της Χρύσας Καραμήτρου
Ο Μπέρνχαρντ Σλινκ (Bernhard Schlink), συγγραφέας του μυθιστορήματος «Διαβάζοντας στη Χάννα» (“Der Vorleser” / «Ο αναγνώστης») γεννήθηκε στο Μπίλεφελντ της Γερμανίας, το 1944, ένα χρόνο πριν τη λήξη του πολέμου. Είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Ιστορίας και Φιλοσοφίας του Δικαίου και συνταγματικός δικαστής, αλλά και επιτυχημένος και βραβευμένος συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Οι κριτικές για το βιβλίο του «Διαβάζοντας στη Χάννα» ήταν διθυραμβικές, όταν αυτό εκδόθηκε το 1995. Το βιβλίο έγινε παγκόσμιο μπεστσέλερ και μεταφράστηκε σε τουλάχιστον 45 γλώσσες.
Το ημι-αυτοβιογραφικό αυτό μυθιστόρημα χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως «μυθιστόρημα του Ολοκαυτώματος», ωστόσο ο Σλινκ το αρνείται ως τέτοιο. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι στο βιβλίο του πραγματεύεται το θέμα της μεταπολεμικής γενιάς της Γερμανίας ή «δεύτερης γενιάς» και την ενοχή που της κληροδοτήθηκε από την «πρώτη γενιά», εκείνη του πολέμου. Το θέμα των αντιφάσεων της Δικαιοσύνης, της ηθικής ακεραιότητας και της ευθυκρισίας τον απασχολεί αρκετά στο έργο του.
Παρουσιάζει, λοιπόν, μια «παράξενη αγάπη», έναν «ανορθόδοξο έρωτα», αλλά και μια καταπιεστική ενοχή που, ωστόσο, ως θέματα τα αξιοποιεί, για να θίξει ή να διερευνήσει συναισθηματικά αλλά και ηθικά προβλήματα της γερμανικής κοινωνίας. Με αριστοτεχνικό τρόπο εισχωρεί στον ανθρώπινο ψυχισμό και αναμοχλεύει τα πάθη του ατομικού και του συλλογικού ασυνείδητου, αλλά και τα συναισθήματα και τις στάσεις ζωής που ανακύπτουν από το τραυματικό ναζιστικό παρελθόν, «ξύνοντας τις πληγές» του γερμανικού εθνικού κορμού. Και το κάνει χωρίς καμία ενοχή, αφού τοποθετείται σαφώς, ξεκάθαρα, με συγγραφική τόλμη ενάντια στον Ναζισμό.
Στο τολμηρό αυτό μυθιστόρημα ο δεκαπεντάχρονος Μίχαελ Μπεργκ παθαίνει κρίση ίκτερου μπροστά στην πόρτα μιας γειτόνισσάς του, της τριανταεξάχρονης Χάννα κι αυτή τον βοηθά να συνέλθει. Όταν ο νεαρός αναρρώνει εντελώς, την επισκέπτεται, για να την ευχαριστήσει. Οι συναντήσεις τους συνεχίζονται και εξελίσσονται σε ερωτικές συνευρέσεις. Κάθε φορά όμως, πριν κάνουν έρωτα, η Χάννα τού ζητάει να της διαβάζει υποχρεωτικά μερικές σελίδες από οποιοδήποτε βιβλίο. Το ηδονιστικό αυτό τελετουργικό ακολουθείται κάθε φορά απαρέγκλιτα. Αυτή η παράδοξη ιεροτελεστία αποτελεί το βασικότερο στοιχείο της πλοκής και η εξήγηση και ερμηνεία της οδηγεί σταδιακά στην κορύφωση και λύση του δράματος. Κάποια στιγμή η Χάννα εξαφανίζεται χωρίς να τον ενημερώσει ή να του δώσει κάποια εξήγηση. Ο Μίχαελ, φοιτητής Νομικής πια, θα την ξανασυναντήσει αρκετά χρόνια αργότερα στην αίθουσα ενός δικαστηρίου, όπου η Χάννα δικάζεται κατηγορούμενη για εγκλήματα πολέμου, ως πρώην δεσμοφύλακας σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο νεαρός μαθαίνει εκεί ότι η πρώην ερωμένη του είχε «εμμονή» με την ακρόαση και τη μεγαλόφωνη ανάγνωση και μάλιστα έβαζε μελλοθάνατες, κρατούμενες του στρατοπέδου να της διαβάζουν μέσα στη νύχτα αποσπάσματα από βιβλία. Η συμπεριφορά της Χάννα στο δικαστήριο είναι παράλογη και ανεξήγητη. Δεν επιθυμεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της, αρνείται πεισματικά κάθε βοήθεια και δέχεται αδιαμαρτύρητα όλες τις κατηγορίες. Όλα τα στοιχεία κατά την ακροαματική διαδικασία δείχνουν ότι η Χάννα έχει ένα «τρομερό» -κατά την ίδια- μυστικό και προτιμά να τιμωρηθεί ως η χειρότερη εγκληματίας χωρίς κανένα ελαφρυντικό, προκειμένου αυτό να μην αποκαλυφθεί. Όλη της η ζωή και όλες της οι επιλογές κινήθηκαν γύρω από αυτό το μυστικό, το οποίο φυσικά σταδιακά αποκαλύπτεται: Η Χάννα είναι αναλφάβητη! Αρνείται προαγωγές, εξαφανίζεται χωρίς να αφήσει σημεία ζωής και χάνει κάθε επαφή με φίλους και γνωστούς, δέχεται να δουλέψει ως δεσμοφύλακας σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, κι όλα αυτά προκειμένου να μην την ελέγξει ποτέ κανείς και αποκαλυφθεί ότι δεν ξέρει να γράφει και να διαβάζει.
Σε ποιο είδος γραφής θα κατατάσσαμε το βιβλίο «Διαβάζοντας στη Χάννα»; Είναι μια ερωτική ιστορία, ένα αστυνομικό μυθιστόρημα ή μια δραματική δοκιμιακή κατάθεση ιδεών και απόψεων; Πολλά είναι τα επίπεδα ανάγνωσης του βιβλίου αλλά και τα ερωτήματα που αναδύονται από αυτήν. Ωστόσο, αξίζει να επικεντρωθούμε στο θέμα που, όπως φαίνεται, υπογραμμίζει ο συγγραφέας με το συγγραφικό εύρημα του αναλφαβητισμού της κεντρικής του ηρωίδας: στους ανθρώπους που για τους δικούς τους λόγους σιώπησαν, ανέχτηκαν ή στήριξαν τον ναζισμό και τα εγκλήματά του. Μεταξύ αυτών άνθρωποι αγράμματοι, όπως η Χάννα, άλλοι πιθανόν ιδιόρρυθμοι, συναισθηματικά και ηθικά «ανάπηροι», χωρίς ενσωματωμένο κώδικα ηθικών αξιών, έρμαια των προσωπικών τους αδιεξόδων και αδυναμιών. Φυσικά και υπήρξαν Γερμανοί με υψηλή μόρφωση ανάμεσα στους οπαδούς και θιασώτες του ναζισμού, ωστόσο, όταν αναπαράγεται διαρκώς αυτό το κλισέ, αποκρύπτεται αυτόματα το γεγονός της σύνδεσης της ημιμάθειας ή της αμάθειας με τα αποτρόπαια εγκλήματα του ναζισμού. Αν και η ιδεολογία των Ναζί δεν έγινε εξολοκλήρου αποδεκτή από τον γερμανικό λαό, ωστόσο η στάση της μεγάλης μάζας των άβουλων και πειθήνιων ανθρώπων-οργάνων που υποτάχθηκαν αμέσως στην πολιτική τρομοκρατίας από το καθεστώς του Τρίτου Ράιχ και υπέκυψαν στην προπαγάνδα του μεγάλου «Ηγέτη» ήταν καθοριστική για την κατίσχυσή της!
Η Χάννα, όταν μετά από χρόνια εγκλεισμού στη φυλακή μαθαίνει να διαβάζει, συνειδητοποιεί την τραγική αποξένωση ως τη βαθύτερη ουσία της ύπαρξής της. Η κατάκτηση της δεξιότητας της ανάγνωσης της ανοίγει αυτόματα ένα παράθυρο στον κόσμο, σε αυτά που πεισματικά και εγωιστικά αρνιόταν να «δει», και της ξεδιπλώνει μια γέφυρα προς τη ζωή των «άλλων». Ξεφυλλίζει τις ανατριχιαστικές ιστορίες ανθρώπων του «αντίπαλου στρατοπέδου», των Πρίμο Λέβι, Ζαν Αμερί, Ταντέους Μπορόφσκι και άλλων που έζησαν την κόλαση των στρατοπέδων συγκέντρωσης και του Ολοκαυτώματος και βιώνει μέσα από τη γνώση της μαρτυρίας τους τη δική της βίαιη και συγκλονιστική αλλαγή. Το ερώτημα «εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» είναι βασανιστικό για την ίδια. Τόσο βασανιστικά αφόρητο που δεν μπορεί παρά να προκαλέσει το τραγικό της τέλος. Ένα είδος κάθαρσης στο φόντο μιας από τις μεγαλύτερες τραγωδίες της ανθρωπότητας!
Το 2008 το βιβλίο μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη κι έγινε ταινία με τον ελληνικό τίτλο «Σφραγισμένα χείλη». Κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κριτική, σε μετάφραση του Ιάκωβου Κοπερτί (Βραβείο Γερμανικής Μετάφρασης).