της Χρύσας Καραμήτρου
“Τα χρόνια ανάμεσα” είναι το τέταρτο μυθιστόρημα του Βασίλη Τσιράκη. Πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα, στο οποίο ο συγγραφέας μετά από συστηματική έρευνα και διεξοδική μελέτη των γεγονότων, του τόπου και των χαρακτήρων, που πραγματεύεται, πλέκει περίτεχνα τον μύθο του με την Ιστορία.
Ο Βασίλης Τσιράκης σκιαγραφεί τη δομή της μυθοπλασίας του και μεταφέρει με πιστότητα το πνεύμα και τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής του Μεσοπολέμου, με κύριο πεδίο δράσης την πόλη της Θεσσαλονίκης. Στο προηγούμενο βιβλίο του συγγραφέα, με τίτλο Σελανίκ, η Θεσσαλονίκη ήταν ο κεντρικός «χαρακτήρας» της αφήγησης. Ωστόσο, στο νέο του μυθιστόρημα “Τα χρόνια ανάμεσα” η αίσθηση του χώρου-τόπου υποχωρεί αρκετά υπέρ του χρόνου και της ιστορικής εποχής. Στο έργο του οριοθετεί προσεκτικά αυτή την ιστορική εποχή με απαρχή την έλευση των προσφύγων το 1922 και τέλος τη γερμανική κατοχή, το ολοκαύτωμα και τον διωγμό των Εβραίων. Και μέσα σε αυτά τα σύνορα του χρόνου αναπλάθει όλα τα κρίσιμα γεγονότα αυτής της περιόδου: Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλαγή των συνόρων, μετακίνηση και ανταλλαγή των πληθυσμών, Οκτωβριανή Επανάσταση, Ισπανικός Εμφύλιος, συγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος, ανάπτυξη των εργατικών αγώνων, άνοδος του φασισμού και του ναζισμού. Η ιστορική ματιά του Βασίλη Τσιράκη αναζητά και τελικά αλληλοδιαπλέκει στο έργο του τα γεγονότα της περιόδου αυτής, όπως εκτυλίσσονται στη Θεσσαλονίκη, αλλά πάντα σε απόλυτη συνάρτηση με τις αλλαγές που συντελούνται στα μεγάλα ευρωπαϊκά κέντρα του Μεσοπολέμου.
Οι ήρωες και οι ηρωίδες του αποτελούν πρόσωπα αντιπροσωπευτικά της εποχής, φορείς όλοι και όλες των διαφορετικών τάσεων, αλλά και των οραμάτων και των απογοητεύσεων, που τη σημάδεψαν. Οι χαρακτήρες του δεν είναι στάσιμοι, αλλά εξελίσσονται, κυρίως υπό το βάρος των κοσμογονικών αλλαγών, που συντελούνται γύρω τους. Η ύπαρξή τους μέσα σε έναν αντιφατικό κόσμο αλλά και οι προσωπικές τους συγκρούσεις και αντιφάσεις ενεργοποιούν την προσπάθειά τους να νοηματοδοτήσουν τη ζωή τους και να αφηγηθούν τη μικρή τους ιστορία μέσα στο πλαίσιο της μεγάλης αφήγησης.
Με ενδιαφέρον παρακολουθούμε την ανάδυση νέων τύπων-χαρακτήρων, κάποιοι από τους οποίους είναι ο εβραίος κομμουνιστής Ελιάν, η δασκάλα – διανοούμενη Σμαρώ, ο Στέφανος που πολεμά τον φασισμό, ο Αντώνης που βρίσκει το νόημα της ζωής στην ιδέα του κομμουνισμού, μένοντας πιστός σε αυτό μέχρι τον θάνατο· όλοι τους –αντίστοιχα- γέννημα των νέων κοινωνικών συνθηκών εκείνης της εποχής, που με αποφασιστικότητα αναδημιουργούν τόσο την ατομική τους υπόσταση όσο και τον κοινωνικό τους βίο. Σημαντική είναι η διακριτική αναφορά του συγγραφέα σε ιστορικά πρόσωπα της εποχής εκείνης. Προσωπικότητες της αριστεράς, όπως ο Γ. Πασαλίδης, ο Π. Πουλιόπουλος, ο Ν. Ζαχαριάδης, αλλά και της λογοτεχνίας, όπως ο Ν. Χικμέτ, ο Ε. Χέμινγουεϊ και ο Ν. Καζαντζάκης, δένουν με τα φανταστικά πρόσωπα και τις μικρές ιστορίες τους, προσδίδουν αληθοφάνεια στη μυθοπλασία και βοηθούν να αποδοθεί καλύτερα το κλίμα της εποχής.
Ο Βασίλης Τσιράκης δεν καθυποτάσσει τους χαρακτήρες του. Αντίθετα, προσπαθεί να σεβαστεί την αυτοτέλεια και αυτονομία τους, να αποστασιοποιηθεί από εκείνους και να αναπλάσει με αντικειμενικότητα αυτό που «θέλουν οι ίδιοι να πουν» κι αυτό που «θέλουν οι ίδιοι να είναι». Αυτοπεριορίζεται και αφήνει μεγαλύτερο πεδίο ερμηνείας σε εμάς, τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες του έργου του, ως προς την εσωτερική τους ζωή, τις συμπεριφορές τους και τα γεγονότα που απορρέουν από αυτές. Ίσως γι’ αυτό κάποιες φορές να φαίνεται ότι απλώς παρακολουθεί τους χαρακτήρες του και τις διαδρομές τους, επιτρέποντάς τους ως απόλυτες μορφές να αφηγηθούν την εξέλιξή τους προς την προϊούσα αυτοσυνειδησία τους. Ωστόσο, ο συγγραφέας δεν διεκδικεί για τους ήρωες και τις ηρωίδες του κάποια αδιαφιλονίκητη αυθεντία και σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται πιθανόν και η επιλογή του να παρουσιάσει τόσους πολλούς χαρακτήρες.
Η τάση του για αποστασιοποίηση αναδεικνύεται και από την επιλογή ενός ετεροδιηγητικού αφηγητή, που αφηγείται την ιστορία χωρίς να συμμετέχει καθόλου σε αυτήν, σε μια διαρκή τριτοπρόσωπη αφήγηση. Εκτός από την αφήγηση, ο συγγραφέας επιλέγει κατά κύριο λόγο την περιγραφή ως αφηγηματική τεχνική, που εξυπηρετεί τον στόχο του για την αισθητική αναπαράσταση του τόπου αλλά και την προβολή στοιχείων που αιτιολογούν τη δράση των προσώπων.
Οι μεγάλες παράγραφοι, η απουσία στίξης αλλά και η απουσία διαλόγων δίνουν την αίσθηση ενός κατακλυσμιαίου αφηγηματικού λόγου, που λειτουργεί σαν μια εναλλαγή εικόνων μέσα στις οποίες περιδινείται ο χρόνος και το δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Όταν παρουσιάζει τους ήρωες και τις ηρωίδες του να περιπλανούνται στην πόλη, η γραφή του γίνεται κινηματογραφική και με το βλέμμα ενός τοπιογράφου ή ενός σύγχρονου περιηγητή εικονοποιεί με κάθε λεπτομέρεια το σκηνικό της δράσης. Αυτόν τον τόπο, αυτήν την πόλη, τη Θεσσαλονίκη, που τόσο φαίνεται να αγαπά ο συγγραφέας, μας προσκαλεί, παίρνοντάς μας σχεδόν από το χέρι, να την περιδιαβούμε κι εμείς, παρακολουθώντας την εξέλιξη της δράσης και αναπνέοντας την ιστορία της.
Η τελική αίσθηση είναι ότι ο συγγραφέας, ξεδιπλώνοντας με τη γραφή του τις σελίδες της ιστορίας του Μεσοπολέμου, οδηγεί τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες σε μια κατάδυση στους λαβύρινθους της ιστορικής μνήμης ενάντια στη διαβρωτική δύναμη του χρόνου. Ο ποταμός της Λήθης ρέει παράλληλα με τον ποταμό της Μνημοσύνης. Το ιστορικό μυθιστόρημα “Τα χρόνια ανάμεσα” θέτει σε κίνηση τον κόσμο των αναγνωστριών και αναγνωστών του, καλώντας όλες και όλους να συνεισφέρουν στη λογοτεχνική επικοινωνία, να συνδράμουν με τα δικά τους νοήματα στην ιστορία, να μην λησμονήσουν αλλά και να αναστοχαστούν επάνω στις κοινωνικές σχέσεις, τις αντιθέσεις, τις συγκρούσεις και τις ιδεολογίες εκείνης της εποχής.
Κλείνει την ιστορία του με την πορεία δύο ζευγαριών. Το ένα ζευγάρι πορεύεται προς τη διεκδίκηση της ζωής, ενώ το άλλο πορεύεται προς τον θάνατο. Το τέλος της ιστορίας του μοιάζει βίαιο. Η βία του αδιεξόδου, της συντριβής και του θανάτου. Το τέλος της ιστορίας του επιβεβαιώνει τη γνωστή ρήση του Μαρξ ότι «η βία είναι η μαμή κάθε παλιάς κοινωνίας που κυοφορεί μια καινούρια». Η πορεία των δύο ζευγαριών πιθανόν να δείχνει ακριβώς αυτό· ότι κάτι νέο γεννιέται, εκεί που το παλιό πεθαίνει! Το τέλος της ιστορίας του μοιάζει υπαινικτικό. Σαν μια νύξη, μια προσήμανση ή ένας προϊδεασμός για μια νέα ιστορία, για μια νέα αρχή. Κάνοντας λοιπόν μια νέα αρχή, ελπίζουμε να μας δώσει ο συγγραφέας την ευκαιρία να απολαύσουμε άλλη μια λογοτεχνική του προσπάθεια, ως συνέχεια του εξαιρετικού μυθιστορήματός του Τα χρόνια ανάμεσα.