Εκτύπωση

Της Βάσως Κορδαλή

(Το άρθρο αυτό αποτελεί το απαύγασμα μύχιων και εκφρασμένων προβληματισμών μου πολλών χρόνων πάνω στο θέμα της παιδαγωγικής επάρκειας. Γράφτηκε με αφορμή το κείμενο της Απόφασης της Συνέλευσης του Συλλόγου Αδιόριστων Εκπαιδευτικών Θεσσαλονίκης που διεξήχθη στις 22/10/2017 αλλά και ανακοινώσεις ΕΛΜΕ που αναφέρονται κατά κόρον στον όρο “καθηγητικές” σχολές. Θα ήθελα να δοθούν ορισμένες επεξηγηματικές διευκρινίσεις πάνω στην ιστορικότητα και την ταξικότητά του με την ελπίδα να ανοίξει ένας σοβαρός διάλογος επί αυτού.)

Ο όρος “καθηγητικές” σχολές είναι ελλιπής και παραπλανητικός και αυτό διότι δεν συμπεριλαμβάνονται σε αυτόν όλοι οι εκπαιδευτικοί, όπως θα δειχθεί παρακάτω. Η αναφορά στους εκπαιδευτικούς μόνο των λεγόμενων “καθηγητικών” σχολών διαστρεβλώνει την πραγματικότητα. Αλήθεια ποιος ορίζει τι είναι ‘καθηγητική΄ σχολή και τι δεν είναι; Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι εδώ ανήκουν σχολές των οποίων οι απόφοιτοι έχει καθιερωθεί διαχρονικά να προσλαμβάνονται στη δημόσια εκπαίδευση, όπως φιλόλογοι, μαθηματικοί, χημικοί, κ.ο.κ.. Όμως στην εκπαίδευση διδάσκονται μαθήματα που εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να διδάξουν οι ανωτέρω, όπως για παράδειγμα Κοινωνιολογία, Πολιτική Παιδεία, κ.α.. Αυτό είναι δυνατό να γίνει μόνο με ανάθεση. ΄Ενας άλλος θα μπορούσε να προσθέσει ότι η “καθηγητική” σχολή παρέχει εκτός των άλλων και γνώσεις διδακτικής των επιστημών και παιδαγωγικών. Και έτσι όμως δεν οριοθετείται με σαφήνεια η έννοια του όρου “καθηγητική” σχολή. Διότι ο διαφορετικός νομοθετικός καθορισμός της έννοιας σε κάθε χρονική περίοδο συσκοτίζει ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Συγκεκριμένα, ενδεικτικά αναφέρεται ότι οι απόφοιτοι Κοινωνιολογίας ενώ με το νόμο 1566/1985 μπορούν να διορίζονται και χωρίς το πτυχίο της Σ.Ε.Λ.Ε.Τ.Ε. με τον μεταγενέστερο 3194/2003(άρθρο 8, παρ. 2) αποκλείονται χωρίς πτυχίο παιδαγωγικής κατάρτισης. Επίσης, οι πτυχιούχοι Νομικών-Πολιτικών Επιστημών στο διαγωνισμό του 2008-09 είχαν τη δυνατότητα να συμμετέχουν και χωρίς πτυχίο παιδαγωγικής και διδακτικής επάρκειας αλλά για το διορισμό προτάσσονταν οι έχοντες τέτοιο πτυχίο ανεξαρτήτως εάν οι πρώτοι έπαιρναν υψηλότερη βαθμολογία. Εξαίρεση στον κανόνα αποτελούσαν οι πολύτεκνοι προφανώς για να δείξουν οι κυβερνώντες την “κοινωνική τους ευαισθησία”. ΄Ετσι όμως διευρύνεται το χάσμα των κοινωνικών ανισοτήτων και η μία κοινωνική κατηγορία αντιμετωπίζει μυωπικά την άλλη τη στιγμή που είναι αναγκαία η μεταξύ τους αλληλεγγύη.     

Η ασαφής οριοθεσία των λεγόμενων “καθηγητικών” σχολών τονίζεται και στο Πόρισμα ενός κρατικού θεσμού, του Συνηγόρου του Πολίτη, το οποίο δημοσίευσε τον Οκτώβριο του 2008 με θέμα: «Το κριτήριο της παιδαγωγικής επάρκειας στις προσλήψεις εκπαιδευτικών». Παραθέτουμε δύο αποσπάσματα που επεξηγούν εύλογα τους ανωτέρω προβληματισμούς.

«…Το κριτήριο της παιδαγωγικής επάρκειας είναι ασαφές ως τυπικό προσόν διορισμού. Το κριτήριο αυτό καθαυτό αλλά κυρίως οι τρόποι απόδειξης της παιδαγωγικής επάρκειας χαρακτηρίζονται από άναρχη αποσπασματικότητα, αντιφάσεις και πολυπλοκότητα ως αποτέλεσμα αλλεπάλληλων ρυθμίσεων και αλλαγών χωρίς να γίνονται οι απαραίτητες προσαρμογές και εκκαθαρίσεις των προϊσχυουσών ρυθμίσεων. Ο Συνήγορος του Πολίτη συμπεραίνει ότι το ΥΠΕΠΘ δεν έχει τηρήσει αυστηρή και σταθερή στάση όσον αφορά το πιστοποιητικό παιδαγωγικής επάρκειας ενώ δεν είναι σαφές αν τελικά πρέπει οι υποψήφιοι εκπαιδευτικοί να το έχουν. ΄Ετσι, αν και γενικώς θεωρείται απαραίτητο προσόν διορισμού και πρόσληψης, η έλλειψή του δεν αποτελεί κώλυμα, εφόσον εν απουσία των εχόντων το πιστοποητικό αυτό διορίζονται και προσλαμβάνονται οι μη έχοντες αυτό, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις δεν ζητείται καθόλου…»    

«…Σύμφωνα με τις διατάξεις των Ν. 1566/1985, 3194/2003, 3404/2005 και 3687/2008 για το διορισμό των αποφοίτων συγκεκριμένων πανεπιστημιακών τμημάτων δεν απαιτείται η κατοχή πιστοποιητικού παιδαγωγικής επάρκειας. Τα Τμήματα αυτά χαρακτηρίζονται ως “καθηγητικές σχολές”, ορισμός ως ένα σημείο αυθαίρετος δεδομένου ότι κανένας από τους προαναφερθέντες νόμους δεν θέτει συγκεκριμένα κριτήρια βάσει των οποίων χαρακτηρίζονται οι σχολές αυτές ως “καθηγητικές”. Επομένως καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι έγκειται στην εκάστοτε πολιτική βούληση ο χαρακτηρισμός σχολών ως “καθηγητικών”. Επιπλέον, τα πτυχία των σχολών αυτών πρέπει να είναι ενταγμένα σε κλάδους εκπαιδευτικών…».

Και δεν είναι μόνο η εκάστοτε πολιτική βούληση. Από την προσωπική εμπειρία που είχα διαπίστωσα και τις (προφανείς ή αφανείς) εξυπηρετήσεις φίλων πολιτικών προσώπων. Συγκεκριμένα, τα μόρια που έπρεπε να συγκεντρώσεις για να εισαχθείς στην τότε Σ.Ε.Λ.Ε.Τ.Ε.(νυν Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε) σε οδηγούσαν σε ένα κυνήγι μεταπτυχιακών τίτλων και σε ένα παράδοξο διδακτικής εμπειρίας(σε σχολείο και όχι σε φροντιστήριο) που για να την αποκτήσεις απαιτούνταν πτυχίο παιδαγωγικής επάρκειας, διότι κατά κανόνα αυτοί οι υποψήφιοι προτιμούνταν να εργαστούν ως αναπληρωτές. Αλλά υπήρχαν και εξαιρέσεις στο ανωτέρω σύστημα. ‘Ετσι, επί θητείας του Γεωργίου Παπανδρέου στο υπουργείο Παιδείας δόθηκε ώθηση στα “δικά τους παιδιά” προκειμένου να αποκτήσουν παιδαγωγική επάρκεια. μέσω της επαγγελματικής εμπειρίας. Ειδικότερα, όσοι εργάζονταν εκείνη την περίοδο στη Σ.Ε.Λ.Ε.Τ.Ε. ή στο υπουργείο Παιδείας εισέρχονταν στη Σ.Ε.Λ.Ε.Τ.Ε. χωρίς μόρια.    

Σημειώνεται ότι εδώ και χρόνια η πλειοψηφία των πτυχίων Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι. είναι ενταγμένη σε κλάδους εκπαιδευτικών λόγω της ποικιλομορφίας των μαθημάτων στη γενική και τεχνική-επαγγελματική εκπαίδευση. Επομένως και με βάση το παραπάνω κριτήριο δεν μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ “καθηγητικών” και “μη καθηγητικών” σχολών.

Εξάλλου, αμιγώς και a priori “καθηγητικές” σχολές δεν μπορεί να υπάρχουν εκ των πραγμάτων, αφού οι απόφοιτοι όλων των σχολών έχουν τη δυνατότητα να εργαστούν οπουδήποτε και όχι μόνο στην εκπαίδευση, εάν βεβαίως παραβλέψουμε τα εμπόδια που τίθενται μέσω της εισαγωγής και καθιέρωσης των ελαστικών σχέσεων εργασίας.

Η υιοθέτηση του όρου “καθηγητικές” σχολές δίνει περαιτέρω ερέθισμα και αιτιολόγηση στους εισηγητές του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής και τους προϊσταμένους τους, επιτελείς του Ο.Ο.Σ.Α. να κάνουν συγχωνεύσεις ή ακόμη και καταργήσεις κλάδων εκπαιδευτικών.

Όπως παρατηρούμε, το εκπαιδευτικό σύστημα βρίθει ανισοτήτων και αδικιών. ΄Ενας αγώνας για να είναι δίκαιος και να έχει αποτέλεσμα απαιτεί ενότητα και όχι έναν αθέλητο, θέλω να πιστεύω, συντεχνιασμό ώστε να πυροδοτείται ο άτυπος κανόνας του “διαίρει και βασίλευε”. Είναι δίκαιο και ηθικό Κοινωνιολόγοι, Οικονομολόγοι, Νομικοί-Πολιτικοί Επιστήμονες να διακρίνονται αυθαίρετα στη βάση μιας, πολιτικά, εδραιωμένης λογικής από άλλους κλάδους, όπως Μαθηματικούς, Φιλολόγους, κ.ο.κ. και οι πρώτοι να αναγκάζονται να δώσουν δίδακτρα στην Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε. προκειμένου να τους αναγνωριστούν τα επαγγελματικά δικαιώματα ως εκπαιδευτικών, πρακτική η οποία επίκειται να αλλάξει με τις ρυθμίσεις για το νέο Λύκειο μιας που το πιστοποιητικό παιδαγωγικής επάρκειας αποτελεί απαραίτητο όρο για την πρόσληψη και διορισμό τους. Με αυτό τον τρόπο θίγονται όλοι οι εκπαιδευτικοί και όχι μόνο των λεγόμενων “καθηγητικών” σχολών και καθιερώνεται ο θεσμός του εκπαιδευτικού των πολλών ταχυτήτων. 

 Επομένως, είναι όσο ποτέ άλλοτε απαραίτητη η επαγρύπνηση για την προστασία των επαγγελματικών και περαιτέρω των εργασιακών δικαιωμάτων όλων των κλάδων.

Η παιδαγωγική κατάρτιση ως τεκμήριο για το επάγγελμα του εκπαιδευτικού δεν μπορεί να μετατρέπεται σε εμπόρευμα χωρίς χρηστική αξία σε πολλές περιπτώσεις. ΄Αρα, ο εμπλουτισμός των προγραμμάτων των σπουδών με παιδαγωγικά μαθήματα και μαθήματα διδακτικής των επιστημών, τα οποία θα διδάσκονται μέσα στις σχολές πρέπει να γίνει ισότιμα για όλους τους μελλοντικούς εκπαιδευτικούς.    


ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here