Στην Λίτσα Φρυδά, εκπαιδευτικό
ΣΕΛΙΔΟΔΕΙΚΤΗΣ : Κύριε Χανιωτάκη, ο τίτλος του έργου που σκηνοθετείτε παραπέμπει σε όνομα ηρωίδας. Βλέποντας όμως την παράσταση διαπιστώνουμε ότι το όνομα της ηρωίδας είναι Κάρολ. Τι σημαίνει Ολεάννα και πώς σχετίζεται ο τίτλος με το έργο;
ΝΙΚΟΡΕΣΤΗΣ ΧΑΝΙΩΤΑΚΗΣ: Ολεάννα δεν είναι όνομα ανθρώπου, αλλά ενός τόπου φανταστικού. Σημαίνει ουτοπία, έναν τόπο ευδαιμονίας. Αντιστοιχεί στη δική μας λέξη Αρκαδία, με την έννοια ενός τόπου ιδεατού, όπου μπορεί κανείς να βρει τη γαλήνη και την ευτυχία. Στο έργο, είναι ουσιαστικά ένας τόπος που αναζητούν οι πρωταγωνιστές και για τον καθένα υπάρχει η δική του Ολεάννα. Και η Ολεάννα του ενός έρχεται σε σύγκρουση με την Ολεάννα του άλλου, με έναν τρόπο. Αλλού στοχεύει ο ένας, αλλού ο άλλος. Αναζητούν ο καθένας τη προσωπική του ευτυχία και κάπου εκεί ξεσπάει μια πολύ έντονη διαμάχη. Ολεάννα είναι, επίσης, ένας τόπος στον οποίο αναφέρεται ένα νορβηγικό τραγούδι, ως ένας επίγειος παράδεισος που όλοι τον αναζητούμε. Ο Μάμετ το επέλεξε, νομίζω, λίγο «πονηρά», για να μας κάνει να ψάξουμε να βρούμε τι σημαίνει. Γιατί, πράγματι, όλοι αναρωτιούνται ποια είναι η Ολεάννα, όταν βλέπουν το έργο. Αρχικά νομίζουν ότι είναι η φοιτήτρια, αλλά διαπιστώνουν ότι εκείνη λέγεται Κάρολ. Άρα, είναι σαν ο Μάμετ να μας καλεί να παίξουμε μ’ αυτήν τη λέξη. Να ψάξουμε να βρούμε τι σημαίνει και, ίσως, να αναρωτηθούμε και για τη δική μας Ολεάννα.
ΣΕΛΙΔ.: Με ποιο κριτήριο επιλέξατε να σκηνοθετήσετε αυτό το έργο και ποιο είναι το κλειδί του ενδιαφέροντος στη δράση των ηρώων του σήμερα για το ελληνικό κοινό;
Ν.Χ.: Ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με το έργο όταν ήμουνα φοιτητής στη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Είναι ένα από τα έργα που μας είχαν δώσει να ασχοληθούμε τότε οι καθηγητές μας στην υποκριτική. Το είχανε δουλέψει δύο συμμαθητές μου, όχι εγώ, αλλά ήταν ένα έργο που μου άρεσε πάρα πολύ και γνώριζα πολύ καλά. Πάντα ήθελα να το σκηνοθετήσω. Πρέπει να πω, ότι ο Μάμετ είναι από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Με αγγίζουν πάρα πολύ τα έργα του, η γραφή του, ο αυτόματος λόγος του, τα θέματά του, οι χαρακτήρες που πλάθει. Όσον αφορά το ελληνικό κοινό, οι χαρακτήρες του έργου είναι, κατά κάποιον τρόπο, γνώριμοι, για όσους τουλάχιστον έχουμε περάσει από ένα πανεπιστημιακό πλαίσιο. Πρόκειται για την ιστορία ενός καθηγητή πανεπιστημίου και μιας φοιτήτριας, η σχέση των οποίων, ενώ ξεκινά ως μια σχέση δασκάλου-μαθήτριας, μετατρέπεται σε μία σχέση έντονα συγκρουσιακή. Υπάρχει, όμως, μια βασική διαφορά στον τρόπο με τον οποίο οι Έλληνες θεατές αντιλαμβάνονται την ιστορία της Ολεάννα, όπως τουλάχιστον διαπιστώνουμε από συζητήσεις που γίνονται μετά το τέλος των παραστάσεων. Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην Αμερική, όπου διαδραματίζεται το έργο στην πραγματικότητα, οι καθηγητές και οι δάσκαλοι στην Ελλάδα έχουν μια πιο στενή σχέση με τους μαθητές τους πολλές φορές. Εδώ στην Ελλάδα τα όρια είναι πιο δυσδιάκριτα. Κι αυτό ίσως δυσκολεύει τους Έλληνες θεατές στο να τοποθετηθούν, εξ’ αρχής, εναντίον του τον καθηγητή για κάτι που βλέπουν επί σκηνής. Σ’ αυτό το σημείο, λοιπόν, υπήρχε και μια δυσκολία σκηνοθετική. Να μπορέσουμε, δηλαδή, να ισορροπήσουμε τους δύο ήρωες, ώστε και οι δύο με ένα τρόπο να είναι και θύτες και θύματα. Γιατί αυτό θέλει ο Μάμετ, να έχουν και οι δύο κάποια επιβαρυντικά στοιχεία στη συμπεριφορά τους. Σ’ αυτό το σημείο, λοιπόν, υπάρχει μια διαφοροποίηση στον τρόπο που αντιλαμβάνεται το έργο ο Έλληνας θεατής σε σχέση με τον Αμερικανό.
ΣΕΛΙΔ.: Ποιος είναι ο άξονας που εσείς επιλέξατε να φωτίσετε και πώς προσεγγίζει το θέμα η δραματουργία;
Ν.Χ.: Σκηνοθετικά στο συγκεκριμένο έργο η προσέγγιση έγινε από την οπτική της κοπέλας. Από το σκηνικό ακόμα. Αν στην παράσταση είχαμε μια κάμερα, θα ήμασταν τα μάτια της Κάρολ. Γι’ αυτό και τα βλέπει όλα πιο μεγάλα. Έτσι στο σκηνικό τα ράφια με τα βιβλία είναι ψηλά. Τα έπιπλα είναι πολύ ογκώδη. Το γραφείο του καθηγητή έχει μεγαλύτερο μέγεθος από το κανονικό. Και η Κάρολ είναι σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων που τα βλέπει όλα μεγάλα και άπιαστα. Όπως βλέπει τη γνώση, τον στόχο της να γίνει καλή φοιτήτρια, να πιάσει έναν καλό βαθμό και να πετύχει. Ο καθηγητής της είναι μυθοποιημένος στα μάτια της, θεοποιημένος. Τον θαυμάζει πάρα πολύ στην αρχή, αλλά πολλές φορές ο πολύ μεγάλος θαυμασμός μπορεί να οδηγήσει σε πάρα πολύ μεγάλο μίσος. Οπότε, προσέγγισα το έργο σκηνοθετικά μέσα από τη δική της ματιά. Διότι είναι εκείνη που πάει στο γραφείο του καθηγητή, που τον πλησιάζει πρώτη. Αν δεν πήγαινε δεν θα υπήρχε η ιστορία. Το πρωταρχικό θέμα για μένα στη σκηνοθεσία μου ήταν το θέμα της επικοινωνίας των ανθρώπων. Γιατί πάνω στην επικοινωνία μπορούν να βγουν όλες οι κόντρες, όλες οι διαφορές. Οι παρεξηγήσεις που βασίζονται στον λόγο και στην διαφορετική ερμηνεία τους από τους ήρωες. Και από αυτήν την δυσκολία στην επικοινωνία απορρέει και το χιούμορ πολύ ωραία. Γιατί έργο χωρίς χιούμορ πια νομίζω ότι δεν βοηθάει στην ομαλή εξέλιξη των συναισθημάτων. Στο να υπάρχει και συγκίνηση δηλαδή. Και να κρατάει φυσικά και το ενδιαφέρον του θεατή.
ΣΕΛΙΔ.: Αναφερθήκατε στο σκηνικό. Πώς καθορίζει η σκηνογραφία την σκηνοθετική οπτική και με ποιο τρόπο εντάσσεται στην παράσταση; Πώς διαχειρίζεστε την ενότητα του χώρου ως προς την χρονική εξέλιξη της δράσης; Και επίσης, πώς χρησιμοποιείτε το φωτισμό και τα κοστούμια;
Ν.Χ.: Είναι αλήθεια ότι στην παράσταση όλοι οι συντελεστές ακολουθήσαμε μια πολύ συγκεκριμένη γραμμή και συνεργαστήκαμε άψογα. Συντονιστήκαμε πάρα πολύ καλά σε έναν κοινό στόχο και δουλέψαμε για να πετύχουμε ένα πολύ συγκεκριμένο αποτέλεσμα, που δεν είχε να κάνει μόνο με την αισθητική της παράστασης, αλλά και με την ατμόσφαιρα που θέλαμε να δημιουργήσουμε. Και για να κρατήσουμε και αυτή τη ματιά που σας είπα ότι θέλαμε να έχουμε επάνω στη σκηνή. Δηλαδή, όπως σας ανέφερα και πριν, το γραφείο είναι πολύ πιο μεγάλο από ένα κανονικό γραφείο καθηγητή. Οι καρέκλες περισσότερες από όσες υπάρχουν συνήθως σε ένα τέτοιο γραφείο. Έχει τρεις πράξεις το έργο, οι οποίες διαδραματίζονται όλες στο γραφείο του καθηγητή, οπότε, λογικά, το σκηνικό θα έπρεπε να παραμένει ως έχει. Εμείς όμως δεν το τηρήσαμε αυτό. Το σκηνικό, αν και διατηρεί τα ίδια σκηνικά αντικείμενα, σε κάθε πράξη μεταμορφώνεται, καθώς αλλάζει η διαρρύθμιση. Και η αλλαγή του σκηνικού γίνεται κάθε φορά με βάση και τη συναισθηματική εξέλιξη των ηρώων, μ’ αυτό που διαδραματίζεται πάνω στη σκηνή και με τις κορυφώσεις. Έτσι, στην αρχή υπάρχει μια διαγώνια κλίση του σκηνικού, που δημιουργεί μια αίσθηση παράξενη, μια αλλούτερη εικόνα. Υπάρχουν πολλές καρέκλες, το γραφείο του καθηγητή δημιουργεί ένα γάμα, που μάλιστα τον εγκλωβίζει, ίσως σε μια σχέση εξουσίας. Έπειτα όμως εγκλωβίζει την φοιτήτρια, που, σε μια προσπάθειά της να φύγει, αδυνατεί να εγκαταλείψει το χώρο. Αργότερα το γραφείο μετατρέπεται σε αίθουσα σύσκεψης καθηγητών, όπου συναντιούνται ξανά ο Τζων και η Κάρολ. Τέλος, θυμίζει αρένα που στο κέντρο της σχηματίζεται ένα πεδίο μάχης, πάνω στο οποίο θα παλέψουν οι δύο ήρωες. Επομένως, το σκηνικό, πράγματι, βοηθάει πολύ σ’ αυτή την κατεύθυνση. Τα κοστούμια των ηρώων επίσης. Κυρίως αυτό της φοιτήτριας της οποίας η εμφάνιση αλλάζει εντελώς από πράξη σε πράξη, οπότε και το κοστούμι έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο. Οι φωτισμοί, από την άλλη, συνέβαλαν κι αυτοί σημαντικά, παίζοντας πολύ με τις σκιές. Δηλαδή αν προσέξει κανείς τις σκιές θα δει ότι τα μεγέθη αλλάζουν κάθε φορά. Η σκιά του καθηγητή στην αρχή είναι πιο μεγάλη από της κοπέλας. Στη συνέχεια αυτό αντιστρέφεται. Έχουμε προσεγγίσει το φωτισμό μέσα από ένα παιχνίδι ρεαλισμού και σουρεαλισμού, με σκοτεινές, κυρίως, αποχρώσεις. Την ίδια γραμμή ακολουθήσαμε και στην κίνηση. Οι ήρωες αρχικά κινούνται σε μια απόσταση ο ένας από τον άλλον και όσο περνάει η ώρα έρχονται όλο και πιο κοντά, μέχρι να φτάσουν πια στο σημείο της σωματικής σύγκρουσης.
ΣΕΛΙΔ.: Πώς συμβάλει η κινησιολογία στην ανάπτυξη των χαρακτήρων και στην σκηνική επικοινωνία στην παράσταση σας;
Ν.Χ.: Η απόσταση που κρατάνε οι δυο χαρακτήρες πάνω στη σκηνή δεν πρέπει να είναι ποτέ τυχαία. Το πόσο κοντά ή πόσο μακριά κινούνται ο ένας από τον άλλο έχει πολύ μεγάλη σημασία. Η γλώσσα του σώματος είναι το ίδιο σημαντική με τον λόγο. Το να αγγίξεις ή να μην αγγίξεις κάποιον πάνω στη σκηνή παίζει πρωτεύοντα ρόλο, ειδικά όταν παίζουν δύο άτομα μόνο. Πρόκειται για συνειδητή επιλογή, δεν γίνεται κατά λάθος, όπως μπορεί κάλλιστα να συμβεί όταν είναι 20 άτομα πάνω στη σκηνή. Επομένως, και η απόσταση και το άγγιγμά τους παίζει τεράστιο ρόλο, ειδικά σ’ αυτό το έργο, που το οτιδήποτε μπορεί να είναι παρεξηγήσιμο. Γιατί, πράγματα που στην πρώτη πράξη φαίνονται αθώα, μετά μπορεί να πάρουν άλλη τροπή. Η κοπέλα κατηγορεί τον καθηγητή για τα ίδια ακριβώς πράγματα τα οποία εμείς, αρχικά, θεωρούσαμε ότι ήταν φυσιολογικά, αθώα. Στη συνέχεια αναρωτιόμαστε μήπως τελικά δεν ήταν. Κι αυτό είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή του έργου.
ΣΕΛΙΔ.: Θα θέλατε να μας πείτε δυο λόγια και για την μουσική της παράστασης και πώς εντάσσεται στο όλον;
Ν.Χ.: Έχουν γραφεί κάποια μουσικά κομμάτια πρωτότυπα για την παράσταση από τον Γιώργο τον Περιστέρη. Ακούγονται όμως και κομμάτια που προϋπήρχαν. Ζήτησα από τους ηθοποιούς να διαλέξουν ένα μουσικό κομμάτι που πίστευαν ότι θα μπορούσε να ακούει ο χαρακτήρας τους αν ήταν μόνος στο δωμάτιό του. Τι μουσική θα άκουγε ο Τζων ή η Κάρολ. Οι ηθοποιοί, λοιπόν, φέρανε από τρία κομμάτια ο καθένας τα οποία και εντάξαμε στην παράσταση. Και με έναν μαγικό τρόπο έδεσαν πολύ ωραία. Στην αρχή ξεκινήσαμε με τη μουσική που θα άκουγε ο Τζων, γιατί προς εκείνον κατευθυνόμαστε στην αρχή του έργου. Στη συνέχεια ακολουθήσαμε τη μουσική που θα άκουγε η Κάρολ. Όσο πέρναγε η ώρα, η μουσική ήταν λίγο πιο σκοτεινή και πιο έντονη και αυτό βοηθούσε στο να πετύχουμε την ατμόσφαιρα που επιδιώκαμε να δημιουργήσουμε στην παράσταση. Αυτή ήταν η ιδέα για τη μουσική. Δεν έχουμε πολλά μουσικά χαλιά, σχεδόν καθόλου. Έχουμε κυρίως μουσική ανάμεσα στις αλλαγές και στα χρονικά άλματα που υπάρχουν στο κείμενο.
ΣΕΛΙΔ.: Αναλάβατε ο ίδιος τη μετάφραση του έργου; Ποιος είναι ο λόγος γι’ αυτό;
Ν.Χ.: Η μετάφραση για μένα είναι ένα από τα ωραιότερα ταξίδια που μπορεί να κάνει κάποιος και η διαδικασία της μετάφρασης βοηθάει πολύ σκηνοθετικά. Μεταφράζοντας ένα θεατρικό, μπορείς να το κατανοήσεις καλύτερα, γιατί αρχίζεις να προβληματίζεσαι πάνω στην επιλογή συγκεκριμένων λέξεων από τον συγγραφέα και τι ακριβώς σημαίνει αυτή του η επιλογή. Η μεταφραστική δουλειά σε βάζει πιο βαθιά μέσα στο κείμενο και βοηθάει πολύ στο να δίνεις απαντήσεις στους ηθοποιούς όταν σε ρωτάνε κάτι. Κι αρχίζεις κι αγαπάς πάρα πολύ τον συγγραφέα και το κείμενο όταν ασχολείσαι. Δένεσαι. Αποκτάς μια ιδιαίτερη σχέση. Εγώ ένιωθα σαν να γνωρίζω τον Μάμετ, ενώ δεν τον έχω συναντήσει ποτέ προσωπικά.
ΣΕΛΙΔ.: Η Ολεάννα προκάλεσε έντονη πολεμική όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στην Αμερική, στις αρχές της δεκαετίας του 90, κυρίως για το γεγονός ότι εστιάζει σε θέματα “πολιτικής φύλου”. Είναι, τελικά, ο “πόλεμος” ανάμεσα στα δύο φύλα ο πυρήνας του έργου; Πρόκειται, πράγματι, για ένα έργο αντιφεμινιστικό, μισογυνικό, όπως υποστήριζαν τότε πολλές φεμινιστικές οργανώσεις;
Ν.Χ.: Όχι, δεν το πιστεύω καθόλου αυτό! Μάλιστα, εγώ σε πάρα πολλά σημεία διαβάζοντας το έργο, και στις πρόβες, έπαιρνα το μέρος της κοπέλας. Νομίζω πως το γεγονός ότι ο Μάμετ έχει επιλέξει έναν άνδρα και μία γυναίκα, εντείνει την σύγκρουση. Είναι σοφή η επιλογή του, γι’ αυτόν το λόγο. Κατά τα άλλα, δεν νομίζω ότι αυτό είναι το θέμα που βρίσκεται στον πυρήνα του έργου. Είναι και αυτό, αλλά όχι μόνο. Υπάρχουν διάφορα θέματα που θίγει ο Μάμετ, όπως σε πολλά έργα του. Ο ίδιος έχει δηλώσει ότι δεν θέλει να στείλει κάποιο συγκεκριμένο μήνυμα, αλλά πως γράφει ιστορίες με χαρακτήρες που να έχουν θεατρικό ενδιαφέρον. Καταστάσεις που δεν μπορούμε να συναντήσουμε στην καθημερινότητά μας, απαραίτητα, αλλά που τις πλάθει με τη φαντασία του για να τις αποδώσει στο χαρτί κι από εκεί στο κοινό του θεάτρου. Έτσι και στην Ολεάννα πραγματεύεται πολλά θέματα, όπως το θέμα της επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους και τη δυσκολία που υπάρχει σ’ αυτήν, το θέμα της εκπαίδευσης που είναι πάρα πολύ έντονο μέσα στο έργο, (τι σημαίνει εκπαίδευση, τι σημαίνει αξία της παιδείας, τι σημαίνω βάζω εκπαιδευτικούς στόχους, που θέλω να φτάσω) το θέμα της γνώσης και πώς αυτή μεταβιβάζεται κλπ. Είναι ένα έργο που μιλάει για τη δύναμη του λόγου και για το πόσο εύκολα ο λόγος μπορεί να γίνει αιτία παρανοήσεων, παρεξηγήσεων. Η δύναμη του λόγου αποτελεί ταυτόχρονα και το μεγάλο ατού του Μάμετ. Είναι πραγματικά σπουδαίος στο χειρισμό του λόγου.
ΣΕΛΙΔ.: Κύριε Χανιωτάκη, συχνά το έργο αυτό διαβάστηκε ως μια καταγγελία της «πολιτικής ορθότητας». Θα θέλαμε να σας ρωτήσουμε γι’ αυτό, αλλά και για μια σειρά άλλα θέματα που θίγει, σε κάποια από τα οποία ήδη αναφερθήκατε. Θα έχουμε, όμως, την ευκαιρία να μιλήσουμε γι’ αυτά με εσάς και τους ηθοποιούς σας στη συζήτηση που διοργανώνει ο ΣΕΛΙΔΟΔΕΙΚΤΗΣ μετά το τέλος της παράστασης που θα παρακολουθήσουμε την Κυριακή 14/1. Σας ευχαριστούμε.
Ν.Χ.: Εγώ σας ευχαριστώ.