της Χρύσας Καραμήτρου
Όλη την προηγούμενη εβδομάδα παρακολουθήσαμε τον καταιγισμό ανακοινώσεων από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδας και το Υπουργείο Παιδείας για τη μεταξύ τους συζήτηση σχετικά με το μάθημα των Θρησκευτικών (ΜτΘ). Ο ηλεκτρονικός -και όχι μόνο- τύπος αναπαρήγαγε στο μεγαλύτερο μέρος του αυτή τη συζήτηση με τη μορφή του ρεπορτάζ, στη βάση όμως μη διασταυρωμένων πληροφοριών, συσκοτίζοντας και όχι αναδεικνύοντας την ουσία του θέματος αυτού.
Πληροφορηθήκαμε, λοιπόν, ότι μετά από παρέμβαση της Εκκλησίας, αφαιρέθηκαν από τα σχολικά εγχειρίδια των Θρησκευτικών στίχοι κάποιων γνωστών τραγουδιών («Η Συννεφούλα», «Ο Μπαγάσας», «Umbrella»). Το Υπουργείο, προσπαθώντας να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, απάντησε ότι Πολιτεία και Εκκλησία συζητούν μόνο για τα Προγράμματα Σπουδών των Θρησκευτικών και ότι, όποιες προσθαφαιρέσεις έγιναν ή πρόκειται να γίνουν, αποφασίζονται από το επιστημονικό προσωπικό του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) και μόνο αυτό. Η ανακοίνωση συμπληρωνόταν από την πομπώδη δήλωση πως οι διακριτοί ρόλοι Πολιτείας και Εκκλησίας, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα, θα συνεχίσουν να αποτελούν οδηγό των αποφάσεων του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων κι έκλεινε επικριτικά εναντίον εκείνων που ισχυρίζονται ότι η κυβέρνηση έχει υπογράψει -εκτός των άλλων- κι ένα «θρησκευτικό μνημόνιο».
Όπως και να έχουν τα πράγματα, η πληροφορία σχετικά με τις διαθέσεις της Εκκλησίας προκάλεσε και ενεργοποίησε τα δημοκρατικά αντανακλαστικά ενός προοδευτικού μέρους της κοινωνίας, το οποίο αντέδρασε στον δεδομένο και διαρκή επιθετικό εκκλησιαστικό παρεμβατισμό στα Προγράμματα Σπουδών και κατ’ επέκταση στα σχολικά εγχειρίδια. Μέσα σε αυτό το κλίμα ο Γ. Αγγελάκας από το συγκρότημα Τρύπες είπε το αυτονόητο: «Θα ήθελα να ζητήσω από τον κ. Υπουργό να αποσύρει από την διδακτέα ύλη και το τραγούδι μας Γιορτή (αν όντως υπάρχει τέτοια πρόταση). Δεν θέλω να συμμετέχω σε εκπαιδευτικά πονήματα, εάν αυτά χρειάζονται την έγκριση οποιουδήποτε ιερατείου. Ακόμα κι αν με εγκρίνουν αυτοί, δεν τους εγκρίνω εγώ γι’ αυτόν τον ρόλο».
Και τώρα ας μιλήσουμε επί της ουσίας! Στην Ελλάδα ανεχόμαστε εδώ και πολλά χρόνια τη «Χούντα» της Εκκλησίας! Ένα διαρκές «πραξικόπημα», που παραβιάζει κατάφωρα το ελληνικό Σύνταγμα. Πουθενά στο Σύνταγμα της Ελλάδας δεν γίνεται λόγος για «επίσημη θρησκεία» παρά μόνο για «επικρατούσα θρησκεία» (Άρθρο 3), που ως όρος ήταν απλώς αναγνωριστικός του γεγονότος ότι η πλειοψηφία του ελληνικού λαού πρέσβευε τη Θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα απολάμβανε ιδιαίτερης προνομιακής μεταχείρισης. Επιπλέον, στο δεύτερο μέρος του Συντάγματος σχετικά με τα Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, στο Άρθρο 13, που σχετίζεται με τη θρησκευτική ελευθερία, αναφέρεται ρητά: «Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται!». Ωστόσο, οι νομοθέτες, μετά από απαίτηση συντηρητικών κύκλων και θιασωτών του Ιερατείου, σε μια προσπάθεια να διαφυλαχθούν τα συμφέροντα της Εκκλησίας, ερμήνευσαν το Σύνταγμα κατά το δοκούν σε μια υπερσυντηρητική κατεύθυνση.
Έτσι εξηγείται, για παράδειγμα, ότι η Εκκλησία βάσει νόμου «δύναται να παρακολουθεί το δογματικό περιεχόμενο των διδακτικών βιβλίων των Θρησκευτικών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (άρθρο 9, παρ.1 ε΄ του Νόμου 590/1977 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος»)». Δεν πρέπει επομένως να «πέφτουμε από τα σύννεφα» με τις «συσκέψεις κορυφής» μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, όπου κομίζονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων οι αποφάσεις ή οι απαιτήσεις της κάθε πλευράς. Ούτε πρέπει να μας εκπλήσσει, τελικά, η δημιουργία ειδικής, κοινής επιτροπής για την εξέταση του περιεχομένου και την αναβάθμιση του μαθήματος των Θρησκευτικών στην εκπαίδευση.
Η εν λόγω κοινή επιτροπή αποτελείται από μέλη, που έχουν προταθεί από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ), κυρίως πανεπιστημιακοί καθηγητές Θεολογικών Σχολών και σχ. σύμβουλοι θεολόγων. Αυτό είναι το επιστημονικό προσωπικό που προτείνει το ΙΕΠ! Κι εδώ θα άξιζε να αναρωτηθούμε κατά πόσο η Θεολογία είναι επιστήμη και αυτοί που τη «θεραπεύουν» επιστήμονες! Από την άλλη πλευρά το Ιερατείο στέλνει τους δικούς του αντιπροσώπους, κυρίως Μητροπολίτες και καθηγητές πανεπιστημίου, διδάκτορες Θεολογίας κλπ. Είναι ολοφάνερο πως και η τωρινή κυβέρνηση, χωρίς να διαφέρει στο παραμικρό από τις προηγούμενες, αποδέχεται ως επίσημο συνομιλητή το Ιερατείο για σοβαρά εκπαιδευτικά ζητήματα και επιτρέπει στην εκκλησία να έχει λόγο, να παρεμβαίνει διαρκώς και να ασκεί πίεση γενικότερα σε θέματα εκπαίδευσης.
Το νέο μάθημα των Θρησκευτικών δεν είναι μάθημα θρησκειολογικού τύπου, όπως νομίζουν αρκετοί. Το ΙΕΠ θέλει να το παρουσιάσει ως ένα μάθημα με ευρύτερο μορφωτικό και γνωσιολογικό περιεχόμενο, στο οποίο οι μαθητές και οι μαθήτριες θα προσεγγίζουν τα θέματά του από ιστορική και πολιτισμική σκοπιά. Τα βιβλία συνοδεύονται από τον Φάκελο του Μαθήματος (ΦΜ) από όπου οι εκπαιδευτικοί θα επιλέγουν μουσικό και οπτικό υλικό για τη διδασκαλία του.
Στον Φάκελο αυτό υπάρχουν, μαζί με όλα τα γνωστά θεολογικά και θρησκευτικά κείμενα, τραγούδια, ποίηση, λογοτεχνία, ελληνική ή παγκόσμια, που όλοι και όλες έχουμε αγαπήσει. Ντοστογιέφσκι, Έλιοτ, Μπρεχτ, Καζαντζάκης, Ρίτσος, Ελύτης, Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Γκάτσος, Λοΐζος, Μάλαμας, Ιωαννίδης, Αγγελάκας, είναι κάποια στοιχεία αυτού του υλικού. Σε ποια κατεύθυνση θα αξιοποιηθεί, ωστόσο, αυτό το υλικό; Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας και Κομοτηνής, Παντελεήμων, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Μπορείς να πάρεις για παράδειγμα το τραγούδι Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ και να μιλήσεις για τον Χριστό μας που είναι ο ήλιος της δικαιοσύνης (!)». Δικαίως, λοιπόν, ανησυχεί ο διορατικός καλλιτέχνης Γ. Αγγελάκας! Η άλωση, από τους θεολογικούς και εκκλησιαστικούς κύκλους, η ιδεολογική «απονεύρωση» και ο ιδεολογικός «εξανδραποδισμός» κάθε ριζοσπαστικού μηνύματος των προτεινόμενων αυτών πολιτιστικών δημιουργημάτων είναι δεδομένη.
Παρ’ όλες, λοιπόν, τις περί πλουραλισμού διακηρύξεις, τα φαινόμενα δείχνουν ότι το μάθημα των Θρησκευτικών παραμένει καταφανώς ομολογιακό (με στοιχεία περί άλλων θρησκειών) όσα προοδευτικά και εκσυγχρονιστικά πρόσημα κι αν του βάλουν οι Θεολόγοι «επιστήμονες» του ΙΕΠ. Στην υποθετική περίπτωση όμως που δεν είχε ομολογιακό και κατηχητικό χαρακτήρα και είχε πλήρως αναδιαταχθεί σε μια πλουραλιστική κατεύθυνση, θα λύνονταν άραγε όλα τα προβλήματα, που απορρέουν από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό Κράτους και Εκκλησίας; Η ερώτηση είναι ρητορική και η απάντηση γνωστή! Και για να μην υπάρξουν παρανοήσεις -φυσικά- αρνητική!
Δεν πρέπει να βλέπουμε το δέντρο και να χάνουμε το δάσος! Το μάθημα των Θρησκευτικών είναι μόνο μία από τις πολλές πτυχές του προβλήματος της επιβολής της Εκκλησίας στην ελληνική εκπαίδευση. Τι έχουν να πουν τα επιστημονικά επιτελεία του ΙΕΠ για τις χιλιάδες θρησκευτικές αναφορές, ολοφάνερες ή συγκαλυμμένες, στο Γλωσσικό μάθημα, που το καθιστούν ιδεολογικά βοηθητικό του μαθήματος των Θρησκευτικών; Γιατί υπάρχουν θεολογικές ερμηνείες του κόσμου ακόμη και μέσα στα σχολικά εγχειρίδια της Φυσικής; Γιατί άραγε υποβαθμίζονται μαθήματα, όπως η Χημεία, η Βιολογία και η Γεωλογία; Ποιος δίνει το δικαίωμα στο Ιερατείο να μην αρκείται -τουλάχιστον- σε ζητήματα του τομέα του, αλλά να απλώνει με θράσος τα πλοκάμια του παντού; Πώς δικαιολογείται η καθημερινή δημόσια προσευχή, ο τακτικός εκκλησιασμός και η ανάρτηση θρησκευτικών εικόνων στις σχολικές αίθουσες; Ας μας πουν ποιος αποφασίζει τελικά σε αυτή τη χώρα; Η επιστήμη, ο ορθολογισμός και ο Διαφωτισμός ή ο σκοταδισμός, ο ανορθολογισμός και ο Μεσαίωνας;
Δεν υπάρχει, λόγου χάρη, μεγαλύτερο εκπαιδευτικό σκάνδαλο από αυτό της απόκρυψης της Θεωρίας της Εξέλιξης του Δαρβίνου και της «αποβολής» του από το ελληνικό σχολείο. Η καθολικά ενοποιητική θεωρία της Εξέλιξης, χωρίς την οποία ο κόσμος μας δεν μπορεί να είναι κατανοητός, είναι αυτή που κυρίως δέχτηκε την οργανωμένη επίθεση της Εκκλησίας! Το Ιερατείο απεχθανόταν πάντα την ανατρεπτικότητα και επαναστατικότητα της Θεωρίας αυτής και για αυτόν τον λόγο έχει κηρύξει εδώ και χρόνια «Ιερό Πόλεμο» εναντίον της, αφανίζοντας την από τον ελληνικό εκπαιδευτικό χάρτη.
Συμπερασματικά, η Εκκλησία σε ρόλο πνευματικής και ιδεολογικής αστυνομίας, έχει πράγματι τη δύναμη να «κόβει» από τραγούδια μέχρι ολόκληρες επιστημονικές θεωρίες. Δεν διεκδικεί απλώς την αξιωματική «αλήθεια» της, έστω με το γνωστό δογματικό και αναπόδεικτο τρόπο, αλλά την επιβάλλει δια πυρός και σιδήρου μέσα από τη σύμφυση της με το κράτος και τους μηχανισμούς του, ένας εκ των οποίων είναι η παιδεία. Σε αυτό το σημείο η Ελλάδα μπορεί κάλλιστα να συγκριθεί με το Ιράν και ακόμη χειρότερα με τη Σαουδική Αραβία.
Το ζήτημα της μονοφωνικής επιβολής των ελληνοχριστιανικών ιδεωδών τόσο στην εκπαίδευση όσο και γενικότερα είναι αρκετά σύνθετο, καθώς υπακούει στο δόγμα «ένα έθνος, μια γλώσσα, μια ιστορία, μια θρησκεία». Ωστόσο, η αρχή αυτή στην πραγματικότητα δεν είναι τόσο ενοποιητική όσο δείχνει, καθώς εξ ορισμού ρίχνει στην πυρά άθεους, άθρησκους, αγνωστικιστές, ετερόδοξους, ετερόθρησκους, αλλοεθνείς, ξένους, πρόσφυγες, μετανάστες κλπ. Επιπλέον, αποτελεί την έκφραση μιας επίπλαστης ενότητας που συσκοτίζει και αποκρύπτει τη βαθιά ταξική και κοινωνική διαίρεση στην εκμεταλλευτική, καπιταλιστική κοινωνία.
Η Ιεραρχία της Εκκλησίας δεν θέλει να καταλάβει ότι δεν είναι δυνατόν να επιβάλει εσαεί δικτατορικά τις θέσεις της. Μεγάλο μέρος της κοινωνίας πλέον «δεν τους εγκρίνει», για να ξαναθυμηθούμε τη δήλωση του Γ. Αγγελάκα. Ο διαχωρισμός Κράτους / Πολιτείας – Εκκλησίας είναι ένας τρόπος διευθέτησης –στα πλαίσια του αστικού κράτους- των προβλημάτων, που προκύπτουν από αυτή τη σχέση. Το αίτημα του διαχωρισμού τους είναι πάντα επίκαιρο, θεμιτό και επιθυμητό. Ωστόσο, η οπτική μας δεν θα πρέπει να περιοριστεί σε αστικοδημοκρατικού τύπου διευθετήσεις.
Ο Μαρξ υποστηρίζει ότι η κριτική της θρησκείας είναι η βάση κάθε άλλης κριτικής. Επιπλέον, ο άνθρωπος δημιουργεί τη θρησκεία και όχι η θρησκεία τον άνθρωπο. Γι’ αυτό και θα έχει πάντα τη δυνατότητα, στον αγώνα του για πνευματική και κοινωνική χειραφέτηση, να την αμφισβητήσει καθολικά και να την ανατρέψει οριστικά.
Άλλη μια προσέγγιση του ζητήματος στο blog της Εκπαιδευτικής Αριστεράς https://ekpaideutikiaristera.wordpress.com/2015/10/04/47/