…για τον Παύλο Φύσσα
Της Χρύσας Καραμήτρου
Μέσα στη νύχτα, η είδηση του θανάτου, εισέβαλε στο σπίτι απ’ το ανοιχτό παράθυρο. Ένας ανήθικα ψυχρός αέρας ανέμισε την κουρτίνα κι η φλόγα στο κεράκι αναρίγησε σε ρυθμό ελεγειακού θρήνου. Εκείνος, ο νεαρός καλλιτέχνης, ο αντιφασίστας, έσβησε από φονικό μαχαίρι. «Καταραμένοι φονιάδες! Πώς έπεσε στα χέρια σας;» Έκρυψα γρήγορα το παιδί. Κι έπειτα τον έκλαψα! Δεν είχαμε γνωριστεί ποτέ, κι όμως, κάποτε πρέπει να υπήρξαμε πολύ καλοί φίλοι.
Κι ενώ εκείνος έφευγε, οι δράκοι επέστρεφαν. Στην πόρτα, ο γνωστός ήχος της μπότας. Και, ξαφνικά, μπήκαν όλοι μέσα. Έψαχναν για το παιδί. Οι δωσίλογοι, οι προδότες, οι δήμιοι κι οι βασανιστές. Όλα τα καθάρματα της ιστορίας. Οι Εφιάλτες εκείνοι, που έδειχναν πάντα τον μυστικό δρόμο, ηδονιζόμενοι με την ομηρεία της ζωής.
Το μικρό παιδί φυγαδεύτηκε. Όμως, στο σώμα μου δεκάδες αγκυλωτοί σταυροί έμειναν να με πληγιάζουν. Κάθισα στο τραπέζι. Έφαγα τον πόνο. Ήπια τα δάκρυα. Όμως, αποφάσισα να μην σκεπαστώ τη θλίψη. Η ματαιότητα υπάρχει, μόνο για να σου υπενθυμίζει πως είναι μάταιο να νομίζεις ότι ματαιοπονείς. Κι αυτό, γιατί σε μια κρυφή τσεπούλα έχεις πάντα τη ζωή, ως βασική οδηγία, για να φτιάχνεις, ακόμη κι απ’ τα σάβανα, μαγικά χαλιά ονείρων.
Θανάτω θάνατον πατήσας, γιατί του έμελε να ζει το όνομά του στο στόμα των πολλών. Το λιγότερο της ζωής ήταν για εκείνον. Το λίγο της ζωής είναι για όλους. Πρέπει αμέσως να ενώσω τον τεμαχισμένο μου εαυτό. Σ’ ένα παλιό σκονισμένο μπαούλο έχω κρύψει ένα σακάκι με φτερά αετού στην πλάτη. Το βγάζω, το φορώ και πετώ ψηλά, πάνω απ’ τις βουνοκορφές, στα λημέρια των ελεύθερων, ορίζοντας ξανά τους ανέμους. Άλλοτε, κρεμιέμαι, σαν μικρό παιδί, απ’ τα σύννεφα και ταξιδεύω απ’ τη λογική στην ιστορία, ψάχνοντας αυτό που πίστεψα με τόσο πάθος.
Γνωρίζω μια ιτιά. Κάποιες φορές τολμώ να την κοιτάζω από μακριά με δέος. Στέκεται λυγερή πάνω απ’ το παλικάρι της και το αγκαλιάζει με τις ρίζες της. Μόνο τις νύχτες λυγίζει και χαϊδεύει με τα κλαδιά της το χώμα που το σκεπάζει. Η ύπαρξη της απουσίας. Η κενότητα του κενού. Κι ας βρίσκεται τ’ όνομά του γραμμένο σε μια μπλε ταμπελίτσα δρόμου. Εκείνη έχει γράψει τ’ όνομά του στα αστέρια και κάθε βράδυ τον θωρεί και μιλά μαζί του. Μέσα σε πόνο, ο κόσμος αναδύεται ξανά και ξανά από μήτρες, που αναγεννούν το μέλλον. Έτσι, θα επιστρέφει κι εκείνος, όπως επιστρέφουν όλοι οι άνθρωποι, ελεύθερα πουλιά σε μυστηριακούς ουρανούς.
Ας στερεώσουμε στο στήθος της Ανθρωπότητας ένα κόκκινο γαρύφαλλο, ένα κόκκινο ρόδο, ένα αμάραντο φιλί κι έναν μπαρουτοκαπνισμένο στίχο. Κι εκείνη, η ωραία Ανθρωπότητα, με τα πυρωμένα μάγουλα, θα μας κοιτά κατάματα και θα χαμογελά. Και μέσα απ’ τη ματιά της θα υπερυψωνόμαστε, διαστελλόμενες υπάρξεις στις συντεταγμένες του απείρου.
Δικαιοσύνη!
*Master of Ceremonies, τραγουδιστής της Hip-Hop
Το σκίτσο είναι του John Antóno