποιες «καλές πρακτικές» μπορούμε να δανειστούμε για την εκπαίδευση από άλλες χώρες όσο ποιες είναι οι προτεραιότητες στην άσκηση εκπαιδευτικής πολιτικής για ένα σχολείο στο οποίο διδάσκουν «διαβίου χρεωμένοι δάσκαλοι σε χρεωμένους μαθητές χρεωμένων γονέων». Όσοι εργαζόμαστε για τη/στη δημόσια εκπαίδευση καλούμαστε να την υπερασπιστούμε με τα θεμελιωμένα κοινωνικά μας οράματα. Στην πραγματικότητα δεν θα έπρεπε, ίσως, να ασχολούμαστε με τίποτε άλλο, εκτός από την απαλλαγή μας από τους αυτοματισμούς και τις εσωτερικευμένες κίβδηλες υποσχέσεις που προέκυψαν από τη μακροχρόνια συλλογική μας έκθεση, στους νεοφιλελεύθερους πειραματισμούς ενός Ευρωπαϊκού Εργαστηρίου.
*Πρόκειται για κείμενο που έχει δημοσιευθεί στο HOTDOC, 10/9/2017,135, 32-35
ΠΗΓΕΣ
1ΚΑΝΕΠ/ΓΣΣΕ (2014), Η ταυτότητα της ελληνικής Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης από το 2002 έως το 2014, Αθήνα.
2Μαυρογιώργος, Γ. (1993) «Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού: Η εναρμόνιση του Πανοπτισμού», στου ιδίου, Εκπαιδευτικοί και Αξιολόγηση, Σύγχρονη Εκπαίδευση, Αθήνα, σ. 129-142.
3Κοντογιαννόπουλος Β. (1991) Παιδεία: Εκσυγχρονισμός υπό Αναστολή, Gutenberg, Αθήνα.
4Μαυρογιώργος, Γ. (2015), Οίκοι Αξιολόγησης στην Εκπαίδευση και το «Αόρατο Χέρι» της Αγοράς, Οσελότος, Γιάννενα.
5Lazzarato, M., (2014), Η Κατασκευή του Χρεωμένου Ανθρώπου, Αλεξάνδρεια, Αθήνα.
6.Μαυρογιώργος, Γ.(2014) Η Ελληνική Εκπαίδευση σε καθεστώς ευρωπαϊκής νεοφιλελεύθερης εναρμόνισης και μνημονιακής επιτήρησης, Παιδεία και Κοινωνία, Αυγή της Κυριακής, 11.05.2014.