του Γιώργου Γρόλλιου
ΕΙΣΑΓΩΓΗ∗
Η επανάσταση του Οκτώβρη 1917 στη Ρωσία, ήταν ένα σημείο τομής για τον 20ο αιώνα. Η επαγγελία του σοσιαλισμού από το εργατικό κίνημα και την επαναστατική διανόηση της Ευρώπης του 19ου αιώνα, ξεπερνούσε τις εκδοχές των αποτυχημένων εξεγέρσεων και των ουτοπικών σχεδίων, με την κατάληψη και διατήρηση της πολιτικής εξουσίας από το κόμμα των μπολσεβίκων.
Τα βλέμματα τόσο των κυρίαρχων, όσο και των εκμεταλλευομένων κοινωνικών τάξεων, στρέφονταν στην πρώτη προσπάθεια οικοδόμησης μιας νέας κοινωνίας, ριζικά διαφορετικής από τη φεουδαρχία και τον καπιταλισμό.
Η προσπάθεια αυτή, δεν μπορούσε παρά να έχει ως συστατικό στοιχείο της και μια διαφορετική πολιτική για τη μόρφωση και την εκπαίδευση. Η ακτινοβολία της συνολικής πολιτικής των μπολσεβίκων ήταν ο κύριος δρόμος για την ισχυροποίηση της επιρροής της μορφωτικής και εκπαιδευτικής πολιτικής τους. Επηρέαζε τη μορφωτική και εκπαιδευτική πολιτική των επαναστατικών κομμάτων και των κοινωνικών κινημάτων σε ολόκληρη την Ευρώπη.(1)
Με βάση τα προηγούμενα, η γνώση και η ερμηνεία των απόψεων των μπολσεβίκων για την εκπαίδευση και τη μόρφωση, όπως εκφράστηκαν στη Ρωσία μετά το 1917, έχει σημασία για την κατανόηση των συγκρούσεων γύρω από αυτά τα προβλήματα. Το πολιτικό ρεύμα του σοσιαλισμού διαμόρφωνε απόψεις για τη μόρφωση και την εκπαίδευση, η συστηματική αποσιώπηση των οποίων στην Ελλάδα, ήταν ένα από τα μέτρα που πήραν οι κυρίαρχες τάξεις, μια σαφής πολιτική επιλογή.(2)
Πολύ σημαντικό ρόλο στην επεξεργασία και την υλοποίηση της συνολικής, αλλά και της μορφωτικής και εκπαιδευτικής πολιτικής των μπολσεβίκων διαδραμάτισε ο Λένιν(3). Στόχος της εργασίας είναι η διερεύνηση της συμβολής του στη διαμόρφωση της σχέσης “Πολιτική, μόρφωση και εκπαιδευτικοί μετασχηματισμοί” μετά την επανάσταση του Οκτώβρη 1917.
Η διατύπωση του στόχου απαιτεί ορισμένες διευκρινίσεις, τόσο για το περιεχόμενο των δύο πρώτων όρων της σχέσης που προαναφέρθηκε, όσο και για την επαρκέστερη κατανόηση της έννοιας “σχέση” στο συγκεκριμένο πρόβλημα που διερευνάται.
Ο όρος “πολιτική” της περιόδου 1917-1923 στο έργο του Λένιν, έχει πρωταρχικά το χαρακτήρα του κοινωνικού μετασχηματισμού, της οικοδόμησης μιας νέας κοινωνίας, καθώς ο Λένιν, ηγετικό στέλεχος των μπολσεβίκων, συμμετέχει άμεσα, παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση-υλοποίηση της πολιτικής της Σοβιετικής εξουσίας, άμεσο δημιούργημα μιας πρωτοφανούς για τα παγκόσμια δεδομένα του 19ου και της αρχής του 20ου αιώνα λαϊκής επανάστασης, η οποία δεν καταστέλλεται άμεσα.
Ο όρος “μόρφωση”, εξαιτίας των προηγουμένων, έχει κυρίως το χαρακτήρα της μορφωτικής πολιτικής, με διακηρυγμένο γενικό στόχο την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου των λαϊκών τάξεων και στρωμάτων, ως απαραίτητη πλευρά του συνολικού πολιτικού στόχου της κοινωνικοποίησης της εργασίας, της πολιτικής και της γνώσης στην κατεύθυνση του κομμουνισμού.
Με αυτές τις διευκρινίσεις, φωτίζεται ως ένα βαθμό και η έννοια της σχέσης. Εφόσον πρόκειται για μια πολιτική που αλλάζει ριζικά την κοινωνία, η μορφωτική πολιτική και οι εκπαιδευτικοί μετασχηματισμοί δεν μπορούν παρά να έχουν ως στόχο τη συμβολή στην επιτυχία της συνολικής πολιτικής. Η σχέση συνολική-μορφωτική-εκπαιδευτική πολιτική παίρνει πρωταρχικά το χαρακτήρα του υπερκαθορισμού της μορφωτικής και εκπαιδευτικής πολιτικής από τη συνολική.
Το πρόβλημα όμως είναι πολύ περισσότερο σύνθετο απ’ ότι αρχικά δείχνει, όταν αντιμετωπίζεται συγκεκριμένα. Το στοιχείο του υπερκαθορισμού της μορφωτικής και εκπαιδευτικής πολιτικής από τη συνολική, δεν είναι αρκετό για μια ολοκληρωμένη ανάλυση του προβλήματος, αν και αποτελεί το απαραίτητο στήριγμα γι’ αυτήν.
Αφήνει ανοιχτά για διερεύνηση α) το πρόβλημα των κοινωνικών και πολιτικών φορέων οι οποίοι επηρεάζουν τον υπερκαθορισμό β) το πρόβλημα της σχετικής αυτονομίας της εκπαιδευτικής ή της μορφωτικής πολιτικής από τη συνολική, όπως και το αντίστοιχο πρόβλημα ανάμεσα στη μορφωτική και εκπαιδευτική πολιτική γ) το πρόβλημα της επίδρασης της (δεδομένης με βάση τον υπερκαθορισμό) εκπαιδευτικής ή μορφωτικής πολιτικής στη συνολική, πιο συγκεκριμένα, την αξιοποίηση στοιχείων μορφωτικής ή (και) εκπαιδευτικής πολιτικής για την τροποποίηση της συνολικής δ) το πρόβλημα των ρυθμών προσαρμογής της μορφωτικής και εκπαιδευτικής πολιτικής στις μεταβολές της συνολικής πολιτικής, είτε πρόκειται για ριζικές αλλαγές, είτε για τροποποιήσεις ε) το πρόβλημα του κυρίαρχου στοιχείου (με βάση τη διάκριση διεθνούς-εσωτερικής πολιτικής) στον υπερκαθορισμό συγκεκριμένων σημαντικών επιλογών της μορφωτικής ή εκπαιδευτικής πολιτικής.
Το εγχείρημα της διερεύνησης της συμβολής του Λένιν στη σχέση συνολική – μορφωτική – εκπαιδευτική πολιτική στην περίοδο 1917-1923, για να απαντήσει στα παραπάνω προβλήματα, προϋποθέτει ασφαλώς την αναλυτική-τεκμηριωμένη παρουσίαση και εκτίμηση της συνολικής, της μορφωτικής και της εκπαιδευτικής πολιτικής του και τη σαφή εξέταση των μεταβολών τους. Έτσι, η παρουσίαση και εκτίμηση της πολιτικής του Λένιν αποτελεί τον πρωταρχικό στόχο, την απαραίτητη βάση για την πραγματοποίηση του εγχειρήματος διερεύνησης της σχέσης “Πολιτική, μόρφωση και εκπαιδευτικοί μετασχηματισμοί”.
Για να μπορέσει η εργασία να απαντήσει στα παραπάνω προβλήματα, δεν μπορεί παρά να διαχωρίζεται και να βρίσκεται σε αντιπαλότητα με διάφορες ερμηνείες της εξέλιξης της Ρωσίας μετά την επανάσταση του Οκτώβρη 1917, οι οποίες εμπεριέχουν αποτίμηση των απόψεων του Λένιν και έχουν πολλαπλά χρησιμοποιηθεί.
Τέτοιες ερμηνείες είναι αυτές που αγνοούν ή υποτιμούν τις πολιτικές-θεωρητικές κοινωνικές συγκρούσεις και αντιθέσεις όπως οι κοινωνιολογίζουσες (ερμηνείες με βάση την υποανάπτυξη της Ρωσίας), οι θεσμοκρατικές (ερμηνείες με βάση το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό του μπολσεβίκικου κόμματος), οι ψυχολογίζουσες (ερμηνείες με βάση τα προσωπικά χαρακτηριστικά των ηγετών της επανάστασης) και οι ιστοριοκρατικές (ερμηνείες που προϋποθέτουν την αδιάκοπη συνέχεια μετά το 1917) (4). Οι ερμηνείες αυτές ευδοκίμησαν κυρίως στη Δύση. Ο διαχωρισμός όμως και η αντιπαλότητα είναι αναγκαία στοιχεία απέναντι και σε άλλου είδους ερμηνείες, που αναπτύχθηκαν κυρίως στην Ανατολή. Αυτές μπορούν να χαρακτηριστούν συνοπτικά σαν απολογητικές. Χωρίς να αναφερθούμε στις γενικά πολιτικές ερμηνείες, είναι πολλές οι αναφορές που είτε έχοντας τη μορφή της εξήγησης των απόψεων των σοβιετικών παιδαγωγών στη βάση αποκλειστικά της εκπαιδευτικής πολιτικής του Λένιν,(5) είτε έχοντας τη μορφή της αποφθεγματολογίας και της επιλεκτικής χρήσης αποσπασμάτων χωρίς ουσιαστική ιστορική ανάλυση,(6) συμβάλλουν στη δημιουργία μιας μεταφυσικής εικόνας του Λένιν, του οποίου οι απόψεις για τη μόρφωση και την εκπαίδευση έχουν υπεριστορική ισχύ, αναπαράγοντας μια λογική που ο ίδιος ο Λένιν είχε σκληρά κατακρίνει στην ανάλογη μεταχείριση του έργου του Μαρξ(7).
Βέβαια, την εποχή που γράφτηκε αυτή η εργασία, οι απολογητικές ερμηνευτικές εκδοχές υποχώρησαν ραγδαία, εξαιτίας της κατάρρευσης των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι ο κίνδυνος μιας λογικής “στροφής στις πηγές” σαν μοναδική λύση στο θεωρητικό-πολιτικό πρόβλημα του κοινωνικού και εκπαιδευτικού μετασχηματισμού έπαψε να υπάρχει, ιδιαίτερα σε συνθήκες δύσκολες γι’ αυτούς που θέτουν τέτοιους στόχους.
Για να απαντηθεί το πρόβλημα που τέθηκε, η συνολική, η μορφωτική και η εκπαιδευτική πολιτική του Λένιν θα εξεταστούν στο φως των ταξικών, όπως και των ενδοταξικών (με την έννοια της έκφρασης κοινών στρατηγικών συμφερόντων αλλά με διαφορές πολιτικής γραμμής για την εξυπηρέτησή τους) πολιτικών-θεωρητικών συγκρούσεων και αντιθέσεων της εποχής που διατυπώνονται και δοκιμάζεται η αντοχή τους στην πραγματικότητα.
Η προσπάθεια μετασχηματισμού των ταξικών σχέσεων από τον Λένιν, αντιμετωπίζεται με βάση την πάλη του με την κυρίαρχη εκδοχή της θεωρίας – πολιτικής της Β’ Διεθνούς, η οποία παίρνει τη μορφή επιμέρους ή συνολικών ρήξεων με αυτήν. Οι ρήξεις αυτές έχουν τη δική τους ιστορία πριν την επανάσταση, αλλά η σημαντικότερη είναι η ίδια η κατάληψη της εξουσίας στη Ρωσία τον Οκτώβρη του 1917, που ήταν εξαιρετικά δυσάρεστη για την ηγεσία της Β’ Διεθνούς. Η πάλη του Λένιν με τη θεωρία και την πολιτική της Β’ Διεθνούς δεν είναι γραμμικά αναπτυσσόμενη, επηρεάζεται και διαμορφώνεται από τις συγκρούσεις και αντιθέσεις μέσα και έξω από το μπολσεβίκικο κόμμα. Η διερεύνηση του προβλήματος της εργασίας, χρησιμοποιώντας σαν απαραίτητο στοιχείο αναλύσεις των ρήξεων του Λένιν με την πολιτική-θεωρητική παράδοση της Β’ Διεθνούς (8), έχει τη δυνατότητα να συμβάλλει στην εκτίμηση πλευρών αυτών των ρήξεων στα ζητήματα της μόρφωσης και της εκπαίδευσης.
Όμως, η πάλη του Λένιν με την κυρίαρχη εκδοχή της θεωρίας- πολιτικής της Β’ Διεθνούς, αναδεικνύει και ένα ζήτημα, που σχετίζεται άμεσα με τη χρησιμότητα της διερεύνησης του προβλήματος που τέθηκε, στις σημερινές συνθήκες. Η πάλη του Λένιν για το ξεπέρασμα αυτής της θεωρητικής-πολιτικής παράδοσης, μέσα από την οποία είχε διαμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό το μπολσεβίκικο κόμμα, αναδεικνύει την αναγκαία σύνδεση μεταξύ της ιστορικής έρευνας και γνώσης για το σχολείο “ενταγμένη σ’ ένα εκπαιδευτικό και κοινωνικό-πολιτικό σχέδιο του παρόντος και του μέλλοντος”(9) με την ανάπτυξη της θεωρητικής και πολιτικής επάρκειας των συλλογικών φορέων που αναλαμβάνουν την πραγματοποίηση αυτού του σχεδίου. Μ’ αυτή την έννοια, η διερεύνηση της συμβολής του Λένιν στη διαμόρφωση της σχέσης “πολιτική – μόρφωση – εκπαιδευτικοί μετασχηματισμοί” εκτός από συμβολή στη γενικότερη έρευνα μιας σημαντικής εμπειρίας κοινωνικού και εκπαιδευτικού μετασχηματισμού, μπορεί να αποτελέσει και συμβολή στη συνειδητοποίηση των θεωρητικών-πολιτικών απαιτήσεων των καθηκόντων που αναλαμβάνουν συλλογικοί φορείς, οι οποίοι υιοθετούν σχέδια ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού.
Η επιλογή της περιόδου 1917-1923 ως προνομιακής για την εξέταση της σχέσης “Πολιτική, μόρφωση και εκπαιδευτικοί μετασχηματισμοί”, δε σημαίνει βέβαια ότι το έργο του Λένιν πριν την επανάσταση του Οκτώβρη 1917 δεν μπορεί να μελετηθεί από αυτή την άποψη. Όμως, η περίοδος 1917-1923 είναι προνομιακή, γιατί ο Λένιν συμμετέχει πρωταγωνιστικά στη διαμόρφωση και υλοποίηση της πολιτικής του μπολσεβίκικου κόμματος. Η πολιτική του δοκιμάζεται στην πράξη. Αντίθετα, στην προηγούμενη περίοδο, η σχέση συνολικής μορφωτικής- εκπαιδευτικής πολιτικής είναι αναγκαστικά κυρίως θεωρητική και προγραμματική. Το τσαρικό καθεστώς και ο διωγμός των Ρώσων επαναστατών, δεν αφήνουν παρά ελάχιστα περιθώρια δοκιμασίας στην πράξη της θεωρίας και των προγραμματικών στόχων, κυρίως στη διάρκεια της επανάστασης του 1905 και στο διάστημα που μεσολαβεί από την επανάσταση του Φλεβάρη ως τον Οκτώβρη του 1917 (χωρίς όμως τον έλεγχο της κεντρικής πολιτικής εξουσίας και στις δύο αυτές περιόδους από τους μπολσεβίκους).
Η διάρθρωση της εργασίας σχετίζεται με το στόχο της. Πρωταρχικά παίρνει υπόψη της τις μεταβολές της συνολικής πολιτικής του Λένιν, που υπερκαθορίζουν τις μεταβολές της μορφωτικής και εκπαιδευτικής πολιτικής. Η εργασία χωρίζεται σε δύο μέρη, γιατί η περίοδος 1917-1921 έχει σημαντικές διαφορές από την περίοδο 1921-1923, οι οποίες θα αναλυθούν στο κυρίως μέρος της εργασίας. Σε κάθε μέρος προτάσσεται η (σύντομη) ανάλυση της συνολικής πολιτικής του Λένιν. Σε πολλά σημεία της ανάλυσης της μορφωτικής και της εκπαιδευτικής πολιτικής, πολιτικά ζητήματα που είχαν συνοπτικά παρουσιαστεί προηγούμενα, αναλύονται περισσότερο. Η εκτενέστερη αυτή ανάλυση έχει κυρίως ως στόχο την καλύτερη κατανόηση της μορφωτικής και εκπαιδευτικής πολιτικής του Λένιν και των μεταβολών της και δευτερευόντως τη χρηστικότητα της εργασίας (όταν αναζητείται ένα συγκεκριμένο μορφωτικό ή εκπαιδευτικό πρόβλημα και η αντιμετώπισή του από το Λένιν). Πρέπει να σημειωθεί ότι η χρηστικότητα αυτή, δύσκολα ξεπερνάει το πρόβλημα της αγνόησης της συνοπτικής παρουσίασης της συνολικής πολιτικής.
Το πρώτο μέρος της εργασίας είναι χωρισμένο σε μικρότερα τμήματα (υποκεφάλαια) με βάση της ριζικές αλλαγές ή τις τροποποιήσεις της πολιτικής του Λένιν στην περίοδο 1917-1921. Στο δεύτερο μέρος δεν υπάρχει αυτή η αναγκαιότητα, γιατί η μεταβολή της πολιτικής του Λένιν εντοπίζεται στα τελευταία γράμματα και άρθρα του. Αυτά εξετάζονται σε άμεση σύγκριση με το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου 1921-1923, εφόσον τα τελευταία γράμματα και άρθρα συνιστούν μια μεταβολή, η οποία εξαιτίας του θανάτου του Λένιν δε δοκιμάστηκε στην πράξη. Είναι αναγκαίο να υπογραμμιστεί πως η κάθε περίοδος δεν είναι χωρισμένη στεγανά από την άλλη. Αυτό γίνεται, γιατί είναι απαραίτητη η σύγκριση των πολιτικών επιλογών του Λένιν από περίοδο σε περίοδο, εφόσον οι τροποποιήσεις της πολιτικής του είναι συχνές στην περίοδο 1917-1923, ενώ οι ριζικές αλλαγές της λιγότερες Και απ’ αυτή την άποψη, οι επαναλήψεις (είτε απλές, είτε έχοντας το χαρακτήρα της αναλυτικότερης εξέτασης) είναι αναπόφευκτες.
Τέλος, εκείνο που πρέπει να τονιστεί, είναι ότι στόχος της εργασίας δεν είναι το γράψιμο μιας γενικής ιστορίας της εκπαίδευσης στη Ρωσία μετά την επανάσταση, ούτε μια πλήρης παρουσίαση των πολιτικών απόψεων του Λένιν στην περίοδο 1917-1923. Όμως, η διερεύνηση αυτή, στο βαθμό που εκπληρώσει το στόχο που έθεσε, θα αποτελέσει μια συμβολή σ’ αυτά τα δύο πολύ ευρύτερα και πολύ περισσότερο σύνθετα προβλήματα.
∗Το δημοσιευμένο κείμενο αποτελεί την εισαγωγή της διδακτορικής διατριβής του συγγραφέα με τίτλο “Πολιτική, μόρφωση και εκπαιδευτικοί μετασχηματισμοί: Η συμβολή του Λένιν, 1917-1923”. Ολόκληρη η διατριβή εδώ
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Ερευνών