Της Χρύσας Καραμήτρου
Ο Κάρολος Δαρβίνος, ο «αιρετικός» φυσιοδίφης, ο πρωτοπόρος επιστήμονας ήταν ο άνθρωπος που άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τον φυσικό κόσμο αλλά και την ύπαρξή μας σε αυτόν. Η πεντάχρονη ερευνητική του περιπέτεια στον κόσμο με το πλοίο «Beagle», ήταν η αρχή για να αλλάξουν οι μέχρι τότε παραδεδομένες απόψεις για την καταγωγή των ειδών και την εξέλιξή τους. Η έρευνά του ανανέωσε και διαμόρφωσε τη σύγχρονη επιστημονική σκέψη με επιστημονικά δεδομένα μακριά από δεισιδαιμονίες και αγκυλώσεις, καθώς με αυτή αποκαλύφθηκαν οι φυσικοί μηχανισμοί της εξέλιξης των ειδών. Τίποτα δεν παρέμεινε το ίδιο μετά την έκδοσή του συγγράμματός του «Η Καταγωγή των Ειδών» (1859). Το σύγγραμμα αυτό έμελλε να γίνει το σημαντικότερο εννοιολογικό επιστημονικό εργαλείο που έδωσε στην επιστήμη τα κατάλληλα εργαλεία, για να αντιπαρατεθεί αποφασιστικά με τις επικρατούσες θρησκευτικές ερμηνείες του φυσικού κόσμου.
Στις 12 Φεβρουαρίου του 1809, στο Σρούσμπερι της Αγγλίας ο Δαρβίνος ανοίγει τα μάτια του στον κόσμο. Πολύ νωρίς μένει ορφανός από τη μητέρα του. Ωστόσο, το υψηλό οικονομικό, κοινωνικό και μορφωτικό επίπεδο της οικογένειάς του, του εξασφαλίζουν ήρεμα παιδικά χρόνια, γεμάτα ερεθίσματα και κίνητρα για εξερεύνηση της φύσης και του περιβάλλοντός του. Σε ηλικία 16 ετών, ο Δαρβίνος γράφεται στο Τμήμα Ιατρικής, στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, όμως γρήγορα χάνει το ενδιαφέρον του λόγω της αποστροφής του για το αίμα. Θα παραμελήσει τις ιατρικές σπουδές του, αλλά έτσι θα βρει την ευκαιρία να ασχοληθεί με τη φυσική ιστορία, τη βιολογία και τη γεωλογία, που τραβούν το ενδιαφέρον του.
Ωστόσο, ο Δαρβίνος έπρεπε να ασκήσει κάποιο επάγγελμα και έπειτα από παραινέσεις του πατέρα του γράφεται στο Τμήμα Θεολογίας του Κέιμπριτζ, καθώς η θέση του κληρικού ήταν σίγουρο ότι θα του εξασφάλιζε κάποιο ικανοποιητικό εισόδημα, αλλά κυρίως τον πολυπόθητο χρόνο, για να ασχοληθεί με τα πραγματικά του ενδιαφέροντα, που σίγουρα δεν ήταν η θεολογία. Αυτή ήταν μια λογική επιλογή και μια καλή κίνηση καριέρας σε μια εποχή που οι περισσότεροι φυσιοδίφες στην Αγγλία ήταν κληρικοί, οι οποίοι θεωρούσαν ως μέρος των καθηκόντων τους την εξερεύνηση «των θαυμάτων της δημιουργίας του Θεού». Στο Κέιμπριτζ, άλλωστε, γνωρίστηκε με διάσημους βιολόγους και γεωλόγους της εποχής επαυξάνοντας τις γνώσεις του και συναντήθηκε με άλλους φυσιοδίφες που επίσης έβλεπαν την επιστημονική εργασία σαν θρησκευτική φυσική θεολογία. Ο αιδεσιμότατος και καθηγητής Βοτανολογίας Τζον Χένσλοου ήταν αυτός που τον επηρέασε περισσότερο από όλους.
Κατά την αποφοίτησή του από τη Θεολογική Σχολή το 1831 ο Χένσλοου τού πρότεινε μια θέση φυσιοδίφη στην ερευνητική αποστολή του πλοίου «Beagle», με κυβερνήτη του τον Ρόμπερτ Φιτζρόι. Παρά τις έντονες αντιρρήσεις του πατέρα του επιβιβάστηκε στο πλοίο και ξεκίνησε το ταξίδι του στις 27 Δεκεμβρίου του 1831. Ήταν πλήρως οργανωμένος με συσκευές κατάλληλες για τη συλλογή, μελέτη και αποστολή στην Αγγλία όλων των ειδών που θα συνέλεγε.
Στη διάρκεια του ταξιδιού, ο Δαρβίνος μελέτησε ζώα που δεν είχε συναντήσει κανείς ποτέ πριν από εκείνον, ήρθε σε επαφή με άγνωστους πολιτισμούς και ιθαγενείς και ακούραστα συνέλεξε απολιθώματα, φυσικά δείγματα και κάθε είδους γεωλογικά υλικά. Η έρευνα στο πεδίο και η επιτόπια παρατήρηση τού έδωσε την ευκαιρία να ελέγξει πρακτικά όλες τις γνωστές θεωρίες της εποχής στον τομέα της Ζωολογίας, της Φυτολογίας και της Γεωλογίας. Το φυσικό πλαίσιο και σκηνικό του Ειρηνικού Ωκεανού, των νησιών Γκαλαμπάγκος και της Λατινικής Αμερικής ήταν τα πεδία όπου θα ξεκινούσε να συνθέτει τη θεωρία του.
Το ταξίδι ήταν καθοριστικό για τη σύλληψη της επαναστατικής του θεωρίας, ωστόσο από την άλλη είχε για τον ίδιο μεγάλο προσωπικό κόστος, καθώς η υγεία του κλονίστηκε ανεπανόρθωτα από την ταλαιπωρία και τις αρρώστιες. Στο πλοίο υπέφερε διαρκώς από ναυτία. Το 1833, ενώ βρισκόταν στην Αργεντινή, αρρώστησε βαριά με πυρετό. Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να υποφέρει επανειλημμένα στην Αγγλία από το 1837 και μετά από κρίσεις στομαχόπονου, εμετών, ρίγους, ταχυπαλμιών και συχνών πυρετών, που τον έριχναν σχεδόν κατάκοιτο στο κρεβάτι. Οι εικασίες για τα αίτια της ασθένειάς του ήταν πολλές: ασθένειες που κόλλησε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του από τσιμπήματα εντόμων, αλλά και διάφορα ψυχοσωματικά προβλήματα που αντιμετώπιζε. Οι προσπάθειες για θεραπεία δεν είχαν αποτέλεσμα. Τα συμπτώματα αυτά εκδηλώνονταν συχνότερα και με μεγάλη ένταση σε περιόδους και εποχές άγχους, που το προκαλούσαν οι διαμάχες σχετικά με τη θεωρία του και οι επιθέσεις που δεχόταν.
Το 1838 κάνει πρόταση γάμου στην εξαδέλφη του Έμμα Γουέτζγουντ, αφού πρώτα την ενημερώνει σχετικά με τις επιστημονικές του ιδέες. Η Έμμα δέχτηκε, εκφράζοντας ωστόσο την ανησυχία της για την παρέκκλισή του σε θέματα πίστης, που μπορούσαν, όπως θεωρούσε εκείνη, να θέσουν σε κίνδυνο τη συνάντησή τους στη μεταθανάτια ζωή! Απέκτησαν μαζί 10 παιδιά εκ των οποίων τα 3 πέθαναν σε μικρή ηλικία.
Από το 1844, στο σπίτι όπου έμενε, στο Ντόουν, άρχισε τη μελέτη του υλικού του και ξεκίνησε τη μακρόχρονη συγγραφή του βιβλίου του με τίτλο «Φυσική Επιλογή», όπου διατύπωνε τις παρατηρήσεις του και τη θεωρία του. Ο Δαρβίνος δούλευε συστηματικά, έδινε διαλέξεις και συνέχιζε τις έρευνές του. Το «πρόβλημα των ειδών» τον απασχολούσε βασανιστικά. Ήταν πεισμένος πως τα διάφορα είδη ξεκινούσαν από μια αρχική ποικιλία και μπορούσαν να μεταλλαχθούν σε μια άλλη. Αλλά δεν ήξερε ακόμη με ποιον τρόπο γινόταν αυτό. Διάβαζε ασταμάτητα Φιλοσοφία, Γεωλογία και Φυσική Ιστορία. Μελετούσε δείγματα και εκθέματα σε ζωολογικούς κήπους και μουσεία. Παρακολουθούσε τη δουλειά των εκτροφέων ζώων και των καλλιεργητών φυτών. Αλληλογραφούσε παράλληλα με συναδέλφους του από όλο τον κόσμο -Βραζιλία, Ινδία, Κίνα, Αμερική, Νέα Ζηλανδία. Τους περιέγραφε τις ιδέες του και αντάλλασσε μαζί τους εμπειρία, πληροφορίες και υλικό. Συμβουλευόταν ταυτόχρονα από διπλωμάτες και αξιωματικούς του στρατού μέχρι παγιδευτές, κυνηγούς γούνας και φύλακες των ζωολογικών κήπων που επισκεπτόταν. Δημοσίευσε το «Ημερολόγιο» από το ταξίδι του αλλά και μια σειρά από άρθρα που του έφεραν φήμη και τον έκαναν διάσημο νομιμοποιώντας τον πλέον ως διακεκριμένο βιολόγο και γεωλόγο στην επιστημονική κοινότητα.
Παρ’ όλα αυτά δίσταζε να δημοσιεύσει την έρευνά του, καθώς ερχόταν σε αντίθεση με το θρησκευτικό αλλά και το επιστημονικό κατεστημένο. Γνώριζε πολύ καλά ότι οι φυσιοδίφες και κληρικοί φίλοι του θεωρούσαν τις ιδέες περί μετάλλαξης των ειδών αιρετικές και υπονομευτικές της υπερφυσικής εξήγησης για την τάξη στον κόσμο. Επιπλέον, του προκαλούσε ανησυχία η ενδεχόμενη ταύτιση των επαναστατικών για την εποχή ιδεών του και η σύνδεσή τους με τη γενικότερη επίθεση που δεχόταν εκείνα τα χρόνια η θέση της Εκκλησίας της Αγγλίας από ριζοσπάστες, διαφωνούντες και άθεους. Προσπαθούσε λοιπόν να συγκεντρώσει κι άλλα στοιχεία για την εξέλιξη των ειδών, που θα ενίσχυαν τη θεωρητική του προσέγγιση και θα τον βοηθούσαν να αντιμετωπίσει μελλοντικά τις έντονες αντιδράσεις. Το αποτέλεσμα ήταν να δουλεύει τη θεωρία του για την εξέλιξη «κρυφά» τουλάχιστον για 15 χρόνια, χωρίς να προχωρά στην τελική δημοσιοποίησή της.
Όταν όμως έφτασε στα χέρια του μια επιστολή με παρόμοια διατύπωση της θεωρίας της εξέλιξης των ειδών και της φυσικής επιλογής από τον νεαρό βιολόγο Άλφρεντ Γουάλας, με τον οποίο αλληλογραφούσε, έσπευσε τελικά να δημοσιεύσει την εργασία του. Ήταν το θέμα της πρωτιάς που τον κινητοποίησε και αποφάσισε ότι ήταν η ώρα να φανερώσει τη θεωρία που μέχρι τότε κρατούσε μυστική από τον φόβο των αντιδράσεων που θα προκαλούσε. Έτσι έγραψε αμέσως ένα μικρότερης έκτασης βιβλίο το οποίο ονόμασε «Περί της Καταγωγής των Ειδών» και το οποίο εκδόθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1859.
Η «Καταγωγή των ειδών» ήταν η απάντηση στα νέα ερωτήματα που αντιμετώπισε μετά από την πενταετή επαφή του με δείγματα από όλο τον κόσμο. Η αντίληψη που επικρατούσε μέχρι τότε στον κύκλο των βιολόγων ήταν ότι τα είδη είτε προέρχονταν από τις απαρχές του κόσμου ίδια και απαράλαχτα, είτε δημιουργήθηκαν σε κάποιο στάδιο της φυσικής ιστορίας του κόσμου. Είτε έτσι είτε αλλιώς τα είδη παρέμεναν αναλλοίωτα στον χρόνο με μικρές και ανάξιες λόγου διαφορές. Αντίθετα, ο Δαρβίνος παρατηρώντας ομοιότητες μεταξύ των ειδών αλλά και διακυμάνσεις μέσα στην ίδια οικογένεια κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα είδη αυτά προκύπτουν από κοινούς προγόνους. Στην εποχή του υπήρχαν ήδη μελέτες σχετικά με την εξέλιξη, σύμφωνα με τις οποίες όμως οι γενιές των φυτών και των ζώων εξελίσσονταν σε ανερχόμενη κλίμακα με τάση προς την τελειοποίησή τους. Ο Δαρβίνος δεν αποδεχόταν αυτή την «μονοσήμαντη εξέλιξη» και διατύπωσε την «διακλαδιζόμενη εξέλιξη», κατά την οποία κάποια είδη αποκλίνουν από κάποιον κοινό πρόγονο και ακολουθούν χωρίς όρια άλλους δρόμους.
Αυτή η αρχή της «διακλαδιζόμενης εξέλιξης» οδήγησε τον Δαρβίνο στη διατύπωση της θεωρίας της Φυσικής Επιλογής. Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία το περιβάλλον επιλέγει τους οργανισμούς που προσαρμόζονται καλύτερα σε δεδομένες συνθήκες. Εάν οι περιβαλλοντικές συνθήκες αλλάξουν, θα κυριαρχήσουν εκείνα τα είδη που θα είναι καλύτερα προσαρμοσμένα σε αυτές. Έτσι, ένας οργανισμός θα ακολουθήσει διαφορετικό δρόμο από τον πρόγονό του, προσπαθώντας να αλλάξει τις ιδιότητές του ούτως ώστε να κατορθώσει να επιβιώσει στις νέες συνθήκες.
Η επιλογή της φύσης αποτέλεσε τη βάση της «Θεωρίας της Εξέλιξης». Η μελέτη των σπίνων στα νησιά Γκαλάπαγκος ήταν καθοριστική για τη θεμελίωση της Θεωρίας της Εξέλιξης. Οι σπίνοι ήταν ιδανική περίπτωση μελέτης, καθώς τα πουλιά αυτά πολλαπλασιάζονται γρήγορα, ζουν απομονωμένα σε διαφορετικά νησιά και σπάνια μεταναστεύουν. Ο Δαρβίνος ταξιδεύοντας με το «Beagle» από νησί σε νησί παρατήρησε ότι, ανάλογα με το είδος των σπόρων και των εντόμων που υπήρχαν σε κάθε νησί το ράμφος των σπίνων είχε και αυτό αντίστοιχα διαφορετική μορφή, κατάλληλο για τις ιδιαίτερες περιβαλλοντικές συνθήκες του κάθε νησιού. Ο Δαρβίνος συμπέρανε ότι οι σπίνοι προσαρμόστηκαν στις διαφορετικές συνθήκες κάθε νησιού και θεμελίωσε έτσι τη Θεωρία της Εξέλιξης, η οποία βασίζεται στη δύναμη της φυσικής επιλογής που διασφαλίζει ως διεργασία την ύπαρξη ευνοϊκότερων χαρακτηριστικών στις επόμενες γενεές με στόχο την επιβίωσή τους.
Η «Φυσική Επιλογή» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1875. Η θεωρία του δεν έγινε εξαρχής δεκτή, και αργότερα όχι χωρίς σφοδρές αντιδράσεις, τόσο από την επιστημονική κοινότητα όσο και από τον κόσμο της εκκλησίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Δαρβίνος κάνοντας μια κίνηση τακτικής «παρέλειψε» να αναφερθεί στο σύγγραμμά του στο θέμα της εξέλιξης του ανθρώπου, για να γλιτώσει τις εξαιρετικά έντονες και γενικευμένες δημόσιες αντιδράσεις! Παρ’ όλα αυτά σύντομα βρέθηκε αντιμέτωπος με σφοδρές κατηγορίες ότι δηλαδή θεωρούσε τον άνθρωπο απόγονο του πιθήκου! Η κλονισμένη του υγεία δεν του επέτρεπε να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά με τους θεωρητικούς του αντιπάλους. Ευτυχώς για εκείνον μια ομάδα επιστημόνων ανέλαβε την υπεράσπισή του, καθώς το βιβλίο του προκάλεσε τεράστια αναταραχή. Ο ίδιος στον απόηχο ή μακριά από αυτές τις αντιπαραθέσεις συνέχισε να εργάζεται πάνω στην εξέλιξη των ειδών, δημοσιεύοντας αναρίθμητες μελέτες, σχετικές ακόμη και με την ανθρώπινη φύση.
Ο Κάρολος Δαρβίνος προερχόταν από ένα προοδευτικό και αντικομφορμιστικό περιβάλλον. Ωστόσο, δεν ήταν άθεος και αρχικά δεν αμφισβητούσε την «αλήθεια» της Βίβλου. Φοίτησε σε θρησκευτικό σχολείο, σπούδασε Θεολογία σκεπτόμενος να γίνει κληρικός και πίστευε στο τελεολογικό επιχείρημα σχετικά με το σχέδιο στη φύση που αποδείκνυε την ύπαρξη του θεού. Στην αρχή του ταξιδιού του με το «Beagle» είχε ακόμη αρκετά ορθόδοξες αντιλήψεις και συχνά παρέθετε αποσπάσματα από τη Βίβλο, αν και σταδιακά η πίστη του εξασθένιζε. Τα πιστεύω του άρχισαν να αλλάζουν κατά τη διάρκεια του πενταετούς ταξιδιού του, καθώς παρατηρούσε με ανοιχτό πνεύμα τον κόσμο γύρω του. Επιπλέον, χάρη στις παρατηρήσεις του και τις ερευνητικές του υποθέσεις είχε αρχίσει σαφώς πολύ σύντομα να βλέπει την ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης ως αναξιόπιστη και ψευδή. Η πίστη του συνέχισε να εξασθενεί με την πάροδο του χρόνου, καθώς ρίζωνε όλο και πιο σταθερά μέσα του η επιστημονική αντιμετώπιση του κόσμου. Λόγω του θανάτου της κόρης του Άννι το 1851, ο Δαρβίνος έχασε τελικά κάθε πίστη στον χριστιανισμό. Ωστόσο, σύμφωνα με δικές του δηλώσεις και παραδοχές παρέμεινε αγνωστικιστής μέχρι το τέλος της ζωής του. Έπειτα από μια ζωή αφιερωμένη στην επιστήμη αλλά και στην έρευνα, που θα άλλαζε ριζικά τις νεότερες και σύγχρονες αντιλήψεις για τον φυσικό κόσμο, ο Κάρολος Δαρβίνος πέθανε στις 19 Απριλίου 1882.
Η αποκάλυψη της δομής του DNA ήρθε πολλά χρόνια μετά στον επόμενο αιώνα να επιβεβαιώσει τη θεωρία του. Με τα νέα επιστημονικά δεδομένα γνωρίζουμε πια ότι οι αλλαγές στις ιδιότητες ενός οργανισμού, προέρχονται από τυχαίες μεταβολές στο DNA (μεταλλάξεις), οι οποίες μπορεί να είναι μικρές ή μεγάλες και αποτελούν την μόνιμη πηγή της διαφοροποίησής του. Ωστόσο, οι αντιδράσεις δεν κόπασαν ποτέ με τους οπαδούς της θεωρίας του «ευφυούς σχεδιασμού» να κρατούν ακόμη τα λάβαρα της «πνευματοκρατίας» με δόσεις (ψευδο)επιστημοσύνης, που θέλει τον θεό γεννήτορα των πάντων.
Κι έτσι ο Δαρβίνος «δικάζεται» ξανά και ξανά, ακόμη και σε εποχές σαν τη δική μας, που η επιστήμη αναπτύσσεται ραγδαία και ταχύτατα. Είναι πραγματικά άξιο απορίας, γιατί δεν παύουν να κυριαρχούν ακόμη και σήμερα σε επίπεδο «κοινής συνείδησης» θρησκευτικές, μυστικιστικές και ανορθολογικές δοξασίες. Η απάντηση είναι ότι η επιστήμη από μόνη της δεν διαλύει τα σκοτάδια. Τα σκοτάδια διαλύονται, όταν η επιστήμη φωλιάζει στα μυαλά των ανθρώπων και τους ωθεί να αλλάξουν ριζικά και προς όφελός τους την αλλοτριωμένη εικόνα του αλλοτριωμένου κόσμου τους…