Εκτύπωση

του Γιώργου Καλημερίδη

Το ζήσαμε και αυτό στην Ελλάδα των Μνημονίων, της βαθύτατης καπιταλιστικής κρίσης και της ακροδεξιάς εθνικιστικής έξαρσης. Ο πιο γνωστός αριστερός συνθέτης, με το τεράστιο ιστορικό βάρος του και την πλατιά απήχηση που έχει να ξεπλένει τους δολοφόνους της ναζιστικής συμμορίας. Η γενιά της αντίστασης  υποκλίνεται τελικά στους πολιτικούς επιγόνους του ταγματασφαλιτισμού; Όχι ! Δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα.

Η Αριστερά του συνθέτη έχει χρεοκοπήσει πολιτικά εδώ και δεκαετίες, με το περιβόητο Καραμανλής ή τανκς, με τη συμμετοχή στην κυβέρνηση Μητσοτάκη και την προάσπιση της λεγόμενης εθνικής ενότητας . Σήμερα απλά, ο συγκεκριμένος εκφυλισμός γίνεται ζόμπι που βυσσοδομεί με κυνισμό, πάνω σε όλα τα θύματα του φασισμού, στο χθες και στο σήμερα.  Δεν ισχυρίζομαι ότι η συνεργασία με μια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση ή η αποδοχή των αστικών μύθων περί εθνικής ενότητας οδηγεί απαραίτητα στην αγκαλιά του φασισμού, αλλά η εξαΰλωση του ταξικού κριτηρίου δημιουργεί εν δυνάμει αυτές τις προϋποθέσεις. Όταν το εθνικό διαγράφει το ταξικό, όλα γίνονται πολύ μα πολύ ρευστά. Στο πρόσωπο του συνθέτη χρεοκοπεί μια συγκεκριμένη πολιτική αντίληψη, ηγεμονική στην Αριστερά για δεκαετίες που σήμερα παράγει τερατογενέσεις.

Δεν με βρίσκει σύμφωνο μια προσέγγιση που λέει ότι το έργο δεν αναιρείται, ούτε από τον δημιουργό του, έστω και αν ο τελευταίος λειτουργεί σαν υπονομευτής του εαυτού του. Είναι μια προσέγγιση, αν και κατά βάση σωστή, ωστόσο υπερβολικά ιδεαλιστική, γιατί δεν απαντά σε κάτι πολύ σημαντικότερο: στο ερώτημα ποιες ήταν οι πραγματικές κοινωνικές, ιστορικές και πολιτικές προϋποθέσεις αυτού του έργου. Και δεν ήταν το ταλέντο του δημιουργού μόνο. Αλλιώς θα είχαμε πολλούς ταλαντούχους συνθέτες και σήμερα. Ήταν η ανώνυμη λαϊκή μάζα, οι απλοί άνθρωποι από τις προσφυγικές παραγκουπόλεις των αστικών κέντρων που για πρώτη φορά στη νεοελληνική ιστορία πάλεψαν αυτόνομα για τα δίκια τους και τα οράματά τους. Αυτή, η ανώνυμη λαϊκή μάζα,  ήταν η κινητήρια δύναμη κι αυτή διαμόρφωσε τη μουσική και την ποίηση της πάλης για μια άλλη Ελλάδα. Δεν αναιρούμε την προσωπική συμβολή κανενός, στο όνομα κάποιου ιστορικού ντετερμινισμού, κάθε άλλο μάλιστα, αλλά δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι μια συνολική ιστορική εποχή με μεγάλο ανθρώπινο πόνο που ενέπνευσε εκατομμύρια ανθρώπων είναι ιδιοκτησία κάποιων φωτισμένων προσώπων και μόνο, οι οποίοι επιθυμούν να την διαχειριστούν στο σήμερα κατά το δοκούν . Τα φώτα πάνω τους είχαν  αξία, στο βαθμό που το έργο τους συνδεόταν άμεσα με τη συλλογική πάλη για το μεροκάματο, για τη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία.

Στο βαθμό που το σπουδαίο αυτό καλλιτεχνικό έργο διαχωριστεί από την κοινωνική του προϋπόθεση γίνεται σαν τις κονκάρδες του Τσε σε μπλουζάκια πρωτοετών φοιτητών σε αμερικάνικο ιδιωτικό πανεπιστήμιο και ο ίδιος ο δημιουργός μικραίνει ό,τι και αν ο ίδιος πιστεύει για τον εαυτό του.  Γίνεται ασήμαντος μπροστά στο ίδιο του το έργο και μικρή σημασία έχει να ασχοληθεί κανείς μαζί του. Το ρίγος που νιώθουμε όταν ακούμε τη Ρωμιοσύνη, τον Δρόμο του Μάνου ή τον αναστεναγμό του Στέλιου δεν είναι τίποτα άλλο παρά η καλλιτεχνική συμπύκνωση πολλών συλλογικών αγώνων, ματαιώσεων, μεγάλων προσδοκιών και ιστορικών υποχωρήσεων.

Ας ξεκαθαρίσουμε, επομένως,  τους λογαριασμούς μας με αυτό το παρελθόν! Ισχύει όσο ποτέ  άλλοτε ο αφορισμός του Μαρξ «ας αφήσουμε τους πεθαμένους να θάψουν τους νεκρούς τους». Η Αριστερά έρχεται από το μέλλον, καμιά μελαγχολία επομένως . Μια πικρή μόνο γεύση και μια βαθιά ανησυχία για το πού πάμε και για την επίμονη προσπάθεια τυμβωρυχίας ενός ιδανικού . Κρίμα  πράγματι, αλλά εμείς που θέλουμε να ερχόμαστε ως Αριστερά από το μέλλον, ας λήξουμε, με κριτικό πνεύμα και όχι φτηνούς αφορισμούς τις σχέσεις μας με το παρελθόν.  Δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε από αυτό.  Η ιστορία των από κάτω δεν ακυρώνεται ποτέ , δεν ήταν τα προβεβλημένα πρόσωπα, τα μεγάλα καλλιτεχνικά έργα, αλλά η άγνωστη, ταπεινή, λαϊκή μάζα που δημιουργούσε και αναδείκνυε τα πρόσωπα και τις μεγάλες καλλιτεχνικές δημιουργίες, αυτή είναι ο μεγάλος πρωταγωνιστής των ηρωικών δεκαετιών του δραματικού 20ού αιώνα που μελοποίησε ο συνθέτης. Ο Μαλτέζος, ο Λαζαρίδης, η Αποστόλου, ο Σουκατζίδης, ο Βελδεμίρης, ο Χαλκίδης, η Βασιλακοπούλου, πρόσωπα ξεχασμένα από την ιστορία, απλοί, καθημερινοί άνθρωποι ωστόσο.  Αυτοί / ες μαζί με εκατομμύρια άλλους ανώνυμους/ες, σε πολύ μικρούς αλλά και πολύ μεγάλους αγώνες έχτισαν τον μύθο της Αριστεράς.  Αυτοί/ες υπηρέτησαν με ανιδιοτέλεια τον κόσμο του αγώνα και της εργασίας.  Σε αυτούς/ες άνηκε και ανήκει η Ρωμιοσύνη ! Μπορεί να πέρασαν στη λήθη  για τους πολλούς, διατηρούν όμως αναμμένη τη φωτιά για το αύριο.  Όσα Μνημόνια και αν ψηφίσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, όσους τεμενάδες και αν κάνει ο συνθέτης στον ναζισμό, αυτή η ιστορική παρακαταθήκη δεν αλλάζει, δεν παραχαράσσεται.  Θα παραμένει επίμονη, έτοιμη  να συναντηθεί με  την οργή του μέλλοντος, με τον ελαστικά εργαζόμενο, με τον μετανάστη και τον πρόσφυγα.

 Σε κάθε περίπτωση και αυτό είναι το πιο  σημαντικό, το μέλλον δεν είναι προκαθορισμένο. Ό,τιδήποτε χθες φάνταζε ιερό, αύριο μπορεί να είναι απλά ασήμαντο. Αυτό ισχύει και για τις παραδόσεις και για την ποίησή μας. Δεν πετάμε τίποτα πρωτοπόρο από το χθες, όπως θα ήθελαν οι μεταμοντέρνοι υπερασπιστές της ιστορικής λήθης. Όμως δεν θα κρατήσουμε αγιαστούρες ηρώων που διαμόρφωσε με την πάλη του το λαϊκό κίνημα, όπως θα ήθελαν όσοι επιθυμούν μια Αριστερά στο εικοναστάσι της ιστορίας χωρίς παρόν και μέλλον. Όπως θα μας έλεγε ο Χικμέτ  «τα καλύτερα τραγούδια δεν γράφτηκαν ακόμα» και ως προς αυτό θα παραμείνουμε απόλυτα ασεβείς..

2 ΣΧΟΛΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here